Οι πανελλήνιες, οι επιτυχόντες, οι γονείς και όσοι έμειναν εκτός

 Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης 

Ας ξεχάσουμε τα ακρωνύμια που κυριαρχούν τις τελευταίες μέρες στην ειδησεογραφία -ΕΒΕ και ΕΠΑΛ και ΓΕΛ- και ας δούμε τη μεγάλη εικόνα. Στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2021 συμμετείχαν 92.090 υποψήφιοι. Εισήχθησαν σε κάποια σχολή 65.536. Το ποσοστό είναι εξαιρετικά υψηλό. Θεωρητικά θα έπρεπε να πλέκουμε το εγκώμιο των λυκείων μας που διαπλάθουν τόσους πολλούς νέους άξιους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τριτοβάθμιας παιδείας. Θεωρητικά…
Υπάρχουν ωστόσο και οι 25.536 που έμειναν έξω. Εκείνων τη θέση διεκτραγωδεί, εκείνων τα συμφέροντα (υποδύεται πως) υπερασπίζεται η αξιωματική -και όχι μόνο- αντιπολίτευση.

Να το δούμε και να το πούμε καθαρά. Εάν επιθυμούσε η κοινωνία μας κανένας να μην παίρνει την κρυάδα τής αποτυχίας, δεν θα είχαν καν λόγο ύπαρξης οι Πανελλαδικές. Σε όποιον αποφοιτούσε από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -ασχέτως επιδόσεων, δίχως εξαιρέσεις- θα έπρεπε να επιφυλλάσσεται μιά θέση στην τριτοβάθμια. Βεβαίως και σε εκείνη ακόμα την περίπτωση θα όφειλαν να θεσπιστούν ορισμένα κριτήρια, άλλο γαρ να εισάγεσαι στην Ιατρική Σχολή και άλλο στο τμήμα Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής. Μολονότι ένας προικισμένος ψάλτης έχει πολύ μεγαλύτερες προοπτικές κοινωνικής -και οικονομικής ακόμα- ανέλιξης από έναν μέτριο γιατρό…

Το ερώτημα παραμένει. Το παράδοξο επιμένει. Ορθώς η κυβέρνηση έκρινε ότι κάποιος που οι βαθμοί του θα τον άφηναν παλιά μεταξεταστέο, στην ίδια τάξη, δεν νοείται να “επιτυγχάνει” στις Πανελλαδικές, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν κάπου στην Ελλάδα αδιάθετες θέσεις -κενά καθίσματα σαν να λέμε- φοιτητών. Ορθώς επίσης δόθηκε σε πανεπιστημιακές σχολές το δικαίωμα να σηκώσουν τον πήχυ, να απαιτούν πρωτοετείς υψηλών προδιαγραφών ώστε να αναβαθμίσουν το κύρος τους ως εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Και ας συνέβη η πολυσυζητημένη αστοχία στο Πολυτεχνείο της Ξάνθης. Οι 25.536 αποτυγχόντες όμως τι θα γίνουν;

Κατά την πρώτη νιότη μου, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Εάν έτρωγες τα μούτρα σου στις Πανελλαδικές, ξανάδινες -και ξανάδινες και ξανάδινες- ώσπου να περάσεις. (Πρόσωπο του ευρύτερου περιβάλλοντος μου, που ο δεσποτικός πατέρας του ήθελε ντε και καλά να τον καμαρώσει δικηγόρο, μπήκε στη Νομική με την τέταρτη και φυσικά δεν φοίτησε ποτέ αφού τον είχε κερδίσει η δημοσιογραφία.) Ή, εφόσον οι γονείς σου είχαν κομπόδεμα, αναχωρούσες για σπουδές στο εξωτερικό -για τους εξ’ Ιταλίας αρχιτέκτονες κυκλοφορούσαν ανέκδοτα στη δεκαετία του 1970 και του 1980… Των αγοριών έληγε η αναβολή, τα έπαιρναν φαντάρους. Απολυόμενα, με το μυαλό τους να έχει πήξει ή σαλτάρει από όσα είχαν ζήσει στην υπηρεσία της μαμάς-πατρίδας, χάραζαν όχι σπάνια άλλη ρότα… Κανείς στο φινάλε δεν χανόταν. Λάθος. Αρκετοί χάνονταν, ντελαπάριζαν, έβγαιναν νοκ-άουτ. Δεν ξέρω ωστόσο ούτε έναν ο οποίος να ισχυρίστηκε στα σοβαρά ότι η συμφορά που σημάδεψε τη ζωή του, που δεν κατάφερε ποτέ να την ξεπεράσει, στάθηκε η αποτυχία στις Πανελλαδικές.

Τι έχει αλλάξει άρδην από τότε; Ο τρόπος που η οικογένεια και άρα η κοινωνία αντιμετωπίζει τα βλαστάρια της.

