Καντ, Σοπενχάουερ, Γουίλιαμ Τζέιμς: Τρία βιβλία τους για την πίστη, τον πνευματισμό, τη μεταφυσική
Για τα βιβλία των Ιμμάνουελ Καντ «Τα όνειρα ενός αλαφροϊσκιωτου μέσα από τα όνειρα της μεταφυσικής» (μτφρ. Στέλιος Γκαρδής, εκδ. Εκκρεμές), Άρτουρ Σοπενχάουερ «Η εμφάνιση πνευμάτων και όσα σχετίζονται μ’ αυτήν (μτφρ. Νίκος Δεληβοριάς, εκδ. Κάκτος) και Γουίλιαμ Τζέιμς «Η βούληση πίστης» (μτφρ. Γιώργος Δ. Καρανικόλας, εκδ. Printa). Κεντρική εικόνα: πίνακας του Gustave Dore.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Το βιβλίο Τα όνειρα ενός αλαφροΐσκιωτου επεξηγημένα μέσα από τα όνειρα της μεταφυσικής (μτφρ. Στέλιος Γκαρδής, εκδ. Εκκρεμές), το οποίο γράφτηκε και δημοσιεύθηκε (ανώνυμα!) από τον Kant, κατόπιν παρακλήσεων κάποιων «αργόσχολων φίλων» του, μιλάει για τα «υπερφυσικά» φαινόμενα που συζητούνταν ζωηρά και τότε, κατά τον 18ο αιώνα. Στο κείμενο, συναντάμε έναν Kant διαφορετικό απ’ τον σοβαρό και αυστηρό συγγραφέα που θα μεσουρανήσει μόλις δύο δεκαετίες αργότερα στο φιλοσοφικό στερέωμα, και στον οποίο θα δοθεί τελικά, απ’ τον επικριτή του τον Nietzsche, το χαρακτηριστικό προσωνύμιο «ο μεγάλος Κινέζος της Καινιξβέργης».
Εδώ ο Kant, όχι χωρίς κάποια αμηχανία και ντροπή λόγω του εξεταζόμενου θέματος, επιλέγει να χαριτολογήσει μ’ ένα στιλιζαρισμένο μακροπερίοδο ύφος, όλο λεπτή ειρωνεία, χωρίς ν’ αποφεύγει πάντα και μερικές δόσεις αυτοσαρκασμού. Αυτά έχουν κατά καιρούς πυροδοτήσει αμφιβολίες για το αν επιχειρεί ν’ απονομιμοποιήσει τη μεταφυσική ή αν θέλει έμμεσα να προσφέρει στήριξη στον θρησκευτικό μυστικισμό.
Ειρωνευόμενος έντονα τους καταγεγραμμένους πνευματικούς οραματισμούς του Σουηδού μυστικιστή θεολόγου Emanuel Swedenborg, ο Kant έμμεσα πλήττει και τα μεταφυσικά συστήματα των φιλοσόφων (μεταφυσική, είτε αναφερόμαστε στον Πλάτωνα, είτε στον Αριστοτέλη, στον σχολαστικισμό κ.λπ., είναι η απόπειρα έλλογης περιγραφής του υπερεμπειρικού Εκείθεν), δίχως να εξαιρεί ούτε και τον ίδιο τον εαυτό του:
«[…] έχω την ατυχία ότι η μαρτυρία που έπεσε στα χέρια μου και η οποία φέρει τέτοια τρομερή ομοιότητα με το τέρας που γέννησε η δική μου φιλοσοφία, μοιάζει τόσο απελπιστικά παραμορφωμένη και γελοία, ώστε να πρέπει πια ειλικρινά να υποθέσω ότι ο αναγνώστης θα εκλάβει μάλλον τα δικά μου επιχειρήματα ως ασυνάρτητα εξαιτίας της συγγένειάς τους με τέτοιες μαρτυρίες, παρά τι μαρτυρίες ως εύλογες εξαιτίας των δικών μου επιχειρημάτων» (σελ. 126).
Είναι γνωστό πως ο Kant ακολουθούσε μέχρι πρότινος μια μεταφυσική προσέγγιση επηρεασμένη από τον Γερμανό σχολαστικό φιλόσοφο Christian Wolf, την οποία στη κατόπιν απαρνήθηκε, μετά την ανάγνωση έργων του Βρετανού εμπειριστή David Hume, ο οποίος, κατά δήλωση του ίδιου του Kant αλλού, τον «ξύπνησε» από τον «δογματικό λήθαργό» του. Δογματισμός, λέει ο Kant, είναι η φιλοσοφική πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί τάχα, με την καθαρή (a priori) λογική, να γνωρίσει πλήρως τον κόσμο μας, ενώ αντίθετα, σκεπτικισμός είναι η αμφισβήτηση της εγκυρότητας κάθε ανθρώπινης γνώσης εν γένει.
Ο Kant ακολουθούσε αρχικά τον πρώτο (Wolff), κλονίστηκε στη συνέχεια απ’ τον δεύτερο (Hume), με αποτέλεσμα να εδραιώσει τη δική του, ενδιάμεση προσέγγιση: πρόκειται για τον περίφημο «κριτικισμό». Ο κριτικισμός πρεσβεύει πως ο άνθρωπος μπορεί μεν να έχει έγκυρη γνώση του κόσμου (χάρη στις a priori συνθετικές του κρίσεις, όπου θεμελιώνονται τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες), ωστόσο τα πράγματα καθαυτά (δηλ. όπως είναι δίχως το φιλτράρισμα του ανθρώπινου νου) είναι και θα παραμείνουν απρόσιτα.
Για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό; Διότι υπερβαίνουν την εμπειρία των αισθήσεών του (σελ. 129). Όταν ο ανθρώπινος λόγος αναζητά κάτι που υπερβαίνει την εμπειρία, καταλήγει σε αβέβαιες φαντασιοκοπίες και φαντασιακά ονειροπολήματα. Αυτά ακριβώς παρωδεί και καταγγέλλει σε τούτο το έργο, στο πρόσωπο των απανταχού μεταφυσικών φιλοσόφων και προ παντός των θρησκευτικών μυστικιστών τύπου Swedenborg. Σύμφωνα με τον Kant, το φιλοσοφείν οφείλει να είναι μια ενδελεχής ανάλυση των τρεχουσών χαρακτηριστικών της πραγματικότητας, μέχρι να προσκρούσουμε στα αδιαπέραστα γνωστικά όρια των θεμελιωδών εννοιών.
Ο Immanuel Kant (1724-1804) θεωρείται ο σημαντικότερος φιλόσοφος των νέων χρόνων, σφραγίζοντας την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης έως και σήμερα. Οι τρεις κριτικές του, Η κριτική του καθαρού λόγο, Η κριτική του πρακτικού λόγου και Η κριτική της κριτικής δύναμης καθόρισαν την κατεύθυνση της θεωρητικής και ηθικής φιλοσοφίας και της αισθητικής αντίστοιχα, κυρίως όμως αναπροσανατόλισαν το φιλοσοφικό εγχείρημα στοιχίζοντάς το αποκλειστικά προς το ανθρώπινο υποκείμενο, την ελευθερία και τον λόγο. |
Είναι, λοιπόν, ο Kant αρνητής του πνευματικού κόσμου, της ψυχής και της μεταθανάτιας ζωής; Σε καμία περίπτωση. Απεναντίας, στο πρώτο μέρος του βιβλίου του (το λεγόμενο «δογματικό»), ο Kant συγκαταβαίνει σε μία συστηματική υποθετική σκιαγράφηση του πνευματικού κόσμου. Η ύπαρξη άυλων υποστάσεων, μας ξεκαθαρίζει, είναι οπωσδήποτε θεωρητικά δυνατή, παραμένει όμως οριστικά αναπόδεικτη, καθώς υπερβαίνει εξ ορισμού τα αισθητηριακά μας δεδομένα, άρα είναι εκτός των ορίων των γνωστικών μας δυνατοτήτων.
