Γιάννης Ρίτσος: “Το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να δώσουμε”
«Ο Γιάννης Ρίτσος-ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας».
ΑΘΗΝΑ, Ιούλιος – Αύγουστος 1942
Ο Γιάννης Ρίτσος, γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά, είναι το τέταρτο και τελευταίο παιδί του μεγαλοκτηματία Λευτέρη Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Μόλις το 1924, με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα», δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1925, χρονιά της οικονομικής καταστροφής της οικογένειάς του, σφραγίζει οριστικά τους ανέμελους καιρούς της Μονεμβασιάς και του Γύθειου. Η «νέα» ζωή είναι γεμάτη από ανατροπές, απώλειες, οικονομική ένδεια, διώξεις κι ακατάπαυστες ζυμώσεις, που χαράσσουν με συνεπή ακρίβεια το μονόδρομο του ανθρώπου που τάχθηκε να γράψει ιστορία. Του ποιητή, με όλη την ευρύτητα της λέξης.
Στην Αθήνα θα καταφύγει με την αδελφή του Λούλα και θα εργαστεί ως δακτυλογράφος και ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Η φυματίωση θα τον γυρίσει πίσω στη Μονεμβασιά, το 1926, όπου και αποζητά την «ίαση» γράφοντας, κλεισμένος σ’ ένα πανδοχείο. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στην πρωτεύουσα, εγγράφεται στη Νομική για να την εγκαταλείψει πολύ σύντομα, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Η περιπέτεια της φυματίωσης κυριαρχεί και καθορίζει την τριετία 1927 έως 1930. Στα διαστήματα κατά τα οποία νοσηλεύεται στα σανατόρια έρχεται σε επαφή με διανοούμενους της εποχής, όπως η Μαρία Πολυδούρη. Παράλληλα δημοσιεύει ποιήματα στο «Φιλολογικό Παράρτημα» της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας», συνδέεται με την ΟΚΝΕ και με την Εργατική Λέσχη, της οποίας και αναλαμβάνει το καλλιτεχνικό τμήμα. Παίζει σε θέατρα για λόγους βιοποριστικούς. Συμπαραστάτης του, στην αδιάλλαχτη αποστροφή των μετρίων και το αμετανόητο κυνήγι του Ωραίου και του Απολύτου, η αδελφή του, η «ακριβή» του Λούλα.
[…Τα μέτρια ν’ αποφεύγουμε, μ’ αδιάλλαχτην αποστροφή,
(αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου)
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
-η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου…]
«Τρακτέρ» 1934
Το 1934, σηματοδοτεί την επίσημη πρεμιέρα της βιβλιογραφίας του Γιάννη Ρίτσου με την ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» και τη δραματική συμμετοχή του στα κοινωνικοπολιτκά προβλήματα μιας ταραγμένης εποχής, ταυτισμένης με το οδοιπορικό του. Γίνεται μέλος του ΚΚΕ, δημοσιεύει στο Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα στο Μέτωπο» κι εργάζεται ως διορθωτής κι επιμελητής σε εκδοτικό οίκο. Το 1935, κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες». Το 1936, συγκλονισμένος από τα θύματα της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη, εκδίδει τον «Επιτάφιο».
[…Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα πού πικρά σου λέω;…]
«Επιτάφιος» 1936
Το 1937, ο ποιητής καταθέτει το σπαραγμό του στο «Τραγούδι της Αδελφής μου», όταν η «ακριβή» του Λούλα νοσηλεύεται στο Δαφνί, κι ο Κωστής Παλαμάς δηλώνει: «Παραμερίζουμε Ποιητή για να περάσεις».
Η απώλεια -μάνα κι αδελφός θύματα της φυματίωσης, πατέρας και Λούλα στο Δαφνί- σμιλεύει καταλυτικά το ανάστημα ενσυναίσθησης, του Ρίτσου, απέναντι στον πόνο και στη κοινωνική αδικία: «Ό,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλλα».
