Ο καρδιολόγος, συνθέτης και συγγραφέας Θανάσης Δρίτσας γράφει για τον ποιητικό λόγο του Ντύλαν Τόμας και το έργο «Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία».

Είναι Δεκέμβρης του 1989 στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο. Είναι Κυριακή, μια τυπική υγρή και βροχερή Λονδρέζικη ημέρα με ασυνήθιστο ομως κρύο. Ταξιδεύω εκείνη την ώρα με το τρένο από London Bridge για το Greenwich. O Τάμεσης κυλούσε γκρίζος και μεγαλοπρεπής στα αριστερά μου, όπως τον παρατηρούσα μέσα από τα θαμπωμένα τζάμια του υπέργειου σιδηρόδρομου, ενώ στα χέρια μου κρατάω δύο βιβλία. Μιαν έκδοση τσέπης των ποιημάτων του TS Eliot από τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Eliot και ένα βιβλίο με εντυπωσιακό εξώφυλλο που μου είχε χαρίσει  τότε βρετανίδα φίλη με αφορμή την χριστουγεννιάτικη περίοδο. Θα την ευγνωμονούσα διαχρονικά για εκείνο το μαγικό δώρο. Mου είχε κάνει μάλιστα εντύπωση πόσο είχε αντιληφθεί την αισθητική μου εκείνη η κοπέλα ενώ με γνώριζε λίγο καιρό. Το δεύτερο αυτό βιβλίο, που πρόκειται στη συνέχεια να το λατρέψω για πάντα, ήταν η πρωτότυπη έκδοση του βιβλίου «A Child’s Christmas in Wales» του Dylan Thomas, έκδοση του 1968 (Dent & Sons, London) αλλά βασισμένη στην αυθεντική πρώτη αμερικάνικη έκδοση του 1954. Η εικονογράφηση του έργου βασίστηκε στα υπέροχα χαρακτικά της Ellen Raskin.

Αυθεντική έκδοση του «A Child’s Christmas in Wales» του Dylan Thoma

Με το που ανοίγω την πρώτη σελίδα του έργου «Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία» η εισαγωγή γαντζώνεται στο νου μου και αρπάζει ακαριαία τις αισθήσεις μου. Όλο το βιβλίο αποπνέει το πνεύμα αυτής της χαρισματικής εισαγωγής που έχει ως εξής (σε δική μου απόδοση στα ελληνικά): «Τα Χριστούγεννα κάθε φορά έμοιαζαν τόσο με τα προηγούμενα, εκείνα τα χρόνια σε εκείνο εκεί το ψαροχώρι, και πάνω από όλα ήταν τόσο ήσυχα εκτός από τις μακρινές φωνές λίγο πρίν αποκοιμηθώ, έτσι που δεν μπορώ ποτέ να θυμηθώ αν χιόνισε έξι μέρες και έξι νύχτες τότε που ήμουν δώδεκα ή αν χιόνισε δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες τότε που ήμουν έξι». Η πρωτότυπη (αγγλική) γλώσσα του Dylan Thomas είναι, όπως σε όλα τα πρωτότυπα κείμενα, ακόμη πιο συγκλονιστική. Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι έχει να κάνει με ένα παραμυθένιο ποιητικό κείμενο και όχι με συνηθισμένο χριστουγεννιάτικο αφήγημα για παιδιά. Τα «Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία» είναι ένα κείμενο για όλες τις ηλικίες.

Ο ποιητικός λόγος του Thomas συνεχίζει, σαν ποταμός, στην δεύτερη παράγραφο: «Όλα τα Χριστούγεννα κατηφορίζουν προς τη θάλασσα με τα δύο ακρωτήρια, όπως σωριάζεται ένα ψυχρό και ορμητικό φεγγάρι στον ουρανό που ήταν ο δρόμος μας. Και σταματούν στο χείλος των κυμάτων με τις παγωμένες άκριες και τα ξεπαγιασμένα ψάρια. Και βουτάω τα χέρια μου στο χιόνι και βγάζω ότι βρώ. Βουτώντας το χέρι μου σε αυτή την άσπρη σαν μαλλί με γλώσσα καμπάνας μπάλλα διακοπών που σταματάει στο χείλος της θάλασσας και τραγουδάει τα κάλαντα, βγάζω την κυρία Πρόθερο και τους Πυροσβέστες. Ήταν το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων και ήμουν στον κήπο της κυρίας Πρόθερο παραμονεύοντας γάτες με το γιο της Τζίμ. Χιόνιζε. Πάντα χιόνιζε τα Χριστούγεννα. Ο Δεκέμβρης στη μνήμη μου είναι λευκός σαν τη Λαπωνία, αν και δεν είχε τάρανδους. Είχε όμως γάτες….».

