Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ έγραψε κάποτε : Προχωρούσαμε με τον Σαρτρ στο δρόμο ελεύθεροι, ανεμπόδιστοι, ανέμελοι, χωρίς φόβο.Γιατί να λυπηθούμε που δεν είχαμε αυτοκίνητο, όταν κάναμε τόσες ανακαλύψεις περπατώντας στις όχθες του καναλιού Σαιν Μαρτέν ; Οταν τρώγαμε στο δωμάτιο μου ψωμί και φουά γκρά Μαρί, όταν δειπνούσαμε στη μπιραρία Ντεμορύ…δεν νοιώθαμε στερημένοι από τίποτα. Τί παραπάνω θα μπορούσε να μας προσφέρει το μπαρ του ξενοδοχείου Ρίτζ ; Είχαμε τις δικές μας γιορτές. Ενα βράδυ στο Βίκινγκς έφαγα κότα με κούμαρα, ενώ στην εξέδρα μια ορχήστρα έπαιζε το σκοπό της μόδας: Pagan love song. Ηξερα πως το τσιμπούσι αυτό δεν θα με θάμπωνε αν γινόταν συχνά. Ετσι ακόμη και η φτώχεια μας εξυπηρετούσε την ευτυχία…
Στενεύει ο κύκλος της ευζωϊας του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου. Λιγοστεύει η καλοπέραση, τα ακριβά γούστα, προνόμιο των λίγων παλιά, αλλά που τελικά απόλαυσαν πολλοί στην εποχή μας. Περιορίζεται το εύρος της κατανάλωσης, σμικρύνεται το μερίδιο της διασκέδασης.Οι entertainers βρίσκονται με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.Το κοινό είναι το μισό σε σχέση με πέρσι. Λείπει το χρήμα και προφανώς η διάθεση. Ο κόσμος πληρώνει το εισιτήριο,αλλά δεν αγοράζει ποτά. Προτιμάει μια μπύρα, να κρατήσει στοιχειωδώς την καταναλωτική του αξιοπρέπεια. Πολλοί απλώς παρίστανται, δεν παθιάζονται, δεν χειροκροτούν, όπως χειροκροτούσαν.
Η αγορά κινείται σε ρυθμούς χελώνας.Οι γυναίκες κοιτούν και ξανακοιτούν τις βιτρίνες, αλλά δεν κάνουν το επόμενο βήμα : να μπουν στο μαγαζί δηλαδή. Με τρόπο βγάζουν από το πορτοφόλι την πιστωτική κάρτα και μαζί της τον τελευταίο λογαριασμό. Μετρούν το υπόλοιπο. Τους παίρνει, δεν τους παίρνει. Κάποιες αποχωρούν. Οι θαρραλέες μπαίνουν. Ανισος κόσμος, ούτως ή άλλως. Αυτές που αποχωρούν, έχουν πειστεί ότι το βράδυ στη φωλιά τους θα το σκεφτούν καλύτερα. Θα πάρουν χαρτί και μολύβι. Δεν μπορείς να’ χεις εμπιστοσύνη μόνο στη μνήμη σου. Αυτά που έλεγες παλιότερα ότι είσαι κομπιούτερ κι όλα τα’ χεις «εδώ», δείχνοντας το κεφάλι σου, μάλλον δεν ισχύουν σήμερα.
Οι παρορμητικές κινήσεις του χθες, η σταθερή προσήλωση στην κατανάλωση, η απουσία φόβου αρχίζουν μέρα τη μέρα να αντιστρέφονται για να μετατραπούν σε συγκροτημένες κινήσεις, σε διακεκομμένη κατανάλωση και σε …φόβο. Ναι, φόβο για το αύριο, για τον κόσμο που κτίσαμε γύρω μας, βασισμένο στην κατάχρηση των καταναλωτικών αγαθών. Τον αποδεχτήκαμε αυτόν τον κόσμο. Μας ενθουσίασε. Είναι γκλάμουρους, πλησιάζει τον κόσμο των περιοδικών life style. Αν δει κάποιος τις κυκλοφορίες των περιοδικών θα διαπιστώσει ότι αυτή η κατηγορία πουλάει περισσότερο. Γιατί; Γιατί έχει χρώματα, έχει ελπίδα.Ο αναγνώστης μεταφέρεται στη θέση του μοντέλου ή του πλούσιου επιχειρηματία που φωτογραφίζεται για να επιδειχθεί. Μπαίνει στο σπίτι της οικογένειας τάδε και ζει μαζί της στην υπέροχη τραπεζαρία, στη φανταστική κουζίνα και στη στυλάτη μπερζέρα δίπλα στο τζάκι. Τι όμορφα να απολαμβάνεις τη ζωή, έστω και μέσα από την κλειδαρότρυπα! Και συν τοις άλλοις μπορείς να φαντάζεσαι ότι όταν χρειαστεί, θα κάνεις κι εσύ μια φοβερή ανόρθωση στήθους και θα ζήσεις ως το τέλος χωρίς ρυτίδες. Ναι, ναι, και χωρίς νυστέρια. Αυτά γράφουν τα περιοδικά. Δίνουν και διευθύνσεις. Δίνουν επιλογές. Σπουδαίο πράγμα να’ χεις τη χαρά της επιλογής!
Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι παραμυθιαζόμαστε. Οτι η αλήθεια βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Μια αλήθεια που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις σκέψεις του Τοκβίλ και του Χάγιεκ, του Καντ ή του Φρόιντ. Είναι η αλήθεια του 21ου αιώνα, με την επιστήμη να θριαμβολογεί και τον άνθρωπο (το υποκείμενο, αν θέλετε) να συνθλίβεται, ναι, ανόργανο σώμα. Μίζερα πράγματα. Το χρήμα ξαναπερνάει στα χέρια των λίγων, όπως παλιά. Αλλά δεν είναι οι παλιοί που το καρπούνται. Είναι οι καινούργιες φουρνιές των πλουσίων, που κανείς δεν ξέρει πώς και με ποια μέσα τα κατάφεραν, ειδικά σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα. Δεν είναι μόνον οι μεγαλογιατροί φοροφυγάδες που η κυβέρνηση τους έκανε σημαία.Αυτά είναι επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της στιγμής. Εξαφανίζονται κάπου στην ατμόσφαιρα και σπάνια προκαλούν εγκαύματα στον άνθρωπο. Είναι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που δρα σαρωτικά, χωρίς αιδώ, χωρίς εξελιγμένη ηθική, χωρίς ενδιαφέρον, όχι για τον διπλανό του, αλλά για το κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο, η αλαζονεία του καθενός δεν χωράει σε περιόδους τέτοιας κρίσης, όπου είναι πέρα από αναγκαίο, πέρα από υποχρεωτικό το δημόσιο συμφέρον να τίθεται υπεράνω του ιδιωτικού. Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς και σε μια νέα πραγματικότητα που δεν είναι μακριά μας. Πώς να νικήσεις τις απαιτήσεις, πώς να αγνοήσεις τις ανάγκες ; Ιδού το ερώτημα.