Η Ρίτσα Μασούρα απαγγέλλει ένα από τα ποιήματά της που περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή της “Οι `Αγκυρες Δεν Ωφελούν”, εκδόσεις Φίλντισι. Το ποίημα “Μια κακοποιημένη ευζωία” συνοδεύεται από μουσικό κλασσικό κομμάτι της διεθνούς φήμης πιανίστας `Εφης Αγραφιώτη από το CD “Ηχοι από το Συρτάρι”
Ρίτσα Μασούρα
Μιλάτε στους διπλανούς σας… Εγκώμιο στη φιλία
Κατά πόσον οι σημερινές συνθήκες ζωής επιτρέπουν να διατηρούνται ή να δημιουργούνται φιλίες, σαν αυτές που όλοι στο παρελθόν έχουμε ζήσει; Φιλίες που προϋποθέτουν συλλογικότητα, επικοινωνία και ενδιαφέρον περίσσιο για τους συντελεστές τους.
Δύσκολες οι απαντήσεις.
Αν το καλοσκεφτούμε, ο καθένας από μας έχει κάτι να πει για φιλίες που ατόνησαν, για φιλίες που στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έδειχναν αυθεντικές, τότε που όλοι αισθανόμασταν δυνατούς τους κτύπους της καρδιάς για μεγάλα οράματα και μεγάλες επιδιώξεις. Και τότε, αν θυμάστε καλά, κανείς δεν είχε διανοηθεί ότι τα μεγάλα πράγματα θα προωθούνταν χωρίς το δέσιμο των ανθρώπων μεταξύ τους, τη βαθιά αξεπέραστη φιλία. Σήμερα, ο χρόνος έχει συμβάλει στο να εξανεμιστεί εκείνο το κλίμα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται όλο και πιο ανθεκτικός στις φιλικές προκλήσεις, περιχαρακώνεται σε σημείο προκλητικό, απορρίπτει τον άλλον με φοβερή ταχύτητα και γι’ αυτή τη συμπεριφορά του έχει ως μόνιμη επωδό την έλλειψη εμπιστοσύνης και την υπεραπασχόληση. Εγωκεντρικός, περιχαρακωμένος και με σαφείς πλέον ατομικιστικές αντιλήψεις εξαντλεί την έννοια της φιλίας σε επιφανειακές και με ημερομηνία λήξης κοινωνικές σχέσεις. Θα έχετε όλοι πιάσει τον εαυτό σας να λέτε, «α, ναι, έχω πολλούς γνωστούς, αλλά φίλους, ε, εντάξει… ».
Οι ρυθμοί διαβίωσης είναι τόσο γρήγοροι, ώστε ο άνθρωπος έχει ελάχιστες δυνατότητες να ξανοιχτεί και να πειραματιστεί. Πιεζόμενος υπερβολικά προκειμένου να αντεπεξέλθει σε χιλιάδες μικρές δοκιμασίες, τις οποίες εν πολλοίς ο ίδιος δημιούργησε, θέλοντας να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, οπαδός του «φαίνεσθαι» κι όχι του «είναι», φροντίζει να επιδίδεται σε αγώνα δρόμου επαγγελματικής ανέλιξης σε τέτοιο βαθμό, ώστε η έννοια «φιλία», ποδοπατημένη από τον ανταγωνισμό, να ηχεί εξωπραγματική.
Μια έννοια που την εντοπίζει κανείς πιο εύκολα σε παλιά βιβλία, αλλά δεν θέλει να τη βιώσει, που την ακούει μέσα από αφηγηματικές συζητήσεις γηραιών κυριών, αλλά απορεί, που την οσφραίνεται μέσα από επετειακές εκπομπές της τηλεόρασης, όπου παλιοί αγωνιστές ανατρέχουν στις «στιβαρές» φιλίες που δημιουργήθηκαν μέσα από κοινές αγωνίες μιας άλλης νιότης, αλλά τους αποδίδει γραφικότητα. Σήμερα αποφεύγουμε ακόμη και να μιλάμε στους γείτονες, πόσω μάλλον να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα.
«Μιλάτε στους διπλανούς σας», ήταν ένα από τα συνθήματα που κυριαρχούσαν στο Παρίσι τον Μάη του ’68, μας θυμίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο του «Η Άνοδος της Ασημαντότητας». Μέσα από το κίνημα εκείνου του Μάη συντελέστηκε μια καταπληκτική κοινωνικοποίηση, έστω κι αν ήταν τελικά παροδική. Οι άνθρωποι αναζητούσαν τη ζέστη και τη μυρωδιά του άλλου. Διακατέχονταν από τις ίδιες διαθέσεις: α-πέρριπταν την κενή ασημαντότητα και την πομπώδη βλακεία και ποθούσαν μεγαλύτερη ελευθερία για τον καθένα και για όλους. Γύρευαν την αλήθεια και την ελευθερία, γύρευαν όμως και την κοινότητα… αυτήν που προϋποθέτει τη συλλογικότητα και τη φιλία.
Σήμερα η έννοια της συλλογικότητας έχει αμβλυνθεί και ο ατομικισμός αποτελεί την κορωνίδα του συστήματος. Πώς να αντέξει λοιπόν η φιλία; Κάποιοι καλύπτουν τα κενά συνωστιζόμενοι σε γραφεία ψυχολόγων, κάποιοι άλλοι σε ινστιτούτα καλλωπισμού. Κάνουν γιόγκα μετά μανίας, χτυπιούνται ώρες πάνω σε διάφορα όργανα, λοξοκοιτάζουν τους συναθλητές τους, καταγράφουν τον τρόπο που κινούνται, το τι φοράνε, το πώς γέρνουν το σώμα ή το κεφάλι, το πώς πίνουν στο διάλειμμα την πορτοκαλάδα. Ρουφούν σαν άλλο φρεντοτσίνο τις συμβουλές των περιοδικών ποικίλης ύλης, εκεί όπου η γυναίκα είναι αποδεκτή μόνον αν έχει συγκεκριμένες αναλογίες. Ξέρετε, τώρα, ποιες.
Για να σοβαρευτούμε όμως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι νέοι άνθρωποι, λάτρεις της τεχνολογίας, λάτρεις όμως και της ήσσονος προσπάθειας – οι φιλίες έχουν ζόρια– στρέφονται προς την απρόσωπη ηλεκτρονική επικοινωνία, τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία. Στις ΗΠΑ μάλιστα αναπτύσσεται ραγδαία ο κλάδος της on line ψυχοθεραπείας (e-therapy). Λογικό, από τη στιγμή που εξέλιπε ο κολλητός ο φίλος, η κολλητή αν και κουτσομπόλα γειτόνισσα.
