Είναι γαρ πλάνης, άοικος, πατρίδος εστερημένος…ΑΝΕΣΤΙΟΙ.
Από τα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου ως τις μέρες μας.
`Εκδοση του Ιδρύματος Αγγελου και Λητώς Κατακουζηνού, υπό την αιγίδα της Α.Ε. της προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου – 2021
Aρχική σύλληψη και κεντρική ιδέα: Σοφία Ε. Πελοποννησίου-Βασιλάκου
Γενικός σχεδιασμός, επιμέλεια έκδοσης: Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου – Ζήσιμος Χ. Συνοδινός
Καλλιτεχνικός σχεδιασμός, επεξεργασία εικόνων, εξώφυλλο, ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Δημήτρης Χατζημαρινάκης
Επιμέλεια εικαστικής έκθεσης ΑΝΕΣΤΙΟΙ: Λουίζα Καραπιδάκη
Το ζήτημα των ανθρώπων που για διαφορετικούς λόγους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εστία τους είναι διαχρονικό, πανανθρώπινο, δεν είναι αόρατο και αόριστο και μας αφορά όλους. Το μέλλον με τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής δεν φαντάζει πια τόσο μακρινό και ενώνουμε τη φωνή μας με όσους προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν το ευρύτερο κοινό γύρω από τα σχετικά θέματα. Όσο ανέφικτο και αν φαίνεται, θέλουμε να ελπίζουμε σε έναν κόσμο όπου όλοι θα έχουν μια αξιοπρεπή εστία και έναν δίκαιο τρόπο ζωής.(απόσπασμα, χορός, Ταλθύβιος, Ευριπίδης, Τρώαδες )
(απόσπασμα: Ταλθύβιος, Ευριπίδης, Τρώαδες. Χορός, Εκάβη )
ΧΟΡΟΣ
Σαν τη φτερούγα του καπνού
που χάνεται στον ουρανό
έτσι κι η χώρα ρήμαξε
κονταροχτυπημένη
Ω, τα σπίτια που γεννήθηκα
τα τρώει η φλόγα
και τα γκρειμίζει η λόγχη
των εχθρών.
ΕΚΑΒΗ
Ω, χώρα, ω, γη που χόρτασες
τα τέκνα μου.
ΧΟΡΟΣ
Ωχού κι ωχού!
ΕΚΑΒΗ
Ακούτε, παιδιά μου, της μάνας
τη φωνή;
ΧΟΡΟΣ
Φωνάζει τα πεθαμένα της.
ΕΚΑΒΗ
Γέρνω στη γη το κορμί μου,
γονατίζω τα γηρατειά μου
και με τα δυό μου χέρια
κτυπάω το χώμα
ΧΟΡΟΣ
Γονατίζω κι εγώ
και κράζω και φωνάζω
να βγει και νάρθει
ο πεθαμένος άνδρας μου
ΕΚΑΒΗ
Μας παίρνουν, μας σέρνουν
ΧΟΡΟΣ
Πονάς και φωνάζεις, πονάς και φωνάζεις
Χωρίς εστία
Στιγμές δοσμένες στο ψέμα μιας χώρας
που χάθηκε στο χιόνι
βήματα σε χνάρια
που δεν άξιζαν
φωτιά χωρίς αναγέννηση
κι ένα μέλλον χωρίς παιδιά.
Η εποχή που έρχεται είναι
με άδειες βαλίτσες
που δε θα γεμίσουν ποτέ.
Δημήτρης Σ. Νιρβάνας (2012)
Η έκδοση Ανέστιοι είναι διαρθρωμένη σε τέσσερις ενότητες.
Στην πρώτη, ως εισαγωγική, περιλαμβάνονται χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ποίηση, την πεζογραφία και την ιστορία για τον ξεριζωμό των ανθρώπων, τα περισσότερα επικεντρωμένα στον ελληνικό χώρο, στοιχειωδώς σχολιασμένα. Ορισμένα από αυτά τα κείμενα συνοδεύονται από εικαστικά έργα της Βασιλικής Κολιπέτσα που φτιάχτηκαν ειδικά για κάποια κείμενα και την ευχαριστούμε θερμά.
