«Για την αριστοτεχνικά κομψή της αφήγηση… για την αφοσίωσή της σε ένα βαθιά ουμανιστικό τρόπο σκέψης…για τη θαρραλέα, ουσιαστική στήριξη που παρέχει στην αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης…»
Με αυτές τις φράσεις η Rachel Perkins, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Σίδνεϊ, απένειμε πριν από λίγους μήνες το πρώτο βραβείο της διοργάνωσης στην ταινία Δύο Μέρες Μία Νύχτα των αδερφών Dardenne, με πρωταγωνίστρια την Marion Cotillard.
Το φιλμ παρακολουθεί την προσπάθεια της Sandra, μιας νεαρής γυναίκας και μητέρας, να κρατήσει τη δουλειά της. Μόνο που για να τα καταφέρει, πρέπει να πείσει μέσα σε 48 ώρες την πλειοψηφία των συναδέλφων της να ψηφίσουν κατά της απόλυσής της, μια επιλογή που αυτόματα θα τους στοιχίσει ένα, απαραίτητο για αρκετούς, χρηματικό μπόνους.
«Ή εγώ ή εσύ» είναι το δημοφιλές επικαιροποιημένο δίλημμα που παρεισφρέει πια στη ζωή μας, πολύ πιο ουσιαστικά και ύπουλα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εποχή. Και όπως κάθε δίλημμα, είναι θεμελιωμένο σε ένα ψέμα, αναγκαίο για την συνέχεια της ζωής ως έχει. Ψέμα που διαστέλλει τα όριά του, πολλές φορές κόντρα στο φυσικό ή το πυρηνικά ανθρώπινο.
Αυτή τη ρευστότητα της κοινής αλήθειας και κατ’επέκταση της δυνατότητας αρμονικής συνύπαρξης των μελών του είδους μας που προκύπτει από την παραπάνω συμφεροντολογικά καθοδηγούμενη κίνηση, εξετάζει το δίδυμο των Βέλγων αδερφών Dardenne μέσα από την παρακολούθηση της αξιοπρεπούς, με αίσθηση του κατεπείγοντος, μάχης που δίνει η ηρωίδα τους.
Λαβωμένη ψυχικά από μια ασθένεια που της προκαλεί από αιφνίδια ακινησία μέχρι συχνές, ασφαλείς επιστροφές στις μήτρες του κρεβατιού και του καναπέ, η Sandra καλείται να υπερασπιστεί μια κανονικότητα, ενώ ταυτόχρονα ανασυνθέτει το συμπαγές κομμάτι του εαυτού της. Κάθε ήττα ενισχύει την άρνηση, κάθε νίκη φέρει την ελπίδα, ίσως και λίγη στιγμιαία χαρά.
Σε κάποιο σχολιασμό του χαρακτήρα της στο facebook, διαβάζω: «’Αντε μωρέ με τον θηλυκό Βασίλη Καΐλα του Βελγίου», και ενώ αναγνωρίζω μια κάποια διάθεση αστεϊσμού στο post, αναρωτιέμαι αν η Sandra είναι για τον σχολιαστή απλά μια ανήμπορη loser που κλαίγεται και παίρνει χάπια. «Κάποια ανάγκη του θα ικανοποιεί να την βλέπει έτσι», σκέφτομαι χωρίς να θέλω να δώσω άλλο χώρο στα υποκειμενικά απόνερά του.
Το Δύο Μέρες Μία Νύχτα δεν μας προσφέρει κάτι καινούριο ή πρωτότυπο σε κάποιο πεδίο της έκφρασης της 7ης τέχνης. Η απόσταση από αυτόν τον ψυχαναγκασμό όμως είναι το στοιχείο που επιτρέπει την αφήγηση του αδικαιολόγητα ξεχασμένου απαραίτητου να λάβει χώρα με ευθύτητα, ειλικρίνεια και απλότητα που αντηχεί με κάθε τρόπο και ειδικά μέσα από την ερμηνευτική προσέγγιση της Cotillard.
Στην τέχνη η υπεραξία του πρωτότυπου βρίσκει τοίχο τόσο στα άλυτα, υπαρκτά προβλήματά μας, όσο και στις «προσαρμογές» σε κάθε είδους επιταγές ή καλύτερα «αναγκαίες και αυτονόητες λύσεις». Λύσεις που άτυπα μπορεί να καθοδηγούν ακόμα και ένα σαρκαστικό διαδικτυακό σχόλιο πάνω σε μια καλλιτεχνική δημιουργία η οποία ποτέ και σε κανένα σημείο της δεν παίρνει θέση για την υπόθεση της ηρωίδα της, τον καιρό που όλα φωνάζουν «διάλεξε στρατόπεδο». Και έτσι επιστρέφουμε πάλι στο δίλημμα. Την κατασκευή που προσπαθεί να περιορίσει την ουσία του ανθρώπινου: Τις περισσότερες από δύο επιλογές. Αυτό που τελικά επιθυμούμε όλοι μας, ακόμα και αν κάποιοι δεν θεωρούμε πια χρήσιμο ή πολιτικώς ορθό να υπερασπιστούμε.
Αδέρφια Dardenne, σας ευχαριστούμε.
Χρίστος Καρανάτσης
[Widget_Twitter id=”1″]