Tα ονειροπολήματα
Τα «ονειροπολήματα», που τόσο γλαφυρά απεικονίζουν ο Swedenborg και άλλοι σαν αυτόν (ας θυμηθούμε ότι, κατά τον εικοστό αιώνα, ο Swedenborg θα επανέλθει και πάλι στο προσκήνιο χάρη στο ευπώλητο βιβλίο του Raymond Moody), είναι απλώς πλάσματα του νου, που δεν αποκλείεται διόλου να προκύπτουν από προς το παρόν άγνωστες εγκεφαλικές βλάβες.
Ο Kant μιλάει σχεδόν σαν πρόδρομος των σύγχρονων ψυχιάτρων και νευροεπιστημόνων, λέγοντάς μας πως η τρέλα δεν είναι παρά η εξωτερική προβολή των εσωτερικών δημιουργημάτων ενός τραυματισμένου εγκεφάλου. Την ίδια, όμως, στιγμή, στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου (το επονομαζόμενο «ιστορικό»), ο Kant αναγνωρίζει ρητά και εμφατικά πως η μεταθανάτια (άρα και υπεραισθητή) ζωή είναι όχι μονάχα θεωρητικά δυνατή, αλλά και ηθικώς αναγκαία, ώστε να μην χάνει ο άνθρωπος την ελπίδα του στη δικαίωση του καλού, για το οποίο κόπιασε σ’ όλη του τη ζωή. Κοινώς, ο Kant είναι «αγνωστικιστής» ως προς την ύπαρξη πνευμάτων, ριζικά αντίθετος όμως στις απόπειρες έλλογης απόδειξής τους:
«[…] φαίνεται να συνάσει περισσότερο προς την ανθρώπινη φύση και την καθαρότητα των ηθών η θεμελίωση της προσδοκίας για τον μέλλοντα κόσμο στα αισθήματα μιας ψυχής που έχει ζήσει καλά, παρά, αντιστρόφως, του ενάρετου βίου της στην ελπίδα του άλλου κόσμου […] Ας παρατήσουμε επομένως όλες τις θορυβώδεις διδασκαλίες σχετικά με τα αντικείμενα της μεταφυσικής θεωρίας τα οποία είναι τόσο απομακρυσμένα κι ας παραιτηθούμε από τη φροντίδα τόσο αργόσχολων νοών. Μας είναι όντως αδιάφορο» (σελ. 153).
Σε τελική ανάλυση, λέει, ας αρκεστούμε στο να ζούμε έναν καθ’ όλα ενάρετο βίο, ελπίζοντας σταθερά στη μεταθανάτια δικαίωση, και όσο για το ποια μορφή θα λάβει αυτή, αυτό τέλος πάντων ας κάνουμε υπομονή μέχρι τη στιγμή που θα έρθει η στιγμή να μας αποκαλυφθεί. Είναι αξιοπρόσεκτο πως ο Kant θεωρούσε την πραγματεία ένα από τα λιγότερο αξιόλογα έργα του, και μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για τη συγγραφή της.
Με τη σειρά του, στον 19ο αιώνα πλέον, ο Schopenhauer αναλαμβάνει να εξετάσει την αξία του πλήθους αναφορών της εποχής του για τα πνευματιστικά φαινόμενα, στο παρόν βιβλίο Η εμφάνιση πνευμάτων και όσα σχετίζονται μ’ αυτήν (μτφρ. Νίκος Δεληβοριάς, εκδ. Κάκτος) που θ’ αποτελέσει τμήμα του Πάρεργα και Παραλειπόμενα. Βιώματα που στην εποχή του Kant βίωναν κυρίως οι ασκητικοί θρησκευτικοί μύστες, έγιναν λίγες δεκαετίες αργότερα βιώματα διαφόρων (όχι αναγκαστικά θρησκευόμενων), ακόμη και καθημερινών ανθρώπων, προσελκύοντας επιστήμονες, που επεδίωκαν να τα περάσουν από τη βάσανο της εμπειρικής έρευνας.