Στη δεύτερη ενότητα φιλοξενούνται μια σειρά από σύγχρονα κείμενα μελετητών και πνευματικών ανθρώπων που, μετά από κάλεσμά μας, έσκυψαν με ενσυναίσθηση στο θέμα, χαρίζοντάς μας άφθονη τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Ευχαριστούμε ολόψυχα τους Ρωμανό Γεροδήμο, Κώστα Γεωργουσόπουλο, Πέτρο Θέμελη, Μυρτώ Κιούρτη, Νίκη Σταυρίδη, τις ποιήτριες Μυρτώ Παπαχριστοφόρου και Σοφία Πόταρη, όπως και τη ζωγράφο Κατερίνα Ατταλίδου για ένα έργο της που κοσμεί το ποίημα της Μυρτώς Παπαχριστοφόρου και τη ζωγράφο Κρίστι Γρηγορίου για τα έργα της που συνοδεύουν το κείμενο της Νίκης Σταυρίδη.
Η τρίτη ενότητα αποτελείται από κείμενα φορέων με κάποιο θεσμικό ρόλο. Πρώτα η συμμετοχή της «Αthens Comics Library», όπου ευχαριστούμε τις Ντίνα Ντζιώρα, Λήδα Τσενέ και Βασιλεία Βαξεβάνη για τη συνεργασία τους, ώστε να μοιραστούν μαζί μας τη ματιά των παιδιών που άφησαν το σπίτι τους και αναζητούν μια νέα εστία. Έπειτα η συγκλονιστική αφήγηση της ομάδας του περιοδικού των αστέγων «σχεδία», που τους ευχαριστούμε για τη συμμετοχή τους. Ακολουθεί ένα φωτογραφικό οδοιπορικό των σύγχρονων αστέγων της Αθήνας με την ευαίσθητη ματιά της ιστορικού τέχνης Λουΐζας Καραπιδάκη και του αρχιτέκτονα Άρι Πέτρου. Τέλος, η περσινή (Ιούνιος 2020) επίσημη Έκθεση της «Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες» και η πρόσφατη δήλωση (19 Ιουνίου 2021) του αρμόδιου Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ Filippo Grandi για την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων.
Η έκδοση ολοκληρώνεται με την τέταρτη ενότητα που αποτελεί και τον βασικό κορμό του εγχειρήματος.
Πρόκειται για μια εικαστική έκθεση γύρω από το θέμα «Ανέστιοι» με επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Λουΐζας Καραπιδάκη και τη συμμετοχή, με ποικίλα εικαστικά έργα και κείμενα, των καλλιτεχνών Βασίλη Βλασταρά, Γιώργου Καζάζη, Νικομάχης Καρακωνστάνογλου, Αφροδίτης Λίτη, Χριστίνας Μήτρεντσε, Άγγελου Παπαδημητρίου, Ηλία Παπαηλιάκη, Αρτέμιδος Ποταμιάνου, Παναγιώτη Σιάγκρη, Ελένης Τζάτζαλος και Μανταλίνας Ψωμά, οι οποίοι με τόση φαντασία, ευαισθησία, μεράκι και τέχνη δημιούργησαν για να φτάσει το μήνυμά τους στο ευρύ κοινό. Ευχαριστούμε όλες και όλους θερμά για την πολύτιμη συνδρομή τους.
Υπόψη ότι τα πρωτότυπα αυτά έργα θα εκτεθούν φέτος στην οικία Κατακουζηνού, με επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Λουΐζας Καραπιδάκη, ώστε να μπορέσει να τα απολαύσει από κοντά το φιλότεχνο κοινό, όσο, βεβαίως, μας επιτρέψουν οι συνθήκες και τα πρωτόκολλα υγιεινής για την πανδημία.
