Οι αυξανόμενες θερμοκρασίες των καλοκαιρινών μηνών και οι συνθήκες ξηρασίας στην εποχή της κλιματικής αλλαγής κάνουν τα δάση πολύ πιο εύφλεκτα απ’ ό,τι παλαιότερα, σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες. Τα περιαστικά δάση ήταν πάντα τα πιο ευάλωτα, όσο και ιδιαίτερα πολύτιμα για τον υπερσυγκεντρωμένο πληθυσμό των πόλεων. Στις συνθήκες αυτές είναι γροθιά στο στομάχι η εκτίμηση πως το 37% των δασικών εκτάσεων της Αττικής έχει καεί τα τελευταία οκτώ χρόνια.
«Υπάρχουν νέα χαρακτηριστικά στις δασικές πυρκαγιές κατά την περίοδο της κλιματικής αλλαγής. Κατ’ αρχάς, είναι πολύ πιο ευνοϊκό το περιβάλλον. Αυξημένες θερμοκρασίες και παρατεταμένη ξηρασία δημιουργούν περισσότερη καύσιμη ύλη, τόσο όσον αφορά το “προσάναμμα” της φωτιάς, δηλαδή τη νεκρή ξερή ύλη στο έδαφος, όσο και το φούντωμά της, καίγοντας σε πυκνή βλάστηση. Αυτό οδηγεί σε υψηλά θερμικά φορτία που δύσκολα τιθασεύονται, αλλά και στη δυνατότητα η φωτιά να κινείται με ταχύτητα», εξηγεί στην «Κ» ο πυρομετεωρολόγος Θοδωρής Γιάνναρος, μέλος της ομάδας The Flame Project του Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Κλείνει το παράθυρο
«Ενα νέο στοιχείο, που το είδαμε σε ένα βαθμό και στην πυρκαγιά που ξέσπασε στον Βαρνάβα, είναι πως “κλείνει” το νυχτερινό παράθυρο για την πυρόσβεση μιας δασικής πυρκαγιάς. Παλαιότερα, συνήθως η ένταση της φωτιάς έπεφτε τη νύχτα, δίνοντας την ευκαιρία στις πυροσβεστικές δυνάμεις να την περιορίζουν και να την οριοθετούν. Εχουμε δει σε παγκόσμια κλίμακα, πως η βραδινή θερμική ένταση τείνει αυξανόμενη και παραμένει σε παρόμοια επίπεδα με την ημέρα», συμπληρώνει ο κ. Γιάνναρος. «Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ αρνητική για την Πυροσβεστική, γιατί εκτός των άλλων καταπονούνται πολύ οι δυνάμεις στις δύσκολες συνθήκες των νυχτερινών ωρών».
Και σε μεγάλο υψόμετρο
Σε συνθήκες υπερθέρμανσης και ξηρασίας οι δασικές πυρκαγιές γίνονται μια διαρκής απειλή. Κατ’ αρχάς δεν περιορίζονται χρονικά. Το χρονικό διάστημα της επίσημης αντιπυρικής περιόδου, από την 1η Μαΐου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, αποδεικνύεται εξαιρετικά στενό για να χωρέσει τις πυρκαγιές που εκδηλώνονται και τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο. Κι αυτό οδηγεί σε εξάντληση δυνάμεων. Δεύτερον, επεκτείνονται χωρικά. «Μία ακόμη συνέπεια της κλιματικής αλλαγής είναι το γεγονός των πυρκαγιών σε υψηλά υψόμετρα και σε δασικά οικοσυστήματα βουνών που δεν θεωρούνταν μέχρι πρότινος ευάλωτα σε φωτιές. Είδαμε πυρκαγιά να καίει στο Πάικο μεσάνυχτα! Τι θα γίνει εάν έχουμε πυρκαγιές και σε υψόμετρα 1.500-1.600 μέτρων;», σημειώνει ανήσυχος ο κ. Γιάνναρος. Στο όρος Ορβηλο, στην περιοχή των Σερρών, η πυρκαγιά καίει σχεδόν ένα μήνα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Περισσότεροι ρύποι