Αν, σύμφωνα με τον Kant, τα «πνεύματα» αποτελούν ιδέες του υπεραισθητού και κατά συνέπεια δεν θ’ αποδειχθούν ποτέ, ο Schopenhauer θεωρεί τις εμπειρικές μαρτυρίες γι’ αυτά επαρκείς και αναλαμβάνει να διατυπώσει όχι μια «πνευματική» αλλά μία (φιλοσοφικά) «ιδεαλιστική» ερμηνεία τους, δικαιώνοντας τρόπον τινά τις μαρτυρίες που τα πιστοποιούν.
Αρχικά, παραθέτει την προαναφερθείσα πραγματεία του Kant, ωστόσο διαφωνεί μαζί του κυρίως στο ότι ο τελευταίος διακωμώδησε τις πνευματικού χαρακτήρα εξηγήσεις των οραμάτων, δεδομένου ότι μόνο τέτοιες διατυπώνονταν ανέκαθεν (ενν. ως τον 19ο αιώνα). Όλη η πραγμάτευση του Schopenhauer στηρίζεται στην ιδέα ότι εντός του ανθρώπου υπάρχει μία ισχυρή αναπαράσταση της πραγματικότητας, σημαντικά διαφορετική από την απλή φαντασία.
Πραγματικά, μας λέει ο Schopenhauer, τα όνειρα διαθέτουν μία ενάργεια και μία ζωντάνια που κανένας φαντασιακός ρεμβασμός δεν μπορεί ν’ αποκτήσει, σε σημείο που κάποτε τα συγχέουμε με την πραγματικότητα, ενώ αν κανείς μπερδέψει με αληθινό γεγονός κάτι που ο ίδιος φαντάστηκε, μάλλον θα υποψιασθούμε ότι είναι παράφρων.
Τα όνειρα, συνεχίζει, περιέχουν μερικές εξαιρετικά παραστατικές απεικονίσεις των διαφορετικών ανθρώπινων χαρακτήρων, οι οποίοι κάποτε έρχονται και σε σύγκρουση μ’ εμάς, με τρόπο που η φαντασία μας δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει (όπως, για παράδειγμα, όταν ονειρεύεται κανείς ότι καυγαδίζει σφοδρά με τον προ πολλού αποθανόντα πατέρα του). Σαν τα όνειρα να μην ήταν δικά μας δημιουργήματα και να προέρχονταν από κάποια άλλη πηγή.
Επιπλέον, τα όνειρα πολλές φορές μας είναι δυσάρεστα και επιθυμούμε να τ’ αποφύγουμε, ωστόσο κάτι μας «τραβάει» κατ’ εξακολούθηση εκεί, παρά τη θέλησή μας. Ο Schopenhauer συμπεραίνει πως ανάμεσα στα όνειρα και στις παραισθήσεις ενός τρελού δεν υπάρχει διαφορά εκτός από τον παράγοντα της εγρήγορσης. Το όνειρο, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι μία χρονικά σύντομη μορφή τρέλας, ενώ η τρέλα είναι ένα μακροχρόνιο και σχεδόν αδιάκοπο όνειρο.
Τόσο η παραίσθηση, όμως, όσο και τα όνειρα, ομοιάζουν εκπληκτικά με τις κανονικές αισθητηριακές αναπαραστάσεις, με τη μνήμη να είναι το μοναδικό στοιχείο που τους λείπει. Ένα εκπληκτικό στοιχείο των ονείρων είναι, ακόμη, πως παρόλο που αποδεδειγμένα ο άνθρωπος κοιμάται, έχει μερικές φορές τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται σαν να ήταν ξύπνιος, περπατώντας, αποφεύγοντας εξωτερικά εμπόδια και, γενικότερα, μετακινούμενος με μία προσοχή που αρμόζει σε άτομο αφυπνισμένο.
