Το στρώμα του όζοντος στην στρατόσφαιρα θα έχει πλήρως αποκατασταθεί ως το 2050. Κι αφού γλυτώνουμε το …τηγάνισμα, πρέπει να βρούμε τρόπους να γλυτώσουμε από το…βράσιμο.
Γράφει η Μαρία Δεδούση / CNN.gr
Το 1985 οι επιστημονική κοινότητα υπολόγιζε ότι μέχρι το 2050 το στρώμα του όζοντος στη στρατόσφαιρα θα είχε εξαφανιστεί εντελώς. Σήμερα, τα μοντέλα δείχνουν ότι μέχρι το 2050 το στρώμα του όζοντος στην στρατόσφαιρα θα έχει αποκατασταθεί εντελώς.
Τι μεσολάβησε;
Εκτός από 35 χρόνια, τα οποία από μόνα τους δεν λένε απολύτως τίποτα, αυτό που στην πραγματικότητα μεσολάβησε είναι η μεγαλύτερη και πιο άμεση συλλογική δράση που έχει αναλάβει ποτέ η ανθρωπότητα. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί εντελώς, η τρύπα (που δεν είναι ακριβώς τρύπα, αλλά αραίωση της παρουσίας του όζοντος ανάμεσα σε άλλα στοιχεία) έχει τις καλές και τις κακές της μέρες, αλλά σε γενικές γραμμές είναι μια απειλή που μάλλον ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Κι απ’ όλη αυτήν την ιστορία ίσως θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να διδαχθούμε πολλά.
Ένας παρολίγον «τηγανισμένος» πλανήτης
Περίπου πριν από 35 χρόνια, οι επιστήμονες που παρατηρούσαν την ατμόσφαιρα στην Ανταρκτική, παραδέχτηκαν δημόσια κάτι αρκούντως ανησυχητικό: Επί δεκαετίες παρακολουθούσαν το στρώμα του όζοντος στην ανώτερη ατμόσφαιρα, το στρώμα αερίων που αντανακλά το μεγαλύτερο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας δηλαδή, εμποδίζοντάς το να φτάσει στην επιφάνεια της Γης και να «τηγανίσει» τα πάντα και τους πάντες.
Ήξεραν από τη δεκαετία του 1970 ότι το στρώμα του όζοντος είχε αρχίσει να αραιώνει σε κάποια σημεία, αλλά πλέον, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν φανερό ότι ήταν θέμα μερικών δεκαετιών έως ότου εξαφανιστεί εντελώς.
Η ανακάλυψη και η παραδοχή αυτή οδήγησε σε πρωτοφανή ανησυχία αλλά και κινητοποίηση στον πλανήτη: Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι απειλείται η ίδια τους η ύπαρξη και για πρώτη φορά στην ιστορία του είδους έδρασαν συλλογικά και άμεσα, προσπαθώντας να περιορίσουν τη χρήση των φθοροχλωρανθράκων (ή χλωροφθορανθράκων, όπως είναι ευρύτερα γνωστοί), οι οποίοι και προκαλούσαν τη φθορά του στρώματος του όζοντος.
Σήμερα δεν μιλάμε πολύ για την τρύπα του όζοντος, η οποία κάποτε μονοπωλούσε τις συζητήσεις και τις περιβαλλοντικές αγωνίες μας και αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή έχουμε άλλα θέματα πιο πιεστικά που μας απασχολούν:
Συμβαίνει κυρίως διότι η τρύπα του όζοντος κλείνει.
Επειδή τα καλά νέα σπανίως παίρνουν έκταση, αυτό είναι κάτι που δύσκολα θα μάθεις, εκτός αν αναρωτηθείς τι συνέβη, ή αν πέσεις από τύχη πάνω στο θέμα. Το στρώμα του όζοντος, λοιπόν, έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, αν και η «θεραπεία» του δεν ήταν καθόλου εύκολη ή και γραμμική διαδικασία. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν καλύτερες και λιγότερο καλές χρονιές, το 2020 για παράδειγμα η τρύπα ήταν λίγο πιο μεγάλη, ενώ το 2019 ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Φέτος είναι μια κακή χρονιά, αλλά, όπως προείπαμε, αυτά συμβαίνουν όταν έχεις κάνει τέτοια ζημιά, η θεραπεία δεν μπορεί να είναι αυτόματη.
