«Με δύο κινήσεις γυρίσαμε το παιχνίδι και πήραμε τις εκλογές»! Δεν έχει σημασία αν τα πράγματα,  εκείνον τον φοβερό Αύγουστο του 2007, έγιναν ακριβώς όπως τα περιέγραψε η μεγαλαυχία του δημάρχου Σπάρτης. Σημασία έχει αυτό που μαρτυρούν τα γέλια και οι έπαινοι της χαρωπής ομήγυρης των πολιτευτών που τον άκουγαν: Μαρτυρούν πως έτσι πιστεύουν ότι έγιναν τα πράγματα. Ακόμη χειρότερα: πως έτσι πιστεύουν ότι έπρεπε να έχουν γίνει. Γιατί έτσι γυρίζει το παιχνίδι. Ετσι κερδίζονται οι εκλογές.

Επιστρέφουμε, λοιπόν, σ’ εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 2007, πριν από τις εκλογές που προκηρύχθηκαν με τη δικαιολογία να συνταχθεί, με νωπή έντολή, ένας δύσκολος και αυστηρός προϋπολογισμός για να συγκρατηθεί ο εκτροχιασμός, που είχε ήδη ξεκινήσει, μα οδήγησαν τελικά σε μια εποποιία δημοσιονομικής κραιπάλης. Η χαρούμενη παρέα της Σπάρτης μας τα θύμισε όλα αυτά. Τις φοβερές πυρκαγιές, τους νεκρούς, την κατάρρευση ενός αναιμικού και ξεκούρδιστου συστήματος πολιτικής προστασίας και πυρόσβεσης, την εικόνα του πρωθυπουργού με μπουφάν εκστρατείας στο Πεντάγωνο, την πρακτική των επιδομάτων «σε όποιον έλεγε καλημέρα», την αγωνία να στηθεί ένα άλλοθι που να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, που να αποδίδει την καταστροφή και το θανατικό σε τερατώδεις θεωρίες συνωμοσίας (που ακόμη διακινούνται) για σκοτεινές ξένες δυνάμεις που συνωμοτούσαν για να ρίξουν την «πατριωτική» κυβέρνηση, οργανώνοντας εμπρησμούς – που είχαν στ’ αλήθεια ξεκινήσει από το τηγάνι μιας γερόντισσας. Ηταν ένας μοναδικός συνδυασμός διαχειριστικής ανεπάρκειας και πολιτικού κυνισμού, που έγινε το πρότυπο, το πατρόν και για όσα είδαμε, μερικά χρόνια αργότερα, στο Μάτι.

Μα αυτά όλα κι όσα τα ακολούθησαν τη μοιραία διετία της χρεοκοπίας, δεν ήταν μια μικρή, πρόσκαιρη παρεκτροπή. Ηταν κατά κάποιο τρόπο μια ακραία, στον κυνισμό της, εκδήλωση του πνεύματος μιας ολόκληρης εποχής, που – από κρίση σε κρίση τα τελευταία δέκα και κάτι χρόνια – κοντεύαμε να την ξεχάσουμε. Ηταν, ας τη βαφτίσουμε έτσι, η εποχή όπου η δημοσιονομική ασωτία δεν θεωρείτο αμαρτία. Οπου οι κυβερνήσεις μοίραζαν από τα δανεικά και η αντιπολίτευση πλειοδοτούσε: Τι είναι αυτά; Ψίχουλα δώσατε…

Οι αριθμοί έχουν έναν τρόπο να αφηγούνται την εποχή. Σε οκτώ χρόνια (1993-2004), χρόνια σημαντικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ, το ελληνικό δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί κατά 80 δισ. (από τα 100 στα 180 περίπου). Μέσα σε έξι χρόνια, από το 2004 ως το 2009, χρόνια οικονομικής στασιμότητας, αυξήθηκε κατά 120 δισ. (από τα 180 στα 300). Οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου, τη μοιραία εξαετία, αυξήθηκαν 41% και οι συνολικές κρατικές δαπάνες, χωρίς τους τόκους, αυξήθηκαν 50%. Ενώ, ειδικά από το 2007, η διεθνής κρίση χτυπούσε τη «θωρακισμένη» πόρτα μας και η οικονομία είχε χάσει κάθε αναπτυξιακή δυναμική. Κι έπειτα ήρθε το 2009, η χρονιά που παρήγαγε 3 δισ. ευρώ έλλειμμα για κάθε μήνα που περνούσε. Κι έπειτα, game over.

