Γιόαχιμ Σαρτόριους: `Ενας Γερμανός ποιητής στη Μεγάλη Ελλάδα.
Η ιταλική Ortigia είναι μια νησίδα ενός μόνο τετραγωνικού χιλιομέτρου στις ανατολικές ακτές της Σικελίας. Είναι η αρχαία Ορτυγία, κέντρο των ένδοξων κάποτε Συρακουσών. Εκεί, στα μέρη των αρχαίων ελληνικών αποικιών κατέφυγε αλαφιασμένη η νύμφη Αρέθουσα για να ξεφύγει από τον ερωτοχτυπημένο Αλφειό.
Εδώ προσέφυγε τα τελευταία χρόνια ο Γερμανός ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους για να αποφύγει τον άδοξο «καταποντισμό της ηλικίας». Και φέτος, κλείνοντας τα 75, κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Πού να γυρίσω τα μάτια μου», στίχοι μιας ιδιοσυγκρασίας που προσπαθεί να στηριχτεί ψηλαφώντας ίχνη του παρελθόντος, αυτή τη φορά τα ίχνη της Μεγάλης Ελλάδας που βρίσκονται παντού διάσπαρτα στη Σικελία.
Πλάνητας στη ζωή και την ποίηση
Ποιος είναι ο Γιόαχιμ Σαρτόριους; Γεννήθηκε το 46, ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης, έτσι ο ίδιος μεγάλωσε στην Τύνιδα, το Κογκό και το Καμερούν. Σπούδασε νομικά στο Μόναχο, το Λονδίνο και το Παρίσι. Μπήκε κι αυτός στο διπλωματικό σώμα, αργότερα έγινε Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου Γκαίτε, τέλος διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου. Μετέφρασε ποίηση και έγραψε ποίηση.
Όταν τη δεκαετία του 80 εργαζόταν στη γερμανική πρεσβεία στη Λευκωσία ο Σαρτόριους ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια αναζητώντας τα ίχνη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Καρπός εκείνου του ταξιδιού ήταν ο ποιητικός κύκλος «Αλεξάνδρεια». Η κυπριακή εμπειρία αποτυπώθηκε σε μια σειρά κυπριακά ποιήματα και τέλος στο βιβλίο «Η Κύπρος μου».
Τα τελευταία χρόνια ο ποιητής ζει μεταξύ Βερολίνου και Ορτυγίας. Ο μίτος που διατρέχει την ποίηση του Σαρτόριους είναι το ερώτημα τι απομένει από τη φθορά, τι σώζεται πραγματικά από το παρελθόν, τι σημαίνει ας πούμε ακόμα ένα αρχαίο νόμισμα μέσα στις λάσπες της αρχαίας Καρχηδόνας, τι υποδηλώνουν οι παλιομοδίτικοι ανεμιστήρες στο Ζαχαροπλαστείον Παστρούδη στην Αλεξάνδρεια, όπου σύχναζε ο Καβάφης. Αυτό το ασίγαστο μινύρισμα των όσων πέρασαν.
Ο ξιφιός και οι φωνές των βαρκάρηδων
Έτσι και στην τελευταία ποιητική συλλογή του. Το ερώτημα είναι τι μένει από το παρελθόν της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά τι μένει από μια ολόκληρη ζωή, τώρα που κλίνει προς το τέλος της. Ο πρώτος κύκλος της συλλογής επιγράφεται «Η Σικελία δεν είναι νεκρή». Ας κάτσουμε κι εμείς λοιπόν σ’ ένα τραπεζάκι, στην Πλατεία Προδρόμου στην Ορτυγία, στην παλιά εβραϊκή συνοικία, κι ας διαβάσουμε ένα ποίημα της συλλογής.
Σ’ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ ΕΞΩ, PIAZZA DEL PRECURSORE
στον (και με τον τρόπο του) Βιντσέντσο Κόνσολο
Μπροστά μας η θάλασσα, μας φτάνει μέχρι τα μάτια,
ψαρόβαρκες στο ελαφρό κυματάκι, αύριο θα έχει
σαρδέλες, κοκκινόψαρα, μπορεί και τον μεγάλο ξιφιό.
Αυτός, μόνο αυτός θα έχει στην αγορά δυο γαρύφαλλα στα μάτια,
το στόμα παραγεμισμένο με μελισσόχορτο, τα σπάραχνα με βασιλικό,
κι ο έμπορας θα κόβει, πω πω πω! με το φαρδύ μαχαίρι
θα κόβει τον ξιφιό, μέχρι να μείνουν στον ματωμένο γάντζο
μόνο το κεφάλι και το ξίφος. Κι εγώ θυμάμαι τότε
τα παρδαλά βεγγαλικά που εκσφενδονίζονταν χθες στον ουρανό,
στον γάμο στον San Giovanello,
κι έπεφταν στη θάλασσα, τσιτσιρίζοντας σαν ψάρια, τσιτσιρίζοντας
σαν τον ξιφιό στην κουζίνα μας – αύριο.
Αύριο, στο γλέντι, με μυρωδιές από μύρο και μελισσόχορτο,
θα συλλογιστούμε τη Μυτιλήνη, απέναντι από τις ακτές της Μικρασίας,
την πρωτεύουσα της Λέσβου. Να ισχύει αυτό που έλεγε ο Κικέρων,
ότι είχαν ανεγείρει στο βουλευτήριο των Συρακουσών ένα άγαλμα της Σαπφώς;
Από πορφυρίτη; Λίγα πράγματα είναι σίγουρα, τα θραύσματα αδύνατο πια
να συμπληρωθούν, οι φωνές από τις βάρκες σπαστές.
Να λοιπόν τι μένει από το παρελθόν για τον Γιόαχιμ Σαρτόριους, αυτή τη μεσογειακή ποιητική φωνή με τις γερμανικές καταβολές. Διακεκομμένες φωνές, κατακερματισμένα θραύσματα, κατακάθια εμπειρίας.