Η Λευκορωσία και το Τουρκμενιστάν έχουν πέσει θύματα της υποτίμησης του ρωσικού ρουβλιου και ως δορυφόροι της Ρωσίας οι κυβερνήσεις τους προχώρησαν σε υποτίμηση του νομίσματός τους. Η κεντρική τράπεζα στο Μινσκ της Λευκορωσίας μείωσε σήμερα τη συναλλαγματική ισοτιμία της χώρας έναντι του δολαρίου κατά περίπου 7%, ενώ το Τουρκμενιστάν κατά 19%. Η κίνηση αυτή θα βοηθήσει στην ομαλοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Λευκορωσίας, δεδομένου ότι το ήμισυ των εξαγωγών της χώρας κατευθύνεται προς τη Ρωσία. Ο πρόεδρος Αλεξάντερ Λουκασένκο είχε ζητήσει τον Δεκέμβριο, στο εξής οι εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία να γίνονται σε ευρώ ή δολάρια.
Για πολλές χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος. Έτσι, οι αναταραχές στις αγορές και οι επιπτώσεις στο ρούβλι έχουν άμεσο αντίκτυπο στις δικές τους οικονομίες. Η Ρωσία επηρεάζεται υπερβολικά πολύ από την πτώση των τιμών του πετρελαίου και από τις κυρώσεις που η Δύση επέβαλε στη Μόσχα μετά την ουκρανική κρίση. Πέρσι το ρωσικό νόμισμα έχασε έναντι του δολαρίου το 40% της αξίας του.
ρουβλι
Το ενδεχόμενο ο συνδυασμός των χαμηλών τιμών του πετρελαίου, της πτώσης του ρουβλίου και της απειλής νέας αναταραχής στην Ελλάδα να αποτελεί το μείγμα της νέας οικονομικής κρίσης διερευνά άρθρο του περιοδικού «Der Spiegel», στο οποίο αναφέρεται ότι «η Ελλάδα παίζει με τη φωτιά» και ότι μπορεί να γίνει και πάλι αφορμή για αναταραχή στις αγορές.
«Παγκοσμίως αυξάνεται η ανησυχία για μια νέα μεγάλη κρίση. Τι θα συμβεί αν το ρωσικό πρόβλημα εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες; Τι θα συμβεί αν η τιμή του πετρελαίου κατρακυλήσει ακόμη πιο δραματικά και η αξία του δολαρίου συνεχίσει να ανεβαίνει; Τι θα συμβεί αν στην Ελλάδα έρθουν οι λάθος άνθρωποι στην εξουσία; Πρόκειται για έναν επικίνδυνο συνδυασμό διαφόρων κρίσεων, ο οποίος θα κρατήσει τις επόμενες εβδομάδες υπ΄ατμόν τον οικονομικό κόσμο», αναφέρει ο συντάκτης και μεταφέρει την άποψη του τέως επικεφαλής οικονομολόγου της Deutsche Bank Τόμας Μάγιερ: «Οι επενδυτές είναι εντελώς ανασφαλείς. Θέλουν να βγουν από ο,τιδήποτε μπορεί να συνδέεται με κάποιο τρόπο με κινδύνους. Ο κίνδυνος μιας μεγαλύτερης κρίσης είναι εδώ». Ο επικεφαλής οικονομολόγος της DZ Bank Στέφαν Μπιλμάιερ είναι πιο αισιόδοξος: «Έχουμε κάποια συστατικά τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερες αναταραχές στις αγορές», δηλώνει, αλλά αναφέρεται και σε θετικούς παράγοντες, όπως η σταθερή οικονομία στις ΗΠΑ και στην Γερμανία και τα διεθνώς χαμηλά επιτόκια. «Η πιθανότητα μεγαλύτερης αναταραχής έχει αυξηθεί, αλλά παραμένει κάτω από το 50%», διευκρινίζει.
Ο συντάκτης επισημαίνει ακόμη το γεγονός ότι πολλοί επενδυτές αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από «επικίνδυνες» επενδύσεις και αγοράζουν γερμανικά και αμερικανικά κρατικά ομόλογα, παρότι τα επιτόκια είναι ιδιαίτερα χαμηλά. «Το γεγονός ότι οι επενδυτές ‘παρκάρουν’ τα χρήματά τους στον σίγουρο οφειλέτη που λέγεται Γερμανία, παρά το γεγονός ότι το επιτόκιο είναι σχεδόν μηδενικό, αποτελεί ξεκάθαρο σημάδι κρίσης», αναφέρει ο συντάκτης.
Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, το δημοσίευμα τονίζει ότι στο τέλος του έτους η Ευρωζώνη ενδέχεται και πάλι να ταράξει τις αγορές, με αιτία και πάλι την Ελλάδα. Ο συντάκτης εξηγεί την διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και αναφέρει ότι στην πρώτη ψηφοφορία ο υποψήφιος απέτυχε παταγωδώς, ενώ σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος απορρίπτει την πολιτική διάσωσης της τρόικας και αναμένεται να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις για περαιτέρω βοήθεια προς την Ελλάδα. Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι, συνεχίζει ο συντάκτης και αναφέρεται στον επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Χανς-Βέρνερ Ζιν: «Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος στην τρίτη ψηφοφορία, θα πάμε σε κρίση των ελληνικών τίτλων στις χρηματαγορές», τονίζει ο κ. Ζιν και εξηγεί ότι οι αγορές ανησυχούν ότι σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ θα προβληθούν από την πλευρά της Ελλάδας «υπερβολικές απαιτήσεις» για άφεση μέρους του χρέους. «Ήδη η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει για να δανειστεί από τις αγορές υψηλότερα επιτόκια από ό,τι πριν από μερικές εβδομάδες. Αν τα πράγματα πάνε άσχημα, αυτό θα είναι μόνο μια πρόγευση ενός νέου γύρου κρίσης στην Ευρωζώνη», καταλήγει το δημοσίευμα.
Πηγή, μεταφραση Εθνος
H κυβέρνηση και η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας αποφάσισαν να αναλαμβάνουν κοινή δράση προκειμένου να θέσουν φραγμό στην ανεξέλεγκτη πτώση του ρωσικού εθνικού νομίσματος, με την κομισιόν, την ίδια ώρα να ανησυχεί για τις εξελίξεις, γράφει σήμερα η Deutshe Welle.
«Κυβέρνηση και Κεντρική Τράπεζα αποφάσισαν, μετά τη χθεσινοβραδινή έκτακτη κυβερνητική σύσκεψη, να εργαστούν από κοινού ώστε να «σταματήσουν το οργιώδες μπέρδεμα» στην αγορά συναλλάγματος, ανακοίνωσε ο βοηθός του ρώσου προέδρου για θέματα οικονομίας, Αντρέι Μπελοούσοφ.
Εδώ και αρκετό καιρό κυκλοφορούσαν στη Μόσχα φήμες για πλήρη αποσυντονισμό των οικονομικών υπηρεσιών της κυβέρνησης και της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας. Οι φήμες φαίνεται πως είχαν βάση και βγήκαν στην επιφάνεια τις τελευταίες μέρες, όταν η πτωτική κούρσα του ρουβλίου έναντι του δολαρίου και του ευρώ πήρε επικίνδυνες διαστάσεις. Η δήλωση Μπελοούσοφ, ότι την κατάσταση μπορούν να αναστρέψουν μόνο οι συντονισμένες ενέργειες κυβέρνησης και Κεντρικής Τράπεζες, το επιβεβαιώνει.
Ανησυχία εκφράζει η Κομισιόν
Ενώπιον των τελευταίων εξελίξεων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει την έντονη ανησυχία της για τη μεγάλη πτώση του ρουβλίου και την οικονομική κρίση στη Ρωσία. Διπλωματικοί κύκλοι της Κομισιόν στο Βερολίνο δήλωσαν «ότι κανείς δεν έχει συμφέρον από τη βύθιση της ρωσικής οικονομίας». Στην αυριανή και μεθαυριανή σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες η κατάσταση στην Ουκρανία και τη Ρωσία θα αποτελέσει θέμα συζήτησης. Στο μεταξύ το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε πώληση συναλλαγματικών αποθεμάτων προκειμένου να στηρίξει το ρούβλι. Αναφέρθηκε μάλιστα το ποσό των 7 δις δολαρίων. Όπως ανέφερε εκπρόσωπος στη Μόσχα, η πώληση θα γίνει τμηματικά.
Δραστική μείωση ρώσων τουριστών σε ευρωπαϊκά χιονοδρομικά κέντρα
Να υπενθυμιστεί ότι η αξία του ρωσικού νομίσματος υποδιπλασιάστηκε το τελευταίο τρίμηνο και ως αιτίες αναφέρονται πολλές. Οι κυριότερες από αυτές είναι η πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας, κυρίως αυτές που αφορούν στον τομέα δανεισμού των μεγάλων ρωσικών επιχειρήσεων και τραπεζών από δυτικά πιστωτικά ιδρύματα.
Στη Μόσχα πολλά ανταλλακτήρια συναλλάγματος λόγω έλλειψης ξένου νομίσματος έχουν κλείσει, ενώ τις επιπτώσεις των προβλημάτων των ρώσων πολιτών εξαιτίας της κατακόρυφης υποτίμησης του ρουβλίου υφίστανται ήδη και πολλά ξενοδοχειακά συγκροτήματα της Ευρώπης, κυρίως τα χιονοδρομικά κέντρα της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Ελβετίας και άλλων χωρών. Η προσέλευση των Ρώσων σε αυτά φέτος υπολογίζεται ότι θα είναι κατά 60-65% μειωμένη σε σχέση με την περσινή χρονιά. Αντίθετα τα χιονοδρομικά κέντρα στο Σότσι, την Κριμαία και σε άλλες περιοχές εντός της ρωσικής επικράτειας, έχουν πρόβλημα υπερβολικής πληρότητας».
Πηγή: DW
Κραχ σε ρούβλι και χρηματιστήριο – Αύξηση της απόδοσης των 10ετών ρωσικών ομολόγων πάνω από 15%
Το ρούβλι δεν μπόρεσε να κρατήσει τα κέρδη που κατέγραψε μετά τη μεγάλη αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 17%, γεγονός που δείχνει ότι η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου υπερβαίνει τις προσπάθειες της Μόσχας να αντιμετωπίσει την κρίση που πλήττει το ρωσικό νόμισμα, σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg.
Το ρούβλι έχασε τα κέρδη έως και 10,8% που κατέγραψε μετά το άνοιγμα της αγοράς και λίγο πριν από τις 12 (ώρα Μόσχας) διαπραγματευόταν με απώλειες 0,3% στα 64,6320 ρούβλια ανά δολάριο.
Ο κυριότερος δείκτης του Χρηματιστηρίου της Μόσχας καταβαραθρώθηκε με πτώση 12,06% και η απόδοση των 10ετών ρωσικών κρατικών ομολόγων εκτινάχθηκε περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες και ξεπέρασε το 15% για πρώτη φορά.
Η Διοικητής της ρωσικής κεντρικής τράπεζας Ελβίρα Ναμπιούλινα δυσκολεύεται να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες εκροές κεφαλαίων την τελευταία 6ετία, εν μέσω κυρώσεων για την Ουκρανία και της βουτιάς των τιμών του πετρελαίου. Η αύξηση των ρωσικών επιτοκίων ανακοινώθηκε χθες το βράδυ μετά τη μεγαλύτερη ημερήσια υποτίμηση που σημείωσε το ρούβλι τα τελευταία 16 χρόνια.
Το κόστος της υποτίμησης του ρουβλιού είναι οξύ, καθώς ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 3 και πλέον ετών και οι παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας στην αγορά συναλλάγματος μειώνουν τα διαθέσιμα της χώρας. Τα συναλλαγματικά διάθεσιμα της Ρωσίας μειώθηκαν στο ποσό των 416 δισ. δολαρίων, ήτοι σε χαμηλό 5ετίας, καθώς η κεντρική τράπεζα δαπάνησε πάνω από 80 δισ. δολάρια φέτος στην προσπάθεια να συγκρατηθεί η μεγαλύτερη ετήσια υποτίμηση του ρουβλιού από το 1998.
Η Ρωσία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα εξωτερικού χρέους. Δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος της ανέρχεται μόλις στο 37% του ρωσικού ΑΕΠ, τη στιγμή που στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης φθάνει να είναι από μιάμισι έως τρεις φορές το ΑΕΠ τους, θα έπρεπε να είναι ευκόλως διαχειρίσιμο. Αυτά ισχύουν, όμως, για το ρωσικό κράτος ενώ είναι διαφορετικά τα πράγματα για τις ρωσικές επιχειρήσεις και τις ρωσικές τράπεζες.
Η πτώση κατά σχεδόν 40% των τιμών πετρελαίου, η παρεμφερής υποχώρηση του ρωσικού νομίσματος που τουλάχιστον ώς ένα βαθμό είναι αναπόφευκτη λόγω των κυρώσεων που τις έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση,αποτελούν απειλή για τις ρωσικές επιχειρήσεις και τις ρωσικές τράπεζες. Το ρωσικό κράτος πρέπει να παρέμβει για να βοηθήσει τους δύο τομείς αλλά κάτι τέτοιο θα έχει το τίμημά του που δεν θα είναι άλλο από τον διευρυνόμενο κρατικό παρεμβατισμό και, κατά ορισμένους, ακόμη και μια επανεθνικοποίηση επιχειρήσεων και τραπεζών.
Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, η χώρα πρέπει να εξυπηρετήσει χρέος της ύψους 30 δισ. δολαρίων μέσα στον Δεκέμβριο και στη συνέχεια επιπλέον 138 δισ. δολάρια τους επόμενους 18 μήνες. Από αυτά τα ποσά μόλις ένα ισχνό ποσοστό της τάξης του 2% αποτελεί χρέος της ίδιας της κυβέρνησης. Οι ρωσικές επιχειρήσεις εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον 60% του συνόλου.
Από το υπόλοιπο, το μεγαλύτερο μέρος βαρύνει τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων κρατικών τραπεζών όπως είναι η Sberbank, η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας. Η Μόσχα δεν διατρέχει κίνδυνο πτώχευσης. Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις έχουν άμεση πρόσβαση σε κάποια ρευστότητα έστω κι αν το χρέος τους όταν υπολογισθεί σε όρους δολαρίου έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 60% από τις αρχές του έτους.
Θεωρητικά ορισμένες επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από την υποτίμηση του νομίσματος, που αναβαθμίζει την ανταγωνιστικότητα των ρωσικών εξαγωγών. Ωστόσο, οι ρωσικές εξαγωγικές επιχειρήσεις που παράγουν άλλα προϊόντα εκτός του πετρελαίου είναι ελάχιστες και κατά συνέπεια ο θετικός αντίκτυπος της υποτίμησης είναι τελικά πολύ περιορισμένος.
Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τις ρωσικές τράπεζες, πλησιάζουν στο σημείο που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα με τα χρέη τους σε δολάρια και τα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα. Πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν χρέος ύψους 50 δισ. δολαρίων μέχρι τα μέσα του 2016. Στο μεταξύ η κεντρική τράπεζα διαθέτει συναλλαγματικά διαθέσιμα ύψους 420 δισ. δολαρίων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αντιμετωπισθεί μια μεγάλη οικονομική καταστροφή.
Παράλληλα, όμως, η κεντρική τράπεζα καταβάλλει προσπάθειες να περιορίσει τις ενέσεις ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας, καθώς υποψιάζεται πως οι ρωσικές τράπεζες κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στην πτώση του ρουβλίου.
Ενα τμήμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας είναι τα κεφάλαια ύψους 170 δισ. δολαρίων που έχει αποταμιεύσει η ρωσική κυβέρνηση στα δύο κρατικά ταμεία για την αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων.
Ωστόσο, ένα τμήμα αυτών των κεφαλαίων φαίνεται να έχει ήδη δεσμευθεί με αποτέλεσμα να περιορίζονται τα μετρητά που είναι πραγματικά στη διάθεση του κράτους. Η ρωσική κυβέρνηση έχει αφήσει να εννοηθεί ότι η χώρα έχει τη δυνατότητα να αντέξει άλλα δύο χρόνια οικονομικών κυρώσεων από πλευράς της Δύσης. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου, όμως, και παράλληλα η βουτιά που κάνει το ρούβλι συρρικνώνουν κάθε ημέρα τον χρονικό αυτό ορίζοντα.