Πανδημιολόγιον: Η πανδημία ως αφορμή δημιουργικών προβληματισμών

Θανάσης Δρίτσας

Συμπεράσματα από την κριτική ανάγνωση του βιβλίου «Πανδημιολόγιον – Homo Novus Epidemicus» του Θανάση Δρίτσα

Ο Θωμάς Τσακαλάκης* γράφει κριτική για το βιβλίο «Πανδημιολόγιον Homo Novus Epidemicus» του Θανάση Δρίτσα.

Ας μου επιτραπεί να μην ακολουθήσω την πεπατημένη και να βάλω την άμαξα μπροστά από το άλογο, τουτέστιν, πρώτα να παραθέσω τα συμπεράσματά μου από την κριτική ανάγνωση του βιβλίου «Πανδημιολόγιον – Homo Novus Epidemicus» (εκδόσεις Παπαζήση) και κατόπιν να προβώ στην ανάλυση ορισμένων εκ των περιεχομένων του: Πρόκειται για μία συλλογή άρθρων και σχεδίων («τού Μετα-Ανθρώπου», κατά τον υπότιτλο), εμπνευσμένων από τις κυματοειδείς και πολυσχιδείς συνεπαγωγές τής πανδημίας, που αναμφίβολα αξίζουν να προσεχθούν και να αποτελέσουν αφορμή για γόνιμους διαλόγους επί σχεδόν παντός επιστητού. Εξάλλου, παρότι ο χαρακτηρισμός «αναγεννησιακός άνθρωπος» συχνάκις αποδίδεται με περισσή ευκολία, σε ελάχιστους προσήκει περισσότερο από ό,τι στον Θανάση Δρίτσα, ιατρό, μουσουργό (και εφευρέτη μίας ─μεταφορικής─ «μηχανής τού χρόνου» χάρις στην αξιοποίηση της μουσικής), κοινωνικό αναλυτή, ποιητή, και ζωγράφο. Με λιτό και περιεκτικό ύφος, και εμφορούμενος από ένα ελευθεριακό πνεύμα (δηλαδή δίχως ιδεολογικές αγκυλώσεις), ο συγγραφέας κατορθώνει να ενοφθαλμίσει την επιστημονική ειδημοσύνη του σε αρκετούς από τους εύλογους βιοηθικούς και κοινωνικοπολιτισμικούς προβληματισμούς τούς οποίους γέννησε (ή αναζωπύρωσε) o Covid-19 σε μεγάλο μέρος τής κοινής γνώμης.

Ενδεικτικώς, μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύεται ο κύριος Δρίτσας είναι και τα κάτωθι άκρως ενδιαφέροντα: Κατ’ αρχάς, η αδήριτη ανάγκη να ενστερνιστούν οι ιατροί την ιδέα τού νευρολόγου και ιστορικού τής επιστήμης Oliver Sacks, σύμφωνα με τον οποίον η ασθένεια αποτελεί συστατικό μέρος τής πεμπτουσίας τής ανθρώπινης κατάστασης, και όχι μία κατάσταση εξαίρεσης, άρα οφείλουμε να επαναφέρουμε το πάσχον ανθρώπινο υποκείμενο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διά μέσου μίας βιογραφικής αφήγησης που επανασυνδέει τη φυσιολογία με την ψυχολογία, το μυαλό με τον εγκέφαλο, την πάθηση με την ανθρώπινη ταυτότητα. Όπως τονίζει ο Sacks, ναι μεν ο Ιπποκράτης εισήγαγε την ιδέα τού ιστορικού ενός νοσήματος, ήτοι τής εξέλιξης μίας παθολογικής κατάστασης σαν να πρόκειται για μίαν αφήγηση με κρίσεις, κλιμακώσεις, και λύση τού δράματος, εντούτοις τα σύγχρονα ιατρικά ιστορικά δεν μνημονεύουν το παραμικρό για την προσωπική διαδρομή τού ασθενούς ατόμου, με άλλα λόγια για τις εμπειρίες του ή για τους αγώνες του προκειμένου να αντιμετωπίσει την αρρώστια του, αλλά, απεναντίας, ενδέχεται να κάνουν λόγο για ένα «λευκοπαθικό θήλυ με τρισωμία 21» δίχως να γνωρίζουμε αν εννοούν έναν άνθρωπο ή ένα ποντίκι. Επομένως, οφείλουμε να τοποθετήσουμε το τραυματολογικό cogito («πονάω, άρα υπάρχω») στον πυρήνα μίας ολοκληρωμένης αφήγησης έτσι ώστε να μην έχουμε απλώς το «τι» τής νόσου αλλά και το «ποιος» τη φέρει. Σε αυτό θα βοηθήσει, κατά τον Δρίτσα, η «ηθική τής φροντίδας,» που λογίζεται ως μορφή τής (αριστοτελικής προέλευσης) αρεταϊκής ηθικής, και έχει να κάνει με την επίδειξη ενσυναίσθησης εκ μέρους των ιατρών προς την οδύνη τού «Άλλου» και με την καλλιέργεια μίας ολιστικής ανθρώπινης επικοινωνίας με τους ασθενείς. Κινούμενος σε παραπλήσιο πνεύμα, ο Καθηγητής βιοηθικής Carl Elliott διατείνεται ότι τα ηθικά μας ένστικτα ενεργοποιούνται όταν γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τους «χαρακτήρες», δηλαδή για την ιστορία των ασθενών.

