Στο πεπρωμένο σου να δίνεις σημασία
Γράφει η Ελένη Γκίκα
Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες «Το όνειρο των ηρώων», Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης, εκδ. Πατάκη, σελ. 265
«Καμιά φορά η ζωή μας επιτρέπει να αντικρίσουμε στιγμιαία κάτι που ανατρέπει την τάξη των πραγμάτων, σαν να ήταν ο κόσμος καμωμένος από άπειρους κόσμους που καμιά φορά συμπίπτουν»…
«…γιατί εκείνο που έχασε είναι κάτι που κατάφερε να μισοδεί μια νύχτα κόπωσης και ψυχικής ανάτασης, κάτι που του φάνηκε σαν πραγματική αποκάλυψη».
Ο γνωστός μας ήδη από την «Εφεύρεση του Μορέλ» σημαντικός αργεντινός συγγραφέας και επιστήθιος φίλος του Μπόρχες, μας προϊδεάζει από τον πρόλογο για όσα θα ακολουθήσουν:
«Όσα ο Γάουνα κατάφερε να μισοδεί προς το τέλος της τρίτης νύχτας αποτέλεσαν γι’ αυτόν ένα περιπόθητο μαγικό αντικείμενο, που κερδήθηκε και χάθηκε σε μια θαυμαστή περιπέτεια. Η αναψηλάφηση της εμπειρίας εκείνης, η ανάκτησή της, ήταν τα αμέσως επόμενα χρόνια το πολυσυζητημένο μέλημά του, που τόσο τον απαξίωσε στα μάτια των φίλων του».
Μπουένος Άιρες, 1927. Το καρναβάλι τελειώνει και ο Εμίλιο Γάουνα που έχει προσκαλέσει σε ένα ξέφρενο γλέντι τριών ημερών τους φίλους του με σκοπό να ξοδέψει τα χρήματα που κέρδισε από τις ιπποδρομίες, πιστεύει ότι έχει ζήσει τη σημαντικότερη εμπειρία ολόκληρης της ζωής του. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν θυμάται, παρά μόνο αμυδρά και εν μέρει, τι ακριβώς έχει ζήσει. Θυμάται να διασκεδάζει με τους φίλους του τριγυρίζοντας στους δρόμους της πόλης. Κι ύστερα να εμφανίζεται μια γυναίκα που φορούσε μάσκα στο πρόσωπο. Και ήταν ντυμένη ντόμινο. Και μετά, θυμάται να ξυπνά, αρκετές ώρες αργότερα, τρομοκρατημένος, στην όχθη μιας λίμνης. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γάουνα παντρεμένος με την Κλάρα την κόρη του Τοβοάδα του μάγου, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο με τον μόνο τρόπο που ξέρει: αναδημιουργεί και ξαναζεί την ίδια ιστορία στο ιλιγγιώδες βασίλειο των αναμνήσεων και του κυκλικού χρόνου… Ο Τοβοάδα πεθαίνοντας προειδοποιεί την κόρη του: «Να προσέχεις τον Εμίλιο. Εγώ ανέκοψα την πορεία του πεπρωμένου του. Φρόντισε να μην αρχίσει να παριστάνει τον ωραίο τύπο, σαν τον Βαλέργα».
Ωστόσο από το πεπρωμένο του πώς να ξεφύγει κανείς. Ήδη για τον Εμίλιο Γάουνα είναι αργά και η αντίστοιχη πορεία έχει ξεκινήσει. Επαναλαμβάνοντας ακριβώς τις ίδιες κινήσεις, περνώντας από τα ίδια σημεία και προκαλώντας την καλή μαγεία της ζωής, προσπαθεί απεγνωσμένα να ζήσει όσα έζησε με το ντόμινο την τρίτη βραδιά.
