Του Θεόφιλου Μπασγιουράκη Athens Voice
Τούτες τις μέρες μ’ έχει κυριεύσει η επιθυμία να πάρω τα βουνά. Να απομακρυνθώ από τον «πολιτισμό», να μη βλέπω ούτε να ακούω πολιτικούς, βουλευτές, ευρωπαίους αξιωματούχους, τηλεοπτικούς παρουσιαστές. Ωστόσο έχω και άλλο λόγο, πολύ πιο σημαντικό, που με προσανατολίζει στα βουνά. Είναι το σκηνικό των Χριστουγέννων, τα έλατα, οι λευκές βουνοκορφές, τα παραδοσιακά ορεινά χωριά, η παγερή νύχτα και η θαλπωρή του αναμμένου τζακιού. Και ακόμη, η οικογενειακή ατμόσφαιρα ενός ξενώνα, το ζυμωτό ψωμί στον ξυλόφουρνο και οι πίτες, το κρασί και το τσιπουράκι, τα τσουγκρίσματα, οι ευχές, η λημνοσύνη της καθημερινότητας, έστω και παροδικά. Είναι όλα αυτά, τα τόσο επιθυμητά και ανθρώπινα, που μαζί με τα λαμπάκια και τα πολύχρωμα στολίδια του δέντρου έρχονται κάθε χρόνο να ομορφύνουν, μικρών και μεγάλων τις στιγμές.
Πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται ποιον ορεινό ξενώνα θα προτιμούσε για τις γιορτές. Αδύνατον να επιλέξω μόνον έναν. Στη μνήμη μου, μετά από τις περιηγήσεις τόσων χρόνων, αναδύονται πολλοί, εξαιρετικά αγαπητοί. Όλοι έχουν τα δυνατά σημεία και τις μικρές τους αδυναμίες. Η τελική επιλογή, πάντως, βασίζεται κυρίως σε προσωπικά κριτήρια και στο φυσικό κάλλος της συγκεκριμένης περιοχής.
Ας ξεκινήσουμε μ’ έναν ορεινό οικισμό, κορυφαίο σε γραφικότητα, τοπογραφία και παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Είναι το Συρράκο Ιωαννίνων, πατρίδα του ποιητή του «Βουνού και της Στάνης», Κώστα Κρυστάλλη. Χτισμένο σε υψόμετρο 1.150 μέτρων, στις πλαγιές του όρους Λάκμος, το Συρράκο καθηλώνει από την πρώτη στιγμή τα βλέμματά μας με την αμφιθεατρικότητα και την εκθαμβωτική ομορφιά των πέτρινων σπιτιών. Γράφαμε τότε στο τεύχος 36 του περιοδικού: «Ευτύχησε το Συρράκο να είναι χτισμένο μακριά από οδικές αρτηρίες πολυσύχναστες. Έτσι γλίτωσε από την ισοπέδωση του τουρισμού και της “εξέλιξης”, διατήρησε την ταυτότητά του αναλλοίωτη. Γιατί το Συρράκο δεν είναι πέρασμα. Είναι προορισμός».
Σειρά έχει η Παύλιανη, πολύ διάσημη τα τελευταία χρόνια. Εδώ, σε υψόμετρο 1.050 μέτρων, φωλιάζει το «Αγρόκτημα Βασιλικιά». Είν’ ένα ξύλινο σαλέ που μας συναρπάζει με το φυσικό περιβάλλον, τα συμπαθητικά ζωάκια, τις ιδιαιτερότητες της κατασκευής και της επίπλωσης των σπιτιών. Ζούμε μοναδικές στιγμές χαλάρωσης στους καναπέδες, στις πολυθρόνες και στα χαλιά, μπροστά στις φλόγες του τζακιού. Τα χιόνια και τα έλατα της Οίτης, οι στολισμένες ταβέρνες της Παύλιανης, δημιουργούν το ιδανικό χριστουγεννιάτικο σκηνικό, που γίνεται ακόμη ωραιότερο με τις πεζοπορικές μας περιηγήσεις στη ρεματιά του Ασωπού, με την κρυστάλλινη ροή. (τεύχος 97-2014)
Στο αναπλασμένο αρχοντικό «Κάσα Κάλντα», του 1864, περάσαμε μέρες και νύχτες μαγικές, απολαύσαμε την κοτόπιτα της Πόπης, αγναντέψαμε τα Τζουμέρκα, περιπλανηθήκαμε στα στενά καλντερίμια, βαδίσαμε την ιστορική λιθόστρωτη στράτα ως τους γειτονικούς Καλαρρύτες. Μας εντυπωσίασε η περίφημη Μονή Κηπίνας και η συνολική ορεινή περιοχή. Από τότε αυτός ο τόπος είναι για μας ψυχική καταφυγή.
Αρκετά χρόνια πριν είχα βρεθεί στην ορεινή Κορινθία, στο Οροπέδιο Φενεού. Ο τόπος με είχε αφήσει εκστατικό. Τρία επιβλητικά βουνά, ο Χελμός, η Ντουρντουβάνα και η Ζήρεια, με κορυφές πάνω από τα 2.000 μέτρα. Ανάμεσά τους το Οροπέδιο Φενεού με τις θρυλικές –ήδη από την αρχαιότητα– Καταβόθρες, τη γοητευτική Λίμνη Δόξας, τα δύο μικρά ποτάμια, τα ονομαστά όσπρια Φενεού και την καλή τουριστική υποδομή. Ιδανικό ορμητήριο είναι ο ξενώνας «Εύχαρις», χτισμένος με πέτρα και ξύλο στα 900 μέτρα. Έλατα, χιόνια, αναμμένο τζάκι και η φιλοξενία της Εύχαρης και του Βασίλη συνθέτουν ένα υπέροχο περιβάλλον, όχι μόνο για τις μέρες των Χριστουγέννων αλλά για κάθε εποχή του χρόνου. (Ελ. Πανόραμα: τεύχη 27, 73, 85, 86)
Για τους ορεινούς προορισμούς της Ελλάδας θα μπορούσα να γράφω με τις ώρες. Δεν θα ’θελα, ωστόσο, να κλείσω το μικρό αυτό οδοιπορικό, χωρίς να ανηφορίσω στα υψίπεδα της Παλιάς Κλειδωνιάς, στον «Φιλοξενώνα Ζαγόρι». Εκεί θα με υποδεχτούν με ανοιχτές αγκαλιές ο Νίκος, η Βούλα κι ο γιος τους Γιώργος. Θα με φιλέψουν με παραδοσιακά πιάτα και πίτες, μεζεδάκια για τσίπουρο και κρασάκι. Θα περιπλανηθώ στα μονοπάτια του Βοϊδομάτη, στις μεταβυζαντινές εκκλησίες του τόπου. Θα αγναντέψω το χαοτικό Βίκο, τα χωριά του Ζαγοριού, τη χιονισμένη Νεμέρτσικα στα σύνορα με την Αλβανία. Θα γλυκάνει η ψυχή μου με ήσυχη κουβεντούλα πλάι στο τζάκι. Ύστερα θα κοιμηθώ σαν πουλάκι στην απόλυτη σιγαλιά. Και θα αναρωτηθώ, για άλλη μια φορά, πόσα –άραγε– πράγματα χρειάζεται ένας άνθρωπος στη ζωή του, για να είναι ευτυχισμένος.