Δεν είναι ο καθένας μόνος του με τα δικαιώματά του. Στις έκτακτες καταστάσεις που βιώνουμε με την πανδημία αναδεικνύεται η σημασία της εμπιστοσύνης σε θεσμούς και πρόσωπα που εγγυώνται την ορθότητα στοιχείων και επιλογών

Η καθηγήτρια φιλοσοφίας Βάσω Κιντή γράφει για τα δικαιώματα και την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού

Η μαρξιστική αριστερά είχε ανέκαθεν επιφυλάξεις για τον λόγο περί δικαιωμάτων, τόσο για θεωρητικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Οι πολιτικοί λόγοι συνδέονταν με την κριτική περί παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων που ασκούσαν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης στη Σοβιετική Ένωση. Τα δικαιώματα είχαν τότε θεωρηθεί όπλο του ιμπεριαλισμού εναντίον της σοσιαλιστικής πατρίδας. Οι θεωρητικοί λόγοι μπορεί να αναχθούν στον Μαρξ που στο κείμενό του για το Εβραϊκό ζήτημα επικρίνει τα δικαιώματα του ανθρώπου ως δικαιώματα ενός ιδιώτη, δηλαδή ενός φυσικού, εγωιστή ανθρώπου, αποκομμένου από την κοινότητα και απορροφημένου από το ιδιωτικό του συμφέρον, και τα αντιδιαστέλλει προς τα δικαιώματα του πολίτη που απορρέουν από την πολιτική κοινότητα. Τα τελευταία χρόνια η αριστερά, ενώ θεωρητικά συμφωνεί (ή πρέπει να συμφωνεί) με τον Μαρξ σχετικά με τα δικαιώματα, τα οικειοποιείται στη ρητορική της διότι θεωρεί ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντισυστημικά, προς υπεράσπιση του οποιουδήποτε στρέφεται εναντίον του αστικού, φιλελεύθερου (ή νέο-φιλελεύθερου, όπως το ονομάζει) κράτους. Τα επικαλούνται και τα χρησιμοποιούν, συχνά προσχηματικά, καθώς είναι έτοιμοι να τα αγνοήσουν (ή και να τα παραβιάσουν) όταν θεωρούν πως δεν προάγουν τους σκοπούς τους. Δεν καίγονται, λοιπόν, πραγματικά όταν υπερασπίζονται το δικαίωμα των ανεμβολίαστων να αποφασίζουν για το σώμα τους. Θέλουν, πρωτίστως, να τους προσεταιριστούν.

Ο φιλελεύθερος δικαιωματισμός από την άλλη μεριά, που έχει τα ατομικά δικαιώματα στον πυρήνα της ιδεολογίας του, πρέπει κι αυτός να αναγνωρίσει ότι τα δικαιώματα, ακόμη και τα ανθρώπινα ή τα λεγόμενα «φυσικά», έχουν νόημα μόνο εντός μιας πολιτικής ένωσης. Πρέπει να υπάρχει κοινότητα και πολιτική ένωση για να υπάρχουν δικαιώματα. Τα δικαιώματα δεν φύονται στη φύση. Ο πολίτης ως ατομικό υποκείμενο και φορέας δικαιωμάτων είναι μία αφαίρεση, μία κατασκευή που προϋποθέτει μία συλλογική ζωή. Είναι ένα ηθικό πρόσωπο που αντικαθιστά μία φυσική ύπαρξη, όπως έλεγε ο Μαρξ επικαλούμενος τον Ρουσσώ. Δεν είναι το κάθε άτομο μόνο και αύταρκες, αποκομμένο από την κοινωνία, ώστε να αποφασίζει για τον εαυτό του χωρίς καμία μέριμνα για το τι συμβαίνει γύρω του. Τους δρόμους της κοινότητας χρησιμοποιεί, τα δίκτυα επικοινωνίας, την ενέργεια, τα μέσα μεταφοράς, τα αεροδρόμια, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία. Παρότι τα δικαιώματα σε φιλελεύθερο πλαίσιο κατανοούνται κυρίως αμυντικά, σαν τα γερά χαρτιά των πολιτών απέναντι σε ένα παρεμβατικό κράτος, δεν μπορεί να λέγεται ότι το άτομο έχει απόλυτο δικαίωμα να αποφασίζει για ό,τι το αφορά ερήμην της κοινωνίας. Δεν μπορεί όταν επικαλείται τα δικαιώματά του να ξεχνά πως γύρω του μαίνεται η πανδημία και ότι από τις αποφάσεις του εξαρτάται εν μέρει αν θα μπορεί το παιδί του και τα παιδιά των άλλων να πάνε στο σχολείο τον Σεπτέμβριο, αν θα βρεθεί κρεβάτι στο νοσοκομείο, αν θα δουλεύει η οικονομία για να μην μείνει άνεργος αυτός και άλλοι συνάνθρωποί του. Όταν οι αποφάσεις του θέτουν σε κίνδυνο ή επηρεάζουν βλαπτικά την κοινωνία και τον διπλανό του με τρόπο σαφή και άμεσο σε μια ειδική συγκυρία, τότε ασφαλώς αυτές οι αποφάσεις μπορούν να γίνουν αντικείμενο κριτικής για αντικοινωνική συμπεριφορά και οι ελευθερίες του να σταθμιστούν και να περιοριστούν από το κράτος. Αυτοί που αρνούνται τον εμβολιασμό και αυτοί που δείχνουν κατανόηση στην αντιεμβολιαστική στάση με το επιχείρημα ότι καθένας δικαιούται να αποφασίζει για τον εαυτό του, παρανοούν την έννοια του δικαιώματος, παραβλέπουν όλο το κοινωνικό υποστηρικτικό πλαίσιο και εκδηλώνουν ή επικροτούν μια εγωιστική συμπεριφορά.

Δεν είναι, λοιπόν, ο καθένας μόνος του με τα δικαιώματά του. Για να τα έχει πρέπει να υπάρχει και η κοινωνία που τα αναγνωρίζει, τα αποδίδει και τα τιμά. Πώς, όμως, πείθεται κανείς να αλλάξει τις εγωιστικές πεποιθήσεις και την υστερόβουλη στάση του και να λάβει υπ’ όψιν του την κοινωνία; Mε την πειθώ, λένε πολλοί. Αλλά τι σημαίνει «πειθώ»; Όσοι την επικαλούνται εννοούν να αλλάξουν γνώμη οι αντιεμβολιαστές με ορθολογικά επιχειρήματα σε αντιδιαστολή με άλλα μέσα. Όμως, συνηθέστερα, η πειθώ αντιδιαστέλλεται προς την επιχειρηματολογία διότι θεωρείται πως οι αλήθειες που αποδεικνύονται μέσω επιχειρημάτων πείθουν αφ’ εαυτών, η πειθώ δεν χρειάζεται, περιττεύει. Είναι απαραίτητη μόνο όταν επιστρατεύεται η ρητορική που μεταχειρίζεται θελκτήρια μέσα για να καταφέρει να πείσει.

Είναι σημαντικό, πάντως, να αναγνωρίσουμε πως σε μία πολιτική ένωση, ακόμη και στις προηγμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες, η δημόσια έκφραση και ο δημόσιος λόγος δεν στηρίζονται πάντοτε στην αυστηρή λογική και στην ορθολογική επιχειρηματολογία. Υπάρχει, βέβαια, η προσδοκία πως η εκπαίδευση θα επεκτείνει την ορθολογική σκέψη και επικοινωνία έως ότου αυτή κυριαρχήσει ολοκληρωτικά, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, και είναι αμφίβολο εάν θα ήταν επιθυμητό να συμβεί στην πλήρη του έκταση. Η συναισθηματική μας πλευρά είναι πολύ ισχυρή και σε πολλές περιπτώσεις καίρια και χρήσιμη στην αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους οπότε δεν μπορεί να αγνοηθεί όταν συζητάμε το πώς επικοινωνούμε και επηρεάζουμε τους άλλους. Εξάλλου, μια πολιτική ένωση περιλαμβάνει και στηρίζεται σε στοιχεία που αντλούν από το συναίσθημα.

Ο Ρουσσώ έλεγε στο Κοινωνικό Συμβόλαιο πως ο νομοθέτης πρέπει να μπορεί να «παρακινεί χωρίς βία και να πειθαναγκάζει χωρίς να πείθει» (entraîner sans violence et persuader sans convaincre). Δηλαδή οι πολίτες πρέπει να προτρέπονται (persuader) προς μία πράξη ή ένα είδος συμπεριφοράς, χωρίς κατ’ ανάγκην να πείθονται θεωρητικά, με επιχειρήματα, ότι μία θέση είναι αληθής. Όπως ο Πλάτων στους Νόμους έγραφε πως η ψυχή των παιδιών πρέπει να εθίζεται με ωδές να αγαπά και να σέβεται τους νόμους (άλλωστε η λέξη «νόμος» στην αρχαιότητα είχε και τη σημασία της μελωδίας, του μουσικού ρυθμού, του τραγουδιού), έτσι και ο Ρουσσώ ήθελε μία μουσική γλώσσα για να ενεργοποιεί τα συναισθήματα και να ενσταλάζει στην ψυχή των πολιτών το καθήκον και τον σεβασμό στους νόμους. Ο λόγος από μόνος του είναι αδρανής και ανίκανος να κινητοποιήσει σε δράση. Μπορείς να πειστείς για την αλήθεια μιας θέσης, και να μην αλλάξεις συμπεριφορά. Γι’ αυτό και ο Hume υποστήριζε πως «ο λόγος είναι, και πρέπει μόνο να είναι, δούλος των παθών».

Στις έκτακτες καταστάσεις που βιώνουμε με την πανδημία, όταν τα δεδομένα ανατρέπονται κάθε στιγμή κι αυτό που διακυβεύεται είναι η δημόσια υγεία, δεν υπάρχει πάντοτε ο χρόνος για να ξεδιπλωθεί και να λειτουργήσει μια ορθολογική διαδικασία πειθούς με διαμάχες και επιχειρήματα, ειδικά όταν σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης λόγων, οι εκατέρωθεν θέσεις παγιώνονται και σκληραίνουν αφού κανείς δεν θέλει να ηττηθεί. Σε τέτοιες περιστάσεις αναδεικνύεται η σημασία της εμπιστοσύνης σε θεσμούς και πρόσωπα που εγγυώνται την ορθότητα στοιχείων και επιλογών. Δεν μπορούμε όλοι να ελέγχουμε τα πάντα συνεχώς. Δεν έχει τέλος αυτή η διαδικασία. Στο τέλος των λόγων βρίσκεται η πειθώ, λέει ο Wittgenstein συνδέοντας την πειθώ με τη μεταστροφή που δεν στηρίζεται σε αυτό που θα ονομάζαμε ορθολογικές αποδείξεις. Σε μια δημοκρατία που λειτουργεί, που έχει κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εμπιστευόμαστε κατ’ αρχήν τους θεσμούς της (κοινοβούλιο, δικαστήρια, πανεπιστήμια, ειδικές επιτροπές) για να καθοδηγήσουν και να ελέγξουν μια ασφαλή πορεία που προάγει το γενικό καλό και σέβεται τους πολίτες.

.athensvoice.gr