Το φαινόμενο της υπνοβασίας
Πρόκειται, ασφαλώς για το αλλόκοτο φαινόμενο της υπνοβασίας. Σύμφωνα με την αρχή του αποχρώντος λόγου, που έχει εισηγηθεί ο Schopenhauer αλλού, το καθετί στον κόσμο των φαινομένων διαθέτει την αιτία του. Τα όνειρα, λοιπόν, θα πρέπει να έχουν και τη δική τους αιτία, που θα είναι είτε εξωτερική είτε εσωτερική.
Είναι, βέβαια, φανερό πως δεν μπορεί να προέρχεται έξωθεν, αφού ο άνθρωπος τα βιώνει στον πιο βαθύ και χαλαρωτικό του ύπνο, όπου η επαφή με τον εξωτερικό κόσμο έχει περιορισθεί στο ελάχιστο (ο Schopenhauer αναγνωρίζει πως υπάρχουν και τα σύντομα όνειρα που πολύ ελαφρού ύπνου, αλλά τα θεωρεί εξαιρέσεις). Άρα, τα όνειρα δεν μπορεί παρά να πηγάζουν από μέσα μας, από κάτι που βρίσκεται εντός μας.
Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ιδεαλιστής, συνεχιστής, κατά τα λεγόμενα του, του Καντ και λάτρης του ‘θείου’, όπως τον αποκαλούσε, Πλάτωνα. Γνωστός κυρίως από το βιβλίο του “ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση”, ο Σοπενχάουερ ίδρυσε μία νέα φιλοσοφία, επίκεντρο της οποίας είναι η βούληση, ως μεταφυσική αρχή κατανόησης του κόσμου αλλά και του ίδιου του ατόμου. Ήταν ο πρώτος σημαντικός Ευρωπαίος φιλόσοφος που εισήγαγε την ινδική φιλοσοφία στον δυτικό τρόπο σκέψης. |
Η βεβαιότητα για την «προφητική» δύναμη των ονείρων αποκαλύπτεται και από ένα προσωπικό περιστατικό που παραθέτει ο Schopenhauer: μία μέρα, καθώς καθόταν στο γραφείο του και έγραφε μία επιστολή, έχυσε το μελάνι του μελανοδοχείου στο πάτωμα και, όταν κάλεσε την υπηρέτριά του να το καθαρίσει, εκείνη τον διαβεβαίωσε (και η άλλη υπηρέτρια επαλήθευσε) ότι το προηγούμενο μόλις βράδυ είχε ονειρευθεί πως θα συνέβαινε αυτό (σελ. 61-62).
Ο Schopenhauer αποδέχεται την καντιανή διάκριση των δύο κόσμων (φαινόμενα- πράγματα καθαυτά), διαφωνεί όμως με τον Kant και υποστηρίζει πως μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του άλλου κόσμου, όχι όμως με ορθολογικό παρά με άμεσο και βιωματικό τρόπο.
Συγκεκριμένα, το πράγμα καθαυτό είναι η βούληση, μία πανσυμπαντική, ασύνειδη, απρόσωπη, άσκοπη και άλογη δύναμη, που ευθύνεται για οτιδήποτε υπάρχει. Όταν κοιμόμαστε βαθιά, ο εγκέφαλός μας σταματάει και παύουν να ισχύουν οι νοητικές μας κατηγορίες (κατά Schopenhauer: χώρος, χρόνος και αιτιότητα).
Ο Schopenhauer πιστεύει πως ο «ζωικός μαγνητισμός» επιβεβαιώνει περίτρανα τα παραπάνω, ανοίγοντας τον δρόμο για την ερμηνεία όλων των μαγικών και υπερφυσικών φαινομένων (π.χ. της μαντείας). Ο φυσικός ύπνος μπορεί να μας φέρει τρία όνειρα: τα «θεωρηματικά» και προφητικά (ανώτερος και σπανιότερος βαθμός πρόβλεψης, όπως εκείνο της υπηρέτριας), τα αλληγορικά, και τέλος, τα όνειρα προαισθήματος, που συνήθως είναι δυσάρεστα.
Για τον ονειρευόμενο άνθρωπο, παρόν, παρελθόν και μέλλον είναι ταυτόχρονα υπαρκτά και δεν υπάρχουν τα φυσικά όρια της αφύπνισης, όρια που στην πραγματικότητα έχει πλάσει ο νους μας (ιδεαλισμός). Εκεί αποδίδονται από τον Schopenhauer τα εντυπωσιακά φαινόμενα της υπνοβασίας:
«Το υπέρμετρα θαυμαστό και σίγουρα απίστευτο χαρακτηριστικό της υπνοβατικής διόρασης, δύσκολο να το πιστέψουμε μέχρι που επιβεβαιώθηκε από εκατοντάδες περιπτώσεις αξιόπιστων στοιχείων- μια διόραση στην οποία αποκαλύπτεται το κρυμμένο, το απόν, το απομακρυσμένο, ακόμη και αυτό που κοιμάται στην αγκαλιά του μέλλοντος-, χάνει τουλάχιστον την απόλυτη ακατανοησία του, αν εμείς βέβαια σκεφτούμε αυτό που εγώ τόσο συχνά έχω πει, ότι ο αντικειμενικός κόσμος είναι απλώς ένα εγκεφαλικό φαινόμενο. Γιατί η τάξη και η συμμόρφωση με τον νόμο της, οι οποίες στηρίζονται επί του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας (ως εγκεφαλικών λειτουργιών), παραμερίζονται σε ορισμένο βαθμό στην υπνοβατική διόραση (σελ. 79).
Αν οι παραστάσεις που βιώνει κανείς, στον ύπνο ή στον ξύπνιο του, προέρχονται αποκλειστικά από μέσα του, τότε μιλάμε για ψευδαίσθηση. Μία ψευδαίσθηση μπορεί να προκληθεί από υψηλό πυρετό, από οφθαλμαπάτη κ.λπ. Αν πρόκειται, όμως, για εξωτερική προκαλούμενο ερέθισμα, τότε πρόκειται για αυθεντική διόραση. Αυτό μπορεί να συμβεί στο ύπνο, όπως ειπώθηκε ήδη, μα και κατά την αφύπνιση. Σύμφωνα με τον Schopenhauer, ο άνθρωπος είναι σε θέση να διεγερθεί στις «ονειρικές» περιοχές του εγκεφάλου του και κατά ενόσω είναι ξύπνιος. Ό,τι είναι τα όνειρα για τον ύπνο, είναι τα «οράματα» για την αφύπνιση. Ένα όραμα μπορεί ν’ αναφέρεται στο παρελθόν ή και στο μέλλον. Για τον Schopenhauer:
«Η βούληση ως πράγμα καθ’ αυτό κείται όμως εκτός της αρχής της ατομικότητας, δια της οποίας διαχωρίζονται τα άτομα, οπότε τα δημιουργούμενα από αυτή την αρχή όρια δεν υπάρχουν για τη βούληση» (σελ. 151).
Τέλος, ακόμη λίγες δεκαετίες μετά, ο πνευματισμός θα υποστηριχθεί τολμηρότερα, από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο, William James. Στο ξακουστό δοκίμιό του Η βούληση πίστης (μτφρ. Γιώργος Δ. Καρανικόλας, εκδ. Printa), ο James θα διερευνήσει το αν και υπό ποιες προϋποθέσεις νομιμοποιείται κανείς να πιστεύει ότι κάτι είναι αληθές.
Στην αρχική μορφή του, το δοκίμιο ήταν καταγεγραμμένη ομιλία του, στις φιλοσοφικές λέσχες των Πανεπιστημίων Yale και Brown, που δημοσιεύθηκε στο New World τον Ιούνιο του 1896. Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα το περιεχόμενό του, πρέπει να γνωρίζουμε σε τι αντιπαρατίθεται. Στόχος του James είναι η αποδόμηση των απόψεων που εξέφραζε εκείνη την περίοδο ο William Kingdon Clifford, αξιόλογος μαθηματικός και γνωστός για την επινόηση της γεωμετρικής άλγεβρας.
