Διήγημα: “Πέτρα και χαρτί”

Της Άννας Λύκου // *

 

Είναι απόγευμα κι εκείνη καθισμένη στον διθέσιο καναπέ του μισοσκότεινου σαλονιού. Ο ανεμιστήρας οροφής αναμοχλεύει ράθυμα υπολείμματα δροσιάς που επιβίωσαν από το μεσημεριανό λιοπύρι βρίσκοντας καταφύγιο στην παλιά μονοκατοικία. Η στιγμιαία απόφασή της να ανοίξει τα παντζούρια ματαιώνεται, καθώς το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται σε μια κουβέντα την οποία πάει καιρός που δεν κουράζεται να ξεκινά.

Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι; Όχι, όχι κρυφτό, όχι άλλο. Κουράστηκα να σ’ αναζητώ σε κρυψώνες που δε βάζει ανθρώπου νους και ποτέ να μη σε βρίσκω. Όσο για το κυνηγητό, ξέρω από πριν ποιοι θα ’ναι οι ρόλοι και φοβάμαι πως για άλλη μια φορά δε θα σε προφτάσω. Έχω ταλέντο άλλωστε να αργώ. Η ταχύτητα των στιγμών με τις οποίες θα ’θελα να αναμετρηθώ είναι ασυναγώνιστη και συνεπώς φαντάζει ολωσδιόλου εξουθενωτικό. Μια ονειρική απιθανότητα. Κάθισε λίγο εδώ δίπλα μου. Μου έλειψες πολύ. Τι λες για «όνομα-ζώο-πράγμα»; Υπάρχουν κάτι κομμάτια χαρτί από σπιράλ τετράδια σκόρπια επάνω στο γραφείο και δυο-τρία χιλιοξυσμένα μολύβια, από αυτά που συντροφεύουν το χέρι μου τα βράδια παρακινώντας το να εκμυστηρευτεί ακόμα κι όσα μοιάζουν μάταια να ειπωθούν. Μας είναι αρκετά, δε συμφωνείς; Εσύ πρέπει να αρχίσεις να λες από μέσα σου την αλφαβήτα κι εγώ… Μα ποιον κοροϊδεύω; Τίποτα δεν ήταν ποτέ αρκετό. Με συγχωρείς, αλλά η μικρολογία γίνεται συνήθεια για πολύ καιρό αφότου δεν απομένει οτιδήποτε σημαντικό για να συζητηθεί.

Έχω όμως μια καλύτερη ιδέα, για στάσου. Τι θα ‘λεγες για «πέτρα-ψαλίδι-μολύβι-χαρτί»; Είναι μια ευκαιρία για να σε αισθανθώ λίγο κοντά μου, καθώς τα χέρια μας θα ενώνονται κι εσύ θα γίνεσαι ψαλίδι αφήνοντας σημάδια ή μολύβι για να γράψεις επάνω μου, κι όταν πάλι θα είσαι η πέτρα κι εγώ το χαρτί, θα σε τυλίγω σφιχτά και θα τελειώνει το παιχνίδι, έτσι απλά, χωρίς νικητή, γιατί τι σημασία έχουν οι κανόνες, αν το υλικό παραμένει αμετάβλητο; Η ήττα δε λογαριάζεται ως τέτοια, όταν σε περιβάλλει αδυνατώντας να σ’ επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο. Και να σου πω ένα μυστικό; Ζηλεύω την αμεταβλητότητά σου, γιατί, όσο κι αν προσπάθησα να ανακαλύψω το πρωτογενές σου υλικό, δεν κατάφερα τίποτα. Έχω γίνει τόσο ευμετάβλητη έπειτα από μυριάδες χαμένες παρτίδες, που θαρρώ πως είναι μάταιο πια να αναζητώ τη σύστασή μου. Μια μοιάζω εγώ, μια εσύ, μια γίνομαι το τηλέφωνο που δε λέει να χτυπήσει και μια η βαριά πόρτα που κλείνει αθόρυβα πίσω σου. Βαριά απώλεια γίνομαι.

Κι έπειτα ξαφνικά μεταβάλλομαι σε παράθυρο απ’ όπου σε κοιτώ να ξεμακραίνεις και απροσμέτρητη αγωνία και στεναγμός και ώρες αναμονής και λέξεις, ανείπωτες λέξεις και άρρητα ρήματα. Στη δίνη της ασυνταξίας ασφυκτιώ, χαμένη σε αμφισημίες και επίμονους σολοικισμούς χωρίς καμιά ουσία. Γίνομαι μοναξιά. Πάντα καταλήγω μοναξιά κι ας μου διαφεύγει το υλικό της. Ίσως αποτελείται από όλα τα παραπάνω, ίσως απλώς από το τίποτα. Συχνά γίνομαι τίποτα. Μα τι σημασία έχουν όλα αυτά σήμερα, αφού είσαι εδώ; Τι κάθομαι και λέω; Η συνήθεια βλέπεις, δεύτερη φύση…

Μια που μιλάμε για παιχνίδια όμως, οφείλω να σου αποκαλύψω το αγαπημένο μου, του οποίου ομολογουμένως έχω ξεχάσει πια τους κανόνες. Πάει καιρός που χάθηκαν, κάπου τους καταχώνιασα, δεν ξέρω, και δεν τολμώ να σε κατηγορήσω πως τους έβαλες στην τσέπη σου φεύγοντας, ίσως να κάνω και λάθος με τόσες σκέψεις μπερδεμένες στο μυαλό και τόσες θολές εικόνες… Το αγαπημένο μου παιχνίδι λοιπόν είναι αυτό της παρουσίας σου, εδώ δίπλα μου στον καναπέ. Η διάρκειά του είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη φυσικά, εσύ συμμετέχεις νωχελικά, καμιά φορά αφαιρείσαι, τα λόγια μου εξαχνώνονται σαν καπνός στο δωμάτιο, ενώ το μόνο που δεν αλλάζει ποτέ είναι ο τρόπος που τερματίζεται. Τελειώνει πάντα με φυγή, αξίζει όσο κρατάει Να, όπως σήμερα.

Στέκεται στη μέση του δωματίου ενώ στάλες ιδρώτα κυλούν στο μέτωπό της. Συλλογίζεται πως ίσως αυτό το παιχνίδι αποδεικνύεται εν τέλει το πλέον εξαντλητικό. Μα ποιο δεν είναι, όταν ως αιώνιος αντίπαλος λογαριάζονται ο χρόνος και η απουσία; Αποφασίζει να ξανακαθίσει με τα εξώφυλλα ερμητικά κλειστά. Τι νόημα έχει να κοιτάξει έξω, όταν τα πλέον σημαντικά κρύβονται μέσα της; Τι αξία έχει λίγο φως, με τόση σκοτεινιά εντός της; Αύριο πάλι, θα πει, μια καινούργια παρτίδα κι ένας ακόμη τερματισμός. Ώσπου η ιδέα του παιχνιδιού να πάψει να ’ναι ελκυστική, ώσπου να αποφασίσει να απελευθερώσει τον ζωτικό της χώρο από την ανάγκη της προσμονής. Ώσπου η μορφή που την καταδυναστεύει να επιστρέψει σε γήινες διαστάσεις, να συρρικνωθεί και να χαθεί στις δαιδαλώδεις στοές της μνήμης. Ως τότε, εκείνη η πέτρα, εκείνη και το χαρτί.

 Άννα Λύκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ και εργάζεται ως εκπαιδευτικός γαλλικής και αγγλικής γλώσσας. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη συγγραφή (Ανθισμένες πατάτες, Χρωμοπαγίδα) και την επιμέλεια βιβλίων.

fractalart.gr