Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ἕνας κρύος ἀγέρας φύσηξε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ πρόσωπα τοῦ Μεγά-
λου Καθρέφτη μου. Τὰ πῆρε ὕστερα ὁ ἥλιος κι ἡσύχασαν
Εἶναι μέσα στὸν καθρέφτη, ζωντανοὶ μαζὶ καὶ νεκροί: Ἐγὼ
ὁ Κάφκα, μιὰ μεταβυζαντινὴ ἁγία κι ὁ Ντύλαν Τόμας.
Ὁ Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, ἔβγαλε μία κραυγὴ κι ἔσκασε
μὲ κρότο. Οἱ στίχοι του ὅμως μείναν ἀνέπαφοι, ὡραῖοι, μα-
ζὶ μὲ τοὺς δικούς μου ἀγκαλιάζονται. Ὁ Κάφκα ἔβγαλε μέσ᾿
ἀπ᾿ τὰ μάτια του δυὸ ψάρια καὶ δυὸ ἀναμμένα κάρβουνα.
Τὰ πέταξε κατ᾿ ἐπάνου μας γιὰ νὰ μᾶς κάψει.
Ἡ ἁγία ὅπως καὶ ἄλλοτε εἶναι δεμένη πάνω στὸν τροχὸ ποὺ
γυρίζει. Τρέχουν τὰ αἵματά της.
Στὸ τέλος τοὺς παίρνει ὅλους ὁ διάβολος
καὶ ἡσυχάζουν.