Το ζήτημα των ανθρώπων που για διαφορετικούς λόγους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εστία τους είναι διαχρονικό, πανανθρώπινο, δεν είναι αόρατο και αόριστο και μας αφορά όλους. Το μέλλον με τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής δεν φαντάζει πια τόσο μακρινό και ενώνουμε τη φωνή μας με όσους προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν το ευρύτερο κοινό γύρω από τα σχετικά θέματα. Όσο ανέφικτο και αν φαίνεται, θέλουμε να ελπίζουμε σε έναν κόσμο όπου όλοι θα έχουν μια αξιοπρεπή εστία και έναν δίκαιο τρόπο ζωής. (ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου Ζήσιμος Χ. Συνοδινός
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ Παρίσια. 9 [21] Οκτωβρίου 1827. …………………………………………………………………………………………
Όσα γράφετε περί της πατρίδος σας, Κύριοι, δεν είναι μήτε υπερβολή πατριωτικής αγάπης, μήτε αναφωνήσεις πάθους εκτραγωδουμένου σφοδρότερον, μήτ’ ελπίδες, πραγμάτων ανελπίστων και παρά λόγον και δίκαιον· δεν έκλαυσε μόνη η κοινή μήτηρ Ελλάς διά το φρικτόν πάθημα τοιαύτης καλλίστης και φιλομήτορος θυγατρός της, αλλά και σύμπασα η χριστιανική Ευρώπη επεστέναξεν εις τας οιμωγάς της Ελλάδος. Έλλην και το γένος και την καρδίαν εθεώρησα πάντοτε την Χίον ως εν των ευγενεστέρων μελών της Ελλάδος, την εσεβόμην πάντοτε όχι μόνον καθό των ιδίων της συμφερόντων προνοητικήν και συνετήν, αλλά και καθό ωφέλιμον εις το έθνος διά του όσον επεδέχοντο τα πράγματα και αι περιστάσεις πολιτισμού της και διά της αρετής των κατοίκων της, διό και εις την συμφοράν της νήσου σας διπλήν οδύνην συνησθάνθην, και διότι έπαθε τοσαύτα χώρα ολόκληρος Ελληνίς, και διότι τοιαύτη χώρα έπαθε· λέγω τοιαύτη, διότι και με την πτώσιν της δεν κατέπαυσεν η Χίος. Αλλά Σεις, κύριοι, όσοι ήδη μ’ ετιμήσατε με την επιστολήν σας, και όσους αλλαχού εγνώρισα, και συμπεραίνω το αυτό και διά τους πανταχού σποράδην συμπατριώτας σας, απεδείξατε και με την μεγάλην της πατρίδος σας συμφοράν, ότι την μερικήν σωτηρίαν επιστηρίζοντες εις την κοινήν του γένους, αν και απόλιδες και ανέστιοι, και τα δεινότατα παθόντες, πάλιν αγωνίζεσθε το κατά δύναμιν υπέρ της κοινής μητρός, και δεν ανέχεσθε να μην ακούετε τ’ όνομά σας μεταξύ των άλλων συναγωνιστών της. Τεκμήριον τούτο εναργές, ότι η Χίος, αν όχι εις τας οικοδομάς της, εις τα σχολεία, και εις τ’ άλλα του πολιτισμού της συστήματα, αλλά σώζεται και υπάρχει εις τας ψυχάς των αξίων αυτής τέκνων. Είναι περιττόν, Κύριοι, να σας εκφράσω πόσον ποθώ, πόσον εύχομαι να ίδω την νήσον σας εις την κατάστασιν, την οποίαν επιθυμείτε. Είναι ομοίως παρέλκον το να σας παραστήσω πόσον ιερόν και πατριωτικόν μου χρέος νομίζω το ν’ αγωνισθώ, ότε, όπως, και οπόταν αι παριστάσεις ήθελαν υπαγορεύση, διά να περιθαλφθώσιν οι αναξιοπαθούντες Χίοι σύμπαντες εις τους μητρώους κόλπους και να εγκατασταθώσι.
Δεχθήτε, Κύριοι, τας εκφράσεις της εξαιρέτου υπολήψεως και τιμής, μεθ’ ής ειμί Όλος πρόθυμος Ιω. Καποδίστριας Απόσπασμα από επιστολή του ήδη εκλεγμένου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια προς τους ανέστιους Χιώτες, μετά την καταστροφή του νησιού τους από τους Οθωμανούς τον Μάρτιο του 1822, πρόσφυγες πλέον στο Παρίσι και τη Μασσαλία το 1827.
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα, φ. 83/10 Δεκεμβρίου 1827.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
V
Κάτσανε κάτου απ᾿ τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα,
βγάλανε τις μπαλάσκες τους
και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας,
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε τη σημαία.
Είχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι,
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθι
νόπωρου.
Τίποτ᾿ άλλο δεν έμενε.
Μονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Οι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ᾿ τις πέτρες,
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανένας. Δεν είχαμε καιρό.
Μόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ
κ᾿ είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.
Τί θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή
μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα;
τί θα γίνουν όταν ὁ ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς
σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι;
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου
μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;
Ρίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά,
ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους,
ξερρίζωσαν τ᾿ αμπέλια της Μονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των οχτρών το στόμα,
βάλαν σ᾿ ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπίρουνα
και τριγυρνάνε έξω ἀπ᾿ τα τείχη της πατρίδας τους
ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη–
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά ή κάτου ἀπό τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε, ποτέ δεν ξεχνάνε–
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους,
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη
να ρωτήσουνε μια μαργαρίτα,
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Και πρέπει να μιλήσουμε.
Ώσπου να βρουν το ψωμί τους και το δίκιο τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, από τη Ρωμιοσύνη (1945-1947).
Εκδομένη στην ποιητική συλλογή Αγρύπνια, Αθήνα 1954. Η σπουδαία, πολύστιχη και επική ποιητική σύνθεση «Ρωμιοσύνη» του Γ. Ρίτσου περιγράφει με τρυφερότητα και βαθιά αγάπη τη διαδρομή του Νεότερου Ελληνισμού. Στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα, επικεντρωμένη στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεγαλειώδη Εθνική Αντίσταση, γίνεται αναφορά στους νεκρούς, στο κατεστραμμένο τοπίο, στις εστίες που πυρπολήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν, στην τραγική εμπειρία της Κατοχής και τα λοιπά δεινά του πολέμου, προμηνύοντας τη νέα, σκληρότερη λαίλαπα του εμφύλιου σπαραγμού που ακολούθησε.
Ανέστιοι και Άοικοι. Η σκοτεινή πλευρά Η λέξη ανέστιος επιβιώνει αναλλοίωτη από την εποχή του Ομήρου, από τον 8ο αιώνα π.Χ. ώς τις ημέρες μας. Στο άκουσμα της λέξης, αρχικά σου φαίνεται ανώδυνη, αν όμως ανατρέξεις στο βαθύτερό της νόημα, τρομάζεις. Ανέστιος δεν είναι απλώς ο άστεγος χωρίς την ασφαλή αγκαλιά, τη θέρμη του σπιτιού του, είναι ο άτυχος διωγμένος που αναγκάζεται να ζει μακριά απ’ την αγαπημένη του γενέτειρα, έξω από την πατρίδα, ενίοτε χωρίς γυναίκα και παιδιά, «ἄπαις τε κἀγύναιξ κἀνέστιος», σύμφωνα με απόσπασμα χαμένης τραγωδίας του Σοφοκλή (Αθάμας). Οι αρχαίοι Έλληνες, ειδικά οι Αθηναίοι του 5ου αι. π.Χ. εκτιμούσαν βαθιά την τεράστια αξία της εστίας, της πόλης κράτους και πατρίδας τους, καταδίκαζαν σε εξορία, έστω για ένα χρονικό διάστημα, ανεπιθύμητους πολιτικούς, αντί φυλάκισης και δήμευσης περιουσίας. Προσωπικότητες όπως ο δίκαιος Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Μιλτιάδη Κίμων, ο Θουκυδίδης και άλλοι δοκίμασαν την πίκρα του ξενιτεμού, έζησαν μακριά από την εστία τους με την προσμονή πάντα του νόστου, ακόμη και ως φιλοξενούμενοι σε οίκους και αυλές πολυτελείς. Ανέστιος και εξόριστος στην κόλαση αισθάνεται ο Ρωμαίος, διωγμένος έξω από τα τείχη της Βερόνας. Ο κόσμος όλος ήτανε γι’ αυτόν η πόλη της Βερόνας, η πόλη της αγαπημένης του Ιουλιέττας, και εξορία από τον κόσμο της Βερόνας ήτανε ισοδύναμη με θάνατο στα ξένα (Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέττα): Ο τάφος είναι η εστία, ο οίκος του νεκρού όπου αναπαύεται το σώμα και ηρεμεί η άυλη ψυχή του, πετώντας προς τον κήπο της Εδέμ ή προς τη νήσο των Μακάρων και τα Ηλύσια πεδία, το επιτύμβιο μνημείο με την επιγραφή ακόμη και σε κενοτάφιο διατηρεί άσβεστη τη μνήμη του νεκρού ανάμεσα στους ζωντανούς.