Αυθεντική έκδοση του «A Child’s Christmas in Wales» του Dylan Thomas
Ο Dylan Thomas είχε ηχογραφήσει το κείμενο του (Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία) και το αφηγήθηκε ραδιοφωνικά με τη δική του ιδιαίτερη φωνή για το BBC το 1945. Ιστορική θεωρείται όμως η αφήγηση του έργου από τον ίδιο τον ποιητή (όταν βρέθηκε στις ΗΠΑ) στα πλαίσια ηχογράφησης σε δίσκο βινυλίου (LP) το 1952 από την αμερικάνικη εταιρεία Caedmon. Μάλιστα στην πρώτη πλευρά του δίσκου ο Thomas διαβάζει δημοφιλή ποιήματα του και στη δεύτερη πλευρά σκέφτηκε να διαβάσει «Τα Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία». Την επόμενη χρονιά (1953) ο Dylan Thomas αφήνει τα εγκόσμια σε ηλικία μόλις 39 ετών πιθανά από πνευμονία, ίσως επιπλοκή από τις συνήθεις κρίσεις μέθης του. Είχε μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα αλκοολισμού. Η τεράστια ποιητική του ευαισθησία, η πρώιμη απώλεια, ο τρόπος ζωής και η κοσμοθεωρία του έχουν κατατάξει τον Thomas στους αγαπημένους αυτοκαταστροφικούς ροκ συμβολικούς ποιητές του προηγούμενου (20ού) αιώνα (βιάστηκα και παραλίγο να πω του αιώνα μας, ενώ συνειδητοποιώ ότι εδώ και ήδη 20 χρόνια έχουμε διαβεί το κατώφλι του 21ου αιώνα).

Πριν από λίγες ημέρες είδα ένα πολύ περίεργο και συνάμα απολαυστικό όνειρο που είχε πάλι σχέση με τον Dylan Thomas αλλά και με τα παιδικά μου χρόνια. Έξω σφύριζε ένας αδίστακτος βοριάς χιονιστής. Βγαίνω από τη ζεστασιά του κρεβατιού μου και τρέχοντας ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μας. Μοιάζει να βρίσκομαι πίσω στο σπίτι μας στην κωμόπολη  Καρυά Λευκάδας, τέλη της δεκαετίας του ’60. Το σπίτι μας ήταν παράλληλα και το αγροτικό ιατρείο της Καρυάς και γιατρός ήταν τότε εκεί ο (αείμνηστος) πατέρας μου.

Είμαι μαθητής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, κουρεμένος γουλί με μια μικρή τούφα μαλλιών που μετά βίας κατόρθωνε να φτάσει την οροφή του μετώπου μου, έτσι γαρ κουρεύανε τότε (υποχρεωτικά) τους μαθητές. Το σπίτι μας έφερνε κάτι παραμυθένιο στο νου, κάτι σαν το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας στο δάσος των παραμυθιών. Κατέβαινες τα λίγα σκαλοπάτια της εισόδου και στα αριστερά βρισκόσουν αμέσως μέσα σε ένα χωράφι. Οι γαλότσες βουτηγμένες στη λάσπη το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι τα ψηλά στάχυα αντανακλούσαν στα παιδικά μου μάτια το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Ο χειμώνας στα μάτια μου ήταν από τότε γοητευτικός και όταν χιόνιζε είχα ένα μόνιμο άγχος ότι οι χωρικοί θα κλέψουν το νωπό χιόνι της αυλής μας που στρωμένο έφτανε και το μισό μέτρο. Στο όνειρο μου είμαι τόσο χαρούμενος που βλέπω όπως τον θυμάμαι, νέο καλοβαλμένο και όμορφο άνδρα, τον πατέρα μου να στέκεται στην είσοδο του ιατρείου και να με κοιτάζει χαμογελαστός. Φορούσε εκείνα τα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερης αισθητικής για την εποχή εκείνη, κοκάλινα μαύρα γιαλιά του.