Τα προαναφερθέντα, επισημαίνει ο συγγραφέας, ασφαλώς δεν μπορούν να υλοποιηθούν σε ένα καθεστώς βιοπολιτικής που αποδίδει έμφαση (πρωτίστως ή αποκλειστικώς) στον οικονομισμό, στον εξορθολογισμό των «προβλημάτων» τα οποία προκαλούνται από την ανάγκη να προστατευτεί η δημόσια υγεία, στη μέγιστη δυνατή εξοικονόμηση πόρων μέσω τού να περικόπτεται οτιδήποτε είναι ασύμφορο (ιατροφαρμακευτικές έρευνες δίχως καλή σχέση κόστους-ωφέλειας, δαπανηρές θεραπείες, και ούτω καθεξής). Ο Elliott δεν διστάζει να ισχυριστεί πως «η ιατρική δεν είναι επιστήμη» εφόσον διέπεται από έναν στυγνό πραγματισμό που αποτυπώνεται στο ότι δεν ασχολείται με το πώς και γιατί μία θεραπευτική αγωγή είναι αποτελεσματική αλλά μόνο με το γεγονός πως όντως αποφέρει καρπούς, και τούτο αντηχεί την ανάλογη ιδέα τού σημαίνοντος φιλοσόφου τής επιστήμης (και ιατρού) Georges Canguilhem ότι η ιατρική «μοιάζει περισσότερο με μία τεχνική ή τέχνη στο σημείο τομής διαφόρων επιστημών παρά, αυστηρά μιλώντας, με μία επιστήμη».

Η εν λόγω ιατρική «τέχνη», όμως, δεν δύναται να ανθίσει σε ένα περιβάλλον αντιδιανοουμενισμού ή, με τα λόγια τού Δρίτσα, «καταβαράθρωσης πνευματικών αξιών» και επικράτησης «κριτηρίων marketing», όπου ισχύει το «αν δεν φέρνεις πελάτες, δεν είσαι αξία πλέον.» [Σχετικώς με αυτήν την οξυδερκή παρατήρηση του Δρίτσα: Με απροσμέτρητη πικρία θυμάμαι προ καιρού να θέλω να προφέρω δωρεάν τις γνώσεις και τον χρόνο μου στη νεολαία τού Δήμου μου σε μια σειρά διαλέξεων στο Πνευματικό Κέντρο του, και να ακούω τους υπεύθυνους να μου ζητούν να φέρω και… σπόνσορα για να μου παραχωρήσουν μία αίθουσα!] Ο πολιτισμός (το τι έχουμε, οι τεχνο-επιστημονικές και κοινωνικές επιτεύξεις μας) δεν δύναται να υπάρξει χωρίς την κουλτούρα (το τι είμαστε, την τέχνη, την ηθική, και τον κριτικό αναστοχασμό μας). Εντούτοις, ο συγγραφέας εύστοχα διαγιγνώσκει πως η Δυτική κουλτούρα χάνει τη νοηματική της υπόσταση, με τα νέα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας να επιβάλουν μία μη-ορθολογική ανακύκλωση και αναγωγή των πάντων (υγεία, σωματική εμφάνιση, φυσικό περιβάλλον, και ούτω καθεξής) σε μόδα, και ως εκ τούτου να εξαλείφεται η εκ των ων ουκ άνευ μυθική-συμβολική λειτουργία δημιουργίας και πνευματικότητας, ενώ ο πολιτικός βίος εκπίπτει σε απλή βιολογική επιβίωση. Τόσο ο δημόσιος πολιτισμικός λόγος όσο και εκείνος των καθημερινών διαπροσωπικών επαφών οπισθοδρομούν προς το νηπιακό-«προγλωσσικό» στάδιο, και περίτρανο ιλαροτραγικό παράδειγμα συνιστά η «επικοινωνία» διά μέσου των κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου με εκατοντάδες βραχυγραφίες και απειροελάχιστες λέξεις-σύμβολα. Ιδού το «μέλλον» τού ανθρώπινου πολιτισμού: συντετμημένες λέξεις για συντετμημένες ζωές. Αντί για μία τέχνη τής ιατρικής έχουμε την «ιατροποίηση» της καθημερινής ζωής, που υπόκειται στην επιρροή, τον κοινωνικό έλεγχο, και την κυριαρχία τής ιατρικής ως απόρροια μίας ιστορικής μετάβασης από παραδοσιακές αξίες και θεσμούς ─όπως η εκκλησία, οι κανόνες δικαίου, και η οικογένεια─ αφενός στον «θεοποιημένο» επιστημονισμό (ή ακόμη, θα προσέθετα, στην καινοφανή «θρησκεία» τού αθεϊσμού) και αφετέρου στην επικέντρωση στην οικονομική διάστασή της, ήγουν στην εμπορευματοποίηση της αρρώστιας. Λόγου χάριν, ο πολιτικώς ορθός υπερβάλλων ζήλος για την πάση θυσία διαφύλαξη της υγείας συνιστά ένα άνωθεν επιβαλλόμενο lifestyle (και όχι ένα αυτόνομο modus vivendi), και συνίσταται σε μίαν εμμονή με τις δίαιτες και με προκαθορισμένα είδη άσκησης, στην αποφυγή ή στην πλήρη εξάλειψη «ανθυγιεινών συμπεριφορών» και «παραγόντων κινδύνου,» και στους τακτικούς ιατρικούς ελέγχους.

Ο Καθηγητής βιοχημείας και διάσημος συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας Isaac Asimov στηλίτευε την θρησκευτικής έξαρσης «λατρεία τής αγνοίας,» όπως ονόμαζε εκείνο το είδος τού αντιδιανοουμενισμού που εκτρέφεται από την εσφαλμένη εντύπωση πως δημοκρατία σημαίνει «η άγνοιά μου είναι εξίσου καλή με τις γνώσεις σου», και χλεύαζε τους σκοταδιστές οι οποίοι μας καλούν να μην εμπιστευόμαστε τους ειδικούς. Στη μετανεωτερική εποχή τής δυσπιστίας έναντι των «μεγάλων αφηγήσεων», με την επιστήμη και τη θρησκεία να συνιστούν δύο εξ αυτών, παρατηρείται πλέον ένας κατακερματισμός τής γνώσης και μία αμφισβήτηση της αυθεντίας τής επιστήμης που μπορούν να παραλληλιστούν, αντιστοίχως, με τον κατακερματισμό τής θρησκευτικής πίστης και την αμφισβήτηση προς την πνευματική εξουσία τής Καθολικής Εκκλησίας κατά τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, με αποτέλεσμα στις μέρες μας να δηλώνουν πια σχεδόν όλοι «ειδικοί», με βάση τα συναισθήματα ή το γούστο τους.

Ωστόσο, όπως ευφυώς διασαφηνίζει ο πολιτικός επιστήμονας Tom Nichols, όσο και αν ενίοτε αρεσκόμαστε στο να ακούμε όσους «σπεύδουν μετά χαράς να μας διαφωτίσουν για τα πάντα, από την ιστορία τού ιμπεριαλισμού μέχρι το πόσο επικίνδυνα είναι τα εμβόλια», μία προηγμένη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως να βασίζεται σε «ειδικούς, επαγγελματίες, και διανοούμενους». Επιπλέον, ο Nichols καυτηριάζει τις «διασημότητες» που καταχρώνται τη φήμη τους παριστάνοντας τους ακτιβιστές, εκφέροντας γνώμη (δίχως γνώση) επί παντός επιστητού, προωθώντας απερίσκεπτες καθημερινές συνήθειες και προκαλώντας εσφαλμένους συναγερμούς σε εκατομμύρια θαυμαστές τους, με συνέπεια να υπάρχουν άτομα τα οποία διστάζουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους ένεκα των αποτρεπτικών συμβουλών που έλαβαν μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες από την ηθοποιό και πρώην μοντέλο τού περιοδικού Playboy Jenny McCarthy, η οποία είχε τη θρασύτητα να δηλώσει πως τα σπούδασε όλα εμβριθώς στο «Πανεπιστήμιο της Google».

Η «μεσοποίηση» (ή «μιντιοποίηση») αποτελεί έναν μηχανισμό άσκησης μακροπρόθεσμης και ευρείας κλίμακας μετασχηματιστικής επίδρασης στη δομή ποικίλων κοινωνικοπολιτικών θεσμών και πολιτισμικών φαινομένων (inter alia, από τη θρησκεία μέχρι τον πόλεμο και από τη λογοτεχνία έως τις επιστήμες) εκ μέρους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στα ανεπτυγμένα Δυτικά κράτη, κυρίως από τα τέλη τού 20ου αιώνα (όταν και αναδύθηκαν τα ψηφιακά Μέσα) και ύστερα. Η μεσοποίηση δεν διαδραματίζει απλώς έναν διαμεσολαβητικό ρόλο σε σχέση με την πλαισίωση διαμόρφωσης του νοήματος στη δημόσια σφαίρα, αλλά πρόκειται για μία διεργασία εκμοντερνισμού διά μέσου τής οποίας αποπλαισιώνονται και αναπλαισιώνονται οι κοινωνικές σχέσεις και οι τρόποι καθορισμού των ατομικών και/ή συλλογικών ταυτοτήτων, ενώ υποστασιοποιεί εκείνην την πλευρά τής μεταμοντέρνας κατάστασης που επιτρέπει στα social media να διαμορφώνουν μία νέα συνείδηση και μίαν καινούργια πολιτισμική τάξη πραγμάτων, κυρίως, όπως τονίζει ο Δρίτσας μέσω της ένταξης σε ομάδες (ή σε αρτιγενείς «κοινωνικές φυλές», θα συμπλήρωνα). Ένα από τα μιντιακά στερεότυπα για τους επιστήμονες είναι το ότι ουδέποτε ψεύδονται, και αυτό τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση αφού, όπως επισημαίνει ο Δρίτσας, «είναι και οι ίδιοι κοινοί θνητοί (όπως όλοι μας)». Η επιλογή τους να ασχοληθούν με την επιστήμη εκπηγάζει από ένα ποικιλόμορφο μείγμα παρορμήσεων και ροπών, οι οποίες δεν περιορίζονται απαραιτήτως στην ακραιφνή και ορθολογική ενδόμυχη ανάγκη τους για την εύρεση της «αλήθειας» αλλά πιθανόν να περιλαμβάνουν και την όχι και τόσο ευγενή άμιλλα, τη διάθεση να σοκάρουν λόγω τού σύμφυτου αντικομφορμισμού τους ή, απεναντίας, την επιθυμία να γίνουν αρεστοί (ακόμη και μέσω αυτολογοκρισίας), την έπαρση, την τάση για «παιγνίδι» και ούτω καθεξής.

Επίσης, ο Δρίτσας διασκεδάζει, με πειστικά επιχειρήματα, τους φόβους πολλών ως προς το όραμα των τεχνο-προοδευτιστών μετανθρωπιστών για τη δημιουργία ενός «υπερανθρώπου» χάρις στη συνεπαφή [interface] οργανικών ιστών και μηχανών, ή για την αντικατάσταση του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού από κάποια παντοδύναμη τεχνητή νοημοσύνη. Το πρόθεμα «μετα-» μπορεί να διαθέτει είτε ένα χρονολογικό είτε ένα επιστημολογικό νόημα, με το δεύτερο να αφορά σε μία δευτέρας τάξεως αυτοκριτική επισκόπηση. Τουναντίον, ο κατά Δρίτσα ανέραστος μετα-άνθρωπος (ο μετά-την-πανδημία άνθρωπος) ενδέχεται, δυστυχώς, να έχει απολέσει την ελευθερία τού αναστοχασμού και να έχει υποταχθεί σε έναν κινεζικής υφής ολοκληρωτισμό.

Εν κατακλείδι, ένα ευσύνοπτο σχόλιο για τα ενδιαφέροντα σχέδια στο τέλος του βιβλίου τα οποία παραπέμπουν στον (εκ των αγαπημένων ζωγράφων τού συγγραφέα, όπως δηλώνει ο ίδιος στην εισαγωγή) Paul Klee: Περιχαραγμένα στην ζωογόνο αφέλεια της παιδικής οπτικής γωνίας τους και απομεμακρυσμένα από τον στεγνό αναπαραστατικό ρεαλισμό, έμπλεα πικρού χιούμορ και μουσικότητας, θυμίζουν το ονομαστό έργο τού Klee Angelus Novus (που ίσως να ενέπνευσε, εν μέρει, και τον τίτλο τού βιβλίου τού Δρίτσα), αποτυπώνοντας τη σωρεία κοινωνικών και πολιτισμικών καταστροφών τις οποίες αφήνει στο διάβα της η μετα-ανθρώπινη και απάνθρωπη ιστορία τής πανδημίας.

*Θωμάς Τσακαλάκης, Δρ. Πολιτισμικών Σπουδών και Επικοινωνίας, λογοτέχνης, μεταφραστής

athensvoice.gr/