Το 2019 η τρύπα του όζοντος ήταν στο μικρότερό της μέγεθος από τότε που άρχισε να μεγαλώνει. Το πορτοκαλί και κίτρινο χρώμα δείχνουν τα σημεία στα οποία είχε φτάσει όταν ήταν μεγαλύτερη από ποτέ. @NOAA via AP
Μέσα σε όλα αυτά, συνέβησαν και διάφορα άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα ότι ο ρυθμός μείωσης των χλωροφθορανθράκων στην ατμόσφαιρα κάνει τους επιστήμονες να υποπτεύονται ότι κάποιες από τις χώρες που υπέγραψαν το σχετικό πρωτόκολλο απαγόρεσης των προϊόντων που περιέχουν χλωροφθοράνθρακες δεν τηρούν και με τόση προσήλωση τα μέτρα.
Οι σχετικές μετρήσεις που γίνονται διαρκώς «δείχνουν» ως ενόχους της παραβίασης την Κίνα, κυρίως και δευτερευόντως την Κορέα.
Από την άλλη, μάθαμε κάτι πολύ δυσάρεστο: τα χημικά που αντικατέστησαν τους χλωροφθοράνθρακες σε κάποια προϊόντα, επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή.
Όλα έχουν το κόστος τους, όμως η αλήθεια είναι ότι ο βασικός στόχος επιτεύχθηκε: Η ζημιά που κάναμε στο στρώμα του όζοντος αντιστράφηκε. Και αυτό θα μπορούσε να μας διδάξει κάποια πράγματα σε σχέση με τη μάχη που δίνουμε με την κλιματική αλλαγή.
Ποιος μας έσωσε;
Το Ινστιτούτο Future of Life, είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, ο οποίος μελετά το περιβάλλον και γενικότερα ζητήματα σιμβίωσης του ανθρώπου με τον πλανήτη. Φέτος απένειμε το βραβείο Future of Life Award σε τρεις ανθρώπους οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στη διάσωση του στρώματος του όζοντος.
Πρόκειται για τη χημικό της ατμόσφαιρας Σούζαν Σόλομον, το γεωφυσικό Τζόζεφ Φάρμαν και τον Στίβεν Άντερσεν, αξιωματούχο της Υπηρεσίας για την Προστασία του Περιβάλλοντος.
Καθένας τους πήρε από 50.000 δολάρια, αλλά κυρίως την αναγνώριση ότι έκαναν κάτι πολύ σημαντικό για το είδος μας και για το περιβάλλον.
Οι επιστήμονες άρχισαν να θορυβούνται στα σοβαρά όταν ένα μαθηματικό μοντέλο τούς έδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το στρώμα του όζοντος θα εξαφανιζόταν εντελώς μέχρι το 2050. Κατάλαβαν ότι ο χρόνος που είχαν για να αντιστρέψουν την κατάσταση ήταν στην πραγματικότητα ελάχιστος. Εάν η Γη έμενε χωρίς το προστατευτικό στρώμα του όζοντος, η ζωή πάνω σ΄ αυτήν θα ήταν δύσκολη στην καλύτερη περίπτωση, εφιαλτική στη χειρότερη και πιο πιθανή.
Το εντυπωσιακό δεν ήταν η διαπίστωση, ουτε οι φωνές αγωνίας, αλλά το γεγονός ότι η ανθρωπότητα, σε κάθε επίπεδο ανταποκρίθηκε. Άμεσα και πάρα πολύ αποτελεσματικά, όπως κρίνεται εκ του αποτελέσματος.
Οι χλωροφθοράνθρακες σχεδόν εξαφανίστηκαν από την καθημερινότητά μας και περιορίστηκαν σημαντικά στις βιομηχανικές εφαρμογές τους, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ. Ο κόσμος μποϊκοτάριζε προϊόντα όπως οι λακ των μαλλιών που χρησιμοποιούσαν προωθητικά αέρια και έγιναν τεράστιες κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις για να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις. Στα τέλη του ’90 και τις αρχές του ’00 ο πόλεμος της ανθρωπότητας κατά των χλωροφθορανθράκων ήταν καθολικός και είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει…
Ήταν η πρώτη φορά που ο άνθρωπος ήρθε αντιμέτωπος με μια παγκόσμια απειλή και παραδόξως συμπεριφέρθηκε πολύ καλά.
Δεν ήταν μόνο οι επιστήμονες που έσωσαν την ανθρωπότητα, αλλά η ανθρωπότητα η ίδια που αποφάσισε να σώσει τον εαυτό της.
«Η δουλειά είναι φανταστική, αλλά νομίζω ότι η Γη τελειώνει»…
Το όζον είναι ένα χημικό στοιχείο το οποίο μπορεί να σε σκοτώσει ή να σε σώσει, γεγονός που το καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Εάν το αναπνεύσεις σε μεγάλη πυκνότητα θα σου καταστρέψει τα πνευμόνια, αλλά εκεί που βρίσκεται -στη στρατόσφαιρα- είναι σωτήριο, διότι εμποδίζει τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου να φτάσουν στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Όλοι ξέρουμε πόσο κακό πράγμα είναι η υπεριώδης ακτινοβολία, αν μη το άλλο το έχουμε εμπεδώσει όταν παστωνόμαστε με 50άρια αντηλιακά.
Αυτό που δεν ξέρουμε οι περισσότεροι είναι ότι οι υπεριώδεις ακτίνες δεν προκαλούν μόνο εγκαύματα, αλλά αλλοιώνουν το DNA, προκαλώντας πολλών ειδών καρκίνους. Και όχι μόνο στους ανθρώπους· ζώα και φυτά επίσης δυσκολεύονται να επιβιώσουν σε συνθήκες πολύ αυξημένης ηλιακής ακτινοβολίας.
Αυτά τα ξέραμε από παλιά.
Όταν, λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι το όζον αραίωνε, ιδιαίτερα πάνω από τους πόλους της Γης, ήταν απόλυτα λογικό να ανησυχήσουν. Αυτό που ονομάστηκε «τρύπα του όζοντος» δεν ήταν ακριβώς τρύπα αλλά ήταν μια μείωση του όζοντος κατά περίπου 30% σε διάστημα μιας δεκαετίας. Το πολύ καλό στην όλη υπόθεση είναι ότι όταν πλέον βεβαιωθήκαμε για το πρόβλημα, ξέραμε σχεδόν αμέσως και τι το προκαλούσε: Οι χλωροφθοράνθρακες. Ένα καταπληκτικό χημικό, φτηνό και εύκολο στη χρήση του, που ήταν κυριολεκτικά παντού.
Την ανακάλυψη έκαναν οι επιστήμονες Μάριο Μολίνα και Σέρι Ρόουλαντ, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η βασική υπόθεση πάνω στην οποία εξαπλώθηκε η χρήση των χλωροφθορανθράκων ήταν λανθασμένη:
Επειδή δεν αλληλεπιδρούσαν με άλλα χημικά, πιστεύαμε ότι δεν τρέχει τίποτα που συσσωρεύονταν στην ατμόσφαιρα. Η Ρόουλαντ έχει περιγράψει τη μέρα που συνειδητοποίησε τι συμβαίνει ως εξής: Ο σύζυγός της τη ρώτησε πώς πάει η έρευνά της κι εκείνη του απάντησε: «Η δουλειά είναι φανταστική, αλλά νομίζω ότι η Γη τελειώνει»…
Ποιο ήταν το πρόβλημα; Ότι οι χλωροφθοράνθρακες διασπώνται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Εκεί, το χλώριο που περιέχεται σε αυτούς αντιδρά με το όζον και δημιουργεί μονοξείδιο του χλωρίου και οξυγόνο.
Οι δύο ερευνητές δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο Nature, το 1974 και ο κόσμος τα υποδέχθηκε με μεικτές αντιδράσεις: Οι οργανώσεις για το περιβάλλον αντέδρασαν αμέσως, οι κυβερνήσεις όχι. Σ’ αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι υπήρξε και αμφισβήτηση των ευρημάτων από μέρος της επιστημονικής κοινότητας: Κάποιοι πίστευαν ότι το πρόβλημα με το όζον ανήκε σε πολύ μελλοντικές γενιές, κάτι που κατά πρώτον δεν ίσχυε και κατά δεύτερον δεν θα έπρεπε να έχει καμία απολύτως σημασία.
Μια δεκαετία αργότερα αποδείχθηκε ότι ούτε οι δύο ερευνητές είχαν δίκιο: Το όζον αραίωνε πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι ακόμη κι εκείνοι είχαν προβλέψει.
Ένα απλό δίλημμα: Παγκόσμια δράση ή εξαφάνιση
Ο Φάρμαν, ο οποίος τότε έκανε έρευνες και μελέτες στην Ανταρκτική, ήταν εκείνος που κατάλαβε και μέτρησε τον πραγματικό ρυθμό εξαφάνισης του όζοντος.
Η Σόλομον ήταν επικεφαλής της ομάδας που κατάλαβε πώς και γιατί το χλώριο στους χλωροφθοράνθρακες διασπούσε το όζον. Το μονοξείδιο του χλωρίου που προέκυπτε από την αρχική ένωση του χλωρίου με το όζον, έκανε τη δική του διάδραση με το όζον, διασπώντας το ακόμη περισσότερο.
Με απλά λόγια, η στρατόσφαιρα είχε γεμίσει από άτομα χλωρίου που κυνηγούσαν το όζον να το καταπιούν. Κυριολεκτικά.
Το επόμενο βήμα -και πιο δύσκολο- ήταν να πεισθεί ο κόσμος να κάνει κάτι. Κι εκεί μπήκε στην εικόνα ο Άντερσεν, ο οποίος ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τον ΟΗΕ για την εκπόνηση ενός Πρωτοκόλλου απαγόρευσης των χλωροφθορανθράκων.
Το πέτυχε και μόλις δύο χρόνια αργότερα υπεγράφη από τις περισσότερες χώρες του κόσμου το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τις ουσίες που αποδυναμώνουν το στρώμα του όζοντος. Το Πρωτόκολλο τέθηκε σε εφαρμογή το 1989.
Αμέσως τα κράτη άρχισαν να αναζητούν χημικά με τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους φονικούς για το όζον χλωροφθοράνθρακες και οι λακ εξαφανίστηκαν από τα ράφια, κάτι που μπορούμε πέραν της περιβαντολλογικής να θεωρήσουμε και ως αισθητική νίκη.
Κατά κανόνα αντικαταστάθηκαν από υδροφθοράνθρακες, οι οποίοι σέβονται το όζον αλλά όχι και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με συνέπεια σήμερα να θέλουμε να τους εξαφανίσουμε και αυτούς και να τους αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, γεγονός που αποδεικνύει ότι είμαστε πολύ καλοί στο να λύνουμε προβλήματα και ακόμη καλύτεροι στο να λύνουμε προβλήματα δημιουργώντας νέα στη θέση των παλιών.
Ο αρχικός σκοπός επιτεύχθηκε όμως. Το στρώμα του όζοντος αποκαθίσταται αργά αλλά σταθερά. Η κατανάλωση χλωροφθορανθράκων μειώθηκε από 800.000 μετρικούς τόνους σε 156 μετρικούς τόνους μέσα σε 30 χρόνια.
Αντί να περιμένουμε την εξαφάνισή του, τώρα τα μοντέλα διηγούνται μια εντελώς διαφορετική ιστορία: Έως το 2050 το στρώμα του όζοντος θα έχει αποκατασταθεί πλήρως. Συνεπώς είμαστε πλέον σε θέση να το αφήσουμε εκεί που είναι και να ασχοληθούμε με την υπερθέρμανση του πλανήτη, που είναι το πιο πιεστικό μας πρόβλημα:
Αφού γλιτώσαμε το τηγάνισμα, τώρα πρέπει να βρούμε πώς θα γλιτώσουμε και το βράσιμο.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιδράσαμε στην απειλή της τρύπας του όζοντος, όμως, είναι ένα υπόδειγμα για το μέλλον.
Το 2019 ήταν μια πάρα πολύ καλή χρονιά, το ’20 λιγότερο, φέτος έχουμε κάποια θέματα, αλλά η πρόβλεψη είναι εξαιρετικά καλή και μας λέει ότι μέχρι το 2050 θα επιστρέψουμε στην πρώτη εικόνα, εκείνη πριν τη δεκαετία του ’80… @NASA
Η ανθρωπότητα αντέδρασε με πρωτοφανή ταχύτητα και αποφασιστικότητα, δημιουργώντας σε χρόνο ρεκόρ μια παγκόσμια Συνθήκη για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Κάτι εντελώς διαφορετικό από τις ατελείωτες συζητήσεις επί συζητήσεων τις οποίες ακούμε σήμερα, όσο το κλίμα παίρνει το δρόμο χωρίς επιστροφή.
Ναι, είναι αλήθεια ότι εκείνο το πρόβλημα ήταν πιο απλό: Οι χλωροφθοράνθρακες ήταν σχετικά εύκολο να αντικατασταθούν κι έτσι οι πολιτικοί δεν δυσκολεύτηκαν πολύ να συμφωνήσουν σε όσα πρότειναν οι επιστήμονες, κάτι που δεν συμβαίνει καθόλου σήμερα που η κουβέντα είναι πάρα πολύ πιο σύνθετη και απαιτεί πολύ πιο μεγάλες και αποφασιστικές δράσεις.
Όσο η «τρύπα» του όζοντος -με τις καλές και τις λιγότερο καλές της χρονιές- θα συνεχίσει να μικραίνει, η κλιματική αλλαγή θα συνεχίσει να επιταχύνεται. Κι εμείς θα συνεχίσουμε να συζητάμε.
Η ιστορία της «τρύπας» του όζοντος μάς διδάσκει κάτι πολύ απλό: Η μόνη απάντηση δεν είναι οι κουβέντες αλλά η δράση. Κι όταν τα προβλήματα είναι παγκόσμια, η δράση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι ανάλογη.