Εκείνο το βράδυ η χιονοθύελλα ήταν ασταμάτητη. Όταν άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μας προχώρησα αμέσως λίγα βήματα αυθόρμητα. Το χιόνι μου έκοβε την ανάσα αλλά συνέχισα να προχωρώ ακάθεκτος ενώ τα πόδια μου βυθίζονταν όλο και περισσότερο στο άθεο χιόνι. Μια ήπια ασημένια αντανάκλαση έδινε μια διάφανη αίσθηση στο σκοτάδι και κατάλαβα ότι αυτό ήταν το φεγγαρόφωτο διαθλασμένο μέσα από το πρίσμα της χιονοθύελλας. Προχώρησα και ένοιωσα κάποια στιγμή ότι από το οπτικό μου πεδίο χάθηκε όλη η τριγύρω βλάστηση, ακόμη και οι θάμνοι. Είχα αποκτήσει ήδη μια κλειστοφοβική αίσθηση την οποία μου γεννούσε η θέα του απέραντου επίπεδου λευκού, σαν να ήμουν κάπου στην παγωμένη Τούνδρα.

Όμως με τον ενθουσιασμό του γενναίου εξερευνητή της Ανταρκτικής συνέχισα να προχωρώ πάνω στον ωκεανό του χιονιού με τις ίδιες αισιόδοξες σκέψεις που πιθανά έκανε ο Ιησούς όταν περπάτησε θαυματουργικά πάνω στα νερά της λίμνης μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών του. Για καλή μου τύχη βλέπω να έρχεται τότε προς το μέρος μου μια μαυροφορεμένη και μικροκαμωμένη αντρική φιγούρα που έβγαινε από το αντίπερα άσπρο στόμα του αδηφάγου χιονιά. Κρατούσε στα χέρια του μια λάμπα θυέλλης και όταν έφτασε δίπλα μου έκανε το σταυρό του και με φίλησε απαλά στο μέτωπο. Φορούσε ένα μαύρο σκούφο, ήταν πολύ αδύνατος με μακρυά γένεια και έμοιαζε με ασκητή καλόγερο. Του έδωσα αυθόρμητα το ήδη παγωμένο αριστερό μου χέρι. Εκείνος άπλωσε αμέσως το δεξί του χέρι και έκλεισε τη μικρή παλάμη μου στα λεπτά του δάχτυλα με αίσθημα ικανοποίησης. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε σταθερά τη λάμπα θυέλλης, το φως της λάμπας τρεμόσβυνε ελαφρά αλλά η λάμψη της τελικά δεν μας πρόδωσε κατά τη διάρκεια της κοινής μας πορείας πάνω στο χιόνι. Βαδίσαμε αρκετές εκατοντάδες μέτρα μέχρι που στο βάθος της παγωνιάς ξεπρόβαλε ο σκούρος όγκος ενός ξύλινου σπιτιού με καταχιόνιστη στέγη και καμινάδα που έβγαζε καπνό. Ο άγνωστος «καλόγερος», αφού χάιδεψε το χιονισμένο μου κεφάλι, ευχήθηκε «ώρα καλή» και με άφησε μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού. Μόλις τον είδα να ξεμακραίνει έσπρωξα την βαρειά ξύλινη πόρτα του σπιτιού και μπήκα μέσα με μιαν ανάσα.

Μέσα από το σπίτι ακούστηκε τότε ζωντανή μουσική. Με έκπληξη είδα ότι στο κύριο δωμάτιο του σπιτιού έκαιγε ένα τζάκι που άρχισε ανακουφιστικά να ζεσταίνει το σώμα μου, μετά το μακρύ ταξίδι μου στη χώρα της παγωνιάς. Μέσα στο χώρο έδιναν ένα ξεχωριστό φως κάποια λαδοφάναρα και επιπλέον δύο μεγάλα κηροπήγια τοποθετημένα πάνω σε ένα κεντρικό μεγάλο τραπέζι. Υπήρχε εκεί επίσης ένα όρθιο πιάνο και έπαθα κυριολεκτικά σοκ όταν ανακάλυψα ότι πιάνο έπαιζε ο αγαπημένος μου γάλλος συνθέτης Κλώντ Ντεμπυσσί κομμάτια από την σουίτα του «Παιδική Γωνιά».  Δίπλα του καθόταν με αρκετά ντροπαλή και θλιμμένη όψη ο (επίσης αγαπημένος μου) ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Ο Σαχτούρης έγραφε κάτι σε ένα κόκκινο δερμάτινο τετράδιο. Πλησίασα και τον ρώτησα αν επιτρέπεται να διαβάσω τι γράφει. Με ένα συγκατανευτικό ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μου έδωσε την άδεια και έσκυψα αμέσως πάνω από το τετράδιο του για να διαβάσω τι έγραφε μέσα στο ημίφως.

