Με αφορμή την σημερινή γιορτή των Αγίων Αγγέλων παρουσιάζω ένα απόσπασμα από το ποιητικό μου κείμενο ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟ μαζί με τρείς εικόνες από την πρωτότυπη εικονογράφηση του κειμένου από τον αγαπημένο μου φίλο Γιώργο Μπούτλα, ολόκληρο το κείμενο του έργου ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟ βρίσκεται μέσα στο βιβλίο μου ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΠΛΕ, εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα 2008:
ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟ (απόσπασμα)
Νοιώθω το άγγιγμά σου να με συνεπαίρνει.
Το άγγιγμα σου με ζώνει ολόκληρο και με κάνει να νοιώθω αμήχανα και άβολα τις νύχτες. Η γαλάζια ανάσα σου με καίει πάντα τις νύχτες. Η γαλάζια ανάσα σου…
Σαράντα και κάτι χρόνια πηγαίνουμε μαζί πακέτο. Εσύ έχεις νοιώσει ποτέ μόνος; Αλλά γιατί σε ρωτάω δεν ξέρω, δεν ξέρω αν εσύ έχεις σώμα, ψυχή ή μυαλό.
Δεν ξέρω αν μπορείς να μου απαντήσεις σε κάποια ανθρώπινη γλώσσα. Δεν ξέρω αν φοράς μέσα σου μια ζεστή και παλλόμενη καρδιά. Έχεις νοιώσει τόση μοναξιά όση και ’γω σ’αυτή τη κοινή μας περιπλάνηση; Ακόμα ένοιωσες ποτέ την ανάγκη να κοιμηθείς όταν εγώ ήδη κοιμόμουν ή πραγματικά παριστάνεις το φύλακα όπως διηγούνται κάποιοι σε παλιές παιδικές ιστορίες; Αναρωτιέμαι αν χαμήλωσαν ποτέ οι αντιστάσεις σου και παραδόθηκες σε κάποια επιθυμία.
Να ξέρεις νοιώθω, με μιάν εξόριστη αίσθηση, τη γαλάζια ανάσα σου να με ζώνει. Ιδιαίτερα τις νύχτες που ο γύρω κόσμος σκοτεινιάζει. Τότε σε βλέπω θαμπά, μέσα στο μυαλό μου μοιάζεις με γαλάζια διάφανη πυγολαμπίδα. Εκεί μέσα, τότε, το φως σου με κυριεύει.
Δεν ξέρω από τι πάστα είσαι φτιαγμένος. Αποκλείεται από αίμα, χώμα, μέταλο, γυαλί η χαρτί. Σίγουρα όχι από πηλό ή μάρμαρο. Δεν είσαι κομμάτι ηλεκτρικό, με τίποτα. Είσαι αέρας, ατμός. Δεν μπορώ να σε δω καθαρά. Αν έχεις όνομα ανθρώπου σίγουρα δεν το γνωρίζω, αν είσαι πάλι θεός απαγορεύεται να προφέρω το όνομα σου.
Δεν μπορώ να σε δω καθαρά. Νοιώθω μόνο, δεν ξέρω αν βλέπω ή οραματίζομαι, μια γαλάζια ανάσα.. Αν όμως έχεις φωνή μίλα, φώναξε μου, κλάψε, βήξε, φταρνίσου, γέλα. Κάνε οτιδήποτε. Αρκεί ένα σημάδι σου ν’ αφήσεις. Θα μπορούσα ίσως να σε κοιτάξω στο μικροσκόπιο, όπως ακριβώς ένα βακτηρίδιο. Θα μπορούσα να σε κοιτάξω με τηλεσκόπιο, όπως ένα μακρινό άστρο. Καταλαβαίνω ότι στιγμές μ’ ακουμπάς, στιγμές με σπρώχνεις απότομα. Κάποιες φορές βιαστικά με ρουφάς στην αγκαλιά σου. Πάντα για να γλυτώνω.
Κοιτάζω και συ κοιτάζεις μέσα απ’ τα μάτια μου. Αρχή της εικόνας σου, αρχή της εικόνας μου προτυπώθηκε ανώδυνα στο χρόνο. Καρφωμένα δυο μάτια τρωκτικά εικάζουν το μέλλον καράβι. Ακολουθώ τα μάτια σου, τα μάτια μου. Στην αντίστροφη οδό βαδίζω, πίσω στον αμφιβληστροειδή. Εκεί ανύποπτα και χωρίς ενοχή εικονίζονται ανάποδα τα ασπρόμαυρα σχήματα του κόσμου. Ακολουθώ τα μάτια σου, τα μάτια μου. Ταξιδεύω αργά πίσω στο νου και το χρόνο των μορφών. Εκεί βλέπω τα γαλάζια χάρτινα φεγγάρια, φεγγάρια ρολόγια που μετράνε αλάθητα το χρόνο, το χρόνο των ψυχών.
Ακούω ελάχιστα ενώ εσύ ακούς κάθε ίχνος ήχου. Δεν ακούω όταν ακούς, δε βλέπω όταν βλέπεις. Στιγμές η καρδιά μου πάλλεται πολύ γρήγορα και τότε εσύ με το συμπαντικό σου spray την παγώνεις αστραπιαία. Φτιάχνεις θηλιές με αυτοσχέδιους άγνωστους κόμπους και με γραπώνεις όταν τις νύχτες ετοιμάζομαι για βουτιά πατώντας στον ελαστικό βατήρα της ψυχής μου. Άλλες φορές, εντελώς ανάγωγα και ανεξήγητα, ενώ κοιμάμαι βαθειά με κρύο νερό με αφυπνίζεις. Κι’ όμως κάτι μυστήριο μ’ εμποδίζει ώστε, παρά τις πράξεις σου, να σε μισήσω οριστικά.
Να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ηθελα να ξεκινήσω πιο πρίν αλλά με παρέσυρε ο θυμός για την ακατανόητη διαγωγή σου, Αρχάγγελε μου. Ντυμένος κόκκινο ψάρι βουτάω χωρίς συσκευή οξυγόνου στο ενυδρείο. Κανένα απ΄τα ψάρια που συναντώ δεν αντιλήφθηκε ότι κάποτε υπήρξα άνθρωπος που ύστερα πεθύμησε του ενυδρείου το ήσυχο γαλάζιο. Όλα τα πρωινά που εσύ θρηνούσες την απώλεια μου έγω ένοπλος περιπολούσα τη γαλάζια σκοτεινιά του ενυδρείου ντυμένος κόκκινο ψάρι. Δεν θα χρειαστεί να με ταίσεις, μια μικρογραφία ωκεανού εξασφάλισε την τροφή μου.
Πολλά, μα πολλά χρόνια πίσω θυμάμαι με δυσκολία να σχηματίζονται τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα. Εγώ είμαι μάλλον μικροσκοπικός και ο κόσμος γύρω μου τεράστιος. Τρέχω με άγαρμπα βήματα και θαμπά θυμάμαι να σκοντάφτω πάνω σε λογής χρώματα, πάνω σε διαλυμένα ξύλινα παιχνίδια. Κάποια στιγμή εκτοξεύομαι προς τον κίτρινο τοίχο που βλέπω να με πλησιάζει ανελέητα με ταχύτητα. Εκεί τότε ένοιωσα για πρώτη φορά το γαλάζιο είναι σου. Ήσουν σίγουρα εκεί όταν ο τοίχος σταμάτησε να έρχεται καταπάνω μου και ένοιωσα κάτι πολύ ζεστό να γραπώνει το καινούργιο πράσινο πανταλόνι μου. Θυμάμαι τότε το δωμάτιο σε μιά στιγμή να γίνεται ανεξήγητα γαλάζιο και μιά ανταύγεια να με τυφλώνει. Ήσουν εκεί αλλά δεν εμφανίσθηκες ποτέ. Από τότε αναγνώρισα άπειρες φορές τη γαλάζια ανάσα, με μία εξόριστη και ακατανόητη αίσθηση.
Αρχάγγελε, διάλεξες τη γαλάζια μάσκα για να κρύψεις τη μέσα ψυχή σου που βαμμένη είναι ψευδαίσθηση λευκού. Τυχαία όμως διάλεξες το χρώμα που αληθινά μιλά για σένα και έτσι, άθελα σου, στη μάσκα που ντύθηκες βλέπω την πρώτη σου φύση. Αύριο πάλι θα ντυθείς μια λευκότητα λήθης που σε κάνει ξεχωριστή ύπαρξη για όλους αγοραία ύπαρξη γιά μένα.