Ουίλλιαμ Φώκνερ, Ο αχυρώνας φλέγεται
Μετάφραση, Επίμετρο: Γιάννης Παλαβός. Εκδόσεις Κίχλη. 2018
Γραμμένη στη δεκαετία του 1930, μια δεκαετία κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής αναταραχής και συμφοράς, η οποία απεκλήθη και δεκαετία της Μεγάλης Ύφεσης, η σύντομη ιστορία του Ουίλλιαμ Φώκνερ ‘Ο αχυρώνας φλέγεται’ (‘Barn Burning’) που χρονικά οριοθετείται στα 1895, δίνει μια άποψη των κοινωνικών συνθηκών και καταστάσεων της συγκεκριμένης δεκαετίας στον πολύπαθο αμερικάνικο Νότο.
Αυτή η μικρή σε έκταση ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1939 στο περιοδικό Harper, ενώ λίγο αργότερα απονεμήθηκε στον συγγραφέα το βραβείο 0. Henry Memorial Award για την καλύτερη ιστορία του έτους.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, λοιπόν, οι οικογένειες Σαρτόρις και Σνόουπς ήταν αλληλεπικαλυπτόμενες οντότητες στην λογοτεχνική φαντασία του Φώκνερ. Αυτές οι οικογένειες με τις αντίθετες κοινωνικές αξίες που έως τότε πρέσβευαν, ώθησαν τη φαντασία του συγγραφέα ειδικά σε μια εποχή που έγραφε για το τέλος ενός συντηρητικού γεωργικού Νότου και για το άνοιγμα ολόκληρης της περιοχής του αμερικάνικου Νότου προς μια νέα εποχή η οποία θα χαρακτηριζόταν πλέον από τις πολυποίκιλες παραμέτρους του προελαύνοντα με μεγάλη ταχύτητα εκσυγχρονισμού.
Από την αρχή ήδη της αφήγησης, μπορούμε να δούμε τα δόγματα και τις απόψεις των φυγόδικων, τις παραδοσιακές, αριστοκρατικές συμπεριφορές τους και το σεβασμό τους για τον τρόπο ζωής που βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην ιδιοκτησία της γης, της κατοικίας και της περιουσίας, που ήταν όλα τα εχέγγυα για την καλή και άνετη ζωή.
Έτσι παρατηρούμε την έλξη του νεαρού αγοριού, του συνταγματάρχη Σαρτόρις Σνόουπς, στην ασφάλεια και την άνεση αυτού του στυλ. Στην παραδοχή αυτής της αγροτικής κοινωνίας, ο Φώκνερ αναγνωρίζει τη διχοτόμηση του, ήτοι την αδικία, την υποταγή των μαύρων και το διχασμό μέσα στην ευρύτερη κοινότητα όπως αυτή ήταν τόσα χρόνια διαμορφωμένη.
Η οικονομική και νομική κυριαρχία που ασκεί ο ιδιοκτήτης σε αυτό το σύστημα των καταπιεστικών φεουδαρχικών προνομίων, που δημιουργεί την σχεδόν αδύνατη πιθανότητα του ενοικιαστή να ξεφύγει αλώβητος, υπαινίσσεται από τον Φώκνερ σε όλο το κείμενο του μικρού διηγήματος. Ένα τέτοιο παράδειγμα κοινωνικής αδικίας και ρατσισμού, διαφαίνεται όταν ο πατέρας και ο γιος αντικρύζουν μαζί την αρχοντική έπαυλη, και έρχονται σε επαφή με τον μαύρο υπάλληλο της συγκεκριμένης οικίας, αλλά στην πραγματικότητα με την εισαγωγή τους στον πολυδαίδαλο κόσμο των ταξικών διαφορών μέσα στην τοπική κοινότητα: ‘…Η μαγεία της γαλήνης και της αξιοπρέπειας κατακλύζει ακόμα και τους αχυρώνες και τον στάβλο και τις αποθήκες του σπιτιού, τα κάνει άτρωτα, απρόσβλητα από τις φλογίτσες που μπορεί να ανάψει ο πατέρας…’, σκέφτεται ο μικρός. Την ίδια στιγμή, ο νέγρος που τους παρακολουθούσε, ντυμένος με το λινό του σακάκι, ήταν ανένδοτος: ‘… Λευκέ, πριν μπεις εδώ μέσα, να σκουπίσεις τα πόδια σου…’. Και αμέσως μετά, ‘…Κάνε στην μπάντα νέγρο…’, απ’ τον πατέρα του αφήνοντας τα αποτυπώματα απ’ τα παπούτσια του στο ακριβό χαλί του σπιτιού του ταγματάρχη Ντέ Σπέιν. Ήταν σίγουρο, μονολόγησε ο πατέρας του, πως ‘… από ιδρώτα χτίστηκε. Νέγρικο ιδρώτα. Αλλά μπορεί αυτός να το θέλει πιο άσπρο. Μπορεί να θέλει να του ρίξει και λίγο άσπρο ιδρώτα’, κατανοώντας πλήρως τις στερήσεις, και την άγνοια που έχει επιβάλει διάχυτα το κοινωνικό σύστημα του Νότου! Ένα σύστημα το οποίο θα βίωναν στο πετσί τους τούς επόμενους μήνες δουλεύοντας για εκείνο το σπίτι, και το οποίο θα σήκωνε την οργή του πατέρα στα ύψη εναντίον της δομής της παρούσας τάξης, αφού θα αναγκαζόταν να εργαστεί ως μισθωτής αγρότης.
Για να επιτεθεί στην αριστοκρατική τάξη, ο Άμπνερ Σνόουπς ετοιμάζει σκόπιμα τις πυρκαγιές και δυο φορές καταστρέφει το χαλί. Αυτές οι κοινωνικές και οικονομικές γνώσεις της εν λόγω περιόδου, μπορούν να βοηθήσουν τους αναγνώστες έτσι ώστε να κατανοήσουν τη οργή και τη βία ακόμα και των φτωχών λευκών του Νότου. Η αντίθεση μεταξύ του αρχοντικού του ταγματάρχη Ντέ Σπέιν και των συνθηκών διαβίωσης των Σνόουπς, υπογραμμίζει το τρομερό χάσμα μεταξύ του ιδιοκτήτη και των καλυβιών και των παλιόσπιτων των μισθωτών γης στη δεκαετία του ’30 σε τούτον τον τόπο.
Εδώ σ’ αυτό το διήγημα το μικρό, φτωχό και αναλφάβητο δεκάχρονο αδυνατισμένο αγόρι, ντυμένο με καθαρά αλλά ξεθωριασμένα τζιν, έζησε την έννοια του σπιτιού ως περιπλανώμενη εστία αφού μετακινήθηκε κάπου δέκα φορές πέρα δώθε. Οι μεταναστεύσεις αυτές, οικογενειακές κατά βάση, αποτελούσαν κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα και γνωστό θέμα της δεκαετίας του ’30.
Τώρα μπορούμε να παρατηρήσουμε λίγο τη μετανάστευση, τόσο ως αφηγηματική όσο και ως θέμα του κλασσικού μυθιστορήματος της δεκαετίας του ’30, ‘Τα σταφύλια της οργής’, όπου μια οικογένεια επίσης φτωχών λευκών εκριζώνεται από την αγροτική περιοχή των μεσοδυτικών Πολιτειών και κατευθύνεται προς τα δυτικά. Επιπλέον, μπορούμε να δούμε και να μελετήσουμε τα τριάντα έργα ζωγραφικής της μεταναστευτικής σειράς του Ιακώβ Λόρενς (Jacob Lawrence), οι οποίες παριστούν γραφικές απεικονίσεις του ταξιδιού των μαύρων στην δεκαετία του ’30 από τον αγροτικό πληθυσμό των φτωχών Νότιων Πολιτειών έως τις αστικές συνοικίες του Βορρά.