Το Όνειρο των ηρώων (1954), ένα «αστυνομικής αντίληψης» μυθιστόρημα, «η ωραιότερη ιστορία του κόσμου», όπως έχει πει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες –πολύτιμος φίλος του Κασάρες που συνυπέγραψε μαζί του πολλά βιβλία–, εξετάζει διεισδυτικά την ανθρώπινη φύση και τη σημασία που έχουν τα όνειρα και η μνήμη στον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε. Αλλά και την επαναλαμβανόμενη μοιραία σκηνή της ζωής του καθενός. Το κάλεσμα του πεπρωμένου τρόπον τινά ακόμα κι όταν εν μέρει κάποιος ήδη το έχει συναντήσει:
«…και, βέβαια, μπρος στα δύσπιστα και απορροφημένα μάτια του Γάουνα, στην ίδια μπάρα, προς τα δεξιά, με στολή ντόμινο ίδια κι απαράλλαχτη με του ’27, βρισκότανε, πέραν πάσης αμφιβολίας, η μεταμφιεσμένη».
Ένα βιβλίο που συνδυάζει τη ζωή της Αργεντινής με τον μαγικό ρεαλισμό, ένα αλληγορικό παραμύθι που ωστόσο είναι και μια εξαιρετική ιστορία αγωνίας και δράσης. Κι εδώ ένας άντρας αναζητά το πεπρωμένο του στην φευγαλέα εικόνα μιας γυναίκας όπως στην «Εφεύρεση του Μορέλ» παίζοντας κορώνα γράμματα τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες (1914-1999), αργεντινός γαλλικής καταγωγής, γεννήθηκε και έζησε στο Μπουένος Άιρες. Θεωρείται από τους σημαντικότερους λατινοαμερικάνους συγγραφείς, ενώ ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες τον συγκαταλέγει στους μεγαλύτερους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Έγραψε επτά μυθιστορήματα: “Η εφεύρεση του Μορέλ”, 1940, “Σχέδιο διαφυγής”, 1945, “Το όνειρο των ηρώων”, 1954, “Ημερολόγιο του πολέμου των χοίρων”, 1969, “Ύπνος στον ήλιο”, 1973, “Οι περιπέτειες ενός φωτογράφου στη Λα Πλάτα”, 1985, και “Ένας άνισος πρωταθλητής”, 1993, και πολύ περισσότερα διηγήματα, που εκδόθηκαν στις συλλογές: “Η συνωμοσία των ουρανών”, 1948, “Η πλευρά της σκιάς”, 1962, “Ο μέγας Σεραφείμ”, 1967, “Ο ήρωας των γυναικών”, 1978, “Εξωφρενικές ιστορίες”, 1986, “Η ρώσικη κούκλα και άλλες ιστορίες”, 1990, κ.ά. Με το στενό του φίλο, Μπόρχες, συνυπέγραψαν -είτε με τα πραγματικά τους ονόματα, είτε με πομπώδη ψευδώνυμα, προϊόντα παιγνιωδών συνδυασμών προγονικών τους επωνύμων (Ονόριο Μπούστος Ντομέκ, Μπ. Σουάρες Λιντς)- σενάρια, ανθολογίες, αστυνομικές ιστορίες και σπαρταριστές σάτιρες του μοντερνισμού. Δύο χρόνια μετά το θάνατο της αγαπημένης του συντρόφου, της Αργεντινής διηγηματογράφου και ποιήτριας Silvina Ocampo (1903-1993), κυκλοφόρησε η πολύχρονη αλληλογραφία τους, ένα εντυπωσιακό “φρέσκο” του πνευματικού Μπουένος Άιρες (“Ταξιδεύοντας”, 1996). Ο Κασάρες τιμήθηκε με το Ανώτατο Βραβείο της Εταιρείας Αργεντινών Συγγραφέων (SADE), το 1975, με το παράσημο της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής, το 1989, και με το βραβείο Μιγκέλ ντε Θερβάντες το 1991. Βραβεία: Premio Cervantes 1990, Prix Roger-Caillois 1995
Στην «Εφεύρεση του Μορέλ» θυμίζουμε, ο ήρωας είναι ένας δραπέτης, ένας κυνηγημένος. Το πού έχει φταίξει ή το γιατί τον κυνηγούν, δεν θα το μάθουμε ποτέ, εξάλλου δεν είναι αυτό το θέμα. Ένας άνδρας διωκόμενος για να γλιτώσει απ’ τους διώκτες του, μπορεί να καταφύγει παντού, ακόμα και στο νησί του… διαβόλου. Σε εκείνο τον έρημο τόπο όπου κανείς δεν τολμά να πλησιάσει παρά μόνον αυτός, διότι παραμονεύει εκεί η εστία μιας αρρώστιας μυστηριώδους, που σε «σκοτώνει απ’ έξω προς τα μέσα», «πέφτουν τα νύχια, πέφτουν τα μαλλιά, νεκρώνονται το δέρμα και οι χιτώνες των ματιών», το σώμα ζει οκτώ, δεκαπέντε μέρες!
Εκείνου όμως «η ζωή ήταν τόσο αφόρητη» που αποφασίζει να πάει.
Αλλά θα τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη εκεί. Διότι και πολλοί άνθρωποι έχουν επίσης, αποφασίσει κι έχουν πάει. Βρίσκονται κι άλλοι πολλοί σ’ αυτό το καταραμένο νησί. Και μέσα σ’ όλους αυτούς και μια γυναίκα, η Φοσίν. «Φορά στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα’ έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο’ το δέρμα της το ‘χουν χρυσώσει ήλιοι πριν τη γέννησή της’ απ’ τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες σε ζωγραφιές της κακιάς ώρας». Έτσι τώρα πια «Κάθε απόγευμα, μια γυναίκα κάθεται στα βράχια και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα». Λίγο πιο κει μαγεμένος θα κάθεται κι αυτός.
Το παράδοξον του όλου θέματος θα αρχίσει να διαφαίνεται από τη στιγμή που θα αποφασίσει να εκδηλώσει τον έρωτά του προς αυτή. Η γυναίκα μοιάζει να μην τον… βλέπει. Αλλά ούτε κι ο αντίζηλός του, ούτε και άλλος κανείς!
Μέχρι να βγάλει άκρη, έβαλε με το νου του πολλά: ότι άρπαξε πια την περιβόητη αρρώστια και έχει παραισθήσεις. Πως ο νοσηρός αέρας και η κακή διατροφή τον έχουν κάνει αόρατο. Ότι είναι όντα άλλης φύσεως, άλλου πλανήτη. Πως όλα αυτά είναι όνειρο μέσα σε όνειρο. Ότι οι παρείσακτοι είναι «μια παρέα νεκροί φίλοι” και το νησί, το καθαρτήριο ή ο παράδεισός τους…
Μέχρι που πια μαθαίνει είναι ένα… πείραμα μονάχα όλα αυτά! Τα αποτελέσματα της εφεύρεσης του Μορέλ και η Φοσίν του μόνον μια εικόνα!
Αλλά ερωτευόμαστε ενίοτε και ένα φάντασμα. Ή μάλλον, όποτε ερωτευόμαστε, έτσι ή αλλιώς, μονάχα το φάντασμα του άλλου ερωτευόμαστε.
Βέβαια στο «Όνειρο των ηρώων» προσωρινά ο Εμίλιο υπήρξε πιο τυχερός. Την μεταμφιεσμένη του την συνάντησε στη ζωή ασχέτως αν δεν την αναγνώρισε.
Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που είναι, εντέλει, πολλά: ένα υπαρξιακό θρίλερ, ένα μαγευτικό, αλληγορικό παραμύθι, μια ιστορία αγάπης παράδοξης, η εικασία μιας φρικτής υπόνοιας, ότι όλα μπορεί να είναι όνειρο μέσα σε όνειρο ή το όνειρο Κάποιου και ότι ενίοτε η νοσταλγία μπορεί να προέρχεται και από το μέλλον. Μπορεί και να τρέχουμε για να συναντήσουμε το πεπρωμένο μας, κι αυτό δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το Καλό ή με το Κακό.