[…Αγγίξαμε
Το μέγα άσκοπο
Που δε ζητά το σκοπό του…]
«Εαρινή Συμφωνία» 1938
Στη δεκαετία, 1942 – 1952, θα βιώσει τον υπερθετικό της δράσης και της δίωξης. Η υγεία του επιδεινώνεται, όμως, εκείνος θα σταθεί πάνω από τις φυσικές του αντοχές, ως ο άνθρωπος που ατσαλώνεται από την παραδοχή του σκοπού του. Που οφείλει να υπηρετήσει το άσκοπο, το μέγα. Αντίσταση, Δεκεμβριανά, ΕΠΟΝ. Εξορία στη Λήμνο, το Μακρονήσι, την Ικαρία και τον Άη Στράτη. Το 1952 απολύεται μετά από διαμαρτυρία των Νερούδα, Πικάσο, και άλλων σημαντικών διανοούμενων της εποχής. Εκλέγεται στη διοικούσα επιτροπή του νεοσύστατου κόμματος της ΕΔΑ.
Η πένα του φλέγεται, καταγγέλλει, επιμένει, μέσα από θεατρικά έργα, δημοσιεύματα, ποιητικές συλλογές. Ο κόσμος γύρω του βρίσκεται στη δίνη μιας ιστορικής έξαρσης, η οποία πάλλεται στο σφυγμό του ποιητή, ακλόνητα τριαδική,: «Πιστεύω στην ποίηση, τον έρωτα και το θάνατο»..Το 1954 παντρεύεται τη Φαλίτσα Γεωργιάδου και το 1955 αποκτά τη μονάκριβη κόρη του, Έρη.
[…Γιατί δεν είναι κοριτσάκι μου
Να μάθεις εκείνο που είσαι,
Εκείνο που έχεις γίνει,
Είναι να γίνεις
Ό,τι ζητάει
Η ευτυχία του κόσμου…]
«Πρωινό άστρο» 1955
Το 1955, εκδίδεται το έργο του «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Το 1956, τιμάται με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» και το 1957 κυκλοφορούν τα «Μακρονησιώτικα», «Οι γειτονιές του κόσμου». Διώκεται για μια ακόμα φορά, το 1958, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων.
[…Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
Όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ΄άγρια γένια τους
Όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
Όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα…]
«Ρωμιοσύνη» 1966
Συλλαμβάνεται κι εξορίζεται, 21 Απριλίου 1967. Έργα του μελοποιούνται, μεταφράζονται και κυκλοφορούν στο εξωτερικό. Το αίτημα της απελευθέρωσής του προξενεί έντονες διεθνείς διαμαρτυρίες. Συμμετέχει στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Το 1968, προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Το 1975, αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσφικής Σχολής του ΑΠΘ, το 1977 τιμάται με το βραβείο «Βραβείο Ειρήνης Λένιν» και το1987 γίνεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το έργο του Γιάννη Ρίτσου απαριθμεί πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές, τέσσερα θεατρικά έργα, χρονογραφήματα, πολλές μεταφράσεις και μελέτες κι ένα πλήθος τιμητικών διακρίσεων και βραβεύσεων.
Το 1990, «επιστρέφει» για πάντα, στη Μονεμβασιά.
[…Σ’ ετούτα εδώ τα μάρμαρα
Καμμιά σκουριά δεν πιάνει
Μηδέ αλυσίδα στου Ρωμηού
Και στ’ αγεριού το πόδι…]
«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» 1973
Ο λόγος, του Γιάννη Ρίτσου, ποιητικός και πεζός, αποτυπώνει το όραμα και διεκδικεί το ιδανικό σ’ ένα περιβάλλον καθορισμένο από τις ιστορικές επιταγές της εποχής του. Εισχωρεί στο αίτιο και το αιτιατό της ολιγωρίας των ιδεών: «Το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να δώσουμε». Αρνείται τα πνευματικά μετόπισθεν και την ασφαλή επιτήρηση των γεγονότων. Τη σκουριά και την αλυσίδα. Επιβεβαιώνει με σθένος την υπέρβαση και παρακινεί με θέρμη στην εξελικτική πορεία. Αυτή που θα οδηγήσει στο τέλος «της προ του Ανθρώπου εκατονταετίας».
[…Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε αδερφέ μου για να ξεχωρίσουμε απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο…]
*Η Χριστίνα Κόλλια είναι συγγραφέας και ποιήτρια.