Gena Branscombe – (1881-1977): Μια σπουδαία συνθέτρια, πιανίστα, μουσικοπαιδαγωγός
Γράφει η ‘Εφη Αγραφιώτη
Μια ακόμη γυναίκα με βαρύ δρόμο ζωής, και προσπαθειών, που συνέθεσε πανέμορφη μουσική, που τα περισσότερα έργα της είναι συμφωνικά, τραγούδια σόλο και χορωδιακά. Αλλά, όχι μόνον.
Η όπερα The Bells of Circumstance, (για την αφύπνιση της ζωής των Γάλλων αποίκων στον Καναδά τον 17ο αιώνα), παραμένει ένα από τα σημαντικότερα έργα της, αν και ημιτελές
Η Gena Branscombe (1881-1977) ήταν καναδικής καταγωγής συνθέτρια, πιανίστα, μουσικοπαιδαγωγός και μαέστρος χορωδίας, που υπηρέτησε την καριέρα της και πρόσφερε υπηρεσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μουσική της καριέρα βρισκόταν σε πολύ καλό δρόμο και πριν τον γάμο της, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν ενθαρρύνονταν να κάνουν επάγγελμα τη μουσική.
Η Branscombe υποστήριξε ενεργά πολλούς αμερικανικούς μουσικούς οργανισμούς και παρείχε υπηρεσίες για την ισότιμη αναγνώριση των γυναικών συνθετών.
Η Branscombe είχε εμφανές ταλέντο όταν άρχισε να σπουδάζει πιάνο σε ηλικία 4 ή 5 ετών. Ξεκίνησε το γυμνάσιο σε ηλικία 11 ετών και αποφοίτησε στα 14.
Το 1896, άρχισε να σπουδάζει πιάνο και σύνθεση στο Μουσικό Κολλέγιο του Σικάγο, με υποτροφία, εκεί κέρδισε βραβεία στο 1900 και 1901 για τις συνθέσεις της. Μετά την αποφοίτηση της, εντάχθηκε ως δασκάλα στη σχολή πιάνου και χορωδίας στο κολέγιο. Για αρκετά χρόνια, κέρδιζε την οικονομική ανεξαρτησία συνοδεύοντας τραγουδιστές διδάσκοντας πιάνο και δημοσιεύοντας τραγούδια της. Πριν το γάμο της είχε ήδη κατακτήσει και την αποδοχή του μουσικού κόσμου.
Η Gena Branscombe είχε γεννηθεί σε καλλιεργημένο οικογενειακό περιβάλλον, στο Picton του Οντάριο, αλλά εγκαταστάθηκε μικρή και εργάστηκε δια βίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1897 έως το 1903, σπούδασε σε δεύτερο κύκλο στο Μουσικό Κολλέγιο του Σικάγου, όπου την συμβούλευαν οι συνθέτες Alexander von Fielitz και Felix Borowski και οι πιανίστες Arthur Friedheim, Hans von Schiller, Rudolph Ganz. Κέρδισε χρυσό μετάλλιο στη σύνθεση το 1900 και το 1901.
Ήδη από το 1901, Καναδοί και Αμερικανοί εκδότες άρχισαν να δημοσιεύουν τα έργα της για πιάνο, φωνή, χορωδία και ορχήστρα. Στη συνέχεια δέχτηκε τη θέση της διευθύντριας του τμήματος πιάνου στο Whitman College στην Ουάσιγκτον, αλλά το1909, εγκατέλειψε τα εποπτικά της καθήκοντα για να συνεχίσει σπουδές σύνθεσης δίπλα στον Ένγκελμπερτ Χάμπερντινκ, στο Βερολίνο.
Το 1911, η Gena Branscombe επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, ίδρυσε τη χορωδία Branscombe, αποτελούμενη από χορωδούς της πρώην Αμερικανικής Γυναικείας Χορωδιακής Ένωσης. Το 1932, έλαβε το επίτιμο Master of Arts από το Whitman College. Είναι όχι μόνο συνθέτρια αλλά και συγγραφέας κειμένων για τα έργα της, αυτό εκφιμηθηκε σαν μεγάλο βήμα εμπρός.
Έχει εμπλουτίσει αυτή την εποχή ιδιαίτερα το ρεπερτόριο των χορωδιακών έργων των αφιερωμένων στις γυναικείες φωνές. Περιστασιακά, χρησιμοποίησε και νεες αρμονίες στις μελωδίες της, «πειράζοντας τις αρμονίες πάνω και μέσα σε μια συνοδεία χρωματικών αρμονιών».
Η όπερα The Bells of Circumstance, (για την αφύπνιση της ζωής των Γάλλων αποίκων στον Καναδά τον 17ο αιώνα), παραμένει ένα από τα σημαντικότερα έργα της, αν και ημιτελές. Το 1930 όμως, η «Quebec Suite» για ορχήστρα, που προέκυψε από αυτό το έργο, στάθηκε καλή αφορμή και η συνθέτρια τότε υποστήριξε με ωριμότητα τη δημιουργία της Συμφωνικής Ορχήστρας Γυναικών του Σικάγου.
Το 1928, η χορωδία Branscombe είχε ήδη κερδίσει το ετήσιο βραβείο του League of American Pen Women για την ερμηνεία της στο Pilgrims of Destiny, αφηγούμενο την επική ιστορία των επιβατών του Mayflower. Αυτή η διάκριση οδήγησε και στην διάκριση της παρτιτούρας ως «καλύτερη σύνθεση που γράφτηκε από γυναίκα».
Την ίδια χρονιά, η Branscombe εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Αμερικανίδων Συνθετών. Από το 1950 έγινε αντιπρόεδρος και διευθύντρια της Εθνικής Ένωσης Αμερικανών Συνθετών και Διευθυντών ορχήστρας και λίγο μετά έγινε μέλος της American Society of Composers.
Gena Branscombe δεξιά στη φωτογραφία, στην Ουάσινγκτον, με σημαντικές συνθέτριες της εποχής. Από αριστερά βλέπετε τις συνθέτριες: Phyllis Fergus, Ethel Glenn Hier, Amy Beach, Harriet Ware.
Η Gena Branscombe πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 26 Ιουλίου 1977 μετά από μια γεμάτη ζωή και πάντα θετική και χαμογελαστή.
«Η ζωή είναι γραμμένη σε κλίμακες μείζονες και ελάσσονες και δεν ξέρει από γυναίκες ούτε από άνδρες, μαύρες, λευκές, μελαμψές, ξέρει μόνο τους δημιουργούς που την ενορχηστρώνουν καλά.
Μετά το θάνατό της, τα χειρόγραφά της μεταφέρθηκαν στο μουσικό τμήμα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης παραστατικών τεχνών της Νέας Υόρκης.