Στις επανειλημμένες μετακινήσεις τους από σπίτι σε σπίτι, η μητέρα του Σάρτυ μεταφέρει τα λιγοστά υπάρχοντά τους από δω κι’ από εκεί.
Αυτή η συνάντηση στην πόρτα του αρχοντικού του λευκού αριστοκράτη όχι μόνο μιλάει για ταξικές διακρίσεις μέσα στην άσπρη φυλή, αλλά επίσης υπογραμμίζει την ανώτερη θέση του μαύρου οικιακού υπηρετικού προσωπικού από τον φτωχό λευκό μισθωτή αγρότη. Εδώ η εκλεπτυσμένη ποιότητα της ενδυμασίας του μαύρου, η θέση του μέσα στο συγκεκριμένο σπίτι και η δύναμή του να αρνείται την είσοδο σε λευκούς, είναι παράγοντες που αυξάνουν αναμφίβολα τις φυλετικές εντάσεις. Οι φτωχοί λευκοί, επίσης, μπορούν να ειδωθούν και να θεωρηθούν απλώς ως μια ‘διαφορετική’ εκδοχή μαύρων. Το φυλετικό στοιχείο στην πόρτα συναντά πια μόνο την οργή του πατέρα και τίποτα περισσότερο.
Η υποτιθέμενη υπεροχή του ως λευκού άνδρα αμφισβητείται από τον μαύρο υπάλληλο ο οποίος προφανώς κατέχει ανώτερη κοινωνική θέση όταν βρίσκεται στην είσοδο του σπιτιού. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες τη θέση ολόκληρης της περιοχής του Μισισιπή ως της φτωχότερης Πολιτείας στη δεκαετία του ’30, μια Πολιτεία με ένα αξεπέραστο ιστορικό φυλετικών φρικαλεοτήτων και διακρίσεων, μια περιοχή όπου οι φτωχοί λευκοί και οι μαύροι βρίσκονταν στον πάτο του κοινωνικού και οικονομικού βαρελιού και όπου βέβαια εξερράγησαν φυλετικές εντάσεις απίστευτης έκτασης, οργής και βίας. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να οδηγήσουν σε μια σαφέστερη κατανόηση όσον αφορά το γιατί ο Άμπνερ συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι απίστευτα καταστρεπτικός, καταχρηστικός και βίαιος μέσα στην οικογένεια, αλλά που κάνει τα πάντα για να βρει, την ίδια στιγμή, μια δουλειά.
Η απογοήτευσή του για την ταπείνωση στην πόρτα του λευκού, το θάρρος του, η υπερηφάνεια και η αντοχή του, είναι ιδιότητες αξιοθαύμαστες και εγγυώνται την πίστη του μικρού Σάρτυ ενάντια στον ‘εχθρό’. Επιπλέον, η ανεξαρτησία και ακόμη και το θάρρος του πατέρα του, καθώς και η άγρια πεποίθησή του για την ορθότητα των τρόπων του, τού επέτρεψαν να σφυρηλατήσει μια ατομική ταυτότητα τα τελευταία χρόνια, όταν αποτελούσε στην ουσία κινητή περιουσία των πλούσιων λευκών και αντιμετώπισε και επιβίωσε από ένα σωρό δεινά, έτσι ώστε η χρήση των επιθέτων ‘αδίστακτος’, ‘άκαμπτος’, ‘κομμένος από κασσίτερο’ και ‘σιδερένιος’, να μην παρουσιάζονται ως υπερβολικοί από τον Φώκνερ. Οποιαδήποτε αγάπη, λύπη και συμπόνια έχουν πλέον φύγει από τον πατέρα του, και μόνο η ‘παγωμένη αγριότητα’ και η ‘ψυχρή, νεκρή φωνή’ έχουν πια παραμείνει.
Στον πατέρα του παιδιού αναγνωρίζονται η καταπίεση, η στέρηση και η αδικία, δηλαδή τα βασικότερα στοιχεία της Μεγάλης Ύφεσης. Η κατάσταση και το σύστημα αποκτηνώνουν τον άνθρωπο με τρόπους που ο Άμπνερ Σνόουπς απεικονίζει με γραφικότητα και ο Φώκνερ, ένας άνθρωπος της δεκαετίας του ’30, γνωρίζει αρκετά καλά.
Ο γιος Σάρτυ, αποστασιοποιείται από την καταστροφική στάση της οικογένειάς του καθώς εξακολουθεί να προσκολλάται σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του πατέρα του. Η ηθική του ανάπτυξη τον φέρνει σε περισσότερες ανθρωπιστικές αξίες πέρα από την απλή πίστη στη φυλή του. Ενώ η σύγκρουση και η ένταση είναι προσωπικές και ηθικές για τον Σάρτυ, βασίζονται επίσης στις κοινωνικές και οικονομικές πραγματικότητες της δεκαετίας του ’30, τουτέστιν τις μακρόχρονες ταξικές διακρίσεις μεταξύ των λευκών ιδιοκτητών γης και των λευκών φτωχών εκμισθωτών, την φυλετική διάκριση μεταξύ μαύρων και λευκών, την κακή κατηγορία και συμπεριφορά των λευκών πάνω από τους μαύρους, και τόσα άλλα.
Την εποχή εκείνη ο παλιός αμερικάνικος Νότος έπαιρνε άλλη μορφή, η παλιά αγροτική κοινωνία έφτανε στο τέρμα της, κι αυτή ήταν η στιγμή που ο Φώκνερ έγραψε την ιστορία του.
Ο ‘αχυρώνας φλέγεται’, είναι μια θλιβερή ιστορία, γιατί δείχνει πολύ καθαρά την κλασσική πάλη μεταξύ των προνομιούχων και των μη προνομιούχων τάξεων στη συγκεκριμένη περιοχή και εποχή. Σιγά-σιγά, συναισθήματα της απόγνωσης εμφανίζονται τόσο από τον πρωταγωνιστή όσο και από τον αντίπαλο που εμπλέκεται στην ιστορία. Αυτή η ιστορία περιγράφει δύο ξεχωριστούς πρωταγωνιστές και δύο ταυτόχρονα ξεχωριστούς ανταγωνιστές.
Οι δύο πρώτοι είναι ο συνταγματάρχης Σαρτόρις Σνόουπς (Σάρτυ) και ο πατέρας του, ο Άμπνερ Σνόουπς. Ο Σάρτυ είναι ο πρωταγωνιστής που περιστοιχίζεται από τον ανταγωνισμό του πατέρα του, ενώ ο Άμπνερ είναι ο πρωταγωνιστής που ανταγωνίζεται την περιρρέουσα κοινωνική δομή και τον αγώνα που επιβάλλεται σ’ αυτόν και την οικογένειά του. Η οικονομική κατάσταση των κύριων χαρακτήρων είναι δραματική, χωρίς ελπίδα βελτίωσης της κατάστασής τους και στο έλεος ενός σχεδόν φεουδαρχικού συστήματος που βρισκόταν σε ισχύ στη Βόρεια Αμερική κατά τα τέλη του 18ου αιώνα.
Ο Άμπνερ Σνόουπς, ένας φτωχός ενοικιαστής γης και η οικογένειά του έπρεπε να μοιραστεί τα μισά ή τα δύο τρίτα της συγκομιδής με τον γαιοκτήμονα και από το μερίδιό τους στη συνέχεια να πληρώσουν για τις τρέχουσες ανάγκες της ζωής τους. Ως αποτέλεσμα αυτού του καθεστώτος, γνωρίζουν από την αρχή τι θα γίνει στο μέλλον, δηλαδή σκληρή δουλειά για προκοπή του ιδιοκτήτη τους και απλή επιβίωση γι’ αυτούς τους ίδιους. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα για κάτι καλύτερο στον ορίζοντα, σε όλη την ιστορία.
Όλοι τους, ο Σάρτυ, ο αδελφός του και οι δίδυμες αδελφές, δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθώς πρέπει να περάσουν το χρόνο τους στα χωράφια δουλεύοντας, ή στο σπίτι εκτελώντας οικογενειακά καθήκοντα. Κατά συνέπεια, η κακή υγεία σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς ευκαιρίες οδηγούσαν ανεπιστρεπτί και σε χαμηλό ηθικό, μεταξύ των άλλων κακών. Η οικογένεια των Σνόουπς, βέβαια, είναι τυχερή αφού καταφέρνει να επιβιώσει και να βρει δουλειά. Ωστόσο, αυτή δεν προσφέρει τίποτα άλλο παρά μια απλή πιθανότητα επιβίωσης. Όπως οι νομάδες αναγκάζονταν να μετακινούνται συνεχώς προκειμένου να εξασφαλίσουν εργασία, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να διατηρήσουν ικανές εκτάσεις για εργασία ακόμα και με διαφορετικούς γαιοκτήμονες.
Η συναισθηματική αστάθεια του πατέρα είναι ένας κυρίαρχος παράγοντας που συμβάλλει στην ακανόνιστη και εν πολλοίς περίεργη συμπεριφορά του σε όλη την ιστορία. Η οικογένεια έχει μετακομίσει αρκετές φορές στο παρελθόν, από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, και μερικές φορές αναγκάστηκε να χάσει τη συμφωνία με τον ιδιοκτήτη λόγω της απαράδεκτης συμπεριφοράς του Άμπνερ, όπως για παράδειγμα την κηλίδωση του χαλιού του ιδιοκτήτη της γης με την κοπριά των αλόγων.
Η συνεχής εξέγερσή του εμφανίζεται από έναν τραχύ και ξαφνικό χαρακτήρα, όταν καίγεται ο αχυρώνας του ιδιοκτήτη του. Αν και η ιστορία επικεντρώνεται στα συναισθήματα και τις σκέψεις του νεότερου γιου της οικογένειας, του Σάρτυ, ο οικονομικός αντίκτυπος ολόκληρης οικογένειάς του διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στη δικαιολόγηση και όχι στην αποδοχή της συμπεριφοράς του πατέρα του, που είναι και η βασική αιτία για τα αμφιλεγόμενα συναισθήματα του Σάρτυ.
Το κύριο δίλημμα του παιδιού είναι η πίστη του στην οικογένειά του, η οποία συγκρούεται με την απογοήτευση και την κατεσταλμένη αντιπάθεια του ίδιου του πατέρα του. Οι συναισθηματικές στροφές της ιστορίας ορίζονται σαφώς από τις σκέψεις του Σάρτυ, από τη μια μεριά, και τις ενέργειες του Άμπνερ, από την άλλη! Ο αναγνώστης διακατέχεται σε συνεχόμενη βάση από μια σειρά ερωτημάτων και συναισθηματικά φορτισμένων διλλημάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της ιστορίας, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε, είναι δικαιολογημένη η ενέργεια του καψίματος του αχυρώνα από τον Άμπνερ; Πρέπει ο Σάρτυ να πει στον ιδιοκτήτη ότι ο Άμπνερ ήταν υπεύθυνος για το κάψιμο του αχυρώνα; Κι ακόμα, είναι ηθικά αποδεκτή η συμφωνία μεταξύ του εργάτη και του γαιοκτήμονα; Η καύση ενός αχυρώνα ή οποιαδήποτε τέτοια πράξη οικονομικής απόγνωσης με τη μορφή βανδαλισμού σίγουρα δεν είναι για συγχώρεση ή παράβλεψη, αλλά καταδικαστέα ενέργεια. Ωστόσο, όμως, το περίεργο είναι ότι όλες αυτές οι ερωτήσεις δεν χρειάζεται να ερωτηθούν, αν δεν επικρατούσε η συγκεκριμένη οικονομική αδικία μεταξύ των δύο αντρών.