Και εν μέσω αυτής της απαξίας μιας αρετής, όπως ήταν η φιλία για τον αρχαιοελληνικό κόσμο, (κατά τον Πυθαγόρα, ο φίλος είναι ο άλλος μας εαυτός και μοιράζεται μαζί μας την αυτή ψυχή), αυξάνονται διεθνώς οι πωλήσεις βιβλίων που καταπιάνονται με την ευτυχία. Πανζουρλισμός πραγματικός και αναζήτηση αντιδότου. Οι Εργατικοί στη Βρετανία έχουν τον δικό τους γκουρού της ευτυχίας (η ευτυχία γι’ αυτόν είναι συνδεδεμένη βεβαίως με την οικονομική ευμάρεια), ενώ στο BBC προβάλλεται «Η Φόρμουλα της Ευτυχίας»…
«Απ’ όλα τα αγαθά που μας παρέχει η σοφία για τη διασφάλιση μιας ευτυχισμένης ζωής, το μεγαλύτερο είναι η απόκτηση φίλων», έλεγαν οι επικούρειοι φιλόσοφοι, αλλά ποιος έχει πια χρόνο γι’ αυτούς. Κι αν κάποια στιγμή μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον, είναι η αυξανόμενη ασημαντότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος που μας κάνει να μη μιλάμε για τα παλιά τα αποφθέγματα. Προφανώς επανακαθορίζουμε τις συντεταγμένες ζωής. Προσαρμόζουμε τη σκέψη μας και τη συμπεριφορά μας στα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου και αναζητούμε νέους κανόνες για το ευ ζην.
Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί ακόμη να πει αν θα παρασύρουμε μαζί μας στο μέλλον τη λησμονημένη συλλογικότητα και τη βαθιά έννοια της φιλίας που την περιβάλλει.
Ρίτσα Μασούρα
Με ελκύει ο αρχιτεκτονικός ελιτισμός της Ερμούπολης, το θέατρό της, η Ανω Σύρα, η Φραγκοσυριανή, η κλασική μουσική, η όπερα, φυσικά και η θάλασσα.
Της Ρίτσας Μασούρα
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αιγαίου παρακολούθησα προ ετών την όπερα Σαλώμη του Στράους (ο ερωτικός χαρακτήρας των επτά πέπλων) σε μια εξαιρετικά προσεγμένη παράσταση με ξένους πρωταγωνιστές. Η Σαλώμη επί σκηνής. Το αυταρχικό και επιθετικό θηλυκό που ζητάει τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Προδρόμου. Η παράσταση,θυμάμαι,καταχειροκροτήθηκε από τον κόσμο. Και η υπόκλιση τελείωσε τη στιγμή που η εκπρόσωπος του Ιδρύματος Κυβέλη, Βαλεντίνη Ποταμιάνου αφιέρωσε στην πρωταγωνίστρια ένα ποίημα φορτισμένο με τις μνήμες και τους συμβολισμούς ενός μακρινού παρελθόντος.
Στην Ερμούπολη, στη βεράντα του Ινστιτούτου Κυβέλη, ο επισκέπτης μπορεί ώς το τέλος του καλοκαιριού να ακολουθήσει έναν οπτικομουσικό περίπατο σε Ανατολή και Δύση. Ενα πολιτιστικό – ιστορικό νήμα ανάμεσα στον συμβολιστή ζωγράφο Κλιμτ, με αφορμή τις εκδηλώσεις για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, τον αναμορφωτή του ελληνικού θεάτρου και οπαδό του Συμβολισμού Κωνσταντίνο Χρηστομάνο (συνοδό επί τριετία της πριγκίπισσας Σίσσυ), τον Αυτοκράτορα της Βιέννης, Ιωσήφ (το 1888 βράβευσε με το Μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής τον Κλιμτ, αλλά και τον Χρηστομάνο την εποχή που έζησε στη Βιέννη) και την ωραία Κυβέλη με τη μικρασιατική καταγωγή.
Μετά τη Σαλώμη, λοιπόν, ο Γκούσταβ Κλιμτ. Το έργο του «Σαλώμη» συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαίων αλληγορικών έργων του ζωγράφου που σφράγισε με τη δουλειά του μία από τις ομορφότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκαλώντας τα πουριτανικά ήθη της εποχής και ενδεχομένως ανατρέποντάς τα. Ο Κλιμτ λάτρεψε τη γυναίκα, φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι ελάχιστα τον ενδιέφερε ο εαυτός του, όσο τον απασχολούσε η γυναίκα.
Στο μοναδικό έργο που συμμετέχει και ο ίδιος είναι το «Φιλί», όπου συνυπάρχει με την ερωμένη του Εμιλι Φλέγκε, η οποία αδιαφορώντας για τις ερωτοδουλειές του, τον ακολούθησε ώς το τέλος.
Ας συγκρατήσουμε, ωστόσο, ότι ο Κλιμτ υπήρξε μέλος του κινήματος της Βιέννης, «Απόσχιση» που σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τον ακαδημαϊσμό του τέλους του 19ου αιώνα.
Σύγχρονος του Φρόιντ και του Μάλερ, ο Κλιμτ περιβάλλει τα πρόσωπα των γυναικών με μυστήριο. Είναι πότε σκοτεινά και πότε φωτεινά. Δείχνει να ακροβατεί ανάμεσα στο ακραίο και το φυσιολογικό, στο απεχθές και το ποθητό. Θυμίζει άγγελο, αλλά και δαίμονα. Εχει έντονη την αίσθηση του κινδύνου, αλλά και αυτήν της ελευθερίας. Αλληγορία παντού. Υπονοούμενα εξωφρενικά. Ενας συμβολισμός που δύσκολα συγκρατείται γιατί, όπως αφήνει παντού να εννοεί, σε κατακτά η ίδια η γυναίκα κι όχι το μήνυμα. Η δουλειά του ακολουθεί την πορεία της ηλικίας κι είναι φορές που θυμίζει την αδιάκοπη πάλη του παλιού με το καινούργιο, του γέροντα με τον νέο άνθρωπο… Τα καλοκαίρια, λοιπόν! Καλοκαίρια με ερωτισμό, τέχνη, ανεμελιά και έντονη διάθεση για ζωή. Κι είναι ειδικά τα ελληνικά καλοκαίρια τέτοια.
