Νόμπελ Λογοτεχνίας στον νορβηγό Γιον Φόσε
Το Νόμπελ του απονεμήθη για «τα καινοτόμα θεατρικά έργα και την πρόζα του που δίνουν φωνή σε ότι δεν μπορεί να ειπωθεί»
Το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας τιμά τον νορβηγό συγγραφέα και δραματουργό Γιον Φόσε για «τα καινοτόμα θεατρικά έργα και την πρόζα του που δίνουν φωνή σε ότι δεν μπορεί να ειπωθεί» ανακοίνωσε την Πέμπτη η επιτροπή του βραβείου στη Σουηδική Ακαδημία.
«Το εκτεταμένο έργο του, το οποίο είναι γραμμένο στα νεονορβηγικά και καλύπτει μια ποικιλία ειδών λογοτεχνίας, αποτελείται από έναν θησαυρό θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων, ποιητικών συλλογών, δοκιμίων, παιδικών βιβλίων και μεταφράσεων» αναφέρει η επιτροπή.
«Αν και είναι σήμερα ένας από τους δημοφιλέστερους θεατρικούς συγγραφείς του κόσμου, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο για την πρόζα του».
Στην ηλικία των 7 ετών ο Φόσε υπέστη σοβαρό ατύχημα που τον έφερε στο κατώφλι του θανάτου, μια εμπειρία που επηρέασε το έργο του.
Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν και αργότερα ξεκίνησε λογοτεχνική καριέρα στα νεονορβηγικά, μια από τις δύο σύγχρονες γραφές στη νοργηγική γλώσσα.
Το πρώτο του μυθιστόρημα Raudt, svart (Κόκκινο, Μαύρο) εκδόθηκε το 1983, ενώ το πρώτο του θεατρικό έργο Og aldri skal vi skiljast (Και δεν θα χωρίσουμε ποτέ) το 1994.
Έργα του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά.
Τον Αύγουστο του 2000 του απονεμήθηκε το Θεατρικό Βραβείο του Βορρά και τον Δεκέμβριο του 2003 χρίστηκε Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής.
————
Σε συνέντευξή του στο Revistascena, ο Νορβηγός δραματουργός Jon Fosse μίλησε για την πολυετή πορεία του στον χώρο του θεάτρου. Τα πρώτα δύο μέρη της γνωστής επταλογίας του «Το άλλο όνομα» κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη.
Επιμέλεια: Book Press
Στη συνέντευξή του, ο Γιον Φόσε μίλησε για τη συχνή σύγκριση των έργων του με τα έργα του πασίγνωστου θεατρικού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν:
«Φυσικά, νομίζω πως η σύγκριση είναι κάπως άδικη, τόσο για τον Ίψεν, όσο και για εμένα. Υπάρχει ένας προφανής λόγος που συμβαίνει όλο αυτό: είμαστε και οι δύο Νορβηγοί και δεν υπάρχουν πολλοί παγκοσμίου φήμης Νορβηγοί θεατρικοί συγγραφείς. Κάθε φορά που δημοσιεύεται μια συλλογή θεατρικών μου έργων, μαθαίνω πως θυμίζει τα έργα του Ίψεν. Είναι μια πολύ προφανής σύγκριση. Όταν ήμουν νέος, δεν μου άρεσε καθόλου ο Ίψεν, καθώς θεωρούσα πως τα έργα του ήταν κάπως «τεχνητά». Άρχισα να ενδιαφέρομαι για τη δουλειά του μόνο αφού δούλεψα στο θέατρο, μόνο αφού έμαθα τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί το θέατρο. Πλέον τον θαυμάζω πολύ, είναι ο δαίμονας του θεάτρου, όπως τον χαρακτηρίζω, ο πιο σκοτεινός συγγραφέας που υπήρξε ποτέ. Ο Ίψεν ήξερε να μισεί και τον θαυμάζω πολύ για αυτό.
