Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι: Ένα βιβλίο για το χρονικό καταστροφής μιας γυναίκας

Σ’ ένα νέο βιβλίο, σε μετάφραση της Molly Ringwald, η δημοσιογράφος Βανέσα Σνάιντερ, ξαδέλφη της πρωταγωνίστριας, θυμάται το πώς η επιτυχία της αμφιλεγόμενης ταινίας εξόντωσε την 20χρονη τότε Μαρία Σνάιντερ.

Με τρόπο ψυχρό, αλλά κάποτε εξαιρετικά τρυφερό, αποκαλύπτει όλα τα βήματα που τελικά οδήγησαν στην απαξίωση της Σνάιντερ, τη μέρα που αποφασίστηκε να γυριστεί η σκηνή σοδομισμού, χωρίς να έχει ενημερωθεί, τη χλεύη και την ταπείνωση που υπέστη μετά στην καριέρα της, αλλά και την τοξική σχέση της με τον «μεγάλο» σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.

Η δημοσιογράφος μιλά και για το τραύμα που η ταινία δημιούργησε στην οικογένεια της Σνάιντερ, τις πολιτικές αναταράξεις που προκάλεσε στους χώρους της Τέχνης σε διάφορες χώρες του κόσμου και στο πώς η καθυστερημένη γνώση για το τι πραγματικά συνέβη σ’ αυτή την ταινία βύθισε τη Σνάιντερ στην αυτοκαταστροφή. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

«Το ήξερες, Μαρία, ότι παραλίγο να μη σε επιλέξουν για την ταινία “Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι”; Δεν ήσουν η πρώτη επιλογή του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ο θρύλος λέει ότι αρχικά ήθελε να κάνει μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο ανδρών πριν εγκαταλείψει σχετικά γρήγορα την ιδέα. Ήταν ένας τεράστιος σκηνοθέτης εκείνη την εποχή. Η ταινία του “Ο κομφορμιστής”, από το 1970, στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Jean-Louis Trintignant και η Dominique Sanda, είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Με το “Τανγκό”, ήθελε να δείξει τη σκοτεινή πλευρά της σεξουαλικής επανάστασης, εξερευνώντας το σεξ και την ψυχολογική βία μεταξύ δύο ανθρώπων σε ένα παρισινό διαμέρισμα: ενός ξεπεσμένου σαρανταπεντάχρονου άνδρα ονόματι Πολ, του οποίου η γυναίκα μόλις είχε αυτοκτονήσει, και μιας νεαρής γυναίκας ονόματι Ζαν.

Στην αρχή, ο Ιταλός σκηνοθέτης πήγε στο Παρίσι, ελπίζοντας να πείσει τον Trintignant και τη Sanda να πρωταγωνιστήσουν. Ο Μπερτολούτσι έλεγε ότι ο Τρεντινιάν απέρριψε τον ρόλο, λέγοντά τους: «Στην ταινία σας, κάνουν συνέχεια σεξ. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να εμφανιστώ γυμνός».

Η Sanda ήταν έγκυος και αρνήθηκε επίσης την πρόταση. Στη συνέχεια, ο Μπερτολούτσι προσπάθησε να συναντηθεί με τους δύο μεγαλύτερους ηθοποιούς της