Μεγάλη ήταν η τιμή προς τους νεκρούς για ανακούφιση και σωτηρία των ψυχών. Η περισυλλογή των νεκρών μιας ναυμαχίας ή μιας μάχης στη στεριά και η ταφή τους στην πατρίδα ήταν έθος απαραβίαστο και σεβαστό ανάμεσα στους αντιπάλους στρατοπέδων κατά την αρχαιότητα.
Οι Αθηναίοι στρατηγοί, μολονότι νίκησαν το στόλο των Σπαρτιατών στην κρίσιμη ναυμαχία των Αργινουσών της Λέσβου, καταδικάστηκαν σε θάνατο το έτος 406 π.Χ. επειδή αμέλησαν να περισυλλέξουν τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες ναυαγούς. Τραγικότερη μοίρα δεν υφίσταται διαχρονικά για τον θνητό να παραμένει άταφος λόγω αδόκητου θανάτου από πνιγμό στη θάλασσα, έρμαιο στα σαρκοβόρα κήτη, όπως οι εκατο
Δεν υπάρχει κόσμος έξω απ’ τα τείχη της Βερόνας μονάχα καθαρτήριο, μαρτύριο, η ίδια η κόλαση, εξόριστος από εκεί σημαίνει εξόριστος από τον κόσμο και εξορία από τον κόσμο σημαίνει θάνατο… There is no world without Verona walls But purgatory, torture, hell itself Hence banished is banished from the world And world’s exile is death … 35 ντάδες ανώνυμοι και «ανέστιοι» μετανάστες, πνιγμένοι γύρω στα νησιά μας, ή να παραμένει άταφος μετά από βίαιο θάνατο λόγω καταστροφής της κατοικίας του στις πολυάριθμες γύρω μας εμπόλεμες ζώνες.
Στη διάρκεια της τελευταίας γενικά δεκαετίας παρακολουθώ με έκπληξη, και θλίψη θα έλεγα, μια ακατανόητη και αδικαιολόγητη μεταστροφή της Ένωσης της Ευρωπαϊκής προς απαράδεκτες πολιτικές και πρακτικές, που πόρρω απέχουν από αρχές αλληλεγγύης και ανθρωπισμού.
Χειρίστηκε και εξακολουθεί να χειρίζεται με απάνθρωπο, όπως τον εισπράττω, τρόπο το προσφυγικό, ανεχόμενη αυταρχικές και ρατσιστικές συμπεριφορές από κράτη μέλη που υψώνουν φράχτες στα σύνορά τους, επαναφέροντας την εποχή του σιδηρού παραπετάσματος για να εμποδίσουν τη διέλευση προσφύγων που εγκαταλείπουν μαζικά τις εμπόλεμες ζώνες των πάτριων εδαφών τους σε αναζήτηση μιας νέας πατρίδας, όπου η ζωή τους δεν θα βρίσκεται τουλάχιστον σε διαρκή κίνδυνο θανάτου.
Οι Νεοέλληνες διατηρούμε ακόμη έντονες τις μνήμες των «ανέστιων» και «άοικων», το μαρτύριο της προσφυγιάς που βίωσε σημαντικό κομμάτι του πολιτισμένου πληθυσμού μας.
Πέτρος Θέμελης
`Οσοι ενδιαφέρεστε να διαβάσετε το εξαιρετικό βιβλίο του Ιδρύματος Κατακουζηνού μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