»Αυτό που εννοώ είναι πως ο Ίψεν απεικονίζει, κυρίως στα μεταγενέστερά του έργα, αλλά και σε κάποια πρώιμα γραπτά του, στο Πέερ Γκυντ και στο Μπραντ, τις ασυγκράτητες δυνάμεις που καταστρέφουν τις ζωές των ανθρώπων. Μιλάει για αυτό το θέμα χωρίς να δείχνει έλεος. Θαυμάζω τον Ίψεν, αλλά δεν τον αγαπώ. Το μίσος για το οποίο μιλάει ο Στρίντμπεργκ είναι φυσιολογικό, γιατί συνδέεται με την αγάπη. Αντιθέτως, στα γραπτά του Ίψεν δεν υπάρχει αγάπη, ούτε στο ελάχιστο. Πρέπει να είσαι πολύ ικανός συγγραφέας ώστε να παρουσιάζεις την καταστροφή των ανθρώπων με τέτοια συνέπεια. Πρέπει να είσαι ιδιοφυΐα. Τα δικά μου έργα μιλούν περισσότερο για εκείνη τη μορφή αγάπης που υπάρχει στους μύθους. Αυτή είναι η άποψή μου. Το ανόητο είναι πως ο Ίψεν θεωρείται φεμινιστής, κάτι που δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Και κάπου εδώ θα αναφερθώ στον Τζέιμς Τζόυς, ο οποίος είχε πει: ‘’Αν ο Ίψεν είναι φεμινιστής, τότε εγώ είμαι επίσκοπος’’. Ο Ίψεν δεν προσπαθούσε να περάσει κάποιο μήνυμα, ήταν πραγματικά σπουδαίος».
Τα πρώτα δημοσιευμένα έργα του Φόσε ήταν μυθιστορήματα και παιδικά βιβλία. Πλέον, είναι ευρέως γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας. Στη συνέντευξη, ο Φόσε μίλησε για την απόφασή του να ασχοληθεί με το θέατρο:
«Αρχικά έγραφα ποίηση, αλλά ναι, το πρώτο μου βιβλίο που εκδόθηκε ήταν ένα μυθιστόρημα. Ύστερα, ανέλαβα να γράψω κάποια βιβλία για παιδιά, πέντε νομίζω. Εκείνη την εποχή, δεν μου άρεσε καθόλου να πηγαίνω στο θέατρο. Όλα συνέβησαν κατά τύχη. Μου είχαν ζητήσει πολλές φορές να γράψω κάτι για το θέατρο του Μπέργκεν, μα απαντούσα συνεχώς αρνητικά. Τότε ένας φίλος μου, σκηνοθέτης, ήλθε στο Μπέργκεν για να δουλέψει, και ήθελε να τον βοηθήσω σε ένα εγχείρημά του – μια ομάδα καλλιτεχνών, ένας συγγραφέας, ένας σκηνοθέτης και κάποιοι ηθοποιοί, διαγωνιζόταν εναντίον μιας άλλης ομάδας, που βρισκόταν σε περιοδεία στη Νορβηγία. Για να είμαι ειλικρινής, το έκανα για τα χρήματα. Αρχικά, μου ζήτησαν να γράψω μια περίληψη του έργου, καθώς και τις πρώτες γραμμές, όμως εγώ μισώ τις περιλήψεις… Πιστεύω πως είναι αδύνατο να γράψεις μια σύντομη εκδοχή ενός λογοτεχνικού έργου ή ενός μουσικού κομματιού. Οπότε έγραψα ολόκληρο το έργο. Το να γράφεις με διαλόγους και παύσεις και όλα τα σχετικά ήταν μια πολύ περίεργη εμπειρία. Παρόλο που δεν μου άρεσε το θέατρο εκείνη την εποχή, μου άρεσε να γράφω, οπότε ήμουν σχεδόν βέβαιος πως το κείμενό μου θα έστεκε ως λογοτεχνικό κείμενο, όμως δεν ήμουν και τόσο βέβαιος αν θα μπορούσε κανείς να το παρουσιάσει στη σκηνή. Το πρώτο μου έργο εξακολουθεί να είναι το πιο παιγμένο έργο μου. Έχει τον τίτλο Κάποιος θα ‘ρθει.»
Τέλος, στην ίδια συνέντευξη, ο Φόσε μίλησε για το πώς αντιμετωπίζει τις απόψεις των κριτικών και του κοινού:
«Όπως και οι περισσότεροι ηθοποιοί, έτσι κι εγώ είμαι πολύ ευαίσθητος όσον αφορά στην κριτική. Προσπαθώ να καταλαβαίνω τις κινήσεις, τα συναισθήματα του κοινού μου. Συνήθως μπορώ να διαβάζω τις αντιδράσεις του κοινού κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Το κοινό έχει σχεδόν πάντα δίκιο, οπότε κάτι δεν πάει καλά αν το κοινό βαριέται. Συμφωνώ με τον Χάρολντ Πίντερ που έλεγε πως μισούσε όσους έβηχαν. Είναι ένας τρόπος να μας πουν πως κάτι τους ενοχλεί, είναι μια μορφή κριτικής. Όσο για τους κριτικούς, οι αντιδράσεις τους είναι πολύ διαφορετικές. Υπάρχουν εκείνοι που καταλαβαίνουν τη γραφή μου και με επαινούν, αλλά και εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν καθόλου όσα γράφω και με μισούν. Εξαρτάται από τον άνθρωπο, κάποιοι έχουν μουσικό αυτί, κάποιοι όχι».