Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, εκεί που ο Νοέμβρης γλιστράει, όχι πάνω σε χρυσοκόκκινα φύλλα, είναι η αλήθεια, αλλά σε ένα υγρό, πνιγηρό τοπίο, κάνει την προβληματική εμφάνισή του ο ‘μπελάς’ του Πολυτεχνείου.
Μπελάς για τις πρυτανικές αρχές…Το άσυλο, τι γίνεται με το άσυλο, τι ισχύει για το άσυλο. Υπάρχει άσυλο; Τι θα κάνουμε; Δεν μπορούμε να το κλείσουμε. Δεν μπορούμε να το ανοίξουμε. Δεν μπορούμε…Τι θα κάνουμε; [Κάθε Νοέμβρη το θυμόμαστε.]
Μπελάς για την κυβέρνηση…Τι να πούμε στους πρυτάνεις; Πότε να αρχίσει η αστυνομική επιτήρηση; Πόσες διμοιρίες ΜΑΤ να στείλουμε;
Μπελάς για τους Αθηναίους… Τι μέρα πέφτει; Να κάνω τον άρρωστο στη δουλειά. Να μην ανοίξω το μαγαζί. Να μην κανονίσω τίποτα. Να κλειστώ σπίτι μου. Κι αν ζω στα Εξάρχεια, να πάω το αυτοκίνητο σε γκαράζ…
Ωραία επέτειος! [Χαμένη] ευκαιρία για τις εταιρίες δημοσκοπήσεων…Πότε έγινε το Πολυτεχνείο; Τι ξέρετε γι’ αυτό; Α, επί Γερμανών, μάλιστα…Χιλιάδες νεκροί; Α, μάλιστα…Μάλιστα…Εσείς τι λέτε; Α, δεν ξέρετε, δεν απαντάτε…Μάλιστα…
Πώς μια εκδήλωση μνήμης μετατρέπεται, με το πέρασμα του χρόνου, σε μπάχαλο; Σε έκφραση γενικής οργής και απωθημένων, που ουδεμία σχέση έχει με την απριλιανή δικτατορία, τα δεινά που έφερε στον τόπο, και την νοεμβριανή εξέγερση; Πόσοι απ’ αυτούς που την ‘τιμούν’, με τον δικό τους τρόπο που όλοι γνωρίζουμε, είναι σε θέση να πουν τι ακριβώς συνέβη τότε;
Όσο περνάει ο καιρός, όλο και λιγότεροι…Όσο περνάει ο καιρός, τόσο χειρότερα…Τι διαφορά έχει, ας πούμε, η εκδήλωση για την 17η Νοέμβρη- με τις πέτρες και τα μολότοφ και το κυνηγητό στα Εξάρχεια- από τις άλλες συγκεντρώσεις, για τον Γρηγορόπουλο, για παράδειγμα; Ποια είναι η διαφορά στον εορτασμό της φετινής επετείου, σε σχέση με δέκα ή είκοσι χρόνια πριν; Όλα αυτά τα χρόνια, το ίδιο έργο παίζεται. Είναι η κατάσταση όλα αυτά τα χρόνια ίδια;
Σήμερα, θα έπρεπε να υπάρχει ιδιαίτερος προβληματισμός, που να εκφράζεται με ομιλίες, με συζητήσεις…Για τις ελευθερίες- για τις οποίες αγωνίστηκαν οι φοιτητές του 1973 – που καταργούνται, για τα δικαιώματα που αποτελούν παρελθόν, για την αγωνία του φοιτητή μπροστά σε μια απάνθρωπη αγορά εργασίας.
Κι επειδή ο καθένας μπορεί να διακρίνει τις κομματικές σκοπιμότητες που δεν κατευθύνουν αυτή την ‘οργή’ σε συλλαλητήρια με συγκεκριμένα αιτήματα για τα πολύ υπαρκτά, σημερινά προβλήματα- ας αφήσουν το Πολυτεχνείο ήσυχο, αφού δεν μπορούν να το τιμήσουν! Ας το αφήσουν να το θυμόμαστε, όσοι ακόμα συγκινούμαστε απ’ αυτό.
Άλλωστε, όλο το χρόνο θαυμάζουμε την ωραία κατάσταση στην οποία, χάρη σε όλους αυτούς, έχει περιέλθει το ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου, όπως και η καημένη η Νομική Σχολή. Κανείς δεν διαμαρτύρεται γι’ αυτό. Ποτέ, τα τελευταία σαράντα χρόνια, δεν έχει γίνει κάτι γι’ αυτό. Τα κτίρια παρακμάζουν, οι υπολογιστές εξαφανίζονται, οι καθηγητές τρομοκρατούνται, η διακίνηση ναρκωτικών δίνει και παίρνει, ολόκληρη η περιοχή υποβαθμίζεται.
Και όταν φτάνει ο Νοέμβριος κι όλοι ετοιμάζονται για το μεγάλο ‘πάρτι’- κάποιοι στους δρόμους κι οι άλλοι κλειδαμπαρωμένοι- το θέμα είναι: Τι θα κάψουμε φέτος; Ή, με πόσα ΜΑΤ και πόσα δακρυγόνα θα γιορταστεί η ‘επέτειος’;
Για όσους από μας αντλούμε από εκείνη την περίοδο μνήμες, αυτό το μόνιμο σκηνικό της εκατέρωθεν βίας αποτελεί προσβολή. Ιδίως που όλα αυτά τα χρόνια, σαράντα ολόκληρα χρόνια, δεν βλέπουμε κανένα ενδιαφέρον, δεν ακούμε καλά μαντάτα για την παιδεία ποτέ. Ουδέποτε είναι στην επικαιρότητα επειδή υπήρξε πρόοδος, σε κάποιον τομέα έρευνας, ας πούμε- παρά μόνο επειδή οι φοιτητές κλείδωσαν τον πρύτανη ή επειδή τους επιτέθηκαν τα ΜΑΤ.
Κι άραγε, πώς διδάσκεται σήμερα η Ιστορία – όχι η μυθολογία- στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια; Τι γνωρίζουν οι μαθητές και οι φοιτητές για τη δικτατορία των συνταγματαρχών, για το Πολυτεχνείο; Ποιος δημόσιος διάλογος, ποιες εκδηλώσεις ουσίας έχουν γίνει;
Μπορούν να υπάρξουν επετειακές εκδηλώσεις χωρίς γνώση; Μπορεί να υπάρξει σεβασμός στη μνήμη χωρίς Ιστορία; Μπορεί μια χώρα που αδυνατεί να σεβαστεί τις μνήμες της να προχωρήσει;
Αρθρογράφοι
Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε από φτωχούς γονείς στα τραχιά βουνά της Δωρίδας, φτωχοί και κυνηγημένοι άνθρωποι οι γονείς του, κατατρεγμένοι από τους τούρκους του Αλήπασα, το μόνο που μπόρεσαν να προσφέρουν στο παιδί τους ήταν το δώρο της ζωής σε μια υπόδουλη, φτωχή και βασανισμένη χώρα. Με τέτοια καταγωγή ούτε λόγος βέβαια να γίνεται για οποιουδήποτε είδους μόρφωση. Ο μικρός Γιάννης από την τρυφερή ηλικία των οκτώ χρόνων αναγκάζεται να βγει στην βιοπάλη. Μετά από πολλές δουλειές πηγαίνει ως υπηρέτης στο σπίτι του ευκατάστατου πατριώτη του Αθανασίου Λιδωρίκη στην Άρτα και εκείνη την περίοδο γίνεται γνωστός ως το «Γιαννάκη του Λιδωρίκη», ωστόσο φαίνεται πως η φύση είχε προικίσει τον μικρό Γιάννη με ευφυΐα και διάθεση για πρόοδο. Σύντομα γνωρίζεται με τους προύχοντες της Άρτας, αποκτά την εμπιστοσύνη τους και δανείζεται από αυτούς κεφάλαια για την κατοπινή εμπορική του δραστηριότητα. Γίνεται έμπορος αγροτικών προϊόντων και όπως λέει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του «καζάντισα τα ελέη του θεού».
Φτωχόπαιδο λοιπόν, αγράμματος και μεσίτης αγροτικών προϊόντων. Τίποτε περισσότερο όμως, ο Μακρυγιάννης δεν ανήκει στον κύκλο εκείνο των οπλαρχηγών που μαθήτευσαν τον πόλεμο ως κλέφτες και αρματωλοί στα κακοτράχαλα ελληνικά βουνά, δεν ήταν σουλιώτης ώστε να ζει από τον πόλεμο και δεν ανήκε στο κύκλο των οπλαρχηγών που ο Αληπασάς έφερε στα Γιάννενα για να τους προσέχει. Τίποτα δεν προμήνυε την εξέλιξη του σε έναν από τους πιο σημαντικούς αγωνιστές του 1821.
Και όμως ο Μακρυγιάννης δεν ήταν απλά ένας γενναίος στρατιώτης, ένας ακόμα ανάμεσα σε χιλιάδες αγωνιστές, οι οποίοι ναι μεν πολέμησαν με θάρρος και αυταπάρνηση και η πατρίδα τους «οφείλει χάριτες», ναι μεν «θυσίασαν αρετή και πατριωτισμό», αλλά δεν αναδείχτηκαν σε ηγετικές μορφές. Ο Μακρυγιάννης πέρασε από το στάδιο του απλού στρατιώτη σε αυτό του καπετάνιου και πιο πέρα ακόμα, σε αυτό του εμπνευσμένου ηγέτη που διαθέτει και ένα υπέροχο στρατηγικό μυαλό. Ο Μακρυγιάννης αποτελεί μια στρατιωτική και πολιτική ιδιοφυία. Ακόμα και γνωστοί καπεταναίοι δεν επέδειξαν την στρατιωτική ιδιοφυία που επέδειξε ο Μακρυγιάννης
Θα πρέπει βέβαια εξαρχής να τονίσουμε ότι τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη δεν είναι ένα βιβλίο στρατηγικής, ένα βιβλίο περί της τέχνης του πολέμου ή ένα βιβλίο διεθνών σχέσεων. O αναγνώστης δεν θα αντιμετωπίσει τους σύγχρονους όρους στρατηγικής και διεθνών σχέσεων, δεν θα διαβάσει εκτενείς αναλύσεις της τάδε ή της δείνα μάχης και της κάθε φορά ακολουθούμενης τακτικής. Ωστόσο, όλα αυτά ενσωματώνονται αβίαστα στην διήγησή του και μεταφέρονται στον αναγνώστη εντελώς φυσικά, – π.χ. η οικονομική διάσταση της υψηλής στρατηγικής, αποτυπώνεται αρκετές φορές με την χαρακτηριστική φράση «τα αναγκαία του πολέμου» – και εν τέλει αρκετές φορές λειτουργούν και εντυπώνονται στον αναγνώστη αβίαστα. Μελετώντας τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη νομίζει κανείς ότι ο στρατηγός έχει διαβάσει τον Κλαούζεβιτς και παρότι συμφωνεί μαζί του σε πολλά σημεία διαφωνεί σε άλλα ενώ υιοθετεί με θέρμη τα διδάγματα του SUN JU, τον οποίο θα έλεγε κανείς, ότι ο στρατηγός όχι μόνο έχει διαβάσει αλλά και αποστηθίσει, εφαρμόζοντάς τον συνέχεια. Τα απομνημονεύματα του στρατηγού βρίθουν εννοιών στρατηγικής και διεθνών σχέσεων
Πως το κατάφερε αυτό ένας αγράμματος άνθρωπος είναι η πρώτη ερώτηση που μας έρχεται στο νου. Η απάντηση, εκ πρώτης όψεως είναι δύσκολη, ναι ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Ήταν όμως αμόρφωτος και ανεκπαίδευτος; Και βέβαια όχι. Ο Μακρυγιάννης μεγάλωσε σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι μιας πολιτείας (το σπίτι του πλούσιου έμπορου Γιαννάκη Λιδωρίκη στην Άρτα), είναι σίγουρο ότι πολλές φορές θα είχε ακούσει και συμμετάσχει στις συζητήσεις των πλούσιων και μορφωμένων εμπόρων που σύχναζαν εκεί. Οι αναφορές στο έργο του στους αρχαίους προγόνους, είναι σίγουρο ότι προέρχονται από κάποια λόγια πηγή. Υπήρξε άραγε για τον Μακρυγιάννη μια λόγια μορφή που να τον ενέπνευσε, να τον δίδαξε και σε ένα βαθμό να τον διαμόρφωσε ; Είναι σίγουρα δύσκολο να το απαντήσουμε, και απαιτεί ιστορική έρευνα, ωστόσο οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα αλλά και η αναφορά του Μακρυγιάννη για τον φιλικό του κύκλο : «’Εκατζα εις ‘Αρτα ως δέκα χρόνια, έκαμα πολλούς φίλους. Εκεί είχα φίλον και έναν σακελλάριον ύστερα έγινε οικονόμος. Τον είχα στενόν φίλον, ότι η συντροφιά μου ήταν με τους καλύτερούς μου.» ενισχύουν την άποψη ότι ο Μακρυγιάννης συμμετείχε σε ένα κύκλο μορφωμένων, εύπορων ανθρώπων οι οποίοι ακόμα και αν δεν τον δίδαξαν γράμματα σίγουρα τον μόρφωσαν με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Όσο για τη στρατιωτική του παιδεία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα απομνημονεύματα, αν και δεν γράφονται από ένα στρατιωτικό με την εκπαίδευση ενός αντίστοιχου των τότε ευρωπαϊκών στρατευμάτων, αποτελούν την κατάθεση εμπειρίας, ενός στρατιωτικού με εννέα χρόνια αδιάκοπης αιμμάσουσας πολεμικής προσπάθειας, ενάντια τόσο σε τακτικά όσο και σε άτακτα στρατεύματα. Κατά τα εννέα αυτά χρόνια πολέμησε δίπλα σε ιδιοφυείς στρατιωτικούς ηγέτες με μεγάλη εμπειρία (Μπακόλας, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος) και σίγουρα η υπηρεσία αυτή εμπεριείχε και έντονο στο στοιχείο της εκπαίδευσης στην πράξη. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό αυτής ακριβώς της στην πράξη εκπαίδευσης περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός, από το οποίο κατανόησε την αξία της πειθαρχίας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ακόμα περισσότερο ο Μακρυγιάννης συνδέθηκε στενά και με επιφανείς πολιτικούς της επανάστασης, οι οποίοι διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό και την υψηλή στρατηγική της επανάστασης κυρίως στους τομείς της εξωτερικής νομιμοποίησης και της διπλωματίας. Όπως χαρακτηριστικά γράφει :«Εγώ είμαι στενός τους φίλος, αυτό τους είναι γνωστόν. Τον Μεταξά τον έχω και κουμπάρο και σύντροφο σε μίαν μεταβολή, τον Κωλέτη κουμπάρο, το Μαυροκορδάτο το-ίδιον -στενός φίλος από-εξαρχής μ’ όλους.» Είναι σίγουρο λοιπόν, ότι ο Μακρυγιάννης είχε γνώσεις και στρατιωτικής στρατηγικής αλλά και κατανοούσε πλήρως το δυναμικό πεδίο της υψηλής στρατηγικής και τις δυνάμεις που το διαμορφώνουν. Επομένως δεν είναι παράξενο που τα απομνημονεύματα του περιέχουν μία πληθώρα στρατηγικών αρχών και εννοιών.