Σ’ ένα δοκίμιο του 1877, με τον αντιπροσωπευτικό τίτλο The ethics of belief, ο Clifford υποστήριξε ότι είναι ανεπίτρεπτο, τουλάχιστον για έναν ορθολογιστή άνθρωπο, να υιοθετήσει μια πεποίθηση δίχως να διαθέτει επαρκή δεδομένα που να συνηγορούν υπέρ της. Οι όποιες πεποιθήσεις μας, υποστήριζε ο Clifford μέσω μιας διεξοδικής επιχειρηματολογίας, έχουν αντίκτυπο στις ενέργειές μας και γι’ αυτό έχουμε χρέος στην ανθρωπότητα να φροντίζουμε οι πεποιθήσεις μας να μην είναι άστοχες. Η επιστημολογική θέση του, ότι οφείλουμε να πιστεύουμε μονάχα αυτά για τα οποία διαθέτουμε επαρκή τεκμήρια, έχει ονομασθεί «τεκμηριοκρατία» (evidentialism).
Η επίθεση του James
Σ’ αυτή είναι που επιτίθεται ο James, η επιχειρηματολογία του οποίου στηρίζεται στην ιδέα ότι το να παραμένει κανείς ουδέτερος και να αρνείται να λάβει θέση, αποτελεί, στην πραγματικότητα, και αυτό μια θέση. Άρα το ρίσκο υπάρχει τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση: στην πρώτη περίπτωση κινδυνεύει κανείς να πέσει θύμα εξαπάτησης, ενώ στη δεύτερη κινδυνεύει να στερηθεί τα πνευματικά αγαθά που η θρησκεία (η όποια θρησκεία) του υπόσχεται.
Ο Γουίλιαμ Τζέιμς ήταν πρωτοπόρος Αμερικανός ψυχολόγος και φιλόσοφος. Γεννημένος στην πόλη της Νέας Υόρκης, ήταν αδελφός του μυθιστοριογράφου Χένρι Τζέιμς. Έγραψε σημαντικά βιβλία σχετικά με τη νέα επιστήμη της Ψυχολογίας, της εκπαιδευτικής ψυχολογίας, της ψυχολογίας της θρησκευτικής εμπειρίας και του μυστικισμού, καθώς και της φιλοσοφίας του πραγματισμού. |
Παρατηρώντας την έμφαση με την οποία διανοητές σαν τον Clifford προειδοποιούν για τον κίνδυνο της πιθανής εξαπάτησης, ο James, πίσω από την ψυχρή ουδετερότητα, διακρίνει μια βαθιά ηθική δέσμευση, που φυσικά στηρίζεται σε έντονα συναισθήματα, όχι λιγότερο απ’ ότι η αντίστοιχη δέσμευση των θρησκευόμενων. Σύμφωνα με τον James, η άγρυπνη αποφυγή της εξαπάτησης προϋποθέτει μια προϋπάρχουσα ηθική δέσμευση στην έννοια της αντικειμενικής αλήθειας, αλλά και ένα συναίσθημα, τον φόβο, πράγμα που καθιστά την προσέγγιση όχι «αντικειμενική» και «ουδέτερη» αλλά περιπαθή και αξιολογικά στρατευμένη, τουλάχιστον όχι λιγότερο από εκείνη ενός θρησκευόμενου πιστού. Για την ακρίβεια:
«Η εμπαθής φύση μας όχι μόνο νομιμοποιείται αλλά και επιβάλλεται να επιλέγει μεταξύ υποθέσεων κάθε φορά που ανακύπτει μια γνήσια επιλογή, για την οποία είναι εκ φύσεως αδύνατο να αποφασίσουμε με νοητικές διαδικασίες. Αυτό συμβαίνει γιατί τι να πούμε, υπό αυτές τις συνθήκες, “μην αποφασίζεις αλλά άφησε το ερώτημα ανοικτό”, αποτελεί και αυτό εμπαθή απόφαση, όπως ακριβώς το να αποφασίσουμε θετικά ή αρνητικά, και ενέχει τον ίδιο κίνδυνο να μας διαφύγει η αλήθεια» (σελ. 43).
Αν και εφόσον δεν διαθέτει κανείς κάποιο έρεισμα βεβαιότητας και είναι αναγκασμένος να πιθανολογεί, δεν είναι λιγότερο θεμιτό λογικά να επιλέξει την πίστη απ’ ότι την «απιστία». Όταν δεν υπάρχουν αποφασιστικοί λόγοι υπέρ ή κατά, ο άνθρωπος δικαιολογείται να λαμβάνει υπόψη τις προσωπικές του κλίσεις και συμφέροντα, παίρνοντας τελικά εκείνη τη θέση που έχει διαπιστώσει ότι τον ωφελεί περισσότερο στην πράξη. Στον αντίποδα της τεκμηριοκρατίας, η στάση αυτή έχει ονομασθεί «φιντεϊσμός» (fideism), διότι αξιώνει πως, για να αποδεχόμαστε πεποιθήσεις, δεν είναι ανάγκη να τις έχουμε προηγουμένως περάσεις από τη βάσανο της τεκμηρίωσης.
Ο James ορίζει την έννοια «θρησκεία» με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, λέγοντας πως πρόκειται για τη σύνθεση δύο στοιχείων: αφενός την πεποίθηση ότι υπάρχουν τέλεια και αιώνια πράγματα, και αφετέρου του ότι η πίστη σ’ αυτά (μπορεί να) έχει ευεργετικές συνέπειες για τη ζωή αυτού που πιστεύει. Ανεξάρτητα από την αλήθεια ή το ψεύδος των όποιων θρησκευτικών ιδεών, είναι γεγονός ότι η πίστη σε αυτά προϋποθέτει την ανακάλυψή τους. Αυτό όμως σημαίνει και ότι η άρνηση κάποιου να πιστέψει, τον αποκόβει από τη δυνατότητα εύρεσης της αλήθειας που οι θρησκείες υπόσχονται. Όπως το διατυπώνει ο James:
«Ένας κανόνας σκέψης, ο οποίος θα με απέτρεπε εντελώς από το να αναγνωρίσω συγκεκριμένη είδη αλήθειας, εάν αυτά τα είδη αλήθειας όντως υπήρχαν, θα ήταν ένας παράλογος κανόνας» (σελ. 76).
Ο William James θα διατυπώσει τον ισχυρισμό του ότι, πέρα από τις μεταφυσικές παραδοχές, τη μεγαλύτερη σημασία έχει πρωτίστως η αξία που έχει η θρησκευτική πίστη για μας στην πράξη. Ο James, παράλληλα, επιχείρησε να υπερασπισθεί την πραγματικότητα του «πνευματικού» στοιχείου της παραψυχολογίας. Οι πνευματιστικές «εμπειρίες», παρατηρούσε, διαθέτουν τρία κοινά χαρακτηριστικά: ιδιορρυθμία, ασυνέχεια, και επομένως, αδυναμία να ελεγχθούν επιστημονικά, αφού συντελούνται μονάχα με συγκεκριμένα άτομα, με την όποια σημασία τους ν’ αφορά αποκλειστικά στη δική τους, προσωπική ζωή. Πλήθος απ’ αυτούς τους ανθρώπους, μάλιστα, αντιπαθούν τη σύγχρονη επιστήμη, διότι εκείνη αρνείται απόλυτα και ολοκληρωτικά τα βιώματά τους (τη σημασία ή ακόμη και την ίδια την ύπαρξή τους), όταν βέβαια δεν τα θεωρεί αποδείξεις ανθρώπινης παραφροσύνης.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.