Γιάννης Αντιόχου: “Ξεκίνησα να διηγούμαι το τραύμα, μα τώρα συντηρώ την πληγή”
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //fractalart.gr
«Φωτισμός ενός άλλου εαυτού μας είναι το ποίημα»
«Θέλω να είμαι ειλικρινής. Ο άρρωστος χρειάζεται συμπόνοια, ευγένεια, καλοσύνη και ταπείνωση. Αυτά είναι υπεραρκετά, αλλά επίσης και πολύ σπάνια να μπορεί κάποιος να τα διαθέτει όλα μαζί. Η ποίηση είναι ένα βαρύ πρίσμα που διαθλά την πραγματικότητα και μπορεί να το σηκώσει μόνο ο υγιής».
«Ασφαλώς και ήταν έτοιμος ο “αληθινός” Γιάννης. Πάντα ήμουν έτοιμος, από τότε που στην παιδική μου κάμαρα έμαθα τον ήχο της βροχής, τις νότες των σταγόνων της, ξεχώρισα λογιώ λογιώ τις μυρωδιές λουλουδιών: τα γιασεμιά, τα νυχτολούλουδα, τις γαρδένιες, τα φεγγαρολούλουδα και τα τριαντάφυλλα. Τα λευκά άνθη έσκαζαν στην πίσω αυλή του σπιτιού μας, έξω από το παιδικό μου δωμάτιο τη νύχτα, ενώ τ’ άλλα, ολημερίς σκαρφαλωμένα στους ασβεστωμένους πλίνθους, σκίαζαν το σαθρό τσιμέντο της αυλής. Έμαθα τους δρόμους του φεγγαριού, τις αλλαγές των εποχών, τη σκόνη της πόλης και το χώμα της. Αυτό, είναι ο ουρανός μου, αυτός ο κάτω ουρανός που αγωνίζομαι να διασώσω. Μοιάζει ν’ άνοιξα το μπαούλο της παιδικής μου ηλικίας, με τον ίδιο τρόπο που η γιαγιά μου άνοιγε τα μπαούλα με το βιός της.»
Ο Γιάννης Αντιόχου υπήρξε ο άνθρωπός μας. Να αντέξουμε με την ποίησή του τη νύχτα μας, να βγάλουμε σώοι τη μέρα μας μέσα σ’ αυτό τον κοπετό του κορωνοιού. Εκείνος, ωστόσο επιμένει πώς ήταν έτοιμος. Το μπαούλο της παιδικής του ηλικίας έκρυβε θησαυρούς.
Το Κρατικό Βραβείο για το τελευταίο ποιητικό έργο του «Αυτός ο κάτω ουρανός» (εκδ. Ίκαρος) που φώτιζε τις νύχτες μας και ο δεκαοχτάμηνος αγώνας του στις εντατικές στην πρώτη γραμμή της πανδημίας και οι πολύτιμες διαδικτυακές συμβουλές του, έκαναν τον Γιάννη Αντιόχου, φύλακα άγγελό μας σε όλο αυτό το παράλογο που ζήσαμε κι εξακολουθούμε να βιώνουμε. Ως fractal, λοιπόν, και για χάρη σας τον αναζητήσαμε. Ποιητή και υγειονομικό ταυτοχρόνως. Ούτε μια ερώτηση δεν άφησε να πέσει κάτω. Ας μοιραστούμε τις ιαματικές απαντήσεις του. «Με έσωσαν οι λέξεις μου», κι είναι μια φράση που κρατώ κατ’ εξοχήν για να επιμένω ότι ακόμα και σε περίπτωση πανδημίας, θα μας σώζει ένας Ποιητής.
-Κύριε Αντιόχου, τα τελευταία χρόνια τα «είδατε» όλα: βρεθήκατε κατ’ επανάληψη τρίτο- πάτωμα- κόλαση, ως εντατικολόγος στο νοσοκομείο σε εποχή πανδημίας, και έβδομο- ουρανό, βραβευτήκατε με το Κρατικό βραβείο ποίησης και καθ’ ομολογία είστε αν όχι ο καλύτερος, ένας από τους καλύτερους ποιητές της σημερινής εποχής. Χρειαζόταν το ένα για να συμβεί το άλλο; Βαρύ το τίμημα, αλήθεια τι επίγευση άφησε;
Νομίζω πως δεν θα μπορούσε να περιγράψει κανείς καλύτερα αυτόν τον ανελκυστήρα συναισθημάτων και καταστάσεων, κ. Γκίκα. Ναι, τα «είδα» όλα. Όλοι τα «είδαμε» όλα. Βέβαια, όπως σε κάθε συνέντευξη θα ξεκαθαρίσω, πως ναι μεν είμαι εξειδικευμένος με μεταπτυχιακές σπουδές από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ στις ΜΕΘ, όμως το βασικό μου πτυχίο είναι αυτό της Νοσηλευτικής —ως ποιητής λοιπόν, ας μην κάνω αντιποίηση άλλου επαγγέλματος. Σας καταλαβαίνω όπως και πολλούς άλλους που κάπως δυσκολεύεστε ν’ αποφασίσετε την κατάταξή μου. Στις ΗΠΑ, υπάρχει μια κατηγορία νοσηλευτών που ονομάζονται Nurse Practitioners, αυτοί συνταγογραφούν, εφαρμόζουν πρωτόκολλα πρωτοβάθμιας υγείας και ανάλογα με την