Κάποια ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία, ίσως διαφωτίζουν κάπως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιοχής εκείνο το χρονικό διάστημα. Τον Ιανουάριο του 1939, πάνω από χίλιοι καλλιεργητές και ενοικιαστές γης μαζί με τις οικογένειές τους, οι περισσότεροι σίγουρα Αφροαμερικανοί, εγκαταστάθηκαν κατά μήκος των εθνικών οδών 60 και 61 στο Bootheel του Μιζούρι, σχηματίζοντας μια τεράστια διαμαρτυρία εναντίον του συνηθισμένου, για την εποχή και τα μέρη τους, φαινομένου του εκμεταλλευτικού συστήματος της εκμισθώσεως γης.
Μια έκθεση του FBI σχετικά με τη διαδήλωση καταλήγει αργότερα στο συμπέρασμα ότι οι αγρότες αυτοί διαμαρτύρονταν ενάντια στις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν και τις οποίες χαρακτήρισαν ως οικονομική δουλεία. Ο υπεύθυνος επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Έκτακτης Ανάγκης, βλέπει όμως ότι η διαμαρτυρία ‘ενθαρρύνεται από ανατρεπτικά στοιχεία’ που απλώς περιμένουν ‘τον θείο Σαμ για να τους δώσει ένα λευκό σπίτι με μια βεράντα, έναν αχυρώνα, ένα πηγάδι και ένα ζευγάρι μουλαριών’.
Οι διαρκείς χιονοθύελλες, οι φθίνουσες προβλέψεις και οι αστυνομικές επιδρομές, και ακόμα οι διαδηλώσεις, έστρεψαν την εθνική προσοχή στην δραματική τους κατάσταση, προκαλώντας την αποστολή αναρίθμητων επιστολών στους εκδότες των εφημερίδων και τις μαζικές προσπάθειες συγκέντρωσης κεφαλαίων. Παρόλα αυτά, λίγα γίνονται για τη βελτίωση της κατάστασης των εκμισθωτών γης.
Τον επόμενο μήνα, η κατάσταση χειροτερεύει. Οι ιδιοκτήτες γης προχωρούν σε αγορά τρακτέρ και άλλων νέων μηχανημάτων και ενώ αυτό μπορεί να είναι επιθυμητό ως μέσο βελτίωσης των γεωργικών μεθόδων, αποδεικνύεται καταστροφικό για τους ενοικιαστές της γης οι οποίοι ήδη διογκώνουν τις τάξεις της μεταναστευτικής εργασίας σε ολόκληρο τον Νότο. Αν και οι διαδηλωτές στο Μιζούρι είναι ως επί το πλείστον αφροαμερικανοί, τα στοιχεία από την απογραφή των ΗΠΑ, από το 1935 και μετά, δείχνουν ότι το 60% περίπου των μισθωτών γης τώρα είναι λευκοί, μια πραγματικά μεγάλη αύξηση συγκριτικά με τα πρώτα χρόνια της ανασυγκρότησης αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, όπου και όταν οι λευκοί αποτελούσαν μικρό σχετικά ποσοστό των εργαζομένων εκεί σε σύγκριση με εκείνο του αφροαμερικανικού πληθυσμού.
Αυτόν ακριβώς τον Ιούνιο, δημοσιεύεται στο περιοδικό Harper, ετούτη η σύντομη ιστορία Ουίλλιαμ Φώκνερ, ‘Ο αχυρώνας φλέγεται’, σηματοδοτώντας την πρώτη εμφάνιση της φανταστικής οικογένειας Σνόουπς της κομητείας Γιοκναπατάουφα του Μισισιπή.
Κάπου δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του διηγήματος ‘Ο αχυρώνας φλέγεται’, ο Ουίλιαμ Φώκνερ δέχεται το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία σε αίθουσα δεξιώσεων στη Στοκχόλμη (1949).
Γιώργος Ν. Σχορετσανίτης