Η εις`Αδου Κάθοδος και η Ανάστασις Κυρίου
Γράφει η Ρίτσα Μασούρα
Ακόμη κι αν δεν πιστεύει κάποιος, αν είναι κενός θεολογικών μηνυμάτων, δεν θα ήταν κακό να παραδεχτεί ότι αισθάνεται πάνω του το χάδι της θρησκευτικότητας των ημερών. Γιατί η θρησκευτικότητα μπορεί να γίνει γιάτρισα της μεγάλης έγνοιας, του προνομιακού ανθρώπινου πόνου και του φόβου, όπως τον παρουσιάζει ο Μπλεζ Πασκάλ.Η θρησκευτικότητα μοιάζει με προξενήτρα ανάμεσα σε θεό και άνθρωπο. Ενας θεός που’ χει την εξυπνάδα να μην εμφανίζεται απόμακρος και αποξενωμένος, αλλά Πατέρας που παιδεύει τα παιδιά του και ποτέ δεν τα εξοντώνει. Είναι αλήθεια πως για να φτάσει ο άνθρωπος σ’ αυτό το υπέρτατο σημείο επαφής με τον Θεό χρειάζεται προίκα ψυχής
Κορυφές του πνευματικού χώρου μιλούν με σεβασμό και εκλεπτυσμένη γνώση για το Θείο Δράμα, αναφέρονται στις μυητικές λειτουργίες που προϋπήρξαν του χριστιανισμού, αποτολμούν επιστροφή στον μεγάλο πνευματικό πρόγονο της ανθρωπότητας, τον Σαμάνα, στρέφονται προς τον Ορφέα, ο οποίος κατέβηκε στον Αδη για να αναζητήσει τη χαμένη ψυχή. Και όπως λέει ο Χρήστος Μαλεβίτσης, και ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Αδη για να πάρει οδηγίες από τον Σαμάνα Τειρεσία. Διόλου τυχαίες αυτές οι διαδρομές
Σχετίζονται με την συνειδητοποίηση του ανθρώπου απέναντι στο θείο, τη σημασία του, τη διαχρονικότητα του, που για μας τους Χριστιανούς έλαβε τη μορφή του Χριστού, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη της καθόδου στα χθόνια βασίλεια του Αδη (δηλαδή της ύπαρξης του ανθρώπου) και να τα καταργήσει. Αυτά γράφουν οι Γραφές, κι αυτό είναι το πνεύμα των Ημερών. Το να αφεθούμε λίγο, το να αναζητήσουμε με θεολογικό και απεικονιστικό στην εικόνα τρόπο τη σημασία της ύπαρξης, δεν είναι δυσβάστακτο φορτίο. Ας το δούμε ως ανάπαυλα στις διαδρομές της παρούσης επιβιωτικής αγωνίας. Ανάπαυλα με φόντο τη θρησκευτικότητα!
Φώτης Κόντογλου Η Εις Άδου Κάθοδος (Παρεκ. οικογ. Ζαΐμη, Ρίο Πατρών 1952)
Ο Χριστός έκανε πολλά για να απαλλάξει τη γυναίκα από τη διαρκή καταδίκη της. Ανατρέχοντας σε κεφάλαια των Ευαγγελίων θα βρούμε νύξεις και έμμεσες αναφορές για την ανάγκη αλλαγής της μονοδιάστατης κοινωνίας της εποχής. Η κορύφωση της αξιοσύνης της γυναίκας – εκτός από τη μάνα Παναγιά – θα μπορούσε να συνοψιστεί με το ότι η πρώτη αναγγελία της Αναστάσεως γίνεται σε γυναίκα. Η Μαγδαληνή, η «αλλη Μαρία», η Μαρία του Ιακώβου, η Σαλώμη….Οι γυναίκες ουσιαστικά ανήγγειλαν την Ανάσταση στον Κόσμο. Είναι η θηλυκή ψυχή αυτή που αντιλαμβάνεται άμεσα το γεγονός, ενώ η αρσενική έμμεσα, δια των «γραμμών».
Γι αυτό μου έκανε εντύπωση, όταν χρειάστηκε να στραφώ λίγο προς την Αγιογραφία της Ανάστασης. Την επίκαιρη, αν και σταθερής αξίας, Αγιογραφία. Ναι, αναρωτιέμαι ακόμη και τώρα, βλέποντας τις διαφορετικές εκδοχές της υπέροχης εικόνας «Η εις Αδου Κάθοδος» , βυζαντινή απεικόνιση της νίκης του Χριστού επί του Αδη.
Κ. Παρθένης Η Ανάστασις (1917) Ελαιογραφία σε μουσαμά, Εθν. Πινακοθήκη
Σπ. Βασιλείου Εις Άδου Κάθοδος (Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης, 1936-1939)
Στην εκκλησία του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, στην Αθήνα, ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου αναπαριστά το 1930 την «εις Αδου Κάθοδο» μέσα από πανσπερμία ρόδινου χρώματος.
Ο Χριστός ανασταίνει τον Αδάμ με το ένα χέρι, με το άλλο κρατάει το Σταυρό και σηκώνει την Εύα, η οποία δεν βρίσκεται δίπλα στον Αδάμ, αλλά στη συνήθη στάση της Δέησης, με καλυμμένα μάλιστα τα χέρια, όπως λέει η Μαρία Καραβία σε παλιό κείμενό της.
Στην τοιχογραφία του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Ορους, ο Χριστός του κυρ Μανουήλ Πανσέληνου σηκώνει τον Αδάμ, ενώ κρατά το σταυρό του μαρτυρίου του, σύμβολο της υπέρτατης θυσίας. Έχει σηκώσει πρώτα την Εύα, η οποία δέεται προς Αυτόν να την λυτρώσει. Αντίθετα σε άλλη εκδοχή της «Εις Αδου Κάθοδο», ο Χριστός εγείρει με το δεξί του χέρι τον Αδαμ – σύμβολο του ανθρώπινου γένους – ενώ η Εύα ακολουθεί, όπως και δίκαιος Αβελ, ενώ ο Φώτης Κόντογλου παρουσιάζει το Χριστό να τραβάει ταυτοχρόνως τους δύο πρωτόπλαστους από τις σαρκοφάγους…..
Θεόφιλος: Η Ανάσταση του Χριστού Εκκλησία Μακρυνίτσας
Ισως κάποιοι αγιογράφοι δεν αισθάνονταν άνετα να ανεβάσουν την Εύα στο ίδιο επίπεδο με τον Αδάμ, γι αυτό και επέλεξαν το συμβολισμό του θεϊκού χεριού μόνον προς τον Αδάμ. Είναι αυτό που πολλές φορές συζητάμε: ότι στην πορεία οι μαθητές του Χριστού και το κατεστημένο της Εκκλησίας απομόνωσαν, διαστρέβλωσαν ή και παρερμήνευσαν σκέψεις του Θεανθρώπου.
Η Ανάσταση και τα Πάθη του Χριστού, η μεγαλύτερη γιορτή στην Ελλάδα που συνδέθηκε και με την αναγέννηση του έθνους δεν απεικονίζεται εύκολα από Ελληνες ζωγράφους. Εξαίρεση ίσως αποτελεί «Η Ανάσταση» του Κωσταντίνου Παρθένη, ελαιογραφία σε μουσαμά, (1917-Εθνική Πινακοθήκη) είναι αποκαλυπτική της ικανότητας του Παρθένη να αποδίδει στους πίνακές του το αιθέριο και το πνευματικό. Το Σώμα του Χριστού είναι τυλιγμένο στο σάβανο, ένας συνδυασμός θερμών και ψυχρών χρωμάτων που ανταποκρίνονται στα χρώματα του υπόλοιπου χώρου. Με λίγα λόγια έχει τη σφραγίδα του αττικού φωτός, όπως μας πληροφορεί ο θεολόγος Παν. Ανδριόπουλος. Αλλά να μην ξεχάσουμε το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο. Στην εκκλησία της Μακρυνίτσας θα δούμε την Θεοφίλεια Ανάσταση του Χριστού, απέριττη εικόνα, με τον Χριστό μετέωρο πάνω από τον τάφο, να ανεβαίνει προς τους Ουρανούς. Η γυνή; Α, ναι, παρούσα στην άκρη της εικόνας, με τη μορφή των μυροφόρων,γυναίκες έτοιμες να αλείψουν με μύρο τον νεκρό Ιησού.