Στα δεκαοχτώ σου σήμερα -τι κι αν απολαμβάνεις όλα τα δικαιώματα του πολίτη;- λογίζεσαι παιδί. Κλαράκι που στο πρώτο φύσημα του αέρα κινδυνεύει να σπάσει. Ακόμα χειρότερα. Το πώς θα τα πας εσύ στις Πανελλαδικές έχει καταντήσει υπόθεση κυρίως των γονιών σου. Μιλούν για σένα στον πρώτο πληθυντικό όπως κάνουν οι νοσοκόμες για τους ασθενείς. Μανούλες ολοφύρονται στα μέσα μαζικής δικτύωσης ότι “μας αδικήσανε”, λες και έδιναν εκείνες εξετάσεις. Μπαμπάδες καταριούνται τους αρμόδιους και το “κατεστημένο”. Και αν ακόμα τα αποτελέσματα είναι λαμπρά, και αν εισαχθείς στη σχολή που επέλεξες, ούτε καν τότε η κηδεμονία αίρεται αυτομάτως. Φίλη μου καθηγήτρια πανεπιστημίου βρήκε στο κατώφλι του γραφείου της να την περιμένουν γονείς! “Ήρθαμε να ρωτήσουμε για την πρόοδο της κόρης μας…” τής ανακοίνωσαν. “Η κόρη σας είναι ενήλικη” τούς έκοψε. “Η φοιτητική της πορεία αποτελεί προσωπικό της δεδομένο.” “Εμείς όμως πληρώνουμε τις σπουδές της” αντέτειναν δίχως καν να συνειδητοποιούν τον κυνισμό τής φράσης τους.

Και οι 25.536 τι θα γίνουν;

Κοινό μυστικό πως για τους περισσότερους το στραπάτσο στις Πανελλαδικές είχε προδιαγραφεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, από το γυμνάσιο κιόλας. Δεν προορίζονται όλοι για ανώτερες και ανώτατες σπουδές. Ούτε συνιστά διαβατήριο για την επιτυχία -πόσω δε μάλλον για την ευτυχία- ένα πτυχίο. Η διαχρονική ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων έγκειται στο ότι δεν στρέφουν εγκαίρως τους μαθητές και προς άλλες κατευθύνσεις. Και προς πιο τεχνικά επαγγέλματα. Πώς να το τολμήσουν όμως όταν η μεγάλη μάζα των μικροαστών -που περνιούνται για προοδευτικοί- εξακολουθούν να θεωρούν τον υδραυλικό ή τον ηλεκτρολόγο παρακατιανό σε σχέση με τον γραφειοκράτη;

Εάν μπορούσα να απευθυνθώ σε εκείνους τους 25.536 που απέτυχαν στις Πανελλαδικές, θα τους εκλιπαρούσα πρώτον και κύριον να μη νοιώσουν θύματα. Αδικημένοι από κάποιο σύστημα, που επιδιώκει δήθεν να τους στείλει στα “ιδιωτικά κολλέγια” – ποιά είναι άραγε αυτά τα “κολλέγια”, τα οποία ψωμίζονται από τα απόνερα της δημόσιας εκπαίδευσης και τι αντίκρισμα έχουν οι τίτλοι σπουδών τους στην αγορά εργασίας; Ανέκαθεν λειτουργούσαν σχολεία και σχολές για τους “ανεπίδεκτους”, ας τους πούμε καλύτερα απρόθυμους. Ουδείς όμως από τους σπουδαστές, το εκπαιδευτικό προσωπικό και τους γονείς ακόμα τα έπαιρναν στα σοβαρά. Πήγαινες εκεί ίσα για να εξασφαλίσεις το απολυτήριο λυκείου ή την αναβολή στράτευσης.

Θα τους συνέστηνα, δεύτερον, να δουν την πολύκλαυστη -από τους άλλους- αποτυχία τους ως ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουν τη θέση και τους στόχους τους. Να μην καταδεχτούν να κλάψουν σε μητρικές και πατρικές αγκαλιές. Να κόψουν αντιθέτως -και με τα δόντια ακόμα- τον ομφάλιο λώρο. Να ανοιχτούν στην ενήλικη ζωή, να βγουν στην πιάτσα έστω και δοκιμαστικά. Και φυσικά, αν εξακολουθούν να το θέλουν, να δοκιμάσουν ξανά. Δίχως πλέον να νοιώθουν ότι έχουν να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν.

Θα τους ανέφερα, τέλος, πλείστα όσα παραδείγματα σπουδαίων ανθρώπων οι οποίοι δεν μπήκαν ή δεν αποφοίτησαν από κανένα πανεπιστήμιο. Από τον Στιβ Τζομπς μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

Capital.gr