ειδίκευσή τους κι άλλες πολύπλοκες πράξεις. Ωστόσο, υπάρχει και στη χώρα μας μια ενδιάμεση γενιά νοσηλευτών, η γενιά που το 2006 είχε την τύχη ν’ ακολουθήσει μάχιμους καθηγητές της Ιατρικής, ανάμεσά τους η κ. Κοτανίδου και η κ. Γκάγκα που με την αρωγή της καθηγήτριας Χριστίνας Μαρβάκη, ετοίμασαν εντέλει ηγέτες. Δεν θέλω να εκληφθεί αυτό ως αλαζονεία, αλλά το πρώτο μεταπτυχιακό ΜΕΘ, γέννησε τους σημερινούς διευθυντές, τομεάρχες, καθηγητές και διδάκτορες σχεδόν όλων των δομών του ΕΣΥ της Αθήνας κι αν δεν καταχρώμαι του χρόνου σας, ο πρώτος άνθρωπος που εμβολιάστηκε στη χώρα, η Έφη Καμπισιούλη, τομεάρχης ΜΕΘ του Ευαγγελισμού, ανήκει στον πυρήνα αυτών των φοιτητών. Καταλαβαίνετε λοιπόν τον συμβολισμό και τις εξηγήσεις μου. Ανήκω σ’ έναν εκλεκτό γνωστικό και επαγγελματικό πυρήνα που τώρα που το σκέφτομαι μοιάζει σάμπως και προετοιμάστηκε για ν’ αντιμετωπίσει αυτό το συλλογικό κακό. Και τα καταφέρνουμε, όπως τα καταφέραμε και τότε, νέοι, στριμωγμένοι σε μια μακρόστενη αίθουσα του παλιού κτιρίου πριν παραδοθεί η ανακαινισμένη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού. Ήταν η εποχή που γεννιόντουσαν ως ποιητικό έργο οι «Εισπνοές» και είχα αναλάβει τη Διεύθυνση Ποιότητας και Εκπαίδευσης του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν. Το παρελθόν μου σχετίζεται με εξειδικεύσεις: Καρδιολογία, Παιδιατρική, Νεφρολογία και ΜΕΘ όλων των ειδών και όλων των μεγεθών. Έκτοτε, δεν ξέρω αν ανέβηκα την ιεραρχία με προσπάθεια ή απλώς συνέβη λόγω της ικανότητάς μου στο να στήνω διαδικασίες και πρωτόκολλα μετρώντας την αποτελεσματικότητα των νοσοκομείων με δείκτες. Πιστοποίησα νοσοκομειακές μονάδες, ανέπτυξα θεωρητικά μοντέλα που διδάσκονται στις ΗΠΑ, έγραψα ένα textbook για τις ΜΕΘ που εκδόθηκε από τις Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας και το διδάχθηκαν γενιές νοσηλευτών και σήμερα είμαι Διευθυντής Συστημάτων Διαχείρισης και Μέτρησης Αποτελεσματικότητας στον Όμιλο Ιατρικό Αθηνών, σχεδιάζοντας, εφαρμόζοντας, αξιολογώντας και μετρώντας πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας, περιβαλλοντικά, επισιτιστικά εργαστηριακά, ενώ παρέχω και συμβουλευτικές υπηρεσίες σε επιτροπές (δημόσιες και ιδιωτικές), ενώ η αναγνώρισή μου ως Quality Leader από την TUV Hellas, πέρυσι, κάπου μπλέκει τα πράγματα· τελικά τι από τα δύο είμαι; Θα σας πω πως είμαι σίγουρα ποιητής, αλλά δεν μπορώ να ζήσω ως ποιητής.
Την ημέρα που έμαθα για το κρατικό βραβείο ποίησης, ήμουν στη μέση μιας συνεδρίασης Επιτροπής Λοιμώξεων προσπαθώντας με τα μέλη να βγάλουμε απόφαση αξιολογώντας τα νέα δεδομένα της μετάλλαξης δέλτα που προκύπταν μέσα από τον τεράστιο όγκο μοριακών τεστ που διενεργούσαμε και τα δεδομένα του κλειστοπληθυσμού του νοσοκομείου. Θυμάμαι, ήρθε ένα μήνυμα από φίλο ποιητή μ’ έναν σύνδεσμο και τη λέξη συγχαρητήρια, άνοιξα το link του Υπουργείου Πολιτισμού και μάλλον χλόμιασα ή πάγωσα. Τέλος πάντων, διακόψαμε τη συνεδρίαση, οι μικροβιολόγοι, οι λοιμωξιολόγοι και οι διευθυντές μ’ έστειλαν να συνέλθω στο γραφείο μου προτρέποντας μου να χαρώ. Έμεινα ακίνητος και κατατονικός μέχρι το απόγευμα, δεν το είπα σε κανέναν από τους οικείους μου και μετά από δυο τρεις μέρες, το χώνεψα. Γι’ αυτό σας λέω: από την κόλαση των νέων μολύνσεων και το αδιέξοδο της ιχνηλάτησης, ήρθε το κρατικό βραβείο ποίησης. Θα γελάσετε, αλλά εκείνες τις ημέρες δεν ένιωθα: τι πο τα.
-Κι όλον αυτό τον καιρό της πανδημίας, με τους ασθενείς, με τους νεκρούς, με την εντατική, με όλους εμάς στο διαδίκτυο να μας φροντίζετε και να μας πληροφορείτε, γράφατε και ποίηση ταυτόχρονα;
Μα νομίζω πως ήδη καταλάβατε από ποια δεξαμενή γνώσης αντλώ τις συμβουλές μου. Είναι καθήκον μου, ένα είδος αποστολής, γιατί αυτό με δίδαξαν. Θυμάμαι υπήρχε το μάθημα της Πληθυσμιακής Υγιεινής ή Κοινωνικής Υγιεινής και ο συγχωρεμένος υγιεινολόγος Δρ. Κων/νος Ρουκάς. Όταν φθάσαμε στις έννοιες επιδημία, πανδημία, κ.λπ., μας είχε πει: —περιμένουμε στον αιώνα μας κι έχει αργήσει μια πανδημία παρόμοια με την ισπανική γρίπη, που θ’ αφανίσει τον πληθυσμό. Πρέπει να είστε προετοιμασμένοι, να μελετήσετε τα μοντέλα εξάπλωσης και τους δείκτες μεταδοτικότητας, να μάθετε την αξία των μέτρων ατομικής προστασίας και ν’ αυτοσχεδιάσετε ώστε να προστατευτεί ο κόσμος με τ’ απλούστερα μέσα, με υλικά που έχει καθένας στο σπίτι του. Οι πολλές εξαιρέσεις δημιουργούν πρόβλημα στην κατανόηση. Πρόλαβα ως φοιτητής τους μαζικούς σχολικούς εμβολιασμούς, ενώ μας δίδασκαν να παρατηρούμε και ν’ αναγνωρίζουμε τα σημάδια οικογενειακής βίας και κακοποίησης κι έκτοτε αφού όλα πέρασαν στους παιδιάτρους, η κοινωνία μας έγινε πιο ιδιωτική και γι’ αυτό μας ξενίζει ο εντοπισμός ακραίων συμπεριφορών. Προσωπικά τίποτα δεν μου κάνει εντύπωση. Μπήκα στα σπίτια της κοινότητας, είδα νηστικούς μουσουλμάνους να λιποθυμούν γιατί είχαν ραμαζάνι κι έπρεπε να νηστέψουν ώς τη δύση του ήλιου, δομές ψυχικά ασθενών που ο φιλοξενούμενος ψυχιατρικός άρρωστος μιλούσε και ανέλυε την Τέταρτη Διάσταση του Ρίτσου ή τη μεταφυσική του φωτός του Ελύτη, είδα γιατρούς και νοσηλευτές να γονατίζουν μπροστά στο θαύμα της ανάνηψης που έσωζε κάθε καρδιακή ανακοπή. Ξέρετε κ. Γκίκα, μόλις περάσει κάποιος τις πόρτες του νοσοκομείου η μόνη φιλοσοφία που κουβαλά μαζί του είναι μια πρακτική μεταφυσική που δεν μπορώ να σας την εξηγήσω με λόγια. Το σώμα και τον θάνατο τον μαθαίνεις με τα χέρια. Αυτό, προσπαθώ να μεταφέρω και στην ποίηση. Είναι η αγωνία της ύπαρξης που οι λέξεις μου την κάνουν και λίγο ποίηση και λίγο πίστη, αλλά επουδενί δόγμα και εικασία. Εντωμεταξύ, ό,τι μοιράζομαι είναι η ορθή γνώση, όχι επειδή στηρίζω την Επιτροπή Λοιμωξιολόγων ή την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, αλλά επειδή η υγεία είναι evidence based και ο μοναδικός τρόπος να εργάζομαι. Όλα αυτά, γίνονται στίχοι και στροφές κι όταν παύει το αυτιστικό μουρμουρητό μου ακούγεται και το τραγούδι της ποίησης, που όμως για μένα τώρα, είναι πολυτέλεια. Χρειάζομαι απόσταση από αυτό το διαρκές παρόν που ζω.
-Και αν ναι, είναι αδιακρισία να ζητήσω δείγμα της; Θέλω να διαπιστώσω πόσο φως μπορεί να γεννηθεί από τόσο μαύρο…
Μπορεί να μη γράφω ποίηση, αλλά σημειώνω και θησαυρίζω οτιδήποτε. Έχω ένα κρυφό συρτάρι στον υπολογιστή μου που έχει τον τίτλο «εγγραφές» κι εκεί μέσα σώζω πολλά διαφορετικά επεισόδια της ζωής μου, όπως και ποιήματα ή πρωτόλειους στίχους που θα τους παιδέψω και θα τους αλλάξω μέχρι να βρω τη φόρμα που με συμφέρει ωσότου γίνουν σώμα. Βέβαια παραμεγάλωσε το αρχείο, ξεπέρασε τις 350.000 λέξεις κι ενώ ξεκίνησε λίγο πριν εκδοθεί το βιβλίο: «Αυτός, ο κάτω ουρανός» έχοντας την ανάγκη να εξηγήσω στον εαυτό μου τη διαδρομή που έκανα για να γράψω αυτό το βιβλίο, 18 μήνες τώρα, μοιάζει με ευσύνοπτο εγχειρίδιο πανδημίας. Εννοείται πως ο Σεφέρης με διδάσκει να θησαυρίζω τη ζωή μου κι ίσως καταλάβει κανείς από αυτή την πρόσφατη καλοκαιρινή εγγραφή που σας δίνω, τι ακριβώς κάνω:
Χρειάστηκαν περίπου οκτώ μέρες από την απόδραση των Αθηνών και του Κρατικού Βραβείου μέχρι να επιστρέψω στις εγγραφές μου. Κρυμμένος κάπου ανάμεσα στον Κιθαιρώνα και το όρος Κορομπίλι —πιθανά τ’ όνομά του προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη: (η) κόρυς που εξελίχθηκε σε κόρυμβος, κόρμμβος και σημαίνει: κεφαλή, κορώνα ή απλά το ψηλότερο σημείο κι επίσης: κότσος, εξόγκωμα του κεφαλιού, καρούμπαλο—, φιλοξενούμαι έναντι αδρού ενοικίου σε μια χαράδρα της τελευταίας μυτερής προβολής του, στη θάλασσά μου. Έτσι, μεταξύ του μενεξεδένιου Κιθαιρώνα και του Ελικώνα κρύβομαι σ’ αναμμένες πέτρες, χρυσά σπαρτά και φτενές ελιές που τις σβαρνίζει ένας βοριάς που κατεβαίνει από τις Πλαταιές και βράζει. Η θάλασσα βέβαια με αποζημιώνει· βαθιά πράσινη θάλασσα, που νωρίς το πρωί, καθώς ο ήλιος σηκώνεται από τον Κιθαιρώνα γίνεται ασημένιος καθρέφτης και το σούρουπο, δύοντας κάπου πίσω από τις Αλκυονίδες νήσους, γίνεται ροζ κι ύστερα γκρίζα σαν την στάχτη. Τα μεσάνυχτα καθώς ο φλοίσβος της τραβιέται από την ακτή, ακούγεται σαν βουλωμένη υδρορροή· νομίζω πως το πρωί, θα ξυπνήσω και θα ’ναι αδειανή. Έχω νοικιάσει ένα άνετο πέτρινο δωμάτιο· «Αγνάντι» λέγεται κι από το ξύλινο χαγιάτι του αγναντεύω τον Κιθαιρώνα όπως αυτός σβήνει στον Άγιο Βασίλειο, τα Γεράνεια και στο βάθος τα Ζήρεια όρη: ιχνογραφίες στη γραμμή των οριζόντων. Τις νύχτες, πρώτη ανατέλλει η Αφροδίτη πάνω από τον Άγιο Βασίλειο κι έπειτα το φεγγάρι. Φτάνοντας, ήταν ολόγιομο, τώρα φθίνει φωτίζοντας τούτη την περίεργη λεκάνη, που αν δεν γνώριζα, θα την έλεγα λίμνη καθώς εκτείνεται ακύμαντη από το ξύλινο μπαλκονάκι μου μέχρι τ’ αδύναμα φώτα, στο Αλεποχώρι απέναντι. Εδώ, δεν κάνω τίποτα, δεν νοιάζομαι για τίποτα, δεν μετράω κρούσματα, μόνο ενημερώνομαι μηχανικά για τις εισαγωγές που καθημερινά αβγατίζουν. Τις πρώτες μέρες ακκιζόμουν στα συγχαρητήρια μηνύματα, που λάμβανα επ’ αφορμής του βραβείου. Σκέφτηκα πως κάποιους τους είχα αδικήσει, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως δεν μπορούν να κάνουν και τίποτα άλλο, παρά να υποκρίνονται τους ευχαριστημένους και να χαίρονται με τη χαρά μου. Μα τώρα το έσκασα και κάθε πρωί, αφού πρώτα χαιρετήσω τον ήλιο που ξεπροβάλλει από τον Κιθαιρώνα, ένας ήλιος σκληρός και ανελέητος, περπατάω ώς την άκρη ενός μονοπατιού προς τα δυτικά, ακούγοντας προσεκτικά τους διακριτικούς ήχους των πουλιών, το σύρσιμο μικρών σαυρών που δεν ξεχωρίζω στο πετρώδες τοπίο και πολλά βραχνιασμένα τζιτζίκια που το τερέτισμά τους σε βυθίζει στη δίνη του καλοκαιριού δίχως αντίσταση. Νωρίς το πρωί, στα κεραμίδια του καταλύματος, ένας καμαρωτός κοκκινολαίμης ανήγγειλε την έλευση της νέας μέρας. Έπειτα, στο μονοπάτι, έσκυψα παρατηρώντας τα ξερά αγκάθια, τις άγριες θημωνιές που οι κατεβασιές των ανατολικών ανέμων τις έχουν στρέψει και ρεμβάζουν δυτικά και τις φτενές ελιές που κατρακυλούν στα κύματα. Κανείς δεν έχει ακόμα ανακαλύψει αυτόν τον παράδεισο· μια σύνθεση όσων ελληνικών τοπίων έχω γνωρίσει: τα οροπέδια των Χανίων, η πέτρα της Λακωνίας κι η θάλασσα του Ιονίου. Είναι τόσο μεγάλη η σιωπή εδώ, όση και η αμηχανία της τέχνης μου. Οποιαδήποτε δουλειά σ’ αυτόν τον τόπο μου φαίνεται ακατόρθωτη. Τι να σκαρώσω όταν ακόμα κι η θάλασσα παραμένει ακύμαντη και παραισθητική; Βαθαίνει η σιωπή κι απομακρύνεται ο ορίζοντας. Οι στεριές μου αχνοφαίνονται. Απομένουν άλλες πέντε μέρες διακοπών ωσότου να επιστρέψω στην Αθήνα. Η μετεωρολογική υπηρεσία με ανακοίνωσή της έβγαλε δελτίο εκδήλωσης επικίνδυνων καιρικών φαινομένων καθώς εδώ και δυο μέρες έχει ενσκήψει στη χώρα καύσωνας διαρκείας. Μέχρι την επόμενη Παρασκευή θα ψηθούμε σε θερμοκρασίες 42 βαθμών Κελσίου κι ακόμα υψηλότερες. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, θ’ ανεβώ στον Ίκαρο, να δω τον κάτω ουρανό μου στην βιτρίνα της οδού Βουλής με την κόκκινη κορδέλα του. Πρέπει να χαρώ, ν’ ανοίξω νέους δρόμους, μα το τίποτα σάπισε την καρδιά μου.
-Και τι σύμπτωση! «Αυτός, ο κάτω ουρανός» ο ποιητικός κύκλος που βραβεύτηκε. Θυμάμαι μου ‘χε πει ο Νάνος Βαλαωρίτης πως «η ποίηση η θάναι χρησμική ή τίποτα», τελικά ήταν! Αλήθεια από πού έρχεται το ποίημα;
Φωτισμός ενός άλλου εαυτού μας είναι το ποίημα. Δεν είμαι ένας κι αυτό το έχω αντιληφθεί υπεραισθητικά πολλές φορές μέχρι σήμερα. Καμιά φορά από τέτοιους φωτισμούς γεννιούνται καλά ποιήματα. Πώς να εξηγήσω το βέλος του χρόνου; Νιώθω πως αυτό που ονομάζω déjà vu —προμνησία—, δεν είναι παρά φάσματα των νεκρών μου εαυτών. Γι’ αυτό κι είναι τόσο σπάνια, μα τόσο έντονη η ανατριχίλα της προμνησίας τους. Αυτός ο γραμμικός χρόνος που ζω, ενεργώ, υπάρχω, με κάποιο τρόπο καταρρέει ή παγώνει κι έτσι ο άλλος που είμαι, που είμαστε, μπορεί να συνειδητοποιήσει μια επάλληλη αλήθεια που δεν είμαι σίγουρος πως εκπορεύεται πια από την πηγή του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Μοιάζει με μια γραμμική αφήγηση σχεδιασμένη σ’ ένα φύλλο χαρτί που αυτή η κατάρρευση του χρόνου ταλαντώνει τις άκρες μέχρι να τις ανασηκώσει διπλώνοντας τα σημεία που αναγνωρίζουμε σαν a priori είδωλα ή εικόνες. Ασυνεχή πακέτα ενέργειας, ένας κβαντισμός της ύπαρξης. Δεν είμαι ειδικός, αλλά όταν πυροδοτηθεί το συναίσθημα ερήμην του διανοητικού μου, τότε η σύμπτωση των σημείων αποβαίνει εξαιρετικά μοιραία για τον γραμμικό μου χρόνο. Η αφήγησή μου γίνεται ονειρώδης, σχεδόν υπερφυσική, αλλά: ο έρωτας, η αγάπη, η ταύτιση και τα όνειρα δεν είναι δικά μου, μα ενός πεθαμένου εαυτού που έρχεται, είτε από το παρελθόν είτε από το μέλλον. Ονομάζω πεθαμένο τον ανύπαρκτο άλλον, αφού στο παρόν δεν υφίσταται. Η λύση που επιλέγει ο χρόνος για να αποκτήσει εκ νέου ροή ή συνέχεια, είναι η χρησιμοποίηση του σώματος. Το σώμα κατατρώγει τη σύμπτωση των ανύπαρκτων εαυτών μου στο παρόν και πλέκεται τόσο βαθιά στη μνήμη μου σκάβοντας μνήματα. Κάποτε ίσως καταφέρω να εξηγήσω, με λεπτομέρειες τον τρόπο που γράφω.
-Και έβδομη ποιητική συλλογή σύνθεσης, μετά την «Διάλυση», «η ανάληψη του ποιητή, το κύκνειο άσμα του σώματος, για όλα αυτά που ενώ δεν βλέπουμε συλλαμβάνουμε τη ρυθμολογία τους», ο Ποιητής ήταν πανέτοιμος, δεν ξέρω πώς αντέδρασε ο υγειονομικός;
Ασφαλώς και ήταν έτοιμος ο «αληθινός» Γιάννης. Πάντα ήμουν έτοιμος, από τότε που στην παιδική μου κάμαρα έμαθα τον ήχο της βροχής, τις νότες των σταγόνων της, ξεχώρισα λογιώ λογιώ τις μυρωδιές λουλουδιών: τα γιασεμιά, τα νυχτολούλουδα, τις γαρδένιες, τα φεγγαρολούλουδα και τα τριαντάφυλλα. Τα λευκά άνθη έσκαζαν στην πίσω αυλή του σπιτιού μας, έξω από το παιδικό μου δωμάτιο τη νύχτα, ενώ τ’ άλλα, ολημερίς σκαρφαλωμένα στους ασβεστωμένους πλίνθους, σκίαζαν το σαθρό τσιμέντο της αυλής. Έμαθα τους δρόμους του φεγγαριού, τις αλλαγές των εποχών, τη σκόνη της πόλης και το χώμα της. Αυτό, είναι ο ουρανός μου, αυτός ο κάτω ουρανός που αγωνίζομαι να διασώσω. Μοιάζει ν’ άνοιξα το μπαούλο της παιδικής μου ηλικίας, με τον ίδιο τρόπο που η γιαγιά μου άνοιγε τα μπαούλα με το βιός της. Μισότυφλη, κρεμούσε τα βελούδινα τραπεζομάνδηλά της, τις εσάρπες της, μια βεντάλια από φτερά στρουθοκαμήλου και μια γούνα αλεπούς —θυμάμαι μια γδαρμένη μαύρη αλεπού με ολόκληρο το κεφάλι της και μάτια, χάντρες βαθυγάλαζες—, που με φόβιζε κι έκοβα κύκλους να την αποφύγω καθώς κρεμόταν στα σχοινιά της απλώστρας. Μεγαλώνοντας, η τελετουργία του μπαούλου, τέλη Μάη, λεγότανε αέρισμα: συντήρηση υφασμάτων και ευαίσθητων ινών στην κλεισούρα και το πολυκαίρισμα· ο ίδιος τρόπος π’ απλώνω μνήμες τις παιδικής μου ηλικίας σε πεζά διάστιχα συντηρώντας τες. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Αμφιταλαντεύομαι. Η πολυκαιρισμένη μνήμη μου μοιάζει με έναν σταθερό μετρονόμο, ένα αρμονικό κούρδισμα που μ’ επαναφέρει, ακριβώς τη στιγμή, που παντοδύναμος τους έχω διώξει σχεδόν όλους και πάντα συμβαίνει να διπλώνει το σύμπαν και να εισέρχομαι στη ρωγμή, να είμαι εγώ και ένας άλλος.
-Αλήθεια, τι σας έδινε δύναμη το πρωί να ξαναρχίσετε; Οι σκέψεις που κάνατε από το σπίτι ως το νοσοκομείο, μέσα στο αυτοκίνητο, στο δρόμο;
Είναι μια κουραστική διήγηση που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ξεκίνησα να διηγούμαι το τραύμα, μα τώρα συντηρώ την πληγή. Μου μοιάζει αφόρητη η ζωή. Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου δεν γίνεται να κρυφτώ πίσω από τεχνάσματα και παρωδίες —πρέπει να φτάσω παρακάτω. Το νοσοκομείο, η σκληρότητά του, προχωράνε τη ζωή μου. Στο 3ο κύμα έπρεπε να ορίσουμε ρόλους, ν’ αναλάβουμε ασθενείς που κατέφθαναν σωρηδόν στα επείγοντα από τα νοσοκομεία αναφοράς και να νοιαστούμε για το προσωπικό δείχνοντάς τους με πράξεις πως τους στηρίζουμε. Βέβαια, κάθε πρωί με σώζει η διαδρομή, τα πενήντα χιλιόμετρα πήγαινε έλα ή τα πεντακόσια τώρα με τον κόβιντ μια φορά το μήνα ή και συχνότερα ώς τη Σαλονίκη. Το αυτοκίνητο διαγράφει πρόσκαιρα τον χάρτη του εγκεφάλου μου. Εντός του κενού χώρου στοιβάζω νέες εικόνες που τις κάνω ποιήματα στο δώμα του 6ου —όσο ακόμα μπορώ και δίχως να ξέρω αν αξίζει τον κόπο 30 χρόνια τώρα να ’μαι χάρτινος.
-Μπορεί να σταθεί η ποίηση απέναντι στον πάσχοντα άνθρωπο;
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Ο άρρωστος χρειάζεται συμπόνοια, ευγένεια, καλοσύνη και ταπείνωση. Αυτά είναι υπεραρκετά, αλλά επίσης και πολύ σπάνια να μπορεί κάποιος να τα διαθέτει όλα μαζί. Η ποίηση είναι ένα βαρύ πρίσμα που διαθλά την πραγματικότητα και μπορεί να το σηκώσει μόνο ο υγιής.
-Τα βράδια που γυρίζατε; Που γυρίζετε; Γιατί δεν τελειώσαμε, τελειώσαμε;
Υπήρξαν μέρες που κατεβαίνοντας από το Μαρούσι ώς τον Πειραιά, πονούσαν τόσο πολύ τα πόδια μου που ίσως και να έκλαιγα πατώντας το γκάζι ή το φρένο του αυτοκινήτου μου στην Εθνική. Ένιωθα τις κνήμες και τις περόνες μου να θρυμματίζονται. Πέρασαν 18 μήνες που με γέρασαν. Δεν έμεινα ούτε μια μέρα στο σπίτι εκτός από την υποχρεωτική καραντίνα όταν αρρώστησαν τα παιδιά μου. Θα τελειώσουμε τον Μάρτη του 2022. Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Θα κολλήσουν όλοι κι έπειτα θα υφεθεί το φαινόμενο. Βέβαια η πανδημία θα συνεχίσει, αλλά εδώ θα μοιάζει με επιδημία, δηλαδή εξάρσεις σε τοπικό επίπεδο. Το δύσκολο δεν ήταν οι ΜΕΘ, το πιο δύσκολο ήταν ο εμβολιασμός του προσωπικού. Μας κομμάτιασε.
-Η Τέχνη μας βοήθησε να αντέξουμε;
Με έσωσαν οι λέξεις μου. Με παρηγορούσε που υποτασσότανε σ’ αυτές το πληκτρολόγιο μου. Εξάλλου, ό,τι διαλέγω από μουσική ή από λογοτεχνία με λυτρώνει. Συλλογικά όμως δεν έχω την ίδια αντίληψη. Το λοκντάουν πλημμύρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με υποτιμητικές, βιαστικές, κακής ποιότητας παραγωγές. Ένιωσα πως κάποιοι μάς πέταξαν στη μούρη ό,τι τους περίσσευε. Αυτό δεν είναι έντιμο για το κοινό και σ’ ορισμένους, δεν το συγχωρώ. Δεν πρόκειται να επιστρέψω ποτέ, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Δεν αντέχω να με υποτιμούν.
– Κι αυτός ο απίστευτος φόβος εμβολίου! Δεν φοβηθήκαμε τον κορωνοϊό και φοβηθήκαμε το εμβόλιο, έχετε εξήγηση;
Ποτέ κανείς δεν φοβάται μια αρρώστια που δεν έχει εμφανή σημάδια και ο κορωνοϊός σ’ αφανίζει κλέβοντάς σου το οξυγόνο. Κάποιοι ακόμα και σήμερα προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη. Εμπλέκουν την πρόληψη της υγείας στο άρμα της μικροπολιτικής εκμετάλλευσης. Είναι ο καιρός που αποκαλύπτεται πως κάποιοι ασχολούνται με το μέλλον της ανθρωπότητας στον πλανήτη Άρη για παράδειγμα και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να μας οδηγήσουν στις σπηλιές. Εσείς τι φαντάζεστε πώς θα συμβεί; Υγειονομικοί στο Μαμάτσειο Κοζάνης κρατούν πλακάτ με τον Bill Gates και τον διδάκτορα ανοσοβιολογίας που λέει πως θα πεθάνουμε όλοι σε δύο χρόνια. Η φαρμακοποιός του Αγίου Ανδρέα υποστηρίζει πως κάνουμε εμβόλια placebo. Νοσηλευτής του Αττικόν σε πανελλήνια μετάδοση εκφράζει το ακροδεξιό του παραλήρημα αλλά τίθεται κατά της υποχρεωτικότητας. Κύκλοι που πλαισιώνονται από τραγουδιστές, δικηγόρους και αποτυχημένους γιατρούς, μάς κατηγορούν πως σκοτώνουμε τους ασθενείς διασωληνώνοντάς τους. Δημοσιολόγοι συγκρίνουν χώρες και θανάτους ενώ γνωρίζουν πως κάθε κύμα είναι περιοδικό και γι’ αυτό τον λόγο κάθε μηνιαία ή στιγμιαία σύγκριση είναι απλά άκυρη και άκαιρη. Καθηγητές ιατρικής, προτρέπουν να μην εμβολιαστείτε γιατί η φυσική ανοσία είναι ανώτερη της ενεργής ανοσίας του εμβολίου και θεωρούν πως ο Π.Ο.Υ διασπείρει fake news όταν σας λέει, όσοι έχετε νοσήσει αν εμβολιαστείτε με μία δόση έχετε ισχυρότερη προστασία έναντι μιας νέας επαναμόλυνσης. Οι οποίοι ομολογουμένως και δεν ντρέπονται καθόλου που σέρνουν έναν στρατό πλανεμένων που κοινοποιεί τις επιστημονικές βλακείες τους, αλλά κανέναν πραγματικό επιστήμονα. Άνθρωποι που έχουν νοσήσει ζουν μήνες τώρα έναν εφιάλτη με κύριο σύμπτωμα αυτό της κόπωσης, πτώση των μαλλιών του τριχωτού της κεφαλής, αποπροσανατολισμό ακόμα και διαταραχές μνήμης. Οι πνευμονικές ινώσεις που εισέρχονται στις πνευμονολογικές κλινικές και οι καρδιολογικές νόσοι μετά το 2ο κύμα ανησυχούν τους πάντες. Ασφαλώς, όταν τελειώσει η πανδημία, όλοι αυτοί θα αποτελούν παρελθόν. Τι μάταιη ενασχόληση, όταν ο πλανήτης αφανίζεται. Θεωρώ πως η πληροφορία και η ταχύτητα διάδοσής της, είναι η αχίλλειος πτέρνα του αιώνα μας. Αφενός η πληροφορία είναι τεράστια σε όγκο κι αφετέρου δεν είναι γνώση. Στο μέλλον θα επιβιώνει αυτός που μπορεί να αξιολογήσει την αλήθεια μιας πληροφορίας, γιατί η γνώση βρίσκεται πια στην παλάμη μας. Τι πρακτική σημασία έχει για μένα ή για σας αν ο ιός κατασκευάστηκε από την Κίνα στο εργαστήριο; Κάποτε θα μάθουμε, αλλά σήμερα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον ιό που μας απειλεί. Πρακτικά δεν αλλάζει τίποτα στη ζωή μου και στην καθημερινότητά μου με αυτή τη γνώση. Λυπάμαι όμως που δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο για τη χώρα μου και για τις χώρες που δεν έχουν πρόσβαση στα εμβόλια
-Το Καλοκαίρι πώς ξεκουραστήκατε; Υπάρχει κάτι ή κάποιος που φωτίζει τα μέσα κι έξω σκοτάδια σας;
Νομίζω πως συνήλθα στο σκιόφως του μέρους που διάλεξα. Εκεί συνειδητοποίησα γιατί πραγματικά ένα μέρος δίχως καμιά τουριστική ατραξιόν, έν’ άγνωστο μέρος στο ευρύ κοινό μπορεί να με συγκινεί τόσο βαθιά. Δεν έβλεπα απευθείας την ανατολή ή τη δύση, αλλά μόνο καταστάσεις του φωτός σ’ έναν ενδιάμεσο βυθισμένο τόπο μιας λεκάνης επιβάλλοντας μια στάση του φωτός: μια μεταφυσική παύση που θύμιζε λυκαυγές ή λυκόφως και διαρκούσε πολύ περισσότερο και από την ανατολή και από τη δύση. Έμοιαζε με φως που εισέρχεται από τον φεγγίτη ενός δεσμωτηρίου και δεν περιγράφεται με τις λέξεις μου, αλλά προσομοιάζει με την αίσθηση που έχω λάβει κάμποσα χρόνια τώρα ακούγοντας το πρελούδιο, αλλά και το Liebestod, από τον Τριστάνο και την Ιζόλδη του Βάγκνερ, στην ηχογράφησή του με τον Σέρτζιου Τσελιμπιντάκε και την Φιλαρμονική του Μονάχου, το 1983, στο Herkulessaal. Αυτή η ισορροπία λοιπόν, η ενδιάμεση κατάσταση με ξεκούρασε.
–«Το Βραβείο Ποίησης απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Γιάννη Αντιόχου για τη συλλογή του Αυτός, ο κάτω ουρανός (εκδ. Ίκαρος), καθώς αποτελεί ένα έργο που, όπως σημειώθηκε κατά τη συζήτηση, αποτελεί «κατορθωμένη ποίηση». Ο Γιάννης Αντιόχου, στην έβδομη συλλογή του (συν μία εκτός εμπορίου), αφορμάται από τον Άλλο για να βυθιστεί στον εαυτό, σε μία ολοκληρωμένη και συνεπή μοντερνιστική γραφή, η οποία περιλαμβάνει την έννοια του σώματος ως θεού, του ονείρου ως ύπαρξης και του θανάτου ως εξήγησης που καταυγάζει τη ζωή, με μία αισθητική ποιητική που πηγαινοέρχεται από τον Μέλανα Δρυμό της σκοτεινής Γερμανίας στη δυστοπία των Radiohead. Ο καλά φιλτραρισμένος και ομογενοποιητικός ―άλλοτε απλώς ομφαλοσκοπικός— στοχασμός του συνομιλεί με τα γερμανικά παραθέματα και τα σχέδια που συνοδεύουν την έκδοση, εντάσσοντας, παράλληλα, τον απόηχο του Σολωμού, του Χέλντερλιν, του Τρακλ, του Έλιοτ και του Καρυωτάκη για να τραγουδηθεί το «κύκνειο άσμα του σώματος».
Επαναλαμβάνω το σκεπτικό βράβευσης γιατί εμπεριέχει την πίστη, την αισθητική, κι ένα ολόκληρο ολοδικό σας ποιητικό σύμπαν – «η οποία περιλαμβάνει την έννοια του σώματος ως θεού, του ονείρου ως ύπαρξης και του θανάτου ως εξήγησης που καταυγάζει τη ζωή»- και το οποίο δεν προκύπτει αβασάνιστα, πόσο ανεξάρτητο είναι αυτό το ποιητικό σύμπαν από το νοσοκομείο;
Δεν θα ήθελα να μιλήσω εγώ για το σκεπτικό της επιτροπής αλλά το «κατορθωμένη ποίηση» γραμματολογικά με συγκίνησε. Την επόμενη μέρα της ανακοίνωσης των κρατικών βραβείων μια νεότερη ποιήτρια και δοκιμιογράφος η Αγγελική Κορρέ που μ’ έχει μελετήσει εντέλει πολύ, έκανε ένα δημόσιο φιλολογικό σχόλιο για τα βραβεία διατυπώνοντας τα εξής:
«Κλείνοντας –και επιστρέφοντας στον Γιάννη Αντιόχου– να προσθέσω πως πρώτη φορά στα χρονικά διάβασα με ενδιαφέρον το σκεπτικό της βράβευσης. Πολλές φορές διαβάζω αοριστίες που κάνουν ακόμη και τα καλύτερα βιβλία να μοιάζουν επιεικώς αδιάφορα. Τον «Κάτω ουρανό» τον γνωρίζω πολύ καλά, άρα καταλαβαίνω απόλυτα σε τι αναφέρεται το σκεπτικό. Θα προτιμούσα να μην βραβευτεί καθόλου το βιβλίο παρά να βραβευτεί για τους λάθος λόγους ή δίχως κανέναν απολύτως λόγο, παρά μόνον έτσι, επειδή είναι «καλό». Τελικά διάβασα ένα τίμιο σκεπτικό βράβευσης, ένα σκεπτικό που δείχνει να αντιλαμβάνεται την αξιοπρέπεια του βιβλίου. Από δεοντολογικής άποψης, δεν ξέρω αν έχω δικαίωμα να κρίνω το σκεπτικό ως μέλος του χώρου. Ως φίλη του ποιητή, σίγουρα δεν το έχω. Το έχω όμως ως αναγνώστρια, που έχει κουραστεί πάρα πολύ να διαβάζει κείμενα-πασπαρτού στα φύλλα των κριτικών και δεν θέλει να διαβάζει τα ίδια και στα σκεπτικά των διαφόρων βραβεύσεων.
Για εμένα που έχω χάσει από καιρό την εμπιστοσύνη μου στα του βιβλίου, βραχείες λίστες και βραβεία που αφορούν σε αντικειμενικά αξιόλογα έργα δείχνουν μια προσπάθεια, αν όχι για θεσμική, τουλάχιστον για αισθητική εξομάλυνση της όλης κατάστασης. Αυτό κρατώ από τα φετινά Κρατικά Βραβεία. Κατά τα άλλα, η χαρά για τους φίλους μας δεν είναι τόση όταν τους βραβεύουν όση όταν γράφουν ποιήματα που σέβονται τους ίδιους και τους αναγνώστες τους».
Ε, πώς να μην χαίρομαι όταν γίνεται καταληπτή η αισθητική και το ποιητικό μου σύμπαν; Κι αυτό το σύμπαν έχει μέσα πολλούς αργούς πλανήτες που έχουν ονόματα νοσοκομείων. Ασφαλώς και με δικαιώνει ένα τέτοιο σκεπτικό, για όλη τη στάση και την επιμονή μου όσα χρόνια εκδίδω.
-Ωστόσο έχετε πει ότι «Η ποίηση παραμένει ως και σήμερα ένας περίκλειστος τόπος: εκεί, εισέρχομαι άδειος και καθαρός· ένας τελετουργικός βωμός λατρείας και αφοσίωσης». Είναι εφικτό όλο αυτό; Θα μας πείτε πώς το επιτυγχάνετε;
Ο τρόπος που γράφω είναι τελετουργικός και θυσιαστικός. Κατακρεουργώ τον εαυτό μου. Νομίζω πως έχετε υποψιαστεί πως έχω περιορίσει όλες τις σχέσεις μου με τους ποιητές και τους λογοτέχνες και κρατώ μόνο όσες μου είναι αναγκαίες ως συνομιλία. Θαρρώ πως μιλάω πιο πολύ με τους νεκρούς στα ράφια της βιβλιοθήκης μου παρά με τους ζωντανούς. Είναι ένα στάδιο που είτε θα καταλήξω σαν τον Χέλντερλιν κλεισμένος στο δώμα του 6ου είτε θα αποδεχθώ πως τώρα στα πενήντα ένα μου, η ποίηση μαζεύεται δύσκολα: σταλαγματιά σταλαγματιά. Επειδή λοιπόν ακόμα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και τα τρία παιδιά μου με χρειάζονται, κατανοώ πως όταν έρθει η ώρα να γράψω, θα πρέπει να κλειστώ για είκοσι μέρες χωρίς άλλες προσλαμβάνουσες στο δώμα του 6ου μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Συνήθως γράφω, κοιμάμαι δυο ώρες, ξυπνάω, διορθώνω και συνεχίζω σε αυτό το μοτίβο. Μεγάλωσα, έμαθα να μη βιάζομαι και δεν με ενδιαφέρει τίποτα που θα μοιάζει παράταιρο στο ποιητικό μου σώμα. Στιχουργήματα, εξυπνάδες και ευφυολογήματα μπορώ να σκαρώσω πλήθος και πολύ γρήγορα, αλλά δεν είναι αυτό η ποίηση. Η ποίηση είναι φωτισμός.
-Και εν τοιαύτη περιπτώσει εμείς πού σας συναντάμε; Στο νοσοκομείο δεν θα βρω τον ποιητή Αντιόχου;
Στο νοσοκομείο θα βρείτε τον Γιάννη Καλοφυσούδη που μάλλον διοικεί ως ποιητής, δίνοντας απίστευτες ελευθερίες στους ανθρώπους ν’ αναπτυχθούν και ευτυχώς, έχει τη φυσική κατάσταση και την αντοχή να είναι πανταχού παρών· κάτι ανάμεσα σε Διευθυντή, Ποιητή και Δρομέα. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα καταφέρνω καλά.
-Στο θάνατο μπροστά βρίσκεις Θεό; Χάνεις Θεό; Βρίσκεις το Ποίημα ή το χάνεις για πάντα;
Όταν συναντάς και συναλλάσσεσαι τόσο πολύ και ειδικά όπως εγώ από τη νεανική μου ηλικία με τον θάνατο, συμβαίνει αυτός να σου δίνει απλόχερα ένα χαρακτηριστικό που σε κάνει μικρό θεό: τη συγχώρεση. Ειδικά τώρα με την πανδημία και τα μέτρα, δίχως εκκλησιές, ναούς και τυπικές κηδείες, αυτός ο νέος θάνατος, ενώ εμποδίζει τους ζωντανούς να συγχωρέσουν τους νεκρούς τους, έχει πληθύνει τόσο πολύ τη γλώσσα μου, ώστε τους έχω συγχωρήσει όλους.
– Είναι νωρίς να κάνουμε αποτίμηση, η πανδημία τι μας άφησε; Σε σας προσωπικά; Υπάρχει μυστικό ή τεχνικές να αντέχετε;
Θα ακουστεί τόσο παράδοξο: κατάλαβα πόσους πολλούς ανθρώπους είχα γύρω μου, ενώ δεν τους χρειαζόμουν. Ξεκαθάρισε το τοπίο από όλους αυτούς που συνωθούνταν δίχως σκοπό, δίχως πρόοδο και υπήρχαν ως πλαστή ζωή που ευαγγελιζόταν την τέχνη. Τώρα που σταμάτησαν οι παρουσιάσεις και οι αξιολύπητες μαζώξεις, οι τραγικές περφόμανς του τίποτα που έπρεπε να πιεστείς για να τις δεις ως κάτι, επήλθε ισορροπία σ’ έναν χώρο που ήταν πληθωρικός και ξεχειλωμένος. Νιώθω πως η κοινωνία σφίγγεται από το ουροβόρο φίδι της πανδημίας· τ’ άκρα του: η ουρά και το κεφάλι του αυτή τη στιγμή είναι ενωμένα κραυγάζοντας συνωμοσιολογικά και ιδεολογικά κλισέ περί παγκόσμιας διακυβέρνησης, περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, κ.λπ, ενώ η επιστήμη με όλες τις δυνάμεις προσπαθεί να τα συντρίψει. Ευελπιστώ πως θα τα καταφέρει.