Θα ήταν προκλητική παράλειψη να μην συμπεριλάβω σ’ αυτή τη γρήγορη και προφανώς επιφανειακή απεικόνιση, τη δουλειά του Ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ. Σταύρωση, Ταφή, Ανάσταση. Το τρίπτυχο της συμμετοχής του ζωγράφου στο Θείο Δράμα και στην Αναγέννηση του κόσμου. Στην Πινακοθήκη του Μονάχου φυλάσσεται η ρεμπραντική Ανάσταση.Κι είναι η έκρηξη του φωτός το σημαντικό στοιχείο της δουλειάς. Εκρηξη που ξεχύνεται προς τα κάτω, φωτίζοντας τη μορφή του αναστημένου Χριστού, ενώ ταυτόχρονα κτυπά με βίαιες λάμψεις το σύμπλεγμα των στρατιωτών, αφήνοντας έκπληκτες τις Μαρίες.
Προ ημερών συνάντησα μια νέα γυναίκα ζωγράφο, την Τίνα Μάσχα. Μου μίλησε για τις δικές της αγιογραφίες. Για τη «συναλλαγή» της με τους ανθρώπους που έρχονται και της ζητούν να τους ζωγραφίσει εικόνες αγαπημένων Αγίων. Τον ενθουσιασμό τους και την κρυμμένη, πλην κοσμική εσωτερικότητά τους.Για το πώς επιλέγει να αγιογραφεί μικρές εκκλησίες που πολλές φορές βρίσκονται στην αυλή ή στον κήπο ενός σπιτιού, καταφύγιο της στιγμής για τη σπουδαία ανακούφιση που προσφέρει η επαφή με το Θείο. Κι έμεινα να παρακολουθώ τις κινήσεις των χεριών μιας νέας ζωγράφου, αλλά και το σεβασμό με τον οποίον χειριζόταν το λόγο. Δείγμα θρησκευτικότητας; Πίστης ίσως ; Τί σημασία έχει; Πάσχα μπροστά μας και ο Χριστός θα αναληφθεί στους Ουρανούς. «Το Πέρασμα» θα είναι πια στη δική μας δικαιοδοσία.
Ποιος θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις τούτες τις ώρες και ποιος να σηκώσει το βάρος μιας πρόβλεψης για το μέλλον μας και το μέλλον της Ευρώπης; Φοβάμαι πως δεν θα υπάρξει ψυχή ζώσα. Κι όσοι επιχειρούν να προβλέψουν, γίνονται δέσμιοι μιας αόρατης δύναμης που τσαλακώνει τις σημειώσεις τους και τις πετάει στο πρώτο καλάθι των αχρήστων. Είναι, άλλωστε, τόσο πρωτόγνωρη η σημερινή εικόνα της χώρας μας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης! Τα λάθη, η ατολμία, η έλλειψη σπουδής, οι άσκοπες δευτερολογίες, τα δόλια συμφέροντα, τα αδιέξοδα, κυρίως όμως ο φόβος μιας πιθανής ήττας αποτυπώνονται όχι μόνον στους δικούς μας ταγούς, αλλά και σε όσους μας επιπλήττουν. Διόλου τυχαία. Οι διεθνείς αγορές θυμίζουν τίγρεις που ψυχανεμίζονται την αδυναμία του πολιτικού κόσμου και παράλληλα διψούν για αίμα. Στη Φύση, το μέτρο παραμένει η επιβίωση του ισχυρότερου. Αν όμως υπήρχε έστω κι ένας παρατηρητικός άνθρωπος ανάμεσά μας, εύκολα θα διέκρινε τον θυμωμένο Αίαντα που απευθυνόμενος στους τρομοκρατημένους από τους Τρώες Αργείους είναι έτοιμος να φωνάξει «Αιδώς Αργείοι»…
Τελικά, οι τρομοκρατημένοι Αργείοι είμαστε εμείς, οι Ελληνες, οι Ιταλοί, οι Πορτογάλοι, οι Ευρωπαίοι γενικότερα και οι Τρώες είναι οι αμείλικτες αγορές. Οι περισσότεροι διδαχτήκαμε Πλάτωνα και Σωκράτη. Μπολιαστήκαμε με τον Διαφωτισμό. Κυρίως όμως με τον Πλάτωνα, που μίλησε για τη λογική και το παράλογο, τον μύθο και την αλήθεια, αλλά και για τα όρια στις ζωές μας. Ποιος από μας στην παρούσα φάση της ανατρεπτικής ζωής γνωρίζει τα όριά του; Τα ατομικά, τα όρια της ελευθερίας ή τα όρια της δικαιοσύνης; Για τον Αλμπέρ Καμύ , οι Ελληνες έθεταν όρια παντού, χωρίς να λένε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξεπεραστούν. Πίστευαν όμως ότι εκείνος που θα τολμούσε να τα ξεπεράσει, θα κτυπιόταν ανελέητα. Εμείς, λέει ο Καμύ, εκτροχιάσαμε το σύμπαν και τη σκέψη και τώρα γελάμε με την απειλή. Αλλά αυτή είναι εκεί, αποφασισμένη να γράψει Ιστορία, ίσως γιατί στο πέρασμα των αιώνων αντικαταστήσαμε την αρμονία με την άτακτη ορμή του τυχαίου και την αμείλικτη λειτουργία της φονικής λογικής («Το Καλοκαίρι», Αλμπέρ Καμύ, εκδόσεις Πατάκη). Κι αν δεν κάνω λάθος, αυτό ακριβώς ζούμε σήμερα: ξεπεράσαμε τα όριά μας και είμαστε αντιμέτωποι με τη φονική λογική των αριθμών.
Δεν έχει νόημα να αναφερθώ στα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Κάθε Ελληνας είναι από μόνος του μια άποψη και προφανώς η εξαγωγή συμπερασμάτων μοιάζει, κάθε φορά, με άθλο. Ομως, έχω την αίσθηση ότι στην Ευρώπη εμμέσως τίθεται θέμα δημοκρατίας. Κάποιοι από τους Ευρωπαίους ηγέτες ή τους επιτρόπους έχουν απολέσει το μέτρο του λόγου, θυμίζουν ρήτορες που εκβιάζουν ή ακόμη χειρότερα: μοιάζουν με τους αντικρυστές του Χρηματιστηρίου που εκτελούν τις εντολές των πελατών τους: «πούλα, αγόρασε, πούλα». Διαβάζω κάπου: η λιγότερη δημοκρατία κάνει καλό στις αγορές. Τρομάζω, ξεχνώ τα δικά μας ολέθρια λάθη και την πολιτική αβελτηρία κι αρχίζω να παραπαίω ανάμεσα σε εξωφρενικά σενάρια με ανταγωνιστικά προϊόντα και εξαθλιωμένους εργάτες, ελάχιστους πλούσιους να απολαμβάνουν το Macallan Fine and Rare 1926 ουίσκι τους κι έναν μεσογειακό ήλιο που δεν μπορεί πια να παραπέμψει στον Καμύ. Εφιάλτης; Προφανώς. Γι’ αυτό και αρπάζομαι από τον Γερμανό φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας που λέει με όση δύναμη έχει πια η φωνή του: «Σώστε την αξιοπρέπεια της Δημοκρατίας».
Λέει ο Χάμπερμας: Στα φιλελεύθερα κράτη, πάντοτε υπήρξε ένταση ανάμεσα στη δημοκρατία και τον καπιταλισμό. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις επιβιώνουν μόνον αν καταφέρουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη δημοκρατία και τον καπιταλισμό. Δηλαδή να ισορροπήσουν οι προσδοκίες κέρδους των επενδυτών με τις προσδοκίες των ψηφοφόρων που θέλουν να βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο και την κοινωνική ασφάλιση να εξελίσσονται ομαλά. Σε εποχές κρίσης, αυτοί οι δρόμοι κλείνουν. Και οι πολιτικοί οφείλουν να πάρουν θέση. Με ποιους θα πάνε; Με τις αγορές ή με τον λαό; Κι ο Χάμπερμας καταλήγει: Πολιτικοί που φορτώνουν την τραπεζική κρίση στα υπερχρεωμένα κράτη και επιβάλλουν σε όλη την Ευρώπη προγράμματα λιτότητας αδιαφορώντας για τις απώλειες βλέπουν μόνο τη μία πλευρά… Ναι, γιατί ούτως ή άλλως, εμείς βλέπουμε την άλλη κι αυτήν θα συνεχίσουμε να βλέπουμε ακόμη κι όταν γνωρίζουμε για την άτακτη ορμή του τυχαίου.
Εμείς, οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης κάπως αλλιώς φανταστήκαμε τη ζωή μας. Και πάντως, σε ένα σταθερό πλαίσιο εξέλιξης, όπου ο καθένας ανάλογα με τα προσόντα και τις δυνατότητές του θα καταλάμβανε έναν μέτριας έκτασης ζωτικό χώρο, με στόχο κάθε φορά να κάνει ένα βήμα προς τα πάνω. Τελικά, τα πράγματα αποκάλυψαν τη σκοτεινή όψη του φεγγαριού και έδειξαν στον καθένα από μας πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, οι σταθερές οικονομικές αξίες ανατρέπονται άρδην και ο άνθρωπος μπορεί ανά πάσα στιγμή να κυλήσει προς τα κάτω, εντασσόμενος ελέω χρεών στους φτωχούς της κοινωνίας μας.
Παρ’ όλα αυτά, επαναφέρω στο προσκήνιο τα λόγια της Ρομιγί που έλεγε πως «σε κάθε κράτος υπάρχουν τρεις ομάδες πολιτών: οι πολύ πλούσιοι, οι πολύ φτωχοί και αυτοί που καταλαμβάνουν το μεσαίο χώρο. Αν δεχτούμε πως το μόνο που αξίζει είναι το μέτρο, είναι προφανές πως όσον αφορά τον πλούτο το καλύτερο είναι να τον κατέχουμε με έναν τρόπο μετρημένο». Προφανώς η Ρομιγί δεν είχε προβλέψει την τελευταία οικονομική λαίλαπα και δικαίως μάς έστρεφε προς το μέτρο. Ομως σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, η ρότα έχει εντελώς αλλάξει και είναι για μας μια ευκαιρία να εφεύρουμε καινούργια γνωμικά και ευχές. Χρησιμοποίησα τη λέξη ευκαιρία. Από την αρχή της κρίσης πολλοί έλεγαν πως η κρίση θα γινόταν ευκαιρία. Ούτε κι εκείνοι το πίστευαν, αλλά το έλεγαν για να το ακούνε οι ίδιοι. Στο κάτω κάτω, πώς να πιστέψεις κάτι όταν ζεις στο κέντρο ενός τεράστιου κύκλου ανέργων του εναμιση εκατομμυρίου; Δεν θα σε πνίξει κάποια στιγμή; ΄Η όταν έχεις συνειδητοποιήσει πως έχει χαθεί η εμπιστοσύνη πάνω στην οποία στηρίζεται ολόκληρο το ανθρώπινο οικοδόμημα, σε προσωπικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο; Δεν θα υπάρξει άναρχη κοινωνία;
Στις Βρυξέλλες, οι πολιτικοί προύχοντες ζουν μακράν των κοινωνιών, αν και οι περισσότεροι έχουν τις δικές τους αγωνίες. Ο ευρωπαϊκός δρόμος είναι φορτισμένος περισσότερο από ποτέ. Ο περίπατος του πρόσφατου παρελθόντος τελείωσε. Οι τόνοι από βούτυρο που τους πετούσαν κείδε κακείσε έγιναν αμαρτία. Καθημερινά καλούνται να αντιμετωπίσουν νέα δυσεπίλυτα προβλήματα απόρροια της λυσσαλέας αντίδρασης των αγορών, μέσα σε ένα κλίμα δυσπιστίας, εγωισμών και σοβαρότατων λαθών. Σ’ αυτό το δυσμενές κλίμα μιας Ευρώπης που κινδυνεύει να αποκτήσει τις ρωγμές των έργων του Φιτζέραλντ, θυμήθηκα τον πρώην Χέρμαν βαν Ρομπέι, ψηλό, λεπτό και άχρωμο άρχοντα, όταν αποφάσισε να δωρίσει στους Ευρωπαίους ηγέτες το Παγκόσμιο Βιβλίο της Ευτυχίας! Συλλογή από τις σκέψεις εκατό ατόμων, που ειδικεύονται σε θέματα ευτυχίας από πενήντα διαφορετικές χώρες.
Ο Βαν Ρομπέι ήταν αποφασισμένος να δώσει…χαρά στους Ευρωπαίους ηγέτες. Μεταξύ άλλων είχε συμβουλεύσει τον Σαρκοζί το εξής: «Το να μην παίρνεις πάντα αυτό που θέλεις είναι μερικές φορές ένα θαυμάσιο πλήγμα της τύχης». Η Μέρκελ μάλλον θα διασκέδασε με τη νουθεσία για το ευρώ: «Τι να το κάνεις το νόμισμα όταν κανείς δεν θα μπορεί να το αγοράσει»! Ο Ρομπέι, ακόμη και σήμερα, εμφανίζεται ευαγγελιστής του σκοπού της ευτυχίας, καθώς κάθε μικρή συμβουλή προς τους Ευρωπαίους ηγέτες συνοδεύεται από τη δική του προτροπή: «Ζητώ από σας, η ευτυχία και η ευμάρεια των λαών σας να γίνουν πολιτικές προτεραιότητες».
Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι που σκέφτονται θετικά έχουν περισσότερες ευκαιρίες να αποδώσουν καλύτερα, να λάβουν σωστότερες αποφάσεις. Οι κυνικοί της εποχής -και είναι πολλοί- θα απορρίψουν αυτές τις σκέψεις ως παιδαριώδεις. Από την άλλη, αν κάποιος σπεύσει να πει ότι κρατάει το κλειδί της ευτυχίας θα είναι απλώς τσαρλατάνος. Στον άνθρωπο ενσταλάχθηκε η λογική, άρα τίποτα πιο σπουδαίο από την ορθή χρήση των σκέψεών του. Αν επομένως κάποτε καταφέρουμε να βγούμε από την κρίση, θα ήταν εξαιρετική ιδέα να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της ευτυχίας, ενθυμούμενοι πως είναι αδύνατον να περιφρονήσουμε το χρήμα, αλλά και αδύνατο να το λατρέψουμε. Χρόνια σας πολλά!
«Ο τούρκικος σιδηρόδρομος Kara-vapor, κατά πως λεν οι Τούρκοι, ανηφορίζει θαρραλέα τις κακοτράχαλες ανηφοριές της ιωνικής γης, κατηφορίζοντας γρήγορα ύστερα με την τρελή χαρά του μαθητή που το’σκασε από το σχολείο. Δεν ξέρω μέρος πιο ερημικό και πιο πένθιμο από την ΕΦΕΣΟ», σημειώνει ο Γάλλος συγγραφέας Gaston Deschamps στο βιβλίο του «Στους δρόμους της Μικράς Ασίας – Οδοιπορικό 1890».
«Εκπλήσσεται κανείς από τον ενθουσιασμό που οι Ομηρίδες έψαλαν τις ομορφιές του Κάστρου, λέγοντας: Στις όχθες του ποταμού πολυάριθμα κοπάδια άγρια πουλιά, χήνες, γερανοί, κύκνοι με μακριούς λαιμούς, πετούν απ’ όλες τις μεριές με ορθάνοιχτες φτερούγες και ξεπερνούν το ένα το άλλο βγάζοντας στριγκές κραυγές και αντιλαλούν ολόκληρα τα απέραντα λιβάδια. Αλίμονο, τώρα το δύστυχο ποτάμι είναι βούρκος και αργοκυλάει ναρκωμένο μες στην έρημο. Προς τη μεριά της θάλασσας τα μολυσματικά πυρετογόνα έλη που τα διακόπτουν βρώμικα φυτά όλο σαπίλα εκπέμπουν μια λάμψη ρυπαρή. Θα διακινδύνευε τη ζωή του κανείς αν επιχειρούσε να καθαρίσει τον πυθμένα τους, κάτω από το στρώμα των καλαμιών, για να ανακαλύψει ίχνη προκυμαίας όπου αποβιβάστηκε ο κυβερνήτης της Κιλικίας Μάρκος Τούλος Κικέρων ».
Τα οδοιπορικά των ανθρώπων είχαν πάντοτε μια μαγεία μοναδική. Το πώς ο καθένας μπορούσε να καταγράψει στο μυαλό του τις εικόνες, να τις διυλίσει στη συνέχεια και να τις ταξινομήσει σαν παρελθούσα ιστορία στα δικά μου μάτια δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, σαν αυτό που κάνει ο ήλιος καθώς βυθίζεται στη θάλασσα. Χρόνια τώρα, πηγαίνοντας τα καλοκαίρια στη Σάμο κοιτούσα από τον κόλπο της Μυκάλης απέναντι τους τουρκικούς ορεινούς όγκους και τα ερημικά παράλια. Και έλεγα «φέτος πρέπει να κάνω το δικό μου οδοιπορικό, φέτος θα περάσω απέναντι». Το καθυστερούσα, όμως, ίσως γιατί δεν ήθελα να διαταράξω τις εικόνες που κουβαλούσα μέσα μου από τα σχολικά τα χρόνια, από τα εφηβικά με την «Αιολική Γη» του Βενέζη, με τα «Παιδιά της Νιόβης» του συγγενή μου Τάσου Αθανασιάδη και ύστερα δεν ήθελα να αλλοιώσω ούτε χιλιοστό της αφηγηματικής ικανότητα της γιαγιάς της Νιόβης, της πεθεράς μου, που μικρό κορίτσι πέρασε εκείνες τις φοβερές μέρες του ’22 με ένα σαπιοκάραβο στη Μυτιλήνη, έχοντας φυλάξει στα κρυφά σημεία του μικροσκοπικού σώματός της τα κοσμήματα της μάνας και της γιαγιάς. Αυτά που τους έζησαν τα μετέπειτα χρόνια.
Αλλά η ζωή είναι αναιδής. Είναι συγχρόνως και αμείλικτη. Ισοπεδωτική. Σου παίρνει ό,τι κρατάς με κόπο και σε αφήνει να προσδοκάς το καλύτερο ή το χειρότερο που θα ‘ρθει. Έτσι και με τη Μικρά Ασία. Όφειλα να προχωρήσω. Να συναντηθώ μαζί της. Να πατήσω το πόδι χωρίς ενδοιασμούς. Βρέθηκα, λοιπόν, προ μιας εβδομάδας στο καραβάκι που από το Βαθύ της Σάμου μαζί με δεκάδες τουρίστες, Αμερικανούς, Γερμανούς, Ιταλούς και Ελλληνοαμερικανούς, μάς μετέφερε στο Κουσάντασι (Νεάπολη). Το πρώτο πράγμα που το δικό μου μάτι αντίκρισε ήταν το τεράστιο μπρούντζινο άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ ψηλά στο βουνό που δέσποζε πάνω από την πόλη. Ενας συμβολισμός γι’ αυτούς που μπορούσαν να αντιληφθούν τη σημασία του. Κι ύστερα ανάμεσα στη βουή της αγοράς, στους πραματευτάδες, στους ευγενικούς Τούρκους μικροπωλητές που φώναζαν Σοφία, Μαρία, Κατίνα, Καίτη και ξανά τα ίδια ονόματα, βάλαμε πλώρη για την ΕΦΕΣΟ. Κάποια στιγμή το μάτι μου σταμάτησε συγκινημένο στην πινακίδα που ‘γραφε Ismir (Σμύρνη). Δεν δάκρυσα, ενώ θα ‘πρεπε. Είχα πει πολλές φορές στον εαυτό μου ότι οι συγκινήσεις δεν συμβαδίζουν με τη λογική κι εδώ ήρθα για να απολαύσω την ομορφιά μιας αρχαίας πόλης με μοναδική ιστορία. Τελεία και παύλα.
Η ξεναγός, μια νέα γυναίκα μουσουλμάνα γεννημένη στην Κω, αλλά που ζει στο Κουσάντασι και στη Σμύρνη, μιλούσε ακατάπαυστα, επαναλαμβάνοντας αυτά που γράφουν τα βιβλία που πουλάνε έξω από τους αρχαιολογικούς χώρους. Χαμένος κόπος. Ο νους μου ταξίδευε το ίδιο ακατάπαυστα. Θυμόμουν τι είχα διαβάσει για την Εφεσο, για τις πλούσιες συνοικίες και την κοσμική μορφωμένη κοινωνία της. Για τον αξιαγάπητο μυθιστοριογράφο Ξενοφώντα τον Εφέσιο, αυτόν που έγραψε «Τα κατά Ανθίαν και Αβρακόμην Εφεσιακά». Για τον τρόπο που οι Εφέσιοι λάτρευαν την Αρτέμιδα (με τους πολλούς μαστούς), τους ευνούχους ιερείς και τις παρθένες ιέρειες που φύλαγαν τον ναό… Κι εκείνη την ώρα η ξεναγός μας έδειξε τη μοναδική κολώνα που ‘χε απομείνει από ναό, μοναχική παρουσία μέσα σ’ ένα χορταριασμένο λιβάδι, πολύ κοντά στο τζαμί του Ισα Μπέη και την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.
Δίπλα από το πούλμαν, τα καραβάνια από τους τουρίστες στριμώχνονταν στα γκισέ για να αγοράσουν εισιτήρια. Και άρχισε η περιήγηση ανάμεσα στα συντρίμμια, ανάμεσα στους κίονες, την αγορά, το θέατρο που έκρυβε στις κερκίδες του τον Κλαύδιο, το Ωδείο, το Πρυτανείο, την Κρήνη (Νυμφαίο) του Τραϊανού, τη Θεά της Νίκης, τους Ηρακλείδες, τα Λουτρά των Σχολαστικών… ώς τη στιγμή που αντικρίσαμε τη βιβλιοθήκη της Εφέσου. Το διώροφο κτίριο, σαν θεατρικό σκηνικό που νόμιζες πως θα ξεπετάγονταν σύγχρονοι αφηγηματικοί ηθοποιοί, πρεσβευτές της γνώσης από τη μια και εισηγητές της πορείας προς την απόλαυση. Την απόλαυση που οι αρχαίοι την τοποθετούσαν σιμά στη γνώση, γιατί η ικανοποίηση του σώματος, ο κατευνασμός των παθών ήταν αυτός που έκανε τον άνθρωπο να επιστρέφει στο βιβλίο, στην ατελείωτη γνώση. Λίγο έξω από τη βιβλιοθήκη μάλιστα, υπήρχε μια πλάκα επί του εδάφους με αποτυπωμένο ένα πέλμα που έδειχνε την οδό προς τη βιβλιοθήκη και την οδό προς τον οίκο ανοχής.
Ερειπωμένοι ναοί, πεσμένα στο χόρτο αγάλματα, περιτριγυρισμένα από θάμνους θαυμάσια θέατρα, απίστευτης χωρητικότητας, οδοί των Κουρητών (επί Λυσιμάχου), οδοί που τους περπάτησε η Κλεοπάτρα, υδραγωγεία μοναδικής έμπνευσης, αρχαϊκά spa (τίποτα καινούργιο, όλα τα είχαν ανακαλύψει οι αρχαίοι πρόγονοί μας), τουαλέτες και συστήματα αποχέτευσης, όπου οι δούλοι κάθονταν πρώτοι πριν από τους άρχοντές τους προκειμένου να ζεστάνουν με τα οπίσθιά τους τους μαρμάρινους χώρους, ώστε οι κύριοι να προέβαιναν στην… ανάγκη τους σε… θερμοκρασία δωματίου! Χώροι δομημένοι με μια μορφή που οι Επτά Σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας, οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Ρωμαίοι ανθύπατοι δεν μπορούσαν να προβλέψουν.
Ρίγος από το μεγαλείο μιας αρχαίας πόλης. Ρίγος που τίποτα από αυτά δεν μας ανήκει σήμερα. Ρίγος στη ραχοκοκκαλιά από τη θέα των ερειπωμένων, υπό αναστήλωση, πολυτελών κατοικιών της Εφέσου. Αραγε μας παρακολουθεί από κάπου ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος, ο Θαλής, οι ακριβοθώρητες εταίρες; Δεν ξέρω, βιάζομαι να προχωρήσω προς την έξοδο, να δω ξανά τους μικροπωλητές, να μπω στο πούλμαν, να κρυφτώ από το βλέμμα της Ιστορίας που με πήρε στο κατόπι και δεν με αφήνει να ανασάνω.
Το πούλμαν με την… πραμάτεια του επέστρεψε στο Κουσάντασι. Μας προέτρεψαν να πάμε στην αγορά. Αλλο που δεν θέλαμε. Χρώματα, εικόνες ανατολίτικες, από παντού νόμιζες ότι θα ξεπεταχτεί η Κατίνα… Πώς να μην αγοράσεις κάτι; Μπορείς να μείνεις αμέτοχος, ψυχρός παρατηρητής; Κατάφερα και ψώνισα μικρά ενθύμια δώρα για το σπίτι,για την ανάμνηση, για το καλό.Κι ύστερα η επιστροφή. Ήρεμη, αποφασιστική. Η πατρίδα, το αγαπημένο έδαφος, το νησί που με φιλοξενούσε, η Σάμος. Ήταν σαν η επιστροφή του κυνηγού στη σπηλιά του, κι ο απόηχος ενός αυλού να τον συνοδεύει σε τόνο ελεγειακό.
Τώρα, όλα αυτά έχουν γίνει θύμησες εποχών για να ξεθωριάζει λίγο λίγο ο χρόνος…
Διαβάζοντας αποσπασματικά το βιβλίο “Αγριος Αιώνας, η βαρβαρότητα επιστρέφει ” όπου η συγγραφέας Therese Delpech περιγράφει τα αίτια της αστάθειας του σύγχρονου κόσμου, την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση του ανθρώπου από τις τεχνολογίες, τη στιγμή που ο ψυχισμός παραμένει αυτό που ήταν πάντα, εξαιρετικά ευάλωτος , ο νους μου έκανε κύκλους γύρω από τα χρόνια που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο. Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, για τα οποία πολλοί ήταν αυτοί που πάλεψαν και συνέχισαν να παλεύουν, ακόμη κι όταν ήξεραν ότι ήδη έχουν προδοθεί. Όπως πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν στις αξίες – ηθικές και πανανθρώπινες αξίες – που είχαν κάθε ευκαιρία να ριζώσουν σε τούτο τον τόπο, όπως ακριβώς ριζώνουν τα αειθαλή δένδρα. Και μένουν εκεί στα χωράφια, στα πάρκα, στα πεζοδρόμια για να θυμίζουν ότι η ζωή του ανθρώπου είναι πολυδαίδαλη σαν τις ρίζες των δένδρων.
θα γραφτούν πάλι πολλά, όπως άλλωστε κάθε χρόνο. Θα ακουστεί το γνωστό ‘Ημουν κι εγώ εκεί”, παρ ότι δεν ήταν, γιατί μέσα στο Πολυτεχνείο βρέθηκαν μια χούφτα αποφασισμένοι και θαρραλέοι άνθρωποι. Οι υπόλοιποι, κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους, φοβισμένοι ή συμβιβασμένοι με τα καθεστώτα. Ας είμαστε ειλικρινείς. Πολλές φορές εκ των υστέρων λαχταράμε να κλέψουμε την αίγλη των άλλων. Σήμερα, βεβαίως, το κλίμα είναι αβανταδόρικο για πολλά. Η νεο-τρομοκρατία, οι εξαγριωμένοι νεολαίοι, τα πιθανά νέα Πολυτεχνεία, η δίχως έλεος κρίση της μεσαίας τάξης, οι ανίκανες, με δεκανία κινούμενες κυβερνήσεις, οι συστημικές τράπεζες, τα κόκκινα, πράσινα και γαλάζια δάνεια, θα δώσουν τροφή για συσχετισμούς και γι’ απολογισμούς, για λάθη και παραλείψεις. Η επέτειος του Πολυτεχνείου, η κλασσική υπόθεση του ασύλου, η αστυνομική βία, οι άνωθεν εντολές, όλα δημιουργούν σκηνικό αλλεπάλληλων εκρήξεων. Θα βγουν ξανά ταγοί στα μικρόφωνα. Θα παρελάσουν σαν μαριονέτες ενώπιον νεκρών και ζωντανών. Θα ψελλίσουν ότι κάνουν το καθήκον τους ή ότι μπορούν να αναποδογυρίσουν το σύμπαν. Αλλά κανείς δεν θα μετρήσει τα δικά του τα λάθη, τη δική του αρνητική διείσδυση στη συμπεριφορά της κοινωνίας. Και για να μην εκπλαγούμε, ας προετοιμαστούμε : Θα υπάρξουν και αυτοί που με τη συνήθη απαξιωτική χειρονομία θα σβήσουν όλα τα χρόνια που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο, ίσως γιατί ήδη έχουν κάνει τους συμψηφισμούς τους και σήμερα επιπλέουν σαν καρυδότσουφλα στη λίμνη της συνειδησιακής σιωπής.
Στη Μεταπολίτευση, λοιπόν, θα ήθελα να αφιερώσω ένα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που γράφτηκε για άλλες εποχές κι άλλες πολιτικές συντεταγμένες. Μου άρεσε όμως πολύ και είπα να το μοιραστώ
” Κι όμως ηττηθήκαμε! Τί έφταιξε ; Τί μας διέφυγε ;
Πού ήταν το λάθος (…)
χιλιάδες ήττες μέσα μας αναίμαχτες, αόριστες, ασήμαντες,
σαν ένα κοπάδι ποντίκια που ροκανίζουν χρόνια στο υπόγειο
γκρεμίζοντας άξαφνα την πρόσοψη ενός σπιτιού που μέχρι χθες
υψωνόνταν γεμάτο δύναμη και φώτα
και όνειρα και χορούς -κι ανεξόφλητα χρέη.“
—
Επέλεξα τους στίχους του Λειβαδίτη γιατί στον σπουδαίο αυτό άνθρωπο άρεσε να λέει ότι η Ποίηση μπορεί να κάνει το απίστευτο πέρασμα από το Αδύνατο στο Δυνατό και να διαβεί το χάσμα που χωρίζει το φάντασμα από το αληθινό αντικείμενο.
Ρίτσα Μασούρα – Ανεβαίνοντας στο ικρίωμα, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ φέρεται να είπε: «Ολα τούτα διαφαίνονταν εδώ και δέκα χρόνια. Τι με οδήγησε στον εφησυχασμό;».
Στο βιβλίο του «Η κρίση της εποχής μας» (εκδ. Ροές), ο επιφανής εκπρόσωπος της σχολής του Φράιμπουργκ Wilhelm Ropke γράφει ότι ο κόσμος σήμερα βρίσκεται περίπου στην ίδια κατάσταση με τον μονάρχη, εκτός από δύο κατηγορίες ανθρώπων: το πλατύ κοινό, που δεν διέκρινε κανένα από τα γεγονότα που μεσολάβησαν, ζώντας ασυλλόγιστα, και όλοι εκείνοι που όχι μόνο δεν προαισθάνθηκαν τη μοιραία τροπή των γεγονότων, αλλά δεν θέλησαν να εκφέρουν αλήθειες, ενισχύοντας τις θέσεις τους με ψευδείς ή απατηλούς παρηγορητικούς λόγους.
Ολοι ωστόσο, αργά ή γρήγορα, επρόκειτο να νιώσουν το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους, ενώ ωρίμαζε μέσα τους αυτό το βασανιστικό ερώτημα που κατατρύχει, εδώ και καιρό, μέρα και νύχτα όλα τα ανήσυχα πνεύματα: ποια διεργασία, ποιο ύπουλο κακό ενέσκηψε στον κόσμο; Ο θεμελιωτής του κοινωνικού φιλελευθερισμού και της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς Wilhelm Ropke, όμως, δεν αναφέρεται στη σημερινή κρίση, γιατί απλούστατα εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο το 1966. Αποτελεί, ωστόσο, το βιβλίο του τρανή απόδειξη των κύκλων της Ιστορίας και της κατ’ επανάληψιν επιστροφής των κοινωνιών σε σημεία εκκίνησης.
Ο στενός συνεργάτης της κυβέρνησης του μεταπολεμικού καγκελαρίου Κόνραντ Αντενάουερ υιοθέτησε τον όρο «οικονομικός ανθρωπισμός» και οραματίστηκε μια κοινωνία και μια κοινωνική πολιτική όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι υψίστης προτεραιότητας. Και ήταν αυτός που παρότρυνε τους υπουργούς της μεταπολεμικής κυβέρνησης της Γερμανίας να συνειδητοποιήσουν ότι ο ατομικισμός οφείλει να αντισταθμίζεται από την αρχή της κοινωνικότητας και της ανθρωπιάς. Έκτοτε έγιναν πολλά, προς σωστές και λανθασμένες κατευθύνσεις. Ένα αόρατο χέρι εκτίναξε στα ύψη συγκλητικούς και πληβείους. Δεν φρόντισε, όμως, να στήσει δίχτυ ασφαλείας εκεί λίγο πριν σωριαστούν οι πληβείοι στο έδαφος, άμορφες μπάλες όλοι εμείς, αποκαλύπτοντας ότι η ανθρωπιά και η αρχή της κοινωνικότητας δεν ήταν παρά αρρωστημένα κύτταρα σ’ ένα υπό κατάρρευση σώμα.
[Widget_Twitter id=”1″]