Διακόπηκε τότε βίαια η αναπαραγωγή ενός τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Οπου η δημαγωγία – όπως έγραφε σ’ ένα προφητικό κείμενο του 1991 ο Παναγιώτης Κονδύλης – «ήταν αναπόδραστη, γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι αν την πάρουν στην ονομαστική της αξία θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση». Στο ερμηνευτικό σχήμα του Κονδύλη, είχε συντελεστεί σταδιακά μια εν μέρει αντιστροφή της παραδοσιακής πελατειακής σχέσης που συνέδεε τα κόμματα με τους ψηφοφόρους. «Τα κόμματα – ως οργανισμοί με τα δικά τους αυτοτελή συμφέροντα και με πρωταρχικό μέλημα την κατάληψη του κράτους και τη διανομή των ανώτερων κρατικών θέσεων στα ανυπόμονα στελέχη τους – υποχρεώθηκαν να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται». Αυτός ο τρόπος λειτουργίας της πολιτικής ήταν που διαιώνιζε τις δομικές αδυναμίες της οικονομίας και οδηγούσε στα ελλείμματα και την υπερχρέωση. Και, ανίκανος να προσαρμοστεί στο περιβάλλον μιας διεθνούς κρίσης μετά το 2007, οδήγησε τα πράγματα στις ακραίες τους συνέπειες εκείνα ακριβώς τα χρόνια. Τα χρόνια της εποποιίας.

Ο κύκλος έσπασε βίαια. Με τη βία της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Χαράχθηκε κάτι από τη βίαιη (και βαριά άδικη) «παιδαγωγική των μνημονίων» στη συλλογική μας μνήμη, στην κοινή συνείδηση; Εγγράφηκε στη συλλογική μνήμη και τη συνείδηση των κομμάτων, του προσωπικού τους, που υποχρεώθηκε σύσσωμο, από τη ΝΔ έως τον ΣΥΡΙΖΑ, να περάσει από το δύσκολο μνημονιακό θρανίο. Ή μήπως όχι; Μήπως ο χαζοχαρούμενος κυνισμός του Πέτρου Δούκα και των ακροατών του είναι ένα σήμα κινδύνου; Πως κινδυνεύουμε να κάνουμε ξανά το ίδιο ταξίδι, να γυρίσουμε μέσω Σπάρτης, πίσω στην εποχή πριν από το Καστελλόριζο;

Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό. Είναι η πολιτική και οικονομική συγκυρία που το κάνει κρίσιμο. Διανύουμε, αφενός, τα πρώτα μέτρα μιας προεκλογικής κούρσας, με πολλές αβεβαιότητες, που ίσως κάνει και πάλι «τη δημαγωγία αναπόδραστη». Και, αφετέρου, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες μιας δεκαετίας κρίσεων και διεύρυνσης ανισοτήτων, σ’ ένα διεθνές περιβάλλον όπου το χρήμα ακριβαίνει και οι σειρήνες της λιτότητας τραγουδούν ξανά. Χρειαζόμαστε μια γενναία αύξηση αλλά και δικαιότερη κατανομή κοινωνικών δαπανών, μια νέα ιεράρχηση προτεραιοτήτων, μια ορθολογικότερη χρήση πόρων, μια αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Με νέο τρόπο. Οχι με τον τρόπο του Καστελλόριζου. Μα προπάντων όχι με τον τρόπο της Σπάρτης.

ΤΑ ΝΕΑ