Η πύκνωση και αυξανόμενη ένταση των δασικών πυρκαγιών είναι κάτι για το οποίο σειρά επιστημονικών μελετών και δημοσιεύσεων έχουν προειδοποιήσει από καιρό. Δεν ήρθαν ξαφνικά οι φλόγες κοντά μας. Διεθνής μελέτη, την οποία συντόνισε το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και στην οποία συμμετείχαν ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, μίλησε για μια «άνευ προηγουμένου αλλαγή στο καθεστώς πυρκαγιών στην Ευρώπη που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή». «Οι ακραίες συνθήκες που ευνοούν την έναρξη των πυρκαγιών γίνονται όλο και πιο συχνές κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου, λόγω των αυξημένων περιόδων καύσωνα και υδρολογικής ξηρασίας. Η αύξηση του ακραίου κινδύνου πυρκαγιάς είναι αρκετά πρόσφατη και σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τις δυνατότητες πυρόσβεσης, οδηγώντας σε υψηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που σχετίζονται με τις πυρκαγιές σε εξαιρετικά ζεστά και ξηρά καλοκαίρια», αναφέρουν οι συντάκτες. Οι μελετητές εξέτασαν ολόκληρη την περίοδο από το 1980 μέχρι και πρόσφατα, ενώ προχωρούν και σε εκτιμήσεις για το μέλλον, με βάση τα κλιματικά σενάρια. Στα διαγράμματα που διαμορφώθηκαν με βάση αυτά ο κίνδυνος πυρκαγιάς παρουσιάζει σταθερά και έντονα ανοδική τάση. Κι αυτό, παρότι την περίοδο 1950-2000 οι καμένες εκτάσεις σε πολλές περιοχές της Μεσογείου είχαν σταθεροποιηθεί ή και μειωθεί. Πλέον, είμαστε σε άλλη φάση…
50 ημέρες συναγερμού
Ανάλογες ήταν και οι τάσεις που καταγράφηκαν στη μεγάλη μελέτη για την Ανθεκτικότητα των Ελληνικών ∆ασών στην Κλιματική Αλλαγή, που πραγματοποίησε η Ακαδημία Αθηνών, με τη συνεργασία πολλών Ελλήνων επιστημόνων. Η συσχέτιση μεταξύ αυξημένων θερμοκρασιών και υψηλής ξηρασίας γίνεται φανερή, καθώς τα έτη που είχαμε μεγαλύτερες καταστροφές στο παρελθόν ήταν ακριβώς αυτά. Το πρόβλημα είναι πως το μέλλον αναμένεται ακόμη πιο θερμό και ξηρό. Ετσι, με βάση το πλέον δυσμενές κλιματικό σενάριο υπάρχει η εκτίμηση πως οι μέρες με ακραίο κίνδυνο πυρκαγιάς θα αυξηθούν μέχρι τα τέλη του αιώνα κατά 35-50 σε ανατολική Στερεά, Αττική, ανατολική Πελοπόννησο, κεντρική και νότια Κρήτη.
Κατά το παρελθόν, η ένταση της φωτιάς έπεφτε τη νύχτα, δίνοντας την ευκαιρία στις πυροσβεστικές δυνάμεις να την οριοθετούν, όμως πλέον παρατηρείται αυξητική τάση της θερμικής έντασης και κατά τις βραδινές ώρες.
«Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα τάση, το φετινό καλοκαίρι θα είναι το πιο θερμό στην Ελλάδα από τότε που έχουμε καταγραφές. Εχουμε μπει σε έναν θερμοθάλαμο εδώ και δυόμισι μήνες, κάτι που ίσως δεν έχει ξανασυμβεί. Οι θερμοκρασίες μέρα και νύχτα, ειδικά στα αστικά κέντρα, παραμένουν σε εξαντλητικά υψηλά επίπεδα. Τις 57 από τις 61 μέρες Ιουνίου και Ιουλίου οι θερμοκρασίες ήταν πάνω, και συχνά πολύ πάνω, από τις κλιματικές τιμές της περιόδου 1991-2020. Ανάλογη τάση υπάρχει και τον Αύγουστο, μέχρι τώρα τουλάχιστον. Αντίστοιχα, έχουμε πολλούς μήνες, από πέρυσι τον Ιούλιο που οι θερμοκρασίες είναι πάνω από τα κανονικά», λέει στην «Κ» ο Κώστας Λαγουβάρδος, διευθυντής Ερευνών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών και επιστημονικά υπεύθυνος στο meteo.gr.
Διαρκής ζέστη
«Η τάση αυξημένων θερμοκρασιών κρατάει από τον χειμώνα. Από τις 213 μέρες από την 1η Ιανουαρίου φέτος μέχρι τις 31 Ιουλίου οι 173 ημέρες ήταν πιο ζεστές από αυτό που θα λέγαμε κανονικό και ήταν ήδη αυξημένο σε σχέση με παλαιότερα. Το πιο ανησυχητικό είναι πως τα πολύ θερμά έτη πυκνώνουν την τελευταία δεκαετία, ενώ και τα πιο καυτά καλοκαίρια συσσωρεύονται τα τελευταία χρόνια», σημειώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Τα καλοκαίρια του 2023, του 2021 και του 2012 ήταν τα πιο θερμά μέχρι τώρα, το 2024 φαίνεται πως θα τα ξεπεράσει.
«Μετά τον περυσινό τρομερό καύσωνα του Ιουλίου, σκεφτόμουν πως δεν μπορεί να έχουμε και του χρόνου κάτι ανάλογο. Κι όμως, να που φέτος είχαμε ακραίες συνθήκες ζέστης, όχι με τις πολύ υψηλές τιμές του καύσωνα του 2023 ή του 2021, αλλά με μια πολύ μεγάλη διάρκεια, σχεδόν χωρίς σταματημό», σχολιάζει ο ερευνητής του Αστεροσκοπείου.
Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; «Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για κάθε συγκεκριμένη χρονιά. Αλλά η τάση προς τις αυξημένες θερμοκρασίες είναι σαφής. Την κατέγραφαν και τα κλιματικά μοντέλα, τα οποία βελτιώνονται και επιβεβαιώνονται. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια έχουμε μια πύκνωση των φαινομένων ακραίας ζέστης με διάφορα ρεκόρ», απαντάει ο κ. Λαγουβάρδος.
Ο ξηρός Ιούνιος
Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός της μεγάλης μείωσης των βροχοπτώσεων και της αύξησης της ξηρασίας. «Ο Ιούνιος είναι ένας μήνας που στην Ελλάδα υπάρχουν βροχές, όχι πολλές αλλά υπάρχουν. Φέτος έλειψαν. Σε Αθήνα, Λιβαδειά και Σπάρτη δεν έπεσε σταγόνα. Στην Αρτα, που είναι στη ∆υτική Ελλάδα, έπεσε μισό χιλιοστό(!), τίποτα δηλαδή, όταν ο μέσος όρος 2007-2023 ήταν 43 χιλιοστά. Στην Ορεστιάδα έπεσαν μόνο τρία από 53 χιλ., ενώ στο Περτούλι 17 από 71 χιλιοστά. Στην Αττική έβρεξε μία μέρα σε όλο το καλοκαίρι μέχρι τώρα», τονίζει ο κ. Λαγουβάρδος.
Μέσα σε συνθήκες πολύ αυξημένων θερμοκρασιών για Ιούνιο και με ελάχιστη υγρασία στο έδαφος, ο φετινός Ιούνιος είχε πολύ αυξημένα επίπεδα καμένων εκτάσεων στην Ελλάδα, που έφτασαν τα 78.000 στρέμματα από τις 18 μεγαλύτερες δασικές πυρκαγιές, πέντε φορές πάνω από τον μέσο όρο των ετών 2010-2024 (στοιχεία από την επιχειρησιακή μονάδα Beyond του Αστεροσκοπείου Αθηνών). Μέχρι και τις 14 Ιουλίου 2024, που υπήρχαν στοιχεία, και το ευρωπαϊκό σύστημα EFFIS του κέντρου Copernicus σημείωνε πως οι καμένες εκτάσεις στην Ελλάδα και οι εκπομπές CO2 από δασικές πυρκαγιές ήταν αυξημένες σε σχέση με τον μέσο όρο προηγούμενων ετών.
Το «κλίμα» της 11ης Αυγούστου
Ολα αυτά εκφράστηκαν σε μεγάλο βαθμό και στη μεγάλη φωτιά που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα. Σύμφωνα με μελέτη της ομάδας Flame του Αστεροσκοπείου, υπήρχαν συνθήκες μεγάλης ξηρασίας της νεκρής καύσιμης ύλης στο έδαφος, σημαντικό έλλειμμα υδρατμών στον αέρα, ισχυροί άνεμοι με ταχύτητα που έφτασε και τα 65-70 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ σε ριπές μπορεί να έφτανε και τα 85 χλμ. «Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, αλλά όχι ακραίες. Υπήρχαν και φάσεις που η φωτιά μπορούσε δυνητικά να περιοριστεί, να μην μπει σε αστικό ιστό», καταθέτει μια προκαταρτική γνώμη από την πρώτη εξέταση των στοιχείων ο κ. Γιάνναρος. «Σε καιρικές συνθήκες όπως αυτές της Κυριακής και της Δευτέρας μπορούμε να φτάνουμε συχνά στο μέλλον. Είχαμε και στο παρελθόν. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι», συμπληρώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Η κλιματική κρίση δεν είναι άλλοθι για όσα δεν γίνονται, αλλά επιπλέον λόγος συναγερμού για όσα πρέπει να γίνουν.