Πάσχος Μανδραβέλης – Δεν πρέπει να μας προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι οι Ελληνες συναπαρτίζουν τον πιο απαισιόδοξο λαό του κόσμου. Στο ερώτημα της παγκόσμιας έρευνας του Pew Center «Είστε ευχαριστημένοι ή δυσαρεστημένοι από το πώς πάνε τα πράγματα;», το 95% των ερωτηθέντων συμπατριωτών μας δήλωσε δυσαρεστημένο. Προφανώς φταίει το Μνημόνιο και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τον πόνο μας, ούτε καν οι κάτοικοι των Παλαιστινιακών Περιοχών, όπου οι απαισιόδοξοι –παρόλο που βομβαρδίζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα– είναι λιγότεροι (82%) ή ακόμη χειρότερα οι Ουκρανοί, οι οποίοι παρά τον ακρωτηριασμό της χώρας τους από τον Πούτιν, διατηρούν ακόμη κάποια σπαράγματα αισιοδοξίας· απαισιόδοξοι δηλώνουν 80% των κατοίκων.
Αν ξεφύγουμε όμως από τον (απαισιόδοξο) επαρχιωτισμό μας θα πρέπει να παρατηρήσουμε κάτι άλλο. Οι χώρες στις οποίες οι κάτοικοί τους δηλώνουν ότι «τα πράγματα πάνε καλά», είναι λίγες. Είναι δε οι χώρες οι οποίες τώρα οδεύουν προς τον καπιταλισμό: στην Κίνα μόνο 8% δηλώνουν ότι τα πράγματα πάνε σε λάθος κατεύθυνση, στο Βιετνάμ 12%, η Ρωσία 38% κ.ά.
Στην καπιταλιστική Δύση
Στις ώριμες καπιταλιστικές περιοχές, δηλαδή στη Δύση, κυριαρχεί η απαισιοδοξία. Δεν αναφερόμαστε μόνο σε εκείνες που έχουν μνημόνιο ή αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα· δυσαρεστημένοι δηλώνουν 91% των Ισπανών, 90% των Ιταλών, 77% των Γάλλων. Μόνο ένας στους τρεις Αμερικανούς πιστεύει ότι η χώρα του κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ οι Βρετανοί είναι κάπως πιο αισιόδοξοι (43%). Γενικώς πάντως στις ανεπτυγμένες χώρες (με εξαίρεση τη Γερμανία) υπάρχει δυσθυμία για το μέλλον, σε αντίθεση με τις αναπτυσσόμενες· ακόμη και στη Νικαράγουα το 50% του πληθυσμού περιμένει ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας «έξι χρόνια μετά την παγκόσμια κρίση και εν μέσω μιας άνισης ανάκαμψης οι λαοί του κόσμου παραμένουν μελαγχολικοί. Στα περισσότερα έθνη οι πολίτες λένε ότι η χώρα τους κινείται σε λάθος κατεύθυνση και οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι η οικονομία είναι σε κακή κατάσταση, σύμφωνα με την έρευνα του Pew Research Center που έγινε σε 44 χώρες και στην οποία απάντησαν 48.643 άτομα. Το 60% των ερωτηθέντων παγκοσμίως λέει ότι η οικονομία τους δεν πάει καλά. Το ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνει το 64% όσων ζουν σε ανεπτυγμένες χώρες και το 59% όσων είναι σε αναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο στις αναδυόμενες οικονομίες υπάρχει κάποια ικανοποίηση για την οικονομική κατάσταση: το 51% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η οικονομία πάει καλά… Αν το δούμε περιφερειακά ένα ποσοστό 88% των Ευρωπαίων λένε ότι η οικονομία τους δεν πάει καλά, όπως και το 76% των κατοίκων της Μέσης Ανατολής και το 60% της Λατινικής Αμερικής. Οι Αφρικανοί είναι διχασμένοι με 51% να βλέπουν τις οικονομίες τους να πηγαίνουν καλά και 47% να πηγαίνουν άσχημα. Οι πιο αισιόδοξοι είναι οι Ασιάτες, το 63% των οποίων θεωρούν ότι οι οικονομίες τους πάνε καλά…».
Αν και για το 2015 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιμένει 4% ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας (2,4% στις ανεπτυγμένες και 5,2% στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες), η απαισιοδοξία για τις οικονομικές προοπτικές παραμένει. Για τον επόμενο χρόνο, οι Ελληνες κρατούν τα ηνία του πεσιμισμού και σε ό,τι αφορά την οικονομία: Το 53% λέει ότι θα είναι χειρότερα τα πράγματα (19% καλύτερα). Δεύτεροι έρχονται οι Γάλλοι (48% λένε χειρότερα), οι Λιβανέζοι (46%) και οι Παλαιστίνιοι (44%).
Πολιτική ρευστότητα
Αυτή η καθολική δυσθυμία μπορεί να είναι αίτιο της πολιτικής ρευστότητας που επικρατεί στις ανεπτυγμένες χώρες και κάθε ηγέτης μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος μοιάζει ανεπαρκής. Πηγή της δε πιθανότατα είναι η ανασφάλεια που νιώθει ο πληθυσμός, ειδικά εκείνοι που κατά κανόνα ψηφίζουν και μετέχουν ενεργά στις πολιτικές διεργασίες, δηλαδή η μεσαία τάξη.
Ο στρατηγικός αναλυτής και ιστορικός Εντουαρντ Λούτβακ αποδίδει αυτή την ανασφάλεια στον «τούρμπο καπιταλισμό», όπως βάφτισε το υπάρχον οικονομικό σύστημα σε ένα σημαντικό του βιβλίο και τιτλοφορήθηκε στα ελληνικά επί το… αριστερότερον «Αχαλίνωτος καπιταλισμός. Νικητές και ηττημένοι της παγκόσμιας οικονομίας» (εκδ. Α.Α. Λιβάνη).
«Εχει παρατηρηθεί από παλιά», γράφει το ανώτατο στέλεχος του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών της Ουάσιγκτον, Εντουαρντ Λούτβακ, «ότι η αμερικανική εκδοχή του καπιταλισμού-στροβίλου που ωθείται από την τεχνολογία καταδικάζει τους λιγότερο ειδικευμένους εργαζόμενους σε μια ζωή στάσιμων ή συνεχώς μειούμενων εισοδημάτων… Αυτό όμως που δεν έχει υπολογιστεί, ούτε προς τις φανερές επιπτώσεις του, είναι το γεγονός ότι η αναστάτωση και η αποδιοργάνωση που επιφέρει ο καπιταλισμός-στρόβιλος, με τις επιταχυνόμενες διαρθρωτικές αλλαγές του, καταδικάζει πολλούς εργαζόμενους Αμερικανούς, ανεξαρτήτως επαγγελματικών ικανοτήτων και ειδίκευσης, σε μια ζωή χρόνιας οικονομικής ανασφάλειας. Καθώς ολόκληρες βιομηχανίες ακμάζουν και παρακμάζουν με ρυθμό απείρως γρηγορότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, και εταιρείες επεκτείνονται, συρρικνώνονται, συγχωνεύονται, διασπώνται, πραγματοποιούν απολύσεις και αναδιοργανώνονται με πρωτοφανή ταχύτητα, όλοι οι υπάλληλοί τους –με εξαίρεση εκείνους που βρίσκονται στα ανώτατα διοικητικά επίπεδα– πρέπει να πηγαίνουν κάθε μέρα στη δουλειά τους μη γνωρίζοντας αν θα το κάνουν και την επομένη. Κι αυτή η αβεβαιότητα εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη κι όταν η ανεργία είναι κάτω από 5%, πράγμα που συμβαίνει σήμερα, διότι η προοπτική της ανεύρεσης οποιασδήποτε εργασίας δεν είναι καθόλου καθησυχαστική σε σχέση με την ασφάλεια που αισθάνεται κανείς όταν ξέρει πως δεν πρόκειται να χάσει τη δουλειά του…».
Δημιουργική καταστροφή
«Η δημιουργική καταστροφή απαρχαιωμένων ειδικοτήτων, εμπορικών συναλλαγών, επιχειρήσεων και ολόκληρων βιομηχανιών, η οποία προκαλείται από τον ανταγωνισμό», σημειώνει ο Λούτβακ, «έχει πλέον την τάση να καλύπτει μονάχα ορισμένα χρόνια, αντί για μια – δυο γενιές (όπως παλιότερα)· μερικές φορές μάλιστα πολύ λίγα χρόνια. Ο ίδιος ταχύς ρυθμός μεταβολών που αυξάνει την παγκόσμια ευημερία, που επιτρέπει στα φτωχότερα έθνη και τις γεωγραφικές περιοχές να αναπτυχθούν και που ταυτόχρονα προσφέρει ευκαιρίες στα επιχειρηματικά μυαλά σε ολόκληρο τον κόσμο να δράσουν, από την άλλη πλευρά ξεπερνά, με πολύ σκληρό τρόπο, τα όρια προσαρμογής των ατόμων, των οικογενειών και των κοινοτήτων».
Γράφαμε και την προηγούμενη εβδομάδα ότι η μεγαλύτερη πρόκληση του επιταχυνόμενου καπιταλισμού είναι η δυνατότητα προσαρμογής των ατόμων στις απαιτήσεις του. Ο καπιταλισμός πέτυχε (και αντίπαλα σ’ αυτόν συστήματα απέτυχαν) γιατί είναι το μόνο σύστημα που μέχρι στιγμής ξέρουμε το οποίο όχι μόνον επιτρέπει, αλλά επιβραβεύει την καινοτομία και την αλλαγή προς το παραγωγικότερον. Η πρόοδος της τεχνολογίας, όμως, και κυρίως η δικτύωση του κόσμου επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία τρομακτικά. Η επιτάχυνση κάνει μεγάλες μάζες πληθυσμού, ειδικά στη Δύση, να νιώθουν ότι απειλούνται από την πρόοδο. Αυτό δημιουργεί σε πρώτη φάση πολιτική ρευστότητα εντός του συντεταγμένου πολιτικού συστήματος και πιθανότατα μετά απόρριψη και καταφυγή (έστω ανέφικτη) σε αντιδραστικές λύσεις.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής