Απόλυτα και διαχρονικά. Περνώντας από εποχή σε εποχή και από ηλικία σε ηλικία, μέσα από διαφορετικές περιστάσεις, από τον 20ο αιώνα στον 21ο, έχω μέσα μου ολοζώντανη την καταγωγή μου από την Κρέσταινα της επαρχίας Ολυμπίας, την περιοχή της αρχαίας Σκιλλουντίας, εκεί που οι Αθηναίοι εξόρισαν τον Ξενοφώντα. Νιώθω όλους τους συμβολισμούς της φράσης του Σινόπουλου. Ξαναγυρνώ στους δρόμους που με φέρανε στα σημερινά. Και φεύγω ξανά. Ο τόπος μου είναι κομμάτι της ύπαρξής μου, οι άνθρωποι του, οι ομορφιές του, η ιστορία του, «του λιναριού τα βάσανα» που πέρασε. Είναι από εκείνα που ρωτώ κάθε φορά, που βρίσκομαι στα δύσκολα, πριν πάω παρακάτω. Αλλωστε μου αρέσει να αυτοπροσδιορίζομαι ως «κατοχικός», γιατί γεννήθηκα στη μαύρη χρονιά της ναζιστικής τυραννίας, ως «επαρχιώτης» γιατί μεγάλωσα «στο χωριό», και ως «σκασμένη φτέρνα», γιατί περπάτησα πολύ, αυτές τις πολλές δεκαετίες του βίου.

Ο Τάκης Σινόπουλος, από τους σπουδαίους ποιητές, ήταν αγαπημένος συγγενής και οικείο πρόσωπο. Ο πατέρας του σχολάρχης του πατέρα μου. Κι εγώ στο σπίτι του έμεινα, στον Πύργο, όταν πήγα στην πρώτη δημοτικού, στο σχολείο «ανταρτοπλήκτων περιοχών», που λειτούργησε όταν κλείσανε τα σχολεία στην επαρχία Ολυμπίας, κατά τον Εμφύλιο.

Ποιο θεωρείτε ως το αντιπροσωπευτικότερο έργο της ελληνικής ή της ξένης λογοτεχνίας, που αν και αμιγώς έργο με πλεονάζοντα τον υπαρξιακό του προσανατολισμό, αποδίδει ταυτόχρονα έναν συγκεκριμένο πολιτικό και κοινωνικό περίγυρο;

Δεν μπορώ να κάνω τέτοιες απόλυτες επιλογές, με κριτήρια αποσπασματικά. Κάθε εποχή έχει τις δικές της συνθήκες, που την προσδιορίζουν. Γι’ αυτό και σε κάθε περίοδο υπάρχουν λογοτεχνικά έργα, που εκφράζουν όσα διαδραματίζονται στις υπάρχουσες πραγματικότητες, αλλά και όσα εσωτερικεύονται στις ανθρώπινες υπάρξεις και κοινωνίες. Υπάρχουν πολλά λογοτεχνικά έργα που σε «χαρακώνουν», όπως τα γεγονότα που σε «ταρακουνάνε». Από το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, μέχρι το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του Ντάρελ και τον «δεύτερο θάνατο του Ραμόν Μερκαντέρ» του Σεμπρούν. Από το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου, τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα, του Βαλτινού «Η κάθοδος των εννιά» και η «Ορθωκοστά», τα βιβλία του Βενέζη, του Θεοτοκά, της Γαλανάκη, της Δούκα, της Καρυστιάνη και τόσων άλλων, στα οποία πέρα από την καθημερινότητα, ανασαίνει η ιστορία, πέρα από τη μυθιστορηματική πλοκή, προβάλλει η δυναμική προοπτική, ο ιχνηλατούμενος ορίζοντας. Μακριά από «διδακτισμούς». Για τον Σολωμό έλεγε, ο Πολυλάς, νομίζω, ότι «δεν συνηθούσε να θεατρίζει τα συναισθήματά του. Οπως και για τον Κριαρά, έλεγαν, ότι «δεν δασκάλιζε τη γνώση του».

Μέσα στον μάλλον υπερτιμημένο ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50 και του ’60, ποια θεωρείτε ως την πιο ψευδεπίγραφη αποτύπωση της ελληνικής κοινωνίας;

Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 είναι το ιστορικό και κοινωνικό πεδίο των εφηβικών και φοιτητικών χρόνων μου. Τότε διαμορφώνεται ο κόσμος μου κι αυτοπροσδιορίζεται ο βίος μου. Αντιφατικές καταστάσεις, δραματικά προβλήματα, μετά τη ναζιστική κατοχή και τον τραγικό εμφύλιο, εξακολουθητική κοινωνική, οικονομική αιμορραγία, διχαστικές πολιτικές καταστάσεις, αλλά και διεκδίκηση συνταγματικού εκδημοκρατισμού, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής ανεξαρτησίας. Ο αμερικανός ιστορικός William McNeil, που πέθανε πριν από λίγα χρόνια, αναλύει με εξαιρετικό τρόπο τη μεταπολεμική μεταμόρφωση της Ελλάδας, «τη μεταμόρφωση του ανθρώπινου βίου», την αστική Ελλάδα του 1970, «τα στοιχεία συνέχειας αλλά και αντίθεσης ανάμεσα στα παλαιά και τα καινούργια χαρακτηριστικά του ελληνικού βίου» όπως λέει ο ίδιος. Μια περίοδος, που έδωσε αυθεντικές πνευματικές δημιουργίες, καλλιτεχνικές, επιστημονικές, λογοτεχνικές.

Δυστυχώς ψευδεπίγραφη αποτύπωση αυτής της κοινωνιολογικής διεργασίας αποτέλεσε η φολκλορική και τουριστική καρικατούρα πολλών κινηματογραφικών ταινιών, η αυτογελοιογράφηση ενός ξιπασμένου μικροαστισμού, ο εκκεντρικός μιμητισμός, το μασκάρεμα της πραγματικότητας. Κάθε περίοδος έχει τις κρίσεις της, τις ανατροφοδοτούμενες εμμονές της. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας.

 

Εξακολουθείτε να θεωρείτε τις διακοπές συνδυασμένες με την ανάγνωση;

Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, στο Βαρβάκειο, είχα χρησιμοποιήσει μια φράση, που είχα διαβάσει, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, αν θυμάμαι «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος». Ο λαμπρός καθηγητής μας Νίκος Τζουγανάτος συζητούσε τα όσα γράφαμε και μας έβαζε να τα σχολιάζουμε, αναθέτοντας κάθε φορά σε κάποιον. Θυμάμαι όσα τότε ο συμμαθητής μου Κώστας Βεργόπουλος είπε. Οι διακοπές είναι για ξεκούραση κι ανανέωση διάθεσης, για αναστοχασμό κι αναπλήρωση δυνάμεων, για διάβασμα κι εσωτερίκευση βιωμάτων, σκέψεων, συναισθημάτων. Το διάβασμα είναι κι αυτό βίωμα, που δυστυχώς υποχωρεί όσο ο δημόσιος χώρος γεμίζει από θεατές, και χρήστες των τεχνολογικών μέσων, που κατεργάζονται βιοπολιτικά ανθρώπους και κοινωνίες.

Ποιο αναγνωρίζετε ως το ισχυρότερο βίωμα της παιδικής σας ηλικίας;

Τα παιδικά μου χρόνια «τα πελεκάνε» γεγονότα, εικόνες και οι συνθήκες του εμφυλίου, που στην επαρχία της Αρχαίας Ολυμπίας ήταν άγριος. Οι μάχες στη Παπαδού, στο Μάζι, στη Ζαχάρω. Οι αιχμάλωτοι, οι τραυματίες, το κλείσιμο των σχολείων και η μετακίνηση στον Πύργο. Η διαπόμπευση στην κεντρική πλατεία του Πύργου όσων συνελάμβανε η 9η Μεραρχία. Ο «αποσπασματάρχης» Ζάρας, ο διαβόητος παράγοντας του παρακράτους, τότε και μετά. Ο θρήνος του πατέρα και της μάνας, για την εκτέλεση στο θανατοδικείο Τρίπολης των αδελφικών τους φίλων Νίκου Γκότση, δικηγόρου, Ξενοφώντα Παπαδάμ, γεωπόνου, ηγετικών στελεχών της ελληνικής κοινωνίας και διορατικών μελετητών των προβλημάτων της. «Συφοριασμένα χρόνια» όπως έλεγε η νόνα μου, η γριά Νικολάκαινα, μάνα του πατέρα μου.

Τα παιδικά μου χρόνια αντιμέτωπα με το φρικιαστικό «πρόσωπο της Μέδουσας». Κάθε γενιά βλέπει αρκετές φορές αυτό το τρομακτικό πρόσωπο της Μέδουσας. Οπως πολλές φορές και με πολλούς τρόπους αδικήθηκε και προδόθηκε, διαψεύστηκε και λεηλατήθηκε, από πολλούς, αυτός ο τόπος. Θυμάμαι τον στίχο του Σολωμού «Ω θεϊκιά και όλη αίματα πατρίδα». Αλλά και την αποστροφή του Σεμπρούν: «Με τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις του μέλλοντος, όχι με τα κατορθώματα του παρελθόντος, ακόμα και τα πιο ηρωικά».