Διαβάζω: «Χιόνι που πέφτει έξω, σαν παγοπώλης του θανάτου ο θεός με κόκκινα από τον πυρετό τα μάτια, καπνός θεού στη στέγη, ουρλιάζει η γυναίκα στο κρεββάτι σαν παγωμένο περιστέρι, χιόνι που πέφτει έξω…». Κοιτάζω και βλέπω δάκρυα στα μάτια του μοναχικού ποιητή που ξαφνικά παίρνουν τρομαγμένη  έκφραση και γίνονται κατακόκκινα. Πέρασαν δυο-τρία λεπτά μέχρι να ηρεμήσει ο Σαχτούρης και τότε μου λέει χαμογελαστά: «Είστε πολύ κουρασμένος και παγωμένος, πηγαίνετε αγαπητέ μου στο δωμάτιο δίπλα, ξαπλώστε στο κρεβάτι, σκεπαστείτε με την μάλλινη κουβέρτα που θα βρείτε εκεί. Θα έρθει να σας διαβάσει και να σας νανουρίσει ο φίλος μου ο Ντύλαν Τόμας!».

Πριν έρθει με τον μαγικό αυτό τρόπο ο Ντύλαν Τόμας στο όνειρο μου δυστυχώς-τότε ακριβώς-ξύπνησα. Θυμήθηκα ότι πρώτη φορά μου είχε αναφέρει με θαυμασμό τον Ντύλαν Τόμας ο (αείμνηστος) ποιητής Σαχτούρης κατά τη διάρκεια ιστορικής επίσκεψης παρέας φίλων της ποίησης, όλοι μας τότε νεαροί φοιτητές, την οποία είχαμε κάνει στο σπίτι του. Ανακαλώ μάλιστα ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη αφιερωμένο στον Ντύλαν Τόμας με τίτλο «Παρουσία»:

Ντύλαν Τόμας

«Στις δώδεκα και μισή τη νύχτα την ίδια ώρα και συγχρόνως φάνηκε στον μεγάλο καθρέφτη και στο παράθυρό μου ο Ντύλαν Τόμας μ’ ένα αναμμένο κόκκινο κερί στο στόμα, νεκρός βέβαια κι άγιος και τρελός όπως τόχω ξαναπεί. Έλα αδερφέ, μου λέει, μαζί μου. Σάπισες εδώ πέρα, έλα στα βορινά φαράγγια της πατρίδας μου, εδώ ζεις σ’ ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν, εκεί χαιρετάνε τους τρελούς και οι παπάδες κι η πάπια δε γενάει πια πάγο, γεννάει κόκκινο αυγό. Αυτά τα λίγα μου είπε ο μεγάλος ποιητής όχι πια στον καθρέφτη και στο παράθυρό μου αλλά μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του. Μισός από τη μέση κι απάνω στο φως, έξω από το χορτάρι, μισός από τη μέση και κάτω στο σκοτάδι κάτω από το φως……»

© Θανάσης Δρίτσας
Α. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούσε παλαιότερα το έργο «Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία» του Ντύλαν Τόμας από τις εκδόσεις Ρόπτρον (1988) και σε μετάφραση Βασίλη Βασικεχαγιόγλου.

Β. Στο βίντεο που ακολουθεί ο Θανάσης Δρίτσας αφηγείται απόσπασμα από τα Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλία του Ντύλαν Τόμας.

«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/book/694346_o-ntylan-tomas-kai-i-paidiki-mas-ilikia?fbclid=IwAR3cKQ42Yy0vIlGbs2FwJ7fzbOzPppDPod1rvYzaiXLpIgwTyqcveeEXP_I»