Ηλίας Λιαμής: Δρόμοι της Καρδιάς Μικρές ιστορίες «για την αγάπη που ξεχάσαμε»

Ο καρδιολόγος Θανάσης Δρίτσας συνομιλεί με τον διδάκτορα θεολογίας και μουσικοπαιδαγωγό Ηλία Λιαμή με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Καρδιά-ο δρόμος που ξέχασες»

Γνωρίζω εδώ και αρκετές δεκαετίες τον Ηλία Λιαμή και θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό για την δημιουργική σχέση μαζί του σε πολλά επίπεδα. Έχω απολαύσει τις εκπομπές και τους στοχαστικούς διαλόγους που έχουμε κάνει πάνω στην σχέση μουσικής και υγείας-και σε πλείστα άλλα πνευματικής βάσης ζητήματα σύγχρονου προβληματισμού-παλαιότερα στην Ραδιοφωνικό Σταθμό της Πειραικής Εκκλησίας και τα τελευταία χρόνια, ως προσκεκλημένος στις αξιόλογες εκπομπές του Λιαμή, στον δημοφιλή διαδικτυακό τόπο «Πεμπτουσία» (Πολιτισμός-Επιστήμες-Ορθοδοξία). O Ηλίας Λιαμής (*) είναι, τυπικά προσδιοριζόμενος με βάση τους επιστημονικούς του τίτλους, διδάκτορας Θεολογίας και Μουσικοπαιδαγωγός, καθηγητής στην Ελληνογαλλική Σχολή του Αγίου Ιωσήφ (StJoseph) της Αθήνας. Πέραν των πλούσιων επιστημονικών του σπουδών, προσόντων και δεξιοτήτων ουσιαστικά είναι άνθρωπος με σπάνιο και ευρηματικό λόγο (σε προφορικό και γραπτό επίπεδο), μεγάλη ικανότητα επικοινωνίας και σπουδαίο χάρισμα διδασκάλου.

Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Καρδιά…Ο δρόμος που ξέχασες» (εκδόσεις Αρχονταρίκι) συζητήσαμε για ακόμα μια φορά πολλά ζητήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση του βιβλίου του Ηλία Λιαμή. Το βιβλίο περιέχει μικρές ιστορίες που συχνά βασίζονται σε βιωμένη εμπειρία του συγγραφέα και αναφέρονται στους δρόμους της καρδιάς. Μέσα στον άνθρωπο, πέρα από τα λάθη και τις αστοχίες του υπάρχει ένα συγκεκριμένος χώρος, ένα πνευματικό κέντρο, μια πνευματική γη η οποία παραμένει αθώα και καθαρή. Αυτή είναι η καρδιά του ανθρώπου, το κέντρο της ύπαρξης μας. Επί της ουσίας, όπως αναφέρει και ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (Λίβυος) που προλογίζει το βιβλίο, οι μικρές ιστορίες «για την αγάπη που ξεχάσαμε» του Ηλία Λιαμή αποτελούν εξομολογήσεις τις οποίες δεν φοβάται να μοιραστεί με τον αναγνώστη.

Τα λίαν ευανάγνωστα και «ζεστά» κείμενα του Λιαμή προσπαθούν να μας δείξουν τον τρόπο να χορτάσουμε την πείνα της καρδιάς μας. Αν και η προσέγγιση της εμπειρίας του συγγραφέα (στη βάση της χριστιανικής θεολογίας πίστης-αγάπης) είναι προφανής όμως οι σύντομες ιστορίες του βιβλίου, μέσα από ένα δροσερό λόγο αλήθειας, αποκτούν μια πανανθρώπινη διάσταση και ένα άρωμα ζωής που υπερβαίνει μια στείρα θρησκευτική αντίληψη. Μέσα από τα κείμενα του ο Λιαμής προσεγγίζει την καρδία αποδίδοντας της διάφορα χαρακτηριστικά όπως την καθαρή καρδία, την σπλαγχνική καρδιά, την βιαστική καρδιά, την καλή καρδιά, την φυγόκεντρο και κεντρομόλο καρδιά, την αρχοντική καρδιά, την καρδιά πατάτα. Με εντυπωσίασε η διατύπωση στα λατινικά στην τελευταία ιστορία του βιβλίου με τίτλο: «Cave obdurationem cordis» που περιέχει το πλέον σημαντικό μήνυμα του βιβλίου δηλαδή «να φοβάσαι την σκληρή καρδιά». Ακολουθεί σε πλήρη έκπτυξη ο διάλογος μου με τον Ηλία Λιαμή:

Αγαπητέ Ηλία, ο τίτλος του βιβλίου σου «Καρδιά-ο δρόμος που ξέχασες» παραπέμπει σε μια υποσυνείδητη ή ενσυνείδητη παράκαμψη των δρόμων της καρδιάς. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό κατά την άποψή σου και αφορά μόνον τους καιρούς μας ή είναι διαχρονικό ζήτημα;
Θανάση αγαπητέ, σε ευχαριστώ καταρχάς γι’ αυτήν την καρδιακή συνομιλία. Η καρδιά, διαχρονικά και πανανθρώπινα, αποτελεί κέντρο νοσταλγίας ενός χαμένου παραδείσου, αλλά και κέντρο ελπίδας. Ελπίδας πως ο άνθρωπος, στον πυρήνα του, είναι καλός, αθώος, ανέγγιχτος από την κακία και το ψέμα. Η καρδιά παραμένει μία συμβολική περιγραφή ενός χώρου αθωότητας και παρουσίας Κάποιου με προέλευση εκτός του ανθρώπινου χωροχρόνου, αλλά απτού. Κάποιας πηγής που μας διατηρεί σε δυνατότητα να μπορούμε να διακρίνουμε και να ονομάζουμε το κακό, αλλά και να κινούμαστε με μία άλλη λογική. Η καρδιά είναι η πηγή μιας άλλης ευφυΐας, άλλων σταθερών και μιας αποτελεσματικότητας, ιδιαίτερα στις ανθρώπινες σχέσεις, η οποία, αν και δεν μετριέται με μαθηματικούς η στατιστικούς όρους, είναι αναμφισβήτητη και συναρπαστική. Πέρα από θρησκευτικές δοξασίες, ζούμε τις συνέπειες ενός αρχέγονου προπατορικού αμαρτήματος με ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του τη μανία του ελέγχου των πάντων. Τη μανία αυτή εξυπηρετεί διαχρονικά η διανοητική ανάλυση, η μονοκρατορία της όμως σε όλα τα επίπεδα της ζωής οδηγεί διαχρονικά στην διάλυση, ιδιαίτερα όσον αφορά την μεγάλη ανάγκη του ανθρώπου να σχετίζεται, να μοιράζεται και να αγαπάει. Αυτή την άλλη λογική αναζητά αυτό το βιβλίο, όχι τόσο αναλύοντας όσο περιγράφοντας ανθρώπους και πράξεις που αποκαλύπτουν αυτή την άλλη λογική.

Το βιβλίο βρίθει πολύτιμων ιστοριών από την βιωμένη εμπειρία σου ως διδάσκοντος θεολόγου αλλά και μουσικού στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πώς βλέπουν τα παιδιά σήμερα τον θεολόγο και πώς τον μουσικό διδάσκοντα;
Αυτές τις δύο ιδιότητες, αυτά τα δύο δώρα της ζωής μου που μου επεφύλαξαν μία συναρπαστική σταδιοδρομία με την κάθε μέρα να αποτελεί έκπληξη μοναδική και ανεπανάληπτη μέσα στη σχολική τάξη, θεωρώ κορυφαίες λειτουργίες αυτής της «καρδιακής» λογικής. Ούτως ή άλλως, σε κάθε είδους διδασκαλία, λειτουργεί η σχέση δασκάλου μαθητή. Ιδιαίτερα όμως στη θεολογική διδασκαλία στην οποία μπαίνει το θέμα των αξιών, αλλά και στη μουσική διδασκαλία, στην οποία βασικό ζητούμενο είναι η εξωλεκτική εμπειρία και επικοινωνία, αναζητείται κατεξοχήν το πρόσωπο. Στην διδακτική μου διαδρομή συνέβη αυτό που συνέβη και στην μαθητική μου διαδρομή: το αντικείμενο της διδασκαλίας να ταυτίζεται με το πρόσωπο του διδάσκοντα. Στα πρόσωπα των μαθητών μου είδα στο θεολογικό και το μουσικό μάθημα να είναι μόνον η αφορμή για μία σχέση, με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, και ως εκ τούτου σχέση βαριά, γεμάτη ευθύνη αλλά και λίγο ενοχή για πόσα ακόμα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν, ώστε η σχέση μαθητή – δασκάλου να αποτελέσει ισόβιο καταφύγιο υπέρβασης και καλαισθησίας.

Πόσο σημαντικός μπορεί να γίνει η ρόλος του Θεολόγου σήμερα σε σχέση με τους παραδοσιακούς ρόλους πχ του μαθηματικού, του φυσικού, του φιλολόγου;
Πόσο συχνά ζηλεύω τους συναδέλφους των άλλων μαθημάτων! Πόσο ζηλεύω αυτήν την έξοδο κινδύνου που τους προσφέρει η ανάγκη κάλυψης μιας ύλης. Έχει και η θεολογία, και κατ’ επέκταση το μάθημα των θρησκευτικών, υπαρκτό το χαρακτήρα της γνώσης, ιδιαίτερα σε ιστορικό, πολιτιστικό και ερμηνευτικό επίπεδο. Είναι τόσο έντονη όμως η ανάγκη των παιδιών να έρθουν σε επαφή με την εξωλεκτική εμπειρία και να συζητήσουν θέματα που αγκαλιάζουν όλη την ύπαρξη, κάτι που χαρακτηρίζει έντονα τον πυρήνα του μαθήματος των θρησκευτικών, ώστε το πρόσωπο του Θεολόγου καθηγητή γίνεται σημείο αναφοράς και καθοριστικός παράγοντας -θετικός ή αρνητικός-, σε μία υπαρξιακή συγκρότηση και σε μία πνευματική ωρίμανση. Και ονομάζω «πνευματική ωρίμανση» την ετοιμότητα του ανθρώπου να παραμένει ανοιχτός σε νου και καρδιά στο καινούργιο που καθημερινά χτύπα την πόρτα μας.

Παιδεία ή εκπαίδευση προσφέρει το σχολείο γενικά σήμερα ή μήπως κανένα εκ των δύο; Ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες των παιδιών και τι προσφέρει τελικά το σχολείο άραγε; Έχουμε ρωτήσει με ειλικρίνεια τα παιδιά τι θυμούνται να έχουν πάρει θετικό από το σχολικά τους χρόνια;
Διαχρονικό το ερώτημα και διαχρονικά δύσκολο και συχνά πικρό. Η παιδεία παραπέμπει στη διαμόρφωση ανθρώπου που βλέπει τον εαυτό του και τον χαίρεται. Που διακρίνει τις πολλαπλές του ανάγκες και τις πολλαπλές του διαστάσεις. Που διαρκώς μεταβάλλει την άμορφη ύλη του σε μορφή και ομορφιά. Με μία τέτοια στοχοθεσία και αυτό που λέμε «εκπαίδευση» είναι επιθυμητή και χρήσιμη. Η εκπαίδευση αφορά δεξιότητες. προσήλωση σε ένα αντικείμενο και τη χαρά να το κατέχεις και να το χρησιμοποιείς. Η εκπαίδευση έχει εργαλείο την ανάλυση, χωρίς όμως τον ορίζοντα της παιδείας, η απολυτότητα της εκπαίδευσης διαμορφώνει μελαγχολικούς ευφυείς και επιδέξιους αφυδατωμένους. Από το σχολείο τα παιδιά θυμούνται όλα εκείνα που έκαναν συνοδοιπόρους έστω και για μία στιγμή τη λογική και το συναίσθημα τους. Θυμούνται τις στιγμές που καρδιά και νους συμπορεύτηκαν. Θυμούνται ό,τι τους έδωσε κριτήριο να διακρίνουν το ανθρώπινο από το απάνθρωπο. Θυμούνται όλα εκείνα που δεν συνέργησαν στον ακρωτηριασμό τους. Αυτά καταγράφουν ως θετικά.

Στο βιβλίο σου οι τίτλοι των ιστοριών σου αναφέρονται μεταξύ άλλων στην σκληρή καρδιά, στην μαλακή καρδιά, στην καρδιά πατάτα, στην σπλαγχνική καρδιά. Μεγάλη έμφαση αποδίδει η χριστιανική προσέγγιση στην καθαρή καρδιά. Τι σημαίνει για εσένα ο όρος καθαρή καρδιά;
Αφού μου προσδιορίζεις την χριστιανική θεώρηση του όρου «καθαρή καρδιά», πρέπει να ανταποκριθώ απαντώντας με πληροφορίες. Καθαρή καρδιά για την χριστιανική θεολογία και ιδιαίτερα για την νηπτική ορθόδοξη θεολογία είναι το κατοικητήριο της θεϊκής παρουσίας, εκείνο το αρχέγονο «κατ’ εικόνα» που αμαυρώθηκε αλλά δεν καταλύθηκε. Ένα κέντρο έσωτατης αλήθειας, ένας τόπος φωτός το οποίον όμως μπορεί να μείνει καταχωνιασμένο κάτω από παχύ στρώμα παθών, πνευματικής αμέλειας και παραδόσης στους νόμους της φθοράς και της προσωρινότητας που χαρακτηρίζει τον υλικό κόσμο. Η καρδιά είναι πάντα καθαρή. Ο άνθρωπος όμως με καθαρή καρδιά είναι εκείνος που την προσέγγισε και την κατέστησε το πολυπόθητο και μόνιμο οίκο του. Αυτόν που έκανε την καθαρή καρδιά σπίτι του και κάθε του ενέργεια, κάθε του σχέση φωτοδοτείται πλέον από το φως της. Αυτή η πορεία συνάντησης με το εσωτερικό κέντρο μας αποτελεί τον υπέρτατο στόχο της χριστιανικής ασκήσεως.

Ποιου είδους παιδεία ή εκπαίδευση σήμερα μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση καθαρής καρδιάς και πόσο εύκολο είναι αυτό σήμερα σε μια εποχή που αποδίδει μεγάλη έμφαση στην κοινωνική και οικονομική επιτυχία;
Επίτρεψέ μου Θανάση και στην ερώτηση αυτή να χρησιμοποιήσω την οπτική γωνία της χριστιανικής πνευματικότητας. Η ουσία του περίφημου προπατορικού αμαρτήματος συνιστάται στο ότι ο άνθρωπος αποξενώθηκε από την θεϊκή παρουσία την εγκατεστημένη στον πυρήνα της ύπαρξης του και την υποκατέστησε με τη δική του αυτοθέωση. Είναι ακριβώς η φράση που έδωσε και τον τίτλο σε ένα από τα πιο συναρπαστικά αναγνώσματα της εφηβείας μας, εκείνο το περίφημο «Και ως θεοί έσεσθε» του Έριχ Φρομ. Προπατορικό αμάρτημα είναι η αυταπάτη πως είμαστε το κέντρο του σύμπαντος και ότι όλα πρέπει να κινούνται γύρω από μας. Η κατάδυση στην καθαρή καρδιά προϋποθέτει εξάσκηση και προπόνηση στην απαλλαγή από το τρομερό βάρος πως είμαστε το κέντρο του κόσμου. Αυτό που στην ερώτησή σου προσδιορίζεις ως επιτυχία αποτελεί ουσιαστικά, με τον τρόπο που διδάσκεται και επιδιώκεται, μύηση σε αυτή την αλλοτρίωση και σε αυτό το ψέμα. Σκοπός της παιδείας θα παραμένει πάντα, καταρχάς η τιθάσευση των ορμών, δεύτερον η σταδιακή ανάπτυξη της δυνατότητας να συνυπάρχουμε και τρίτον η προσέγγιση της ευτυχίας να μπορούμε να εξυπηρετούμε με ζήλο και αυταπάρνηση εξωατομικούς σκοπούς. Τότε η κάθε είδους εκπαίδευση βρίσκει και αυτή τον προορισμό της και δείχνει τη χαρά της εξάσκησης στην απόκτηση εργαλείων αγάπης και ευρέσεως νοήματος ζωής.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι στόχος κάποιων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων είναι το ξεμπλοκάρισμα και η έκφραση του συναισθήματος. Η ικανότητα να εκφράζει και να αναγνωρίζει τα συναισθήματα του ο άνθρωπος μπορεί να συνδεθεί με την έννοια της καθαρής καρδιάς;
Δεν είμαι ψυχοθεραπευτής, αλλά γνωρίζω από προσωπική πείρα την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Ναι, είναι αλήθεια πως το ξεμπλοκάρισμα και η εξωτερίκευση του συναισθήματος αποτελούν για τη διαδικασία αυτή θεμελιώδη ζητούμενα. Στα δικά μου μάτια, αιτία είναι ο φόβος και η δίψα για αξία. Φόβος για την αναπότρεπτη φθορά των πάντων άρα και κάθε σχέσης. Μπλοκάρω το συναίσθημά μου για να μην πονέσω. Όσο για την αξία, μη έχοντας μία εσωτερική αυτοκαταξίωση μέσω της αναγνώρισης του σπόρου της αιωνιότητας στην καρδιά μας, ζητιανεύουμε μία πλασματική καταξίωση μέσω της γνώμης και της κρίσης των άλλων. Τρέμουμε τη γνώμη των άλλων. Γινόμαστε επαίτες των likes τους. Η εξωτερίκευση του συναισθήματος μάς εκθέτει και αποκαλύπτει τις ευαισθησίες μας, που για τον κόσμο θεωρούνται αδυναμίες. Από το να αποδεχόμαστε την αλήθεια μας, προτιμούμε να φτιασιδώνουμε διαρκώς και με αγωνία να υπερασπιζόμαστε την αυτοθέωσή μας, όντας στην πραγματικότητα γυμνοί και υπό διαρκή απειλή εκ μέρους των υποτιθέμενων θαυμαστών μας.

Θα μπορούσες να με βοηθήσεις να κατανοήσω απλά και πρακτικά το πως σχετίζονται Νους και Καρδιά με μια θεολογική έννοια; στην ασκητική παράδοση στόχος της πνευματικής ζωής είναι να συνδεθούν Νους και Καρδιά. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό και τι σημαίνει άραγε;
Ο Νους είναι το μάτι της ψυχής. Είναι από τα σημεία εκείνα στα οποία συναντήθηκε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και η χριστιανική πνευματικότητα. Ο νους, ο οποίος περιφέρεται στα κτιστά του κόσμου τούτου επιτελεί μόνον μία διανοητική λειτουργία, δηλαδή ερμηνεύει, κατανοεί τον τρόπο λειτουργίας των αντικειμένων και παίρνει ανάλογες αποφάσεις του ελέγχου και του χειρισμού τους. Οι νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας μας καλούν, μέσω της ασκήσεως, της απαλλαγής από τα πάθη που κρατούν τον άνθρωπο καρφωμένο στην ύλη, τη διαρκή μετάνοια και βεβαίως την προσευχή, να στρέψουμε τον νου μας προς στο βάθος της ύπαρξης μας, ώστε να συναντήσει το κρυμμένο φως της καρδιάς μας. Τότε ο νους, φωτισμένος, δεν αναλύει απλώς αλλά, μέσω των κτισμάτων, συναντά τον Δημιουργό και γίνεται κοινωνός της βαθιάς σκοπιμότητας, δηλαδή των λόγων που υποκρύπτονται πίσω από τα ορατά. Ζητώ συγγνώμη για μία υπεραπλούστευση πραγμάτων για τα οποία έχουν γραφτεί τόμοι πατερικής σοφίας και φυσικά θα ήταν πολύ πιο αρμόδιοι να μας τα περιγράψουν άνθρωποι που έχουν προχωρήσει στο δρόμο αυτό.

Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες και η Κλασσική Παιδεία απομακρύνονται από τις προτιμήσεις των παιδιών. Κυριαρχούν οι θετικές επιστήμες και τα οικονομικά. Σε δεύτερη μοίρα έρχονται και οι Τέχνες επίσης οι οποίες υπέστησαν υποβάθμιση περαιτέρω στα πλαίσια της πανδημίας Covid. Οι νέοι διαλέγουν πρακτικά την υποτιθέμενη ασφάλεια και η ζωή προάγεται πλέον ως γυμνή επιβίωση. Πώς θα χωρέσει εκεί μέσα ο δρόμος της καρδιάς σε ένα αξιακό σύστημα που προάγει το χρήμα και την ορθολογική σκέψη ως μονόδρομο;
Θεωρώ πολύ επίκαιρη τη συζήτηση για το αξιακό σύστημα που αναφέρεις. Οι αξίες δεν είναι δόγματα που κάποιος τα χάραξε αυθαίρετα πάνω σε πέτρινες πλάκες. Οι αξίες είναι παράγοντες και δρόμοι ευρέσεως αληθινής ευτυχίας στους οποίους κατέληξε ο ανθρώπινος πνευματικός πολιτισμός μετά από πολύ αγώνα και πολλές αποτυχίες. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθώ επιγραμματικά σε αξίες, μπορώ όμως οπωσδήποτε να διαβεβαιώσω ότι αυτό που ονομάζουμε «αξίες» δεν αποτελούν τόσο αντικείμενο διδασκαλίας, όσο μιμήσεως. Επί αιώνες, σε όλους τους πολιτισμούς, η αλήθεια αποτελούσε αποτέλεσμα σχέσης με τον φωτισμένο δάσκαλο, γνωστό και ως μέντορα. Είναι πολύ λίγα σχετικά τα χρόνια που οι αλήθειες της ζωής διαμορφώθηκαν σε διδακτέα ύλη. Η μάθηση έγινε βαρετή γιατί έπαψε να γίνεται μέσω των ζωντανών προτύπων. Η επιβίωση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντα επιτυγχάνεται, οι τελευταίες όμως δύσκολες περίοδοι έφεραν στην επιφάνεια με έντονο και συχνά βίαιο τρόπο την ανάγκη των νέων ανθρώπων να βρουν γύρω τους ανθρώπους έμπνευσης, ωριμότητας, ευγένειας, καλοσύνης, ανθρώπους που μπορούν να πείσουν για ένα νόημα ζωής και να εμπνεύσουν τον άνθρωπο να ακολουθήσει τον δρόμο τους, έναν δρόμο με εμπιστοσύνη καρτερία και προσήλωση στον τελικό στόχο.

Ποια πρόσωπα θεωρείς ότι επέδρασαν καταλυτικά στην διαμορφωμένη κοσμοθεωρία σου ως ανθρώπου και επιστήμονα συνολικά μέχρι σήμερα;
Ό,τι είπα προηγουμένως μου το φέρνεις -και σε ευχαριστώ γι’ αυτό- σε προσωπικό επίπεδο. Συγκεκριμένες οικογενειακές συνθήκες υγείας της μητέρας μου έγιναν η αιτία ώστε κάποιες περιόδους της τρυφερής μου ηλικίας να τις περάσω υπό την προστασία μιας μοναχής σε μοναστήρι της Αττικής. Από πολύ νωρίς έμαθα τα της ορθόδοξης λατρείες, τα αυτιά μου γέμισαν από βυζαντινή ψαλμωδία και η μύτη μου ακόμα φέρει την έντονη μυρωδιά του λιβανιού. Την θεολογία όμως τη διδάχτηκα στην αγκαλιά αυτής της γυναίκας. Αυτή η αγκαλιά του μαύρου ράσου ταυτίστηκε για μένα με την αγκαλιά του Θεού. Όπως βλέπεις εκτίθεμαι σε ψυχολογικές αναλύσεις αλλά ειλικρινά, ό,τι έχω να πω σταματάει εδώ. Από αυτή την αγκαλιά ξεκίνησε η εξελικτική μου εμπειρία. Όσο για την εφηβεία μου και την φοιτητική μου ζωή, τα πράγματα είναι εξίσου σαφή. Ο φιλόλογος του σχολείου μου στις τελευταίες δύο τάξεις του σχολείου, με έπεισε πώς δεν αξίζει κάτι άλλο από το να διδάσκει κανείς σε μία σχολική τάξη. Στα φοιτητικά μου έδρανα συνάντησα στη θεολογική σχολή έναν καθηγητή που δίδασκε φιλοσοφία και μάλιστα σε επιλεγόμενο μάθημα, ο όποιος μου έσπασε το κέλυφος μιας θρησκειοποιημένης θεολογίας και μου απέδειξε πως και τα πιο τολμηρά μου στοχαστικά και διανοητικά πετάγματα δεν έχουν τίποτα να φοβηθούμε από τη θεολογία. Και βεβαίως ούτε ο Θεός από αυτά.

Αν μπορούσες να αποφασίσεις εσύ ως Ηλίας Λιαμής για την ουσία του εκπαιδευτικού συστήματος τι και πως θα δίδασκες τα παιδιά σήμερα; σε ρωτάω διότι αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό η ιστορική ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών». Πώς μπορούμε να εμπνεύσουμε τα παιδιά άραγε κόντρα στο main stream;
Μεγάλο ζήτημα θέτει το ερώτημα σου Θανάση μου αγαπητέ. Με βρίσκεις όμως σε μία φάση όπου καθημερινά διακρίνω τα καταστροφικά αποτελέσματα της έλλειψης ορίων στα παιδιά μας. Πολλά θα έκανα και σε επίπεδο ύλης και σε επίπεδο μεθόδου και σε επίπεδο ευκαιριών μέσα στο σχολικό χώρο. Θα ξεκίναγα όμως από το να εκπαιδεύσω τους εκπαιδευτικούς να προσδιορίσουν το ρόλο τους και να ενισχύσουν την ταυτότητά τους την ώρα που ανοίγουν την πόρτα της σχολικής τάξης. Να τους εκπαιδεύσω ώστε να αποφύγουν τη σύγχυση των ρόλων ανάμεσα σε διδάσκοντα και διδασκόμενο. Θα πω και κάτι που ίσως σε παραξενέψει. Η ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» διαθέτει μία αναμφίβολη γοητεία η οποία με άγγιξε και εμένα όταν την είδα. Μιλώντας όμως ως δάσκαλος έχω να καταλογίσω ένα φάουλ στον captain my captain: Στη σχολική του τάξη μπήκε με εφηβικές εκκρεμότητες και παρά τη συναρπαστική του προσωπικότητα και το σπάσιμο της παγωμένης διδακτικής διαδικασίας -και μάλιστα σε αγγλοσαξονικό περιβάλλον-, έμπλεξε τους μαθητές του, διότι δεν έθεσε σαφή όρια και έτσι δεν διευκόλυνε τη διαμόρφωση σαφούς ταυτότητας σε αυτούς για τους οποίους είχε ευθύνη. Από την άλλη δεν μπορώ να πω ότι δεν ζήλεψα το διδακτικό του ταλέντο να ενεργοποιεί κρυμμένες πτυχές της ύπαρξης των μαθητών του και να ανοίγει δρόμους. Αυτό είναι το μεγαλύτερο όπλο κατά του mainstream: η ανακάλυψη της προσωπικής αλήθειας που δεν σου επιτρέπει να λειτουργήσεις ως μέρος ενός κοπαδιού, έστω και αν το κοπάδι είναι γοητευτικό γιατί δεν μένεις ποτέ μόνος σου.

Θρησκευτικότητα και πνευματικότητα είναι μάλλον δύο όροι διαφορετικοί. Είναι αναγκαία η θρησκευτική πίστη για την απόκτηση πνευματικότητας πιστεύεις; οι θρησκείες ως φανατική προσήλωση σε ιδεολογίες έχουν ιστορικά συνδεθεί και με αίμα, έγκλημα και καταστροφές. Οι δρόμοι της καρδιάς θαρρώ ότι μπορούν να αποδεσμευτουν από την έννοια της θρησκείας. Θα ήθελα το σχόλιο σου πάνω στο ζήτημα αυτό.
Χωρίς να το ξέρεις Θανάση μου με ρωτάς ακριβώς την αιτία που με κρατά ενωμένο με αυτό που ονομάζεται «ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα». Όλη αυτή η τυπολατρία, η φανατική προσήλωση που αναφέρεις αλλά και όλη αυτή η αλλοτρίωση της πνευματικότητας σε φανατισμό έχουν μία βασική αιτία: την αγωνία ότι ο Θεός θα με αποδεχθεί εάν τηρήσω έναν κατάλογο πράξεων και συμπεριφοράς. Από το σημείο αυτό και πέρα ξεκινούν όλες οι ψυχολογικές επιπλοκές μιας απίστευτης εσωτερικής καταπίεσης, ενός πανικού μπροστά στην ατομική εκμηδένιση του θανάτου εάν ο Θεός με απορρίψει και, βεβαίως, μιας απίστευτης σκληρότητας εκ μέρους του θρησκευόμενου προς τον καθένα που διαλέγει έναν άλλο δρόμο γιατί ακριβώς με την διαφοροποίησή του, ενεργοποιεί τις δικές μου απωθημένες επιθυμίες. Αυτή η έξοδος του Θεού, η κένωση με θεολογικούς όρους, που αποτελεί τον πυρήνα της χριστιανικής πνευματικότητας, αυτή η βαθιά επιθυμία του Θεού να αναζητήσει το αγαπημένο του πλάσμα και να το ξαναπάρει στην αγκαλιά του χωρίς ρήτρες και προαπαιτούμενα, αποτελούν την πλήρη μετατόπιση του κέντρου βάρους της χριστιανικής πίστης από σύστημα υποταγής σε σύστημα ελευθερίας. Υπάρχει δρόμος χριστιανικής πνευματικότητας που τον βαδίζω όχι για να κατευνάσω τον Θεό αλλά για να ελευθερωθώ από την αυτοθέωσή μου. Με την έννοια αυτή, η πίστη μου πότισε την πνευματικότητά μου και με έφερε σε συνειδητοποίηση της ευθύνης μου απέναντι σε Θεό και ανθρώπους. Τίποτε δεν μπορεί να μου εξασφαλίσει ως αντικειμενικό γεγονός (τελετή, υπακοή σε νόρμες) τη σχέση μου με το Θεό παρά μόνο η δική μου απόφαση να ανταποκριθώ στην ζωντανή παρουσία Του. Αυτή είναι η πεμπτουσία της αναζήτησης της καρδιάς μου. Όσους ανθρώπους συνάντησα να βρίσκονται στο δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση τους είδα να ζουν ελεύθεροι και κυρίως να είναι απελευθερωτικοί προς εμένα.

Ως καρδιολόγος που παρακολουθεί, εξετάζει και θεραπεύει ασθενείς παρατηρώ ότι ευκολότερα χειρίζονται οι άνθρωποι οργανικά ζητήματα πάρα ζητήματα που αφορούν την ψυχή και το πνεύμα τους. Οι δρόμοι της καρδιάς είναι δύσκολοι και μη εύκολα διαχειρίσιμοι δρόμοι. Εσύ αναρωτιέσαι συχνά αν έχεις ξεχάσει τον δρόμο της καρδιάς σου;
Η πορεία στον δρόμο της καρδιάς έχει απαιτήσεις. Απαιτεί πρώτα χρόνο, μετά προσήλωση, μετά ετοιμότητα να μπαινοβγαίνω εύκολα από τις βιοτικές μέριμνες και, τέλος, συνέπεια και πιστότητα σε μία σχέση. Η πίστη δεν έχει να κάνει με την πεποίθηση υπάρξεως ενός Θεού αλλά με την τιμιότητα να αφιερώνεσαι αποκλειστικά σε μία σχέση. Από τη στιγμή που γεννηθήκαμε, πέσανε πάνω μας πολοί για να μας δείξουν δρόμους «για το καλό μας». Μπορεί και να άργησα λίγο, κατάλαβα όμως πως αυτό το καλό είναι ήδη μέσα μας κεκτημένο και περιμένει τον πνευματικό μας μόχθο για να το ανακαλύψουμε και να το χαρούμε χωρίς όρους και χωρίς όρια.

(*) O Ηλίας Λιαμής είναι διδάκτορας Θεολογίας και μουσικοπαιδαγωγός, καθηγητής στην Ελληνογαλλική Σχολή του Αγίου Ιωσήφ (StJoseph) της Αθήνας. Παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα θεολογίας και μουσικής στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και της Γενεύης, καθώς και στη μουσική Ακαδημία του Κέτσκεμετ της Ουγγαρίας. Επιμορφώθηκε σε θέματα σχολικού project management. Είναι Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Καλλιτεχνικών Εκδηλώσεων και μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Χριστιανικής Αγωγής της Νεότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επί σειράν ετών συνεργάζεται στην έκδοση σύγχρονων κατηχητικών βοηθημάτων, ενώ παράλληλα είναι συγγραφέας βιβλίων και καλλιτεχνικών έργων, τα οποία έχουν παρουσιαστεί σε πολυπληθείς παραστάσεις σε μεγάλες αίθουσες σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Συνεργάζεται συστηματικά με Σχολές Γονέων Μητροπόλεων και είναι ενταγμένος ως επιμορφωτής στο Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμόρφωσης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Διοργανώνει σεμινάρια υπαρξιακής ηγεσίας και κατάρτισης εκπαιδευτικών και στελεχών νεανικού έργου. Πέραν όλων όμως, αισθάνεται βαθειά ευγνωμοσύνη για την οικογένειά του, τη σύζυγό του Νάντια, την Άννα και τον Νικόλαο, που με αγάπη και υπομονή προσπαθούν ακόμη να τον πείσουν πως μπορεί να γίνει και καλύτερος.