Για να υποστηρίξουμε τον συλλογισμό μας, αρκεί να διαβάσουμε τα απομνημονεύματα του στρατηγού, έχοντας παράλληλα στο νου τα έργα του Κλαούζεβιτς και του SUN JU καθώς και κείμενα και αναλύσεις διεθνών σχέσεων. Μια άλλη παράμετρος που αποδεικνύει την στρατιωτική ιδιοφυία του είναι βέβαια αυτή καθαυτή η στρατιωτική καριέρα του στρατηγού. Η επιτυχία του Μακρυγιάννη ως οπλαρχηγού είναι μοναδική, δεδομένης όπως είπαμε της ταπεινής καταγωγής του και της ελάχιστης σχέσης με τα όπλα και τον πόλεμο που είχε έως τότε. Όπως λέει ο ίδιος «Με δεκοχτώ ανθρώπους πρωτοκινήθηκα εις τον αγώνα ως τους χίλιους-τετρακόσιους μ’ αξίωσε ο Θεός να ‘χω εις την οδηγίαν μου.» Οι ηγετικές ικανότητες του Μακρυγιάννη φαίνονται ξεκάθαρα. Και με ποιους στρατιώτες ! Με στρατιώτες, άτακτους, φύσει απείθαρχους, σκληροτράχηλους και χωρίς καμιά έννοια σεβασμού σε οπλαρχηγούς, διαταγές και κανονισμούς. Η θερσιτική φύση του Έλληνα στρατιώτη, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του Μακρυγιάννη, είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο με τον Καραϊσκάκη στο Φάληρο το 1827, «τον πήραν με τα κέρατα», γράφει ο στρατηγός. Ο Μακρυγιάννης, κατορθώνει με αυτό το υλικό στα χέρια του να ισορροπεί μεταξύ της απαραίτητης πειθαρχίας αλλά και του στενού δεσμού που πρέπει να υπάρχει μεταξύ ηγήτορα και ηγουμένων. Κάνει τα πάντα για τους στρατιώτες του, πληρώνει τους μισθούς που η επαναστατική κυβέρνηση πολλές φορές αδυνατεί να καταβάλλει «δανείστηκα, γυμνώθηκα και τους πλέρωσα εξ ιδίων μου…» γράφει συχνά. Κινδυνεύει για να τους σώσει από βέβαιο θάνατο και αιχμαλωσία, όπως έγινε στο Κάστρο της Αθήνας όπου τραυματίζεται για να σώσει τον Κώστα Λαγουμιτζή και αλλού όπως οι ομηρικοί ήρωες διακινδυνεύει μη θέλοντας να αφήσει ακόμα και το άψυχο κορμί τους στον αντίπαλο. Την ίδια στιγμή όμως, δεν ανέχεται την παραμικρή απειθαρχία ή κακή συμπεριφορά από τους στρατιώτες του, επιβάλλοντας σκληρές ποινές. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή της τιμωρίας των στρατιωτών του που κακοποίησαν και λήστεψαν χωριάτες στην Πελοπόννησο.
Ο Μακρυγιάννης μυείται στην Φιλική Εταιρία από φίλο του έμπορο και τότε πριν ακόμα αρχίσει η μεγάλη περιπέτεια του αγώνα, η ιδιοφυία του Μακρυγιάννη αρχίζει να διακρίνεται. Καταλαβαίνει άριστα την φύση του αγώνα που θα ακολουθήσει, τις θυσίες, την προσπάθεια, τους κινδύνους, καλύτερα από τους περισσότερους Έλληνες. Η απόφαση να μυηθεί στο μυστικό της Φιλικής Εταιρίας δεν είναι μια απόφαση βασισμένη μόνο στο θυμικό και στον πόθο της απελευθέρωσης αλλά και σε μια ορθολογική αποτίμηση των προσωπικών κινδύνων. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο στρατηγός:«Πήγα στοχάστηκα και τα ‘βαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες -θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου.» Η ορθολογική κρίση για την φύση του αγώνα που πρόκειται να ακολουθήσει φαίνεται και από τον διάλογο που διεξάγεται αργότερα μεταξύ του στρατηγού και ενός πλούσιου εμπόρου, ο ορθολογισμός του Μακρυγιάννη απέναντι στην αφέλεια του εμπόρου είναι αποκαλυπτικός της άγνοιας της πλειοψηφίας των Ελλήνων των θυσιών που θα καλούνταν να κάνουν.«Του λέγω, Αυτά τα χρήματα, οπού βλέπω θεμωνιά τάλλαρα (και γράφαν και πέντ’-έξι γραμματικοί), δεν τα στέλνεις πουθενά να χρησιμέψουν δια του λόγου-σου και δια την πατρίδα; Μου λέγει Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους. Είπα και εγώ Μεγάλοι άνθρωποι, ξέρετε μεγάλα πράγματα. Εγώ μικρός, ξέρω ολίγα κάμετε ό,τι σας φωτίση ο Θεός.»
Ο Μακρυγιάννης παρότι μεγαλωμένος μέσα στην παράδοση του αρματωλισμού και της κλεφτουριάς ενός φαινομένου που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ανταρτοπόλεμο ή σύγκρουση χαμηλής έντασης, κατανοεί ότι η κλίμακα του αγώνα που θα ακολουθήσει δεν συγκρίνεται με τίποτα προγενέστερο. Χτύπημα κλέφτικο με λίγη ζημιά δεν μπορεί να κερδίσει πόλεμο. Ο Μακρυγιάννης κατανοεί από τα πρώτα επαναστατικά του βήματα και πριν ακόμα από την κήρυξη της επανάστασης και το ξέσπασμα των εχθροπραξιών την αξία της διοικητικής μέριμνας και του εφοδιασμού, έχει επίγνωση της σκληρότητας του αγώνα που θα ακολουθήσει και των πόρων που θα χρειαστεί να εξευρεθούν και να καταναλωθούν, την στιγμή που ακόμη και έμπειροι καπετάνιοι, αδυνατούν να δουν την φύση του επερχόμενου αγώνα εγκλωβισμένοι στην σκέψη του κλέφτικου (αντάρτικου αγώνα). Τα «αναγκαία του πολέμου» είναι μια μόνιμη έγνοια του Μακρυγιάννη σε όλη την διάρκεια της επανάστασης. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό της εξοικονόμησης πυρίτιδας ακόμα πριν την έναρξη της επανάστασης στην περιοχή της Άρτας . «Και πολεμοφόδια δεν είχαμε τελείως ‘σ εκείνα τα μέρη, και ο τόπος όλος πιασμένος, και θα κάναμε επανάστασιν χωρίς πολεμοφόδια και τα περισσότερα ντουφέκια με σκοινιά δεμένα. Τότε αποφασίζω μόνος-μου, χωρίς-να ρωτήσω τους άλλους, και ορκίζω τον παλταδόρο, τον αγαθόν πατριώτη, και αδειάσαμε όλον τον πάλτο και πήραμε το μπαρούτι, μολύβι και στουρνάρια.» Η έγνοια του Μακρυγιάννη, για την εφοδιαστική υποστήριξη, η κατανόηση ότι ο πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο από την γενναιότητα των στρατιωτών αλλά και από ένα πλήθος άλλων παραγόντων που πρέπει να υπολογίζονται διατρέχει όλο το έργο του, π.χ. καταγράφοντας τις προετοιμασίες για την μάχη στους Μύλους γράφει : «Συγυρίστηκα εις τους Μύλους κ’ εφόδιασα τις κούλιες απ’ ούλα τ’ αναγκαία, και κρέας και κρασί και ρακί -και τώρα θέλει ιδή ντουφέκι Ελληνικόν!»
Πέραν βέβαια των υλικών δυνάμεων, ο Μακρυγιάννης αναφέρεται πάντοτε στις ηθικές δυνάμεις που πρέπει να διαθέτει τόσο ο ηγέτης όσο και γενικά ο στρατός. Κατακρίνοντας την παράδοση του Κάστρου της Κορίνθου στους Τούρκους χωρίς καν να δοθεί μάχη γράφει :«Εβάλετε και νέον αρχηγόν εις το φρούριον της Κόρθος, Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιώτατον κι’ ακούγοντας το όνομα Αχιλλέα, παντηχαίνετε ότ’ είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ’ όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή.». Το τυχαίο, το απρόβλεπτο, η τριβή και η ομίχλη του πολέμου, στοιχεία που περιγράφονται στο έργο του Κλαούζεβιτς και που πολλές φορές κρίνουν την έκβαση μιας μάχης και του πολέμου ακόμα ,εμφανίζονται συνεχώς στο έργο του Μακρυγιάννη. Ο οπλαρχηγός Γώγος εγκωμιάζεται για την αξία του, την γενναιότητά του, τις ηγετικές του ικανότητες και την τύχη του «’Ητανε πολλά άξιος και γενναίος ο Γώγος και τυχερός εις τον πόλεμον και με πολύ κουμάντο.» Παρόμοια, στην πολιορκία του Νιόκαστρου κατά την είσοδο του Αιγυπτιακού στόλου στο κόλπο του Ναβαρίνου, ο θαλάσσιος προμαχώνας του κάστρου ανατινάζεται, «από κακή μας τύχη», γράφει ο Μακρυγιάννης. Με παρόμοιο τρόπο, μας εισάγει στην έννοια της τριβής στον πόλεμο αναφέροντας χαρακτηριστικά περιστατικά,όπως η αποτυχία μιας επίθεσης εναντίον των τούρκων κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών και η παρολίγον καταστροφή των ελληνικών δυνάμεων που συμμετείχαν σε αυτήν εξαιτίας ενός μεθυσμένου «μαγκατζή» και η ανατροπή όλων των σχεδιασμών των οπλαρχηγών, όταν στην πολιορκία του Νιόκαστρου, ανακαλύπτουν ότι κάποιοι στρατιώτες έπιναν το νερό κρυφά. Η φυσική προσπάθεια που χρειάζεται να καταβληθεί στον πόλεμο και η οποία αποτελεί έναν βασικό συντελεστή τριβής αναφέρεται και αυτή στο έργο του Μακρυγιάννη, ο οποίος δεν εξωραΐζει ούτε εξιδανικεύει πουθενά τον πόλεμο σε όλο του το έργο. «Το κάστρο ήταν σάπιον και γκρεμίζεταν κ’ εμείς φκειάναμεν με ξύλα σαν κασσόνια από-μέσα και τα γιομίζαμε χώμα. Και δουλεύαμε και πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα και ταινιάσαμε. Κι’ αρρώστησαν οι περισσότεροι εξ-αιτίας του αγώνος του πολλού και της δίψας.»
Το μοναδικό αντίδοτο που μπορεί να αντισταθμίσει κάπως την επίδραση της τριβής και της τύχης είναι η εμπειρία και ο Μακρυγιάννης το διαπιστώνει, το κατανοεί και το αναφέρει. Χαρακτηριστικά κρίνοντας μια ελληνική αποτυχία γράφει : «Δεν ήταν από κακίαν των Ελλήνων, όμως πρώτη φορά έμπαιναν σε τέτοιον αγώνα, δεν ήξεραν οι άνθρωποι καλά την πολεμική. Και γίνηκαν και πολλά λάθη.» Η χρήση των κατασκόπων και η σημασία των πληροφοριών αναφέρεται και αυτή από τον Μακρυγιάννη σε αρκετές περιπτώσεις, εξάλλου και αυτός κατά την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε τον ρόλο του κατασκόπου σύμφωνα με την περιγραφή του : «Τότε εμείς στενά πολιορκημένοι από τους Τούρκους παντού, και δεν μαθαίναμε και τίποτας, ευρέθη εύλογον από τον Οικονόμο της ‘Αρτας και Γώγο και Σκαρμίτζο να στείλουν εμένα ως πραματευτή να πάγω εις Πάτρα και από-‘κεί να περάσω εις την ανατολική Ελλάδα ν’ ανταμώσω πρώτα τον Διάκο, να τον ρωτήσω δια τα τρέχοντα και να του ειπώ να βαρέσουνε σε όλα αυτά τα μέρη, και να πάγω να μιλήσω και με τον Πανουργιά και άλλους καπεταναίους να βαρέσουνε αυτείνοι και οι Πελοποννήσιοι, να τραβηχτή κάμποση Τουρκιά, να βαρέσουμε και εμείς εκεί τότε.» Παρομοίως αναφέρεται η σημασία της εξαπάτησης και της προσποίησης στον πόλεμο, με την χρήση των οποίων μπορούμε να αιφνιδιάσουμε τον αντίπαλο και να επιτύχουμε τους αντικειμενικούς σκοπούς μας ευκολότερα. Γράφει χαρακτηριστικά για μια ενέργεια των Τούρκων : «Οι Τούρκοι είχαν γελάση τους ‘Ελληνες, ότι έβγαλαν και λέγαν ότι θα κινηθούν δια Φήβα κι’ Αθήνα, και οι ‘Ελληνες είχαν την προσοχή τους αυτούθε, και μ’ αυτείνη την ευκαιρίαν μπήκαν οι Τούρκοι απολέμητοι και με λίγην ζημίαν τους (κλέφτικο χτύπημα).»Ακόμα αναφέρεται η εξαπάτηση των τούρκων από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο «Τότε ο Δυσσέας, αφού είδε τους Τούρκους δυνατούς πολύ….και οι ‘Ελληνες αδύνατοι ….. τότε, δια-να προλάβη όλα αυτά τα κακά, τους άρχισε τους Τούρκους ο Δυσσέας μ’ ομιλίες, πως θα προσκυνήση, ….. Δολερώς ο Δυσσέας τους υποσκέθηκε αυτά, με ψευτιές.»
Η Μάχη των Μύλων, αποτελεί ίσως το σημείο καμπής στην στρατιωτική καρριέρα του Μακρυγιάννη. Αρχικά αναγνωρίζει την στρατηγική σημασία της θέσης, αλλά και τις ευρύτερες συνέπειες που θα είχε η κατάληψη του Ναυπλίου από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Έπειτα, ενάντια σε όλη ίσως την στρατιωτική μέχρι τότε εκπαίδευσή του και πείρα ,αποφασίζει να δώσει να μείνει εκεί και να δώσει μια αποφασιστική μάχη. «Δυνάμωσα την θέσιν των Μύλων καλά να πολεμήσουμεν εκεί όσο-να λυώσουμε. ‘Οτι αν μας πάρη αυτείνη την θέσιν, πάγει και τ’ Ανάπλι. ‘Οτι νερόν δεν είχε μέσα ούτε δράμι και τα κανόνια πεσμένα από τα λέτα.» Εκεί λοιπόν, ο Μακρυγιάννης, αφού εφοδιάζει την θέση με όλα τα «αναγκαία του πολέμου» και την οχυρώνει όσο καλύτερα μπορεί, γνωρίζοντας την φύση των συμπολεμιστών του, τον τρόπο μάχης τους και γενικότερα την νοοτροπία των ανθρώπων σε κίνδυνο, θέλοντας να διασφαλίσει την νίκη εφαρμόζει μια στρατηγική, βγαλμένη θα έλεγε κανείς κατευθείαν από το βιβλίο του SUN JU. Συγκεκριμένα ο Μακρυγιάννης, αφαιρεί κάθε δυνατότητα οπισθοχώρησης και ουσιαστικά θέτει το δίλλημα της νίκης ή του θανάτου στους συναγωνιστές του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει :. Τότε, δια-να σκοτωθούμεν όλοι… είπα ότι πρέπει να διώξω και τα καϊκια. ‘Οταν ξεμάκρυναν, τα πήραν χαμπέρι. …… Τότε τους λέγω ,Οι ελπίδες μας ήταν αυτές πάγει κι’ αυτό και είμαστε σε κίντυνο.»
Ο Μακρυγιάννης θαυμάζει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, όχι μόνο για τις ηγετικές και στρατιωτικές του ικανότητες αλλά και για την ικανότητά του να παράγει αποτελέσματα χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσει. Για τον Μακρυγιάννη, η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων δεν προϋποθέτει απαραίτητα μια αιματηρή μάχη, δεν μάχεται για να εξοντώσει τον αντίπαλο (ίσως βέβαια επειδή ξέρει ότι δεδομένης της αναλογίας δυνάμεων αυτό είναι αδύνατο), αλλά για να επιτύχει τον πολιτικό αντικειμενικό του σκοπό :την απελευθέρωση και ανεξαρτησία της Ελλάδας. Συναντάμε λοιπόν για πρώτη φορά σε γραπτό στρατιωτικού στην δύση, σπέρματα της έμμεσης προσέγγισης. «Σαν σκοτώναμε τον Δυσσέα, κύριε Κωλέτη, τότε οπού ‘θελες η Εκλαμπρότη σου, όταν ήρθαν τόσοι πασσάδες και δώδεκα-χιλιάδες ασκέρι και η ανατολική Ελλάς μισοπροσκύνησε κι’ ο Δυσσέας μ’ ένα ντεσκερέ του τους έδιωξε, ποιος θα τους έδιωχνε, αν δεν ήταν ο Δυσσέας; Ποιος είχε την επιρρογή και ικανότη αυτεινού; Δεν θα κυριεύαν όλα τα μέρη εις την άχλιαν κατάστασιν οπού βρισκόμασταν;» Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της έμμεσης προσέγγισης, ο Μακρυγιάννης το ανακαλύπτει κατά την Μάχη στους Μύλους, την σημασία της ηγεσίας και την παράλυση που μπορούμε να προκαλέσουμε στον εχθρό εάν τον «αποκεφαλίσουμε», του στερήσουμε δηλαδή την ηγεσία του. Γράφει χαρακτηριστικά «Τότε μιλήσαμεν αναμεταξύ μας να βαρούμεν τους αξιωματικούς, ότι αυτείνοι φέρναν με το στανιόν τις κολώνες απάνου μας. ‘Οταν αρχίσαμεν και βαρούγαμεν και σκοτώναμεν τους αξιωματικούς, κρύγιωσαν.» Ακόμα περισσότερο, η αξία που αποδίδει στην κατάλληλη ηγεσία ο Μακρυγιάννης, φαίνεται κατά την αποτίμηση της αξίας του Καραϊσκάκη. Γράφει χαρακτηριστικά μετά την καταστροφική ήττα των Ελληνικών Δυνάμεων στην μάχη του Ανάλατου, την επομένη του θανάτου του Καραϊσκάκη «’Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς.» Παρόμοιες προσεγγίσεις, όσον αφορά την αξία της ηγεσίας, ξανασυναντάμε στον 20ο πια αιώνα με τις θεωρίες της στρατηγικής παράλυσης.
Πέραν των καθαρά στρατιωτικών εννοιών στα απομνημονεύματα του στρατηγού συναντάμε και αρκετές έννοιες διεθνών σχέσεων και υψηλής στρατηγικής. Αξίζει αναφοράς, το γεγονός της ευκαιριακής συμμαχίας Τουρκαλβανών και Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, οι μεν πιστεύοντας ότι συμμαχούν για να σώσουν τον Αλή Πασά, οι δε για να εξισορροπήσουν την δύναμη των Τούρκων. Οι έννοιες των συμφερόντων που συνιστούν μια συμμαχία, της εξισορρόπησης αλλά και της διάλυσης των συμμαχιών, όταν αυτές αντίκειται σε ουσιαστικότερα εθνικά συμφέροντα από αυτά που υποτίθεται ότι προστατεύουν, περιγράφονται γλαφυρά στον Μακρυγιάννη. «Και ύστερα γεννήθη και το δικό-μας το Ελληνικόν κ’ εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο ότι δουλεύομε δια τον Αλήπασσα, τον αφέντη μας, να τον σώσωμε ότι αδίκως τον κατατρέχει ο Σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε, να ελκύζωμε τους Τούρκους-Αρβανίτες, το κόμμα του Αλήπασσα, να τους έχωμε φίλους αυτούς, να μας βοηθήσουνε κι’ αυτείνοι, ότι ήμαστε ολίγοι και οι Τούρκοι πλήθος…….. Και έχωμεν την ανάγκη τους ν’ αδυνατίζωμεν την δύναμη του Σουλτάνου.»….«Δια έναν παλιόγερον, είπαν, (δια τον Αλήπασσα) να μην χαθή η Τουρκιά και η πίστη τους. Τότε άρχισαν να λαβαίνουν διαφορετικά μέτρα και δολερά δια ‘μάς, με τρόπον να μας φάνε όλους.»
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατανοεί απόλυτα την διάσταση της εσωτερικής πολιτικής και νομιμοποίησης του πολέμου. Ιδιαίτερα σε έναν αγώνα όπως αυτός του 1821, η υποστήριξη του πληθυσμού αποτελούσε εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία του. Η κατανόηση της διάστασης αυτής της υψηλής στρατηγικής τον κάνει να εξεγείρεται εναντίον των συχνά τυρρανικών συμπεριφορών των οπλαρχηγών εναντίον των χωρικών. Σχολιάζοντας την πτώση της Αττικής στον Κιουταχή και ανιχνεύοντας τις βαθύτερες αιτίες γράφει χαρακτηριστικά :«’Οταν ήρθε ο Κιτάγιας, ηύρε ανθρώπους φορτωμένους λιθάρια εις τα χωριά, οπού τους τυραγνούσαν αυτείνοι δια χρήματα• και τους ξεφόρτωσε ο Κιτάγιας και στουπίρησε κι’ αυτός, οπού ήταν Τούρκος. Και δι’ αυτά προσκύνησαν τα χωριά της Αθήνας και βαστάχτη ο Κιτάγιας και σκοτώθηκαν τόσος κόσμος κι’ αφανίστη ο τόπος όλως-διόλου και ξανά τον αγοράσαμε πίσω από τους Τούρκους. Αν δεν προσκυνούσαν οι χωριάτες, δεν μπορούσαν οι Τούρκοι να κάμουν τίποτας.»
Ο Μακρυγιάννης κατανοεί επίσης την διάσταση της διεθνούς νομιμοποίησης αντιλαμβάνεται απόλυτα τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων και την δυναμική του διεθνούς συστήματος της εποχής του, γνωρίζει ότι η διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους και η θετική στάση των μεγάλων δυνάμεων προς αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωσή του. Χαρακτηριστική η στάση που κρατά όταν διάφοροι οπλαρχηγοί συνασπίζονται για να πλήξουν τα γαλλικά στρατεύματα που είχαν αποβιβαστεί στην Πελλοπόνησσο .«Τ’ είναι αυτά τα λάθη οπού κάνετε, αδελφοί; Της Συμμαχίας τα στρατέματα θα βαρέσετε; Και θα ματαϋπάρξη πατρίδα ελεύτερη; Κι’ αυτείνοι έχουν τον καυγά ‘διαίτερον, και να τον πάρουμεν απάνου μας εμείς και να τον φορτώσουμεν της πατρίδος; Λέγω των αξιωματικών, εμείς, αδελφοί, τρελλαθήκαμεν από τα πάθη μας -εσείς τι μας τηράτε; Πού θα ζήσετε; Σε ποια πατρίδα θα ‘στε αξιωματικοί αύριον; Εγώ δεν είμαι με τη γνώμη σας, είμαι με τους Φρατζέζους.» Πιστεύει ακράδαντα ωστόσο ότι και οι θεσμοί του νέου Ελληνικού κράτους πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού, κατανοεί μεν την δυναμική του διεθνούς συστήματος, την δύναμη των μεγάλων δυνάμεων, αυτό όμως δεν τον οδηγεί ούτε σε μεμψιμοιρία ούτε σε αίσθημα μειονεξίας απέναντί τους. Διαπραγματεύεται με τους Γάλλους αξιωματικούς ως ίσος και όταν τα γαλλικά στρατεύματα, αφοπλίζουν τους Έλληνες οπλαρχηγούς (μεταξύ τους και τον Μακρυγιάννη), αυτός κατορθώνει όχι μόνο να επιστραφούν τα όπλα αλλά απαιτεί οι Γάλλοι στρατιώτες να παρουσιάζουν όπλα στους Έλληνες οπλαρχηγούς, οι οποίοι είναι και αυτοί αξιωματικοί ελεύθερου κράτους με ανάλογα δικαιώματα. Ακόμα περισσότερο, βασίζεται στην προσωπική εμπειρία του από την απόδοση των φιλελλήνων αξιωματικών και την προσωπική στάση τους στις πολεμικές επιχειρήσεις και δεν διστάζει να κρίνει αρνητικά πολλές φορές τόσο την στρατιωτική αξία τους όσο και τα βαθύτερα κίνητρά τους. «Αν δώσετε και των άλλων Ελλήνων τα σπαθιά, πιστιόλες τους και ντουφέκια -και να τα φορούμεν ελεύτερα, να μη μας πειράζη η βάρδια, αλλά να μας φέρνη κι’ όπλο όταν διαβαίνωμεν, ότ’ είμαστε αξιωματικοί…»-
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας της εποχής του, που κατανοώντας πλήρως την μοναδικότητά του, την ελληνική καταγωγή του, δεν αναλίσκεται σε αρχαιολατρεία και προγονοπληξία. Κατανοεί ότι χρειάζεται αγώνας για να σταθεί ισότιμα το νεοσύστατο ελληνικό κράτος μέσα την κοινωνία των εθνών και παράλληλα υπέρβαση των νορμών, συμπεριφορών και του τρόπου οργάνωσης γενικά της κοινωνίας. Ο Μακρυγιάννης είναι ο ιδεατός τύπος Έλληνα που θα έπρεπε να έχει αναδειχθεί από την ελληνική επανάσταση, αναγνωρίζει την αξία των ευρωπαϊκών επιτευγμάτων, χωρίς όμως καμμια μειονεξία απέναντί τους. Νομίζουμε λοιπόν ότι ο ισχυρισμός μας περί της στρατιωτικής ιδιοφυίας του στρατηγού Μακρυγιάννη επιβεβαιώνεται πλήρως και μόνο από αυτόν τον μικρό αριθμό παραδειγμάτων που μπορεί κανείς να παραθέσει με μια απλή ανάγνωση των απομνημονευμάτων του.
Ωστόσο ακόμα και με τα αυστηρά κριτήρια του Κλαούζεβιτς, ο οποίος εστιάζει σε εκείνες τις «δωρεές της διάνοιας και της ιδιοσυγκρασίας» οι οποίες απαιτούνται για να υπερνικήσουν ή τουλάχιστον να αντιμετωπίσουν, τα τέσσερα στοιχεία που συναπαρτίζουν το κλίμα του πολέμου: κίνδυνο, μόχθο, αβεβαιότητα και πιθανότητα, αν κρίνουμε τον στρατηγό Μακρυγιάννη, πιστεύουμε ότι και πάλι θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα : ο στρατηγός υπήρξε μια στρατιωτική ιδιοφυία. Υπήρξε ιδιαίτερα ευφυής σε κάθε πλευρά της ζωής του, μορφωμένος και εκπαιδευμένος και παράλληλα όπως αποδεικνύει η συμπεριφορά του και η απόδοσή του στις μάχες που συμμετείχε, διέθετε την ματιά «coup d’oeil» που του επέτρεπε μέσα στην ομίχλη της μάχης, να διακρίνει καθαρά το τι συμβαίνει και το τι πρέπει να γίνει. Μια ιδιαίτερη ιδιότητα δηλαδή που περιλαμβάνει διορατικότητα, διαίσθηση και πρόβλεψη συνάμα. Παράλληλα διέθετε αποφασιστικότητα συνδυαζόμενη με φυσικό και ηθικό θάρρος, αψευδείς μάρτυρες των οποίων υπήρξαν οι πληγές που έλαβε στο πεδίο της μάχης, η δίκη για τις ιδέες του και το γεγονός ότι ουδέποτε ο εχθρός κατόρθωσε να καταλάβει θέση που κατείχε ο Μακρυγιάννης.
Υπήρξε ευτυχής συγκυρία για τον ελληνισμό το γεγονός ότι μπόρεσε να αναδείξει άνδρες τέτοιου μεγέθους, εντός της σκληρής οθωμανικής κυριαρχίας. Θα ανέμενε κανείς όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Βλαχογιάννης να ξεχωρίσουν άνδρες όπως π.χ. ο Κολοκοτρώνης και ο Ανδρούτσος, οι οποίοι αποδείχθηκαν ανώτεροι των Οθωμανών αντιπάλων τους, ωστόσο κανείς δεν περίμενε τον Κριεζώτη, τον Γκούρα, τον Κανάρη ή τον Μακρυγιάννη. Τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη, θα μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν το πρώτο κείμενο και το έναυσμα της δημιουργίας μιας νεοελληνικής παράδοσης υψηλής στρατηγικής, εάν δεν επικρατούσε ατυχώς για το νεοελληνικό κράτος, όπως επισημαίνει ο Παπασωτηρίου, μια κατ’ ουσίαν ουτοπική στρατηγική ανάγνωση της επανάστασης. Ο στρατηγός μας παρέδωσε γνώση και διδάγματα σκληρά κερδισμένα, βασισμένα σε πολύχρονους αγώνες και πολυαίμακτες θυσίες, συνεχίζοντας χωρίς ίσως να το καταλαβαίνει έναν πολιτισμό αιώνων, ο οποίος όμως είναι εκεί, παρών σε κάθε του βήμα στα κακοτράχαλα ελληνικά βουνά, σε κάθε γραμμή που χαράζει στο χαρτί των απομνημονευμάτων του. Αυτός ο πολιτισμός έκανε τον στρατηγό Μακρυγιάννη να γράψει και τα περίφημα λόγια του «Είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ» και με τα απομνημονεύματά του να αφήσει ένα ακόμα «κτήμα ες αει» στον ελληνισμό.
Μέσα σε ένα ταξί κινούμαι αυτή τη στιγμή, παραμονές της επετείου του Πολυτεχνείου (17 Νοέμβρη 2014). Το ηλεκτρονικό ημερολόγιο στο κινητό μου δείχνει αυτή τη στιγμή Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014, ώρα 13:30 μμ.
Το ταξί με εμένα ως μοναδικό επιβάτη κινείται πολύ αργά επί της οδού Συγγρού με κατεύθυνση προς το κέντρο της Αθήνας. Είναι μια ημέρα βροχερή, η διάθεση και ο καιρός μοιάζουν και τα δύο γκρίζα. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση και οι καθυστερήσεις στην μετακίνηση, από και προς το κέντρο της Αθήνας, ακόμη μια φορά εξοργιστικές. Πληροφορήθηκα ότι στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει φοιτητικό συλλαλητήριο, άκουσα μάλιστα από τον οδηγό του ταξί ότι αρχίζουν και οι (πατροπαράδοτες) κινητοποιήσεις για την περίφημη επέτειο του Πολυτεχνείου. Δεν μπορώ να κρύψω ότι η είδηση περί «κινητοποιήσεων Πολυτεχνείου» δεν μου προκαλεί πλέον καμμία συγκίνηση και κανένα ενδιαφέρον. Τις έχω συνδέσει στο μυαλό μου με ένα αίσθημα άγονης φοιτητικής μακαριότητας, με άσκοπα συνδικαλιστικά πανηγύρια και με το διεφθαρμένο κομματικό κράτος της μεταπολίτευσης. Συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, κομματικές σημαίες, όσο καιρό θυμάμαι τον εαυτό μου ως σκεπτόμενο πολίτη, ουδέποτε πιστεύω ότι κατάφεραν να αλλάξουν την προοπτική αυτής της χώρας. Έχω μάλιστα πειστεί απόλυτα ότι ο στόχος όλων αυτών των κομματικών πανηγύρεων είναι ακριβώς αυτό, δηλαδή να μην αλλάξει ποτέ αυτή η χώρα και να μην καταφέρει ποτέ να μεταμορφωθεί σε ένα σύγχρονο ευρωπαικό κράτος.
Όταν έσκασε η εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973) ήμουν μαθητής γυμνασίου αλλά έζησα τα γεγονότα από πολύ κοντά διότι το σχολείο μου, η Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή, στεγάζονταν τότε στη διασταύρωση των οδών Ασκληπιού & Αραχώβης, πολύ κοντά στα Εξάρχεια. Από την οδό Βαλτετσίου ροβολάγαμε (όλοι οι συμμαθητές) με κομμένη την ανάσα στην κατηφοριά που μας έβγαζε στα Εξάρχεια και από εκεί στην οδό Στουρνάρη έξω από το Πολυτεχνείο. Θα μου μείνουν αξέχαστοι οι φοιτητές που φώναζαν συνθήματα κατά της Χούντας κρεμασμένοι στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, τους κοιτάζαμε με ανοιχτό το στόμα και θαυμασμό μέσα στην οχλοβοή του πλήθους. Ήταν για εμάς τους μικρούς μαθητές οι ήρωες εκείνης της εποχής. Θυμάμαι επίσης έντονα από εκείνη τη σκοτεινή εποχή τον έντονο φόβο και τη λογοκρισία που είχε επιβάλλει η τότε Χούντα των συνταγματαρχών. Εμείς, παιδιά τότε, δεν αντιλαμβανόμασταν βέβαια τα ιστορικά δεδομένα και την ουσία των γεγονότων εκείνης της περιόδου όμως δύο στοιχεία που συγκρατώ ακόμη ως αίσθηση είναι τα εξής: πρώτον τα ανήσυχα για τις εξελίξεις πρόσωπα των γονιών μας και δεύτερον τις ισχυρές δονήσεις και το τρίξιμο στα τζάμια (μια αίσθηση δυνατού σεισμού) που είχαν προκαλέσει τα τανκς όταν πέρασαν έξω από το σπίτι μας εκείνο το εκρηκτικό βράδυ του Νοέμβρη 1973.
Μέρες δύσκολες και οι σημερινές 41 χρόνια μετά το επαναστατικό 1973 και τα χρόνια που πέρασαν έχουν αφήσει πίσω μας μια μεγάλη απόσταση, έτσι ώστε να αποτιμηθούν πλέον οι πράξεις των πρωταγωνιστών μιας μοναδικής εποχής (υποτιθέμενων ηρώων για τα παιδικά μας μάτια). Ας επιχειρήσουμε μιαν αντικειμενική προσέγγιση εκείνων των νέων του Πολυτεχνείου που βούτηξαν στη συνέχεια βαθειά μέσα στην εποχή της μεταπολίτευσης. Όλοι αυτοί οι νέοι που έφαγαν τα πρώιμα νιάτα τους σε διαδηλώσεις και αμφιθέατρα συζητώντας περισσότερο για τα προβλήματα της Αγκόλας, της Κούβας, της χήρας του Μάο, για το Γαλλικό Μάη, για το Αφγανιστάν και την Νικαράγουα και πολύ λιγώτερο για τα προσωπικά τους προβλήματα ή τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Στη συνέχεια βέβαια αυτοί οι επαναστάτες φαίνεται ότι χώθηκαν βαθειά μέσα στα νήματα των αγορών και του καπιταλιστικού συστήματος που οι ίδιοι είχαν έντονα αμφισβητήσει. Γράφει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο δημοσιογράφος Αντώνης Καρακούσης στην εφημερίδα Καθημερινή το 1999 σε άρθρο του με τίτλο-Η γενιά του Πολυτεχνείου καθοδηγητής και της νέας οικονομίας: «Στις περισσότερες μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, στους μεγάλους κρατικούς μηχανισμούς, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, παντού θα συναντήσεις νεολαίους κομμουνιστές, αριστερούς, μαοικούς ακόμη και αναρχικούς, να πρωταγωνιστούν, να καθοδηγούν τους βασικούς μηχανισμούς, να έχουν σημαντική συμβολή σε αυτή ακόμη την πορεία της χώρας σήμερα. Υπάρχουν και χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αξίζει να αναφερθούν», συνεχίζει ο Αντώνης Καρακούσης, «ο Μίμης Ανδρουλάκης, από τα πιο δυνατά στελέχη του ΚΚΕ, έφθασε σήμερα να είναι προπαγανδιστής της νέας οικονομίας. Τον ακούμε συχνά στο ραδιόφωνο να εκθειάζει το αμερικανικό μοντέλο και οι άκαμπτοι, οι πιο αγκυλωμένοι δεν πιστεύουν στα αυτιά τους. Ο Νίκος Χριστοδουλάκης, από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου βρέθηκε στο υπουργείο Οικονομικών, τοποτηρητής της δημόσιας πειθαρχίας, από τους φορείς και βασικούς εκφραστές του εκσυγχρονισμού και του μετασχηματισμού της οικονομίας» (συνεχίζει στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ο Αντώνης Καρακούσης να αναφέρει ονόματα ηγετών της γενιάς του Πολυτεχνείου όπως πχ Νίκος Κοτζιάς, Νίκος Καραμούζης, Νίκος Μανωλόπουλος, Επιτροπάκης μέλη του Ρήγα Φεραίου ή και αριστερών αναρχικών που σταδιακά έγιναν αιχμές του δόρατος της κοινωνίας των αγορών και του καπιταλισμού). Το άρθρο αυτό παρουσιάζει τους ηγέτες της εποχής του Πολυτεχνείου ως δυναμικούς ανθρώπους που απλά προσαρμόσθηκαν στην νέα πραγματικότητα. Όλα καλά μέχρι αυτό το σημείο.
Πως όμως οι ηγέτες της γενιάς του Πολυτεχνείου (με γνώμονα τα τωρινά δεδομένα της ελληνικής κρίσης) βούτηξαν με τα μούτρα στο δημόσιο χρήμα της μεταπολίτευσης, πως έφτιαξαν έναν κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα, πως βοήθησαν στο να διαλυθεί κάθε κύτταρο ελληνικής δημιουργικότητας και επιχειρηματικότητας, πως σταμάτησαν τις εξαγωγές ελληνικών ανταγωνιστικών προιόντων, πως δημιούργησαν το πελατειακό κομματικό κράτος, πως βοήθησαν στο να εκτοξευθεί το χρέος της χώρας, πως εκείνοι που πρόταξαν τα στήθη τους στα τανκς κρατώντας στα χέρια ελληνικές σημαίες στήριξαν τα μνημόνια και οδήγησαν τη χώρα αλυσοδεμένη σήμερα στις ύαινες του ΔΝΤ; Τι είναι αυτό που μεταμόρφωσε τους παθιασμένους αγωνιστές σε συντηρητικούς τελικά υπηρέτες των αγορών και κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού; Μήπως και η γενιά του Πολυτεχνείου υπέστη τη σήψη της μακροχρόνιας εξουσίας ή επαλήθευσε τελικά την περίφημη άποψη του Γουίνστον Τσώρτσιλ ότι δηλαδή «κάποιος στα 20 του χρόνια είναι κομμουνιστής, στα 30 γίνεται σοσιαλιστής και μετά τα γίνεται 40 καπιταλιστής»;
Νομίζω ότι και με τη Γενιά του Πολυτεχνείου συνέβη απλά ότι ακριβώς συνέβη και στα ζώα που πρωταγωνιστούν στο προφητικό βιβλίο «Η Φάρμα των Ζώων» του Τζώρτζ Οργουελ, μια λογοτεχνική αλληγορία της διαχρονικής αποτυχίας των επαναστάσεων. Τα ζώα μιας φάρμας, με αρχηγό ένα γουρούνι που αποκαλείται Ναπολέων, επαναστάτησαν εναντίον των ανθρώπων και εγκατέστησαν έναν κώδικα ισότητας μεταξύ όλων των ζώων (στο πρωτότυπο κείμενο του Όργουελ εκφράσθηκε με τη φράση all animals are equal). Σταδιακά οι επαναστάτες μετατράπηκαν σε τύραννους και απολυταρχικούς δυνάστες των άλλων ζώων και άλλαξαν ακόμη και τον ιερό κώδικα ισότητας από το «all animals are equal» στο περίφημο «all animals are equal but some animals are more equal than others» (μτφρ.όλα τα ζώα είναι ίσα αλλά κάποια ζώα είναι περισσότερο ίσα από άλλα). Μεγάλος προφήτης αποδεικνύεται ο Όργουελ όχι μόνο για το άφθαστο «1984» αλλά και για τη βαθειά ανάλυση της ψυχολογίας επανάστατη-εξουσιαστή όπως αναδεικνύεται στη «Φάρμα των Ζώων
Ο Θανάσης Δρίτσας είναι Καρδιολόγος, Ωνάσειο ΚΚ, συνθέτης & συγγραφέας
Μετάφραση: Θανάσης Βασιλείου
Ντάνιελ Γκρος*
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ‒ Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ βρίσκεται ενώπιον προβλημάτων στο ξεκίνημά της. Αλλά αυτό δεν θα το μάθετε διαβάζοντας τους τίτλους των ειδήσεων. Όπως αντιλαμβανόταν ο Σέρλοκ Χολμς, ο σκύλος που δεν γαβγίζει τη νύχτα, περνάει συνήθως απαρατήρητος. Στην περίπτωση της Ευρώπης, το επίμαχο ζήτημα είναι οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η Επιτροπή ‒ η εποπτεύουσα αρχή της Ε.Ε. ‒ θα πρέπει να γαβγίζει δυνατά όταν καταστρατηγούνται.
Τον περασμένο μήνα, το γάβγισμα ήταν αναπόφευκτο, από τη στιγμή που δύο μεγάλοι εταίροι της Ε.Ε., η Ιταλία και η Γαλλία, υπέβαλαν τα σχέδια του προϋπολογισμού τους για το 2015 με τα οποία παραβιάζονταν σαφώς οι δεσμεύσεις των κυβερνήσεών τους για συνέχιση της λιτότητας. Κατά πρώτον, η Επιτροπή δικαίως απέρριψε τους δύο προϋπολογισμούς ως ασύμβατους με τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τότε έγινε κάτι που θα φάνταζε κάπως «περίεργο» στην ιστορία του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Μέσα σε λίγες μέρες, οι δύο χώρες προχώρησαν σε μικρές προσαρμογές, ύψους περίπου 0,2% του ΑΕΠ στους προϋπολογισμούς τους, και οι αρμόδιοι υπουργοί των οικονομικών διεμήνυσαν στην Επιτροπή ότι οι προϋπολογισμοί τους τώρα θα πρέπει να εγκριθούν. Η Επιτροπή δεν αντέδρασε, αφήνοντας τους Γάλλους και Ιταλούς ηγέτες να ισχυρίζονται ότι αυτοί είχαν τον τελευταίο λόγο, και όχι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Στην πραγματικότητα, οι τελευταίες προβλέψεις όσον αφορά τη Γαλλία και την Ιταλία κάνουν λόγο για μία ακόμη χειρότερη προοπτική φέτος από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, με το γαλλικό έλλειμμα να αυξάνεται ελαφρώς για το 2015 και το κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα της Ιταλίας να βαίνει επιδεινούμενο. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης υπαγορεύει μια ετήσια βελτίωση, ύψους τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ.
Η νέα Επιτροπή, λοιπόν, κινδυνεύει να χάσει το κύρος της ήδη με το ξεκίνημα της θητείας της. Το τι θα κάνει αποτελεί κρίσιμο ερώτημα, στο βαθμό που η διατήρηση ενός υψηλού βαθμού αξιοπιστίας είναι απαραίτητη για την χάραξη της οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Για να καταλάβουμε το γιατί, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι οι αρχικοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είχαν χαρακτηρισθεί ως «βλακώδεις» από έναν πρώην πρόεδρο της Επιτροπής (Ρομάνο Πρόντι), καθώς η επίτευξη ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ, εν μέσω ύφεσης, είναι ακατάλληλος στόχος. Το επιχείρημα αυτό έγινε αποδεκτό, και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης υποτίθεται ότι κατέστει περισσότερο «έξυπνο», επιτρέποντας, για παράδειγμα, προσαρμογή των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού στον οικονομικό κύκλο, με προσθήκη μεσοπρόθεσμων στόχων για τις δαπάνες, αλλά και με την εισαγωγή ρητρών διαφυγής.
Αλλά, προφανώς, οι νέοι κανόνες απαιτούν ένα ισχυρό θεσμικό όργανο που θα τους ερμηνεύει, και του οποίου οι αποφάσεις θα γίνονται αποδεκτές από όλους. Και αν είναι απλός ο ελέγχος των ελλειμμάτων, δηλαδή, να βρίσκονται κάτω από το 3% του ΑΕΠ με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, εγείρονται εύλογες διαφωνίες σχετικά με το αν η προσαρμογή στον οικονομικό κύκλο θα πρέπει να εκτιμάται στο 0,5% ή στο 0,8% του ΑΕΠ, ή για το αν μια χώρα πράγματι εφαρμόζει μεσοπρόθεσμα τις δεσμεύσεις του στόχου της για τις δαπάνες.
Η Επιτροπή υποτίθεται ότι θα έχει τον τελευταίο λόγο, εξασφαλίζοντας έτσι την αξιοπιστία και τη συνοχή των κανόνων ‒ και φαίνεται να έχει χάσει αυτή τη μάχη από τον πρώτο κιόλας γύρο. Κάποιος θα μπορούσε, φυσικά, να υποστηρίξει ότι θα πρέπει να καταργηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, διότι η λιτότητα δεν έχει κανένα νόημα σε φάση που η ευρωζώνη αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφασίσει η μόνη μία αρχή, η Επιτροπή, και όχι οι χώρες μέλη με τις δημοσιονομικές κουτάλες.
Το άλλο πρόβλημα με την Ευρώπη είναι ο σκύλος που γαβγίζει, χωρίς να υπάρχει λόγος. Και αυτή είναι η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αίφνης κλήθηκε να καταβάλει στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. πρόσθετη συνεισφορά ύψους περίπου 2 δισεκατομμυρίων ευρώ (2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί με ένα σφάλμα στρογγυλοποίησης στον προϋπολογισμό του Ηνωμένου Βασιλείου).
Αιτία της πρόσθετης αυτής εισφοράς ήταν η ανακοίνωση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου που, πριν από λίγες εβδομάδες, ανακάλυψε με υπερηφάνεια πως το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της χώρας (ΑΕΠ) ήταν πολύ υψηλότερο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, όχι μόνο για το 2013, αλλά και για όλα τα προηγούμενα χρόνια. Περιλαμβανομένων των αναθεωρήσεων για την περίοδο 2002-2012, η διαφορά ανήλθε περίπου στα 350 δισεκατομμύρια λίρες (560 δισεκατομμύρια δολάρια).
Επειδή το κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υποχρεωμένο να συνεισφέρει περίπου το 1% του ΑΕΕ του στον προϋπολογισμό της Ένωσης, η αναθεώρηση των οικονομικών στοιχείων του Ηνωμένου Βασιλείου σήμαινε ότι η χώρα θα έπρεπε να να επιστρέψει στην Ένωση μια χρηματική καταβολή δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον διεμήνυσε ότι δεν προτίθεται να πληρώσει τα χρήματα και ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μην τα περιμένει και δεν χρειάζεται».
Αυτές οι δύο περιπτώσεις ‒ ο σκύλος που έπρεπε να γαβγίζει, αλλά δεν το κάνει, και ο σκύλος που γαβγίζει χωρίς λόγο ‒ απειλούν τη θεμελιώδη λειτουργία της Ε.Ε., η οποία βασίζεται σε ένα σαφές σύνολο κανόνων που πρέπει να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα από μια ισχυρή Επιτροπή. Η Επιτροπή Γιούνκερ κινδυνεύει εξαρχής να χάσει το κύρος της, όταν αυτοί οι κανόνες παρακάμπτονται ή καταστρατηγούνται για να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι εγχώριες πολιτικές προτεραιότητες των μεγαλύτερων κρατών μελών.
Η Επιτροπή πρέπει να ανακτήσει το πολιτικό και νοητικό σθένος της και να κάνει τις επιλογές της: είτε να εξηγήσει γιατί οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να τηρούνται ακόμα και τώρα, με τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, είτε να συμφωνήσει με όσους υποστηρίζουν ότι το σημερινό οικονομικό περιβάλλον επιβάλλει να δοθούν δημοσιονομικά κίνητρα. Όμως, δεν μπορεί να κρύβεται, υποστηρίζοντας δημόσια από τη μια τους κανόνες δημοσιονομικής λιτότητας, και από την άλλη να συναινεί όταν τα κράτη μέλη τους καταστρατηγούν.
Επιπλέον, οι ηγέτες των κρατών μελών θα πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους. Η υπόθαλψη λαϊκιστικών απόψεων μπορεί να είναι ελκυστική όταν φέρνει βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη, αλλά το μακροπρόθεσμο κόστος για την αξιοπιστία, τόσο τη δική τους όσο και της Ε.Ε., θα είναι πολύ υψηλό.
* Ο Ντάνιελ Γκρος είναι διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS) που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Έχει εργαστεί για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του πρωθυπουργού της Γαλλίας και του υπουργού Οικονομικών. Είναι εκδότης των περιοδικών Economie Internationale και International Finance.
Πηγή: Project Syndicate, 10 Νοεμβρίου 2014, Daniel Gros – Europe’s Dog in the Nighttime
Η “κρίση”, στα κινέζικα ιδεογράμματα, απεικονίζεται με τον ίδιο τρόπο με την “ευκαιρία”.
Κάθε κρίση, προσφέρεται, πράγματι, ως ευκαιρία για περισυλλογή, αναστοχασμό, διόρθωση ημαρτημένων και πορείας. Υπό την προϋπόθεση ότι θεάται και αντιμετωπίζεται από τα δοκιμαζόμενα υποκείμενά της με καθαρό μυαλό, ψύχραιμα και κατά το δυνατόν απαλλαγμένα από την σύγχυση,την αναστάτωση, την ανασφάλεια που προκαλεί στον άνθρωπο και την κοινωνία η ανατροπή της ρουτίνας, η κατάρρευση παγιωμένων βεβαιοτήτων.
Την σχετική πρωτοβουλία για την μετάλλαξη της κρίσης σε δυνατότητα ευκαιρίας, οφείλουν πρωτίστως να την αναλάβουν οι πολιτικοί (με την ευρεία έννοια) ταγοί. Που πρέπει με θάρρος και παρρησία -και κυρίως με ευθύ και ειλικρινή λόγο- να πείσουν και να παρακινήσουν την κοινωνία των πολιτών, να την οδηγήσουν σε ατραπούς μη οικείους, δύσκολους και απαιτητικούς, σε σχέση με την παγιωμένη πραγματικότητα που η κρίση αποσάθρωσε.
Δεν είναι εύκολη επιδίωξη. Ιδίως σε λαούς, όπως ο ελληνικός, που έχει (κακο)μάθει να δρα και να εμπιστεύεται το άμεσο και ασφαλές “ιδιωτικό” περιβάλλον, τον άμεσο “οικογενειακό” δεσμό, σέβεται και προστατεύει τον ιδιωτικό “χώρο” και περιφρονεί τον δημόσιο, δυσπιστεί και αποφεύγει να εντάσσεται και να ενεργεί σε ευρύτερο συλλογικό πλαίσιο. Λαός, που το κράτος έχει λόγο ύπαρξης μόνο όταν τον εξυπηρετεί και τον “βολεύει” σε ατομική (και συντεχνιακή, κατ’ επέκταση ) βάση, που δυσφορεί όταν καλείται να δράσει συλλογικά σε ευρύτερο πλαίσιο (αυτό είναι το κράτος), και όταν οι περιστάσεις απαιτούν τέτοια συλλογική δράση και θυσίες, αισθάνεται θιγόμενος. Και κυρίως ανασφαλής. Τον βγάζει έξω από τα νερά του, την “επανάπαυση” ότι κάποιος άλλος πρέπει να τον φροντίζει (και να καταβάλλει το κόστος…) χωρίς καμιά υποχρέωση δικής του συμμετοχής, προσπάθειας,ρίσκου και κόστους.
Το “δεν υπάρχει κράτος!”, που κραυγάζουμε όταν… κλείνει από τα χιόνια ο δρόμος του χωριού , την ώρα που στον υπόλοιπο κόσμο των… κουτόφραγκων βγαίνουν με τα φτυάρια και τον καθαρίζουν οι ίδιοι οι κάτοικοι, το εθνικό σπορ της φοροδιαφυγής στο οποίο επιδιδόμαστε όλοι όπου “μας παίρνει” (δεν είναι φοροφυγάδες μόνο οι καπιταλιστές!), το ότι φταίει η Τροχαία που δεν αστυνομεύει ασφυκτικά τις εθνικές οδούς και μας… “επιτρέπει” να τρέχουμε σαν δαιμονισμένοι και να σκοτωνόμαστε (αναλογικά πρώτη χώρα στον κόσμο σε τροχαία δυστυχήματα!), είναι μερικές μόνο από τις σαφείς ενδείξεις της νοοτροπίας που μας διακατέχει…
Στα χρόνια της κρίσης που ζούμε, έχουν αρχίσει να ψιθυρίζονται αναιμικές παραδοχές ότι “φταίμε κι’ εμείς…”. Μετά την πρώτη αντίδραση, κάποιοι, σε στενούς ,έστω ,“ελεγχόμενους” κύκλους παραδέχονται πως ο Πάγκαλος δεν είχε και πολύ άδικο πως “όλοι μαζί τα φάγαμε”. Ακούγονται απόψεις για τις υπερβολές και ηθελημένες θεσμικές στρεβλώσεις του συντεχνιακού συνδικαλισμού, που τις πληρώνουμε εντέλει πανάκριβα-κι’ εδώ που φθάσαμε, “οριζόντια” και άδικα.
Στο “δια ταύτα”, όμως, όταν προκύπτει πιεστικά το ζητούμενο πως την κρίση θα την μετατρέψουμε και θα την εκμεταλλευθούμε ως ευκαιρία για ένα νέο υγιές, υγιέστερο έστω,ξεκίνημα και λογικότερο περιβάλλον, όταν προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας, απαλλαγή από υιοθετημένες ως “κανονικότητα” παθογένειες, όταν (τώρα) που έφθασε η ώρα για θυσίες, σκληρή δουλειά και προσγείωση στην πραγματικότητα από τα ύψη της επίπλαστης ευμάρειας και της δανειακής “άνεσης”, η απογοήτευση και αγανάκτηση (έναντι ποίου;), μετατρέπουν την απαραίτητη όσο και απογοητευτική απογραφή ,σε αλόγιστη οργή και εκδικητική διάθεση, με μια διάθεση άρνηση της πραγματικότητας. Αν οι συνθήκες αλλάζουν, τότε… τόσο το χειρότερο για τις συνθήκες!
Γι’ αυτήν την αποχαυνωτική και υπονομευτική“Νιρβάνα”, την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν από… μόνα τους και χωρίς κανένα απολύτως κόστος (έστω του αναλογούντος για τα χρόνια “κρασιού και λουλουδιών” της χαζοχαρούμενης με δανεικά παρακμής μας), ευθυνόμαστε όλοι ανεξαιρέτως! Η πολιτική τάξη, φυσικά, έχει την βαρύτερη ευθύνη. Γιατί, εξακολουθώντας να υπολογίζει υπέρμετρα το έρμο πολιτικό κόστος, δεν τόλμησε και δεν επέβαλλε ανατροπές, εκσυγχρονισμούς, αναδιαρθρώσεις θεσμών. Δεν επιχείρησε καν να ξεκινήσει το στήσιμο ενός στιβαρού, σοβαρού, αποτελεσματικού κράτους, ακομμάτιστη και αξιοκρατική δημόσια διοίκηση, λειτουργική, εύρυθμη και με ταχείς ρυθμούς δικαιοσύνη, επιβολή της αντικειμενικής αξιολόγησης σε κάθε… ανθυποπαράρτημα της κρατικής μηχανής. Νοιάζεται περισσότερο για το άμεσο εκλογικό της μέλλον, της διατήρησης ή ανάρρησης στην εξουσία, παρά για το μέλλον -κυριολεκτικά αβέβαιο και επί ξυρού ακμής- της χώρας.
Αλλά, ας το ομολογήσουμε (θα ήταν μια καλή αρχή…), πως γι’ αυτήν την καταστροφική αταβιστική συμπεριφορά των πολιτικών μας,ουσιαστικότατο μερίδιο ευθύνης έχουμε κι’ εμείς οι πολίτες. Που αντιδρούμε (κινητοποιώντας τα ποταπά αντανακλαστικά της πολιτικής τάξης…) σε κάθε απόπειρα ανατροπής “κεκτημένων” και “καλώς κειμένων” συνηθειών, με τις οποίες μάθαμε να βολευόμαστε, αδιαφορώντας για το επερχόμενο κόστος-πού ήρθε. Η μη ανάληψη από αυτήν του πολιτικού κόστους των αλλαγών, είναι το δικό μας… “όφελος”, για το οποίο πιέζουμε. Ακόμη και σήμερα, που δεν υπάρχουν πια… “οφέλη”, παρά μόνο ψευδαισθήσεις για διατήρηση των όσων μας έχουν απομείνει. Που νομοτελειακά θα εξανεμισθούν κι’ αυτά, αν συνεχίσουμε να κλείνουμε τα μάτια στην νέα απαιτητική και δύσκολη πραγματικότητα…
Διαβάζοντας αποσπασματικά το βιβλίο “Αγριος Αιώνας, η βαρβαρότητα επιστρέφει ” όπου η συγγραφέας Therese Delpech περιγράφει τα αίτια της αστάθειας του σύγχρονου κόσμου, την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση του ανθρώπου από τις τεχνολογίες, τη στιγμή που ο ψυχισμός παραμένει αυτό που ήταν πάντα, εξαιρετικά ευάλωτος , ο νους μου έκανε κύκλους γύρω από τα χρόνια που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο. Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, για τα οποία πολλοί ήταν αυτοί που πάλεψαν και συνέχισαν να παλεύουν, ακόμη κι όταν ήξεραν ότι ήδη έχουν προδοθεί. Όπως πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν στις αξίες – ηθικές και πανανθρώπινες αξίες – που είχαν κάθε ευκαιρία να ριζώσουν σε τούτο τον τόπο, όπως ακριβώς ριζώνουν τα αειθαλή δένδρα. Και μένουν εκεί στα χωράφια, στα πάρκα, στα πεζοδρόμια για να θυμίζουν ότι η ζωή του ανθρώπου είναι πολυδαίδαλη σαν τις ρίζες των δένδρων.
θα γραφτούν πάλι πολλά, όπως άλλωστε κάθε χρόνο. Θα ακουστεί το γνωστό ‘Ημουν κι εγώ εκεί”, παρ ότι δεν ήταν, γιατί μέσα στο Πολυτεχνείο βρέθηκαν μια χούφτα αποφασισμένοι και θαρραλέοι άνθρωποι. Οι υπόλοιποι, κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους, φοβισμένοι ή συμβιβασμένοι με τα καθεστώτα. Ας είμαστε ειλικρινείς. Πολλές φορές εκ των υστέρων λαχταράμε να κλέψουμε την αίγλη των άλλων. Σήμερα, βεβαίως, το κλίμα είναι αβανταδόρικο για πολλά. Η νεο-τρομοκρατία, οι εξαγριωμένοι νεολαίοι, τα πιθανά νέα Πολυτεχνεία, η δίχως έλεος κρίση της μεσαίας τάξης, οι ανίκανες, με δεκανία κινούμενες κυβερνήσεις, οι συστημικές τράπεζες, τα κόκκινα, πράσινα και γαλάζια δάνεια, θα δώσουν τροφή για συσχετισμούς και γι’ απολογισμούς, για λάθη και παραλείψεις. Η επέτειος του Πολυτεχνείου, η κλασσική υπόθεση του ασύλου, η αστυνομική βία, οι άνωθεν εντολές, όλα δημιουργούν σκηνικό αλλεπάλληλων εκρήξεων. Θα βγουν ξανά ταγοί στα μικρόφωνα. Θα παρελάσουν σαν μαριονέτες ενώπιον νεκρών και ζωντανών. Θα ψελλίσουν ότι κάνουν το καθήκον τους ή ότι μπορούν να αναποδογυρίσουν το σύμπαν. Αλλά κανείς δεν θα μετρήσει τα δικά του τα λάθη, τη δική του αρνητική διείσδυση στη συμπεριφορά της κοινωνίας. Και για να μην εκπλαγούμε, ας προετοιμαστούμε : Θα υπάρξουν και αυτοί που με τη συνήθη απαξιωτική χειρονομία θα σβήσουν όλα τα χρόνια που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο, ίσως γιατί ήδη έχουν κάνει τους συμψηφισμούς τους και σήμερα επιπλέουν σαν καρυδότσουφλα στη λίμνη της συνειδησιακής σιωπής.
Στη Μεταπολίτευση, λοιπόν, θα ήθελα να αφιερώσω ένα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που γράφτηκε για άλλες εποχές κι άλλες πολιτικές συντεταγμένες. Μου άρεσε όμως πολύ και είπα να το μοιραστώ
” Κι όμως ηττηθήκαμε! Τί έφταιξε ; Τί μας διέφυγε ;
Πού ήταν το λάθος (…)
χιλιάδες ήττες μέσα μας αναίμαχτες, αόριστες, ασήμαντες,
σαν ένα κοπάδι ποντίκια που ροκανίζουν χρόνια στο υπόγειο
γκρεμίζοντας άξαφνα την πρόσοψη ενός σπιτιού που μέχρι χθες
υψωνόνταν γεμάτο δύναμη και φώτα
και όνειρα και χορούς -κι ανεξόφλητα χρέη.“
—
Επέλεξα τους στίχους του Λειβαδίτη γιατί στον σπουδαίο αυτό άνθρωπο άρεσε να λέει ότι η Ποίηση μπορεί να κάνει το απίστευτο πέρασμα από το Αδύνατο στο Δυνατό και να διαβεί το χάσμα που χωρίζει το φάντασμα από το αληθινό αντικείμενο.
Ζήσε με μύθους κι ήρωες – Μια φίλη μου, που ζει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, κάλεσε χθες τους δικούς της φίλους να δουν το σποτ του ΕΟΤ για να καταλάβουν την αγάπη της για την Ελλάδα, «τη χώρα του φωτός», όπως έγραψε. Δεν θέλω λοιπόν να απορρίψω ένα φιλμάκι, που ενδέχεται να μιλάει κατευθείαν στην καρδιά τουριστών και Ελλήνων του εξωτερικού. `Εχω όμως να παρατηρήσω τα εξής, παρακολουθώντας τον διάλογο που βρίσκεται σε εξέλιξη:
1. Στην ανταπάντηση του ΕΟΤ για την κριτική που δέχεται σχετικά με τη χρήση αρχειακού υλικού από τους Ολυμπιακούς του 1936, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «αφαιρέθηκε το πλάνο προκειμένου να αποκατασταθούν οι όποιες αρνητικές εντυπώσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν». `Αρα ο -κατά ΕΟΤ- «μύθος πρώτος» δεν ήταν μύθος.
2. Ο -κατά ΕΟΤ- «μύθος τρίτος» είναι πολύ μεταμοντέρνα φάση, δεν ενδείκνυται για κοινούς θνητούς η ερμηνεία του οργανισμού. Με δυο λόγια: Ναι μεν ήταν αυστραλιανή η παραλία που προβάλλεται, αλλά δεν παρουσιάζεται ως ελληνική, χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα, γιατί θέλει να δείξει πως όπου κι αν γυρίσεις το κεφάλι σου στην υφήλιο, από τις αμμουδιές του Μπόντι μέχρι τα σουβλατζίδικα του Βούπερταλ και τους πλαστικούς Παρθενώνες της Αστόρια πάντα κάτι θα σου θυμίζει την Ελλάδα (και ίσως σε πληγώνει). Μάλιστα.
3. Οτι το φιλμ κόστισε 1,3 εκατ. ευρώ είναι ο τέταρτος και πιο ενδιαφέρων μύθος, γιατί είναι όντως μύθος. Στην πραγματικότητα ο ΕΟΤ έχει μεν στη διάθεσή του κονδύλι από το ΕΣΠΑ 665.000 ευρώ για την παραγωγή βίντεο και περιεχομένου (Προκήρυξη Υποέργου 3) και άλλα 717.000 για την ανάπτυξη της ιστοσελίδας του (Προκήρυξη Υποέργου 2, σχεδιασμός και ανάπτυξη Πύλης), αλλά επέλεξε για τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας να δαπανήσει 60.000 (συν ΦΠΑ) για το αμφιλεγόμενο επετειακό βίντεο με τίτλο «Gods, Myths, heroes». Κοινώς το επιχείρημα «δεν υπάρχει φράγκο» σε αυτήν την περίπτωση δεν ευσταθεί. Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν λοιπόν: ή ο ΕΟΤ δεν έχει εκμεταλλευτεί τα χρήματα του ΕΣΠΑ γιατί δεν ξέρει πώς ή σκοπεύει να τα διαθέσει αλλού.
4. Το 2014 οι αφίξεις τουριστών στη χώρα μας αναμένεται να φτάσουν τα 23 εκατ. και τα κέρδη αναμένεται να ξεπεράσουν τα περσινά 12,1 δισ. ευρώ. Μεγάλο μέρος της ντόπιας καινοτομίας στρέφεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Δυναμικοί επιχειρηματίες επενδύουν σε μία νέα προσέγγιση στον τουρισμό. Ενα μικρό αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ενδιαφέρουσες προτάσεις στον τομέα των αναμνηστικών, που ξεφεύγουν πλέον από τη λογική του σουβενίρ «πλαστικό τσολιαδάκι made in China» και υιοθετούν το χιούμορ και την αποδόμηση του φολκλόρ (βλ. Ηδίστη, Salty bag, Greece is for lovers, Tagari, Greece revisited).
Ο ΕΟΤ μοιάζει, με αυτό το σποτ, να μην έχει αντιληφθεί αυτήν τη στροφή και να αναμασά τις αλήστου μνήμης παρωχημένες εκστρατείες του παρελθόντος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή
Θανάσης Δρίτσας – Έχω παρατηρήσει ότι αρκετοί κλινικοί γιατροί, με αυξημένη συχνότητα πλέον, διστάζουν να γράψουν ευθαρσώς σε έναν ιατρικό φάκελο ή σε μια βεβαίωση εκφράσεις όπως «φυσιολογικός», «κατά φύση», «εντός φυσιολογικών ορίων».
Πολύ συχνά διαπιστώνω ότι η διατύπωση της έννοιας «φυσιολογικό» προκαλεί την έκλυση κάποιας περίεργης αντανακλαστικής φοβίας. Επίσης συχνά προτιμούν οι γιατροί αφαλέστερες και συχνά υποκριτικές διατυπώσεις όπως πχ «μη ειδικά ευρήματα». Αυτό συμβαίνει επειδή το μυαλό των κλινικών γιατρών έχει πλέον εκπαιδευθεί να βλέπει παντού ασθένειες ή παραλλαγές ασθενειών. Τα όρια της ασθένειας έχουν διευρυνθεί τόσο πολύ πλέον έτσι ώστε πρόσφατες επιδημιολογικές αναλύσεις δείχνουν ότι ολόκληρος ο πληθυσμός των γηραιότερων ενηλίκων (άνω των 65 ετων) ταξινομείται ως πάσχων από τουλάχιστον μία χρόνια ασθένεια. Η τάση της μοντέρνας προληπτικής φροντίδας είναι ότι με (υποτιθέμενο) στόχο την αποφυγή του πρόωρου θανάτου να χορηγεί ισόβια φάρμακα σε ολοένα και περισσότερους νέους και ασυμπτωματικούς ασθενείς. Επίσης είναι ολοφάνερη η προοδευτική ελάττωση των φυσιολογικών ορίων στις τιμές βιοχημικών (βλ. χοληστερίνη, σάκχαρο) ή κλινικών παραμέτρων (βλ. αρτηριακή πίεση). Ποιος όμως καθορίζει το εύρος μιας φυσιολογικής τιμής; Η «αόρατος αυτή αρχή» που καθορίζει τα όρια (για να θυμηθούμε τη Φιλική Εταιρεία) δεν είναι παρά διεθνείς επιτροπές πανεπιστημιακών και ερευνητών με σημαντική εμπειρία στον τομέα των κλινικών μελετών φαρμακευτικών ουσιών.
Αρκετές σχετικά πρόσφατες αναφορές στο καταξιωμένο επιστημονικό περιοδικό British Medical Journal από τον συγγραφέα-λέκτορα του πανεπιστημίου Newcastle-Australia, Dr. Ray Moynihah έχουν δείξει ότι τα περισσότερα άτομα που συμμετέχουν σε επιτροπές ειδικών που καθορίζουν ενδείξεις συνταγογράφησης φαρμάκων έχουν άμεσους δεσμούς με φαρμακευτικές εταιρείες οι οποίες ωφελούνται από την επέκταση της συνταγογράφησης σε υγιείς πληθυσμούς. Μάλιστα αποδείχθηκε ότι ανάμεσα στα 12 μέλη μιας επιτροπής ειδικών που δημιούργησαν μετά το 2003 μιαν αμφιλεγόμενη κατάσταση που λέγεται «προ-υπέρταση» (προκειμένου να συνταγογραφούν οι γιατροί αντιυπερτασικά σε άτομα με οριακές τιμές πίεσης) οι 11 έπαιρναν χρήματα από φαρμακευτικές εταιρείες και οι 6(50%) δήλωναν χρόνιους δεσμούς με περισσότερες από 10 εταιρείες ο καθένας.
Παρομοίως αποκαλύφθηκε ότι πολύ συχνά είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα μέλη επιτροπών σε σχέση με συνταγογράφηση φαρμάκων για το διαβήτη και τις ψυχιατρικές διαταραχές. Στον τομέα της ψυχιατρικής μάλιστα βρέθηκε σκανδαλωδώς μεγάλο ποσοστό (56%) διαπλοκής των ειδικών οι οποίοι διευρύνουν τις ενδείξεις φαρμακευτικής θεραπείας και αναφέρονται στο περίφημο Εγχειρίδιο Στατιστικής και Διάγνωσης Ψυχικών Διαταραχών (DSM). Είναι βέβαιο ότι έχει επέλθει τρομακτική ψυχιατροποίηση της ζωής παγκοσμίως αλλά ιδιαίτερα στις ΗΠΑ πολλά εκατομμύρια νέων ανθρώπων, ιδιαίτερα εφήβων, παίρνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα ή φάρμακα για «φυσιολογικές» διαταραχές της διάθεσης με τις ευλογίες του Εγχειριδίου Διάγνωσης DSM. Μάλιστα έχει γίνει πλέον κοινή πεποίθηση όλων των πολιτών ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επισκεφθεί σήμερα ψυχίατρο (συμβουλευτικά) ένας κλινικά υγιής άνθρωπος και να φύγει από το ιατρείο χωρίς συνταγή ενός ήπιου αγχολυτικού ή αντικαταθλιπτικού δισκίου.
Ένα, κατά την άποψη μου, σημαντικό πρόσφατο εκδοτικό απόκτημα είναι το βιβλίο με τίτλο «Η διάσωση του φυσιολογικού» του οποίου συγγραφέας είναι ο καταξιωμένος αμερικανός ψυχίατρος Allen Frances (MD), το βιβλίο κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τραυλός (2014). Το ευανάγνωστο και καλογραμμένο αυτό πόνημα προσεγγίζει, κυρίως από την ψυχιατρική πλευρά, το μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης ιατρικής που είναι η μετατροπή των φυσιολογικών καταστάσεων σε παθολογικές, η ιατροποίηση της καθημερινής ζωής σε επικίνδυνο βαθμό, η υπερ-διάγνωση και η υπερβολική ιατρική αγωγή. Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας, που υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του ψυχιατρικού εγχειριδίου DSM, βρίσκεται σήμερα πολέμιος της μανιώδους ιατροποίησης ελάσσονων ή φυσιολογικών ψυχικών εκδηλώσεων (γεγονός που οδηγεί σε πολυφαρμακία και συχνά λαθεμένη ιατρική αγωγή) οι οποίες εντάσσονται με ρυθμό γεωμετρικής αύξησης στις ανανεωμένες εκδόσεις του DSM.
Δεν είμαι ψυχίατρος αλλά θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό μπορούν με άνεση να διαβάσουν γιατροί όλων των ειδικοτήτων και, όσοι διαθέτουν ευθυκρισία και διαφάνεια σκέψης, να διαπιστώσουν ότι η ιατροποίηση της ζωής, η μετατροπή του φυσιολογικού σε παθολογικό, η υπερδιάγνωση και η πολυφαρμακία αποτελούν πλέον μεγάλα προβλήματα όλων των ιατρικών ειδικοτήτων. Υπάρχει πλέον άμεση ανάγκη για διεπιστημονικές συζητήσεις προκειμένου να ενημερωθούν με ειλικρίνεια η κοινωνία, οι γιατροί και άλλοι επιστήμονες μη-γιατροί πάνω στο ζήτημα της άσκησης υπερβολικής ιατρικής. Πολύ φοβάμαι ότι η ιατρική δεν έχει πια ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και προφανώς το μέλλον διαγράφεται εξαιρετικά ζοφερό αν δεν αλλάξει κάτι άμεσα.
Είναι δεδομένο ότι με βάση το υπάρχον σύστημα αντίληψης οι περισσότερες επιτροπές ειδικών διαπλέκονται με φαρμακευτικά συμφέροντα και προσπαθούν να διευρύνουν τα όρια της νόσου και να χαμηλώσουν τον ουδό για θεραπεία. Υπάρχει όμως ευτυχώς μια διαφαινόμενη τάση αλλαγής πολιτικής και κάποιες ανιδιοτελείς φωνές καλούν για νέους τρόπους ορισμού της ασθένειας με επιτροπές ειδικών ανεξάρτητες από εταιρείες και αντικρουόμενα συμφέροντα.
Η τάση αυτή διαφαίνεται πλέον ανοιχτά και στο περίφημο αμερικανικό FDA το οποίο επιλέγει ως μέλη επιτροπών για έγκριση φαρμακευτικών ουσιών μη διαπλεκόμενους ειδικούς. Ακόμη διαφαίνεται μια τάση ένταξης σε αυτές τις επιτροπές πολιτών με κοινωνικές ευαισθησίες (βλ.οργανισμός Public Citizen στις ΗΠΑ) που όμως να μην είναι γιατροί ή βασικοί ερευνητές. Ας ελπίσουμε ότι θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν πάλι τα σκοτεινά όρια ασθένειας και υγείας και ότι θα πολλαπλασιαστούν στο μέλλον οι άνθρωποι που στη διάρκεια της ζωής τους δεν θα έχουν πάρει ούτε ένα χάπι χωρίς σοβαρό λόγο, σε αυτό άλλωστε αναμένεται να συμβάλλει ο ιδανικός συνδυασμός γενετικής και πρόληψης.
Θανάσης Δρίτσας,
Καρδιολόγος, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, συνθέτης και συγγραφέας
[Widget_Twitter id=”1″]
Στης φοροδιαφυγής τα γρανάζια – Μεγάλος ντόρος και διαμάχη για τα περιβόητα 19 “προαπαιτούμενα”, που θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί πριν μας αξιολογήσει η τρόικα, προκειμένου ν’ αρχίσει η διαπραγμάτευση για την διαχείριση του χρέους μας.
Θα τα ψηφίσει η όχι η κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία (όσα προϋποθέτουν μέτρα που θα πρέπει να αποφασισθούν…), αναλαμβάνοντας και το σχετικό πολιτικό κόστος, και μάλιστα μέσα σε μόλις…25 μέρες, μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου, που λήγει η προθεσμία εν όψει, μάλιστα, της σχεδόν βεβαιότητας των πρόωρων εκλογών;
Ας αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι για τα προαπαιτούμενα αυτά, έχει ΗΔΗ δεσμευθεί η ελληνική κυβέρνηση-δεν είναι κάτι που τώρα στα ξαφνικά “έσκασε”-, και ας παραβλέψουμε το ότι όντως κάποια από τα προαπαιτούμενα αυτά (τα…προσυμφωνηθέντα!) είναι δυσβάστακτα για την σκληρά δοκιμαζόμενη κοινωνία. Να μείνουμε, όμως, σε ένα τουλάχιστον εξ αυτών, που θα έπρεπε να έχει αποφασισθεί και υλοποιηθεί στην διάρκεια των… δεκαετιών που προηγήθηκαν της κρίσης. Στις έρμες “καλές εποχές”, που υπήρχαν και άνετα περιθώρια…
Το συγκεκριμένο προαπαιτούμενο,(και για να υπάρξει αναπτυξιακή προοπτική…) είναι ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού συστήματος και η αναδιάρθρωση της φορολογικής διοίκησης. Το πρόβλημα, ως πυρήνας της εγκληματικής φοροδιαφυγής στην χώρα μας και την μόνιμη δραματική έλλειψη στα δημόσια έσοδα, όχι μόνο έχει διαπιστωθεί από την δεκαετία του ’80, αλλά έχει αναδειχθεί ως η βασικότερη ίσως παράμετρος της κρίσης που βιώνουμε τα 5 τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο “προαπαιτούμενο”, ως… αυτονόητο, ήταν από ταν πρώτα που πίεζαν να υλοποιηθεί οι δανειστές μας από την πρώτη μέρα των μνημονίων!
Δεν βαριέστε. Όλο και το… τραβάγαμε από αξιολόγηση σε αξιολόγηση, με τους κυβερνώντες μας (διακομματικά, ακόμη και…”οικουμενικά”!) να επιλέγουν αντί να τα βάλλουν με τους “πελάτες” τους και να συγκρουσθούν, να υπερφορολογούν και να στύβουν σαν λεμονόκουπες τους… συνήθεις “ηλίθιους”, μισθωτούς και συνταξιούχους. Μέχρι να τους φθάσουν στο αδιέξοδο να μην μπορούν πλέον να πληρώνουν (τα αποδεικνύει η πορεία των φορολογικών εσόδων) παρά τις απίθανες κυρώσεις που αντιμετωπίζουν…
Η ίδια η τρόικα, έχει κατ’ επανάληψη διαμηνύσει, ότι δεν αποτελεί δικιά της “εντολή” οι περικοπές μισθών συντάξεων και οι ανεκδιήγητες “εισφορές αλληλεγγύης” που που από έκτακτες προήχθησαν σε μόνιμες. Το μόνο για το οποίο πίεζαν, είναι η αύξηση των εσόδων μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής και η μείωση των ελλειμμάτων. Οι κυβερνώντες, φυσικά, κάθε φορά επέμεναν ότι τα υπερβολικά μέτρα που έπλητταν τους “δουλοπάροικους” και άφηναν (περίπου…) ανέγγιχτους τους “έχοντες και κατέχοντες”, δεν ήταν δική τους επιλογή αλλά επιταγή της τρόικας…
Και είναι ν’ απορείς: αν μ’ όλον αυτό τον ασφυκτικό έλεγχο και τις πιέσεις για το συγκεκριμένο αυτονόητο “προαπαιτούμενο”από τρόικα αλλά και ξένους ηγέτες (με πρώτη και καλύτερη την …απεχθή Μέρκελ), δεν σταθήκαμε άξιοι (και αποφασισμένοι) να το ικανοποιήσουμε τα τελευταία χρόνια της “ξενοκρατίας”, πως στην ευχή (η… στο διάολο!) θα το εξασφαλίσουμε τώρα που
“βγαίνουμε από τα μνημόνια” και γινόμαστε “κανονικό κράτος”;
Θα πείτε: ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα! Εδώ πολύ πιο απλά κι’ εύκολα πράγματα ,και άνευ κόστους, οικονομικού και πολιτικού, δεν στάθηκαν ικανοί να κάνουν, όπως λ.χ. την υπεσχημένη μετατροπή της πολύπαθης και βεβαρημένης ΕΡΤ σε…. BBC ( θυμάστε τον ανεκδιήγητο Κεδίκογλου και των σχετικών “ειδικών καθηκόντων” υφυπουργό Παντελή Καψή;) μετά το άτσαλο και ασχεδίαστο κλείσιμό της , το τέρας – αλλά για κάποιους… χρυσόμαλλο – της φοροδιαφυγής και της καθιέρωσης ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος θα κατάφερναν;
Επιτέλους κάποιος από τους πολιτικούς μας ηγέτες πρέπει να πει στο λαό την αλήθεια. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Έχουμε ουσιαστικά γυρίσει τρία χρόνια πριν όταν σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Ο λόγος είναι ότι η τρόικα τραβάει τα πράγματα μέχρι τα άκρα χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Η κυβέρνηση, παντελώς αδύναμη κι ανίκανη, δεν μπόρεσε να κάνει τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, έχει χάσει την μπάλα και πελαγοδρομεί. Σαν να βρίσκεται εκτός πραγματικότητας. Καταρρέει κι αγωνίζεται να γαντζωθεί από την εξουσία. Την ίδια ώρα η αντιπολίτευση δίνει ρεσιτάλ ανευθυνότητας κι ανικανότητας κι υπόσχεται πράγματα ανεφάρμοστα. Η συγκυρία ειναι εξαιρετικά δύσκολη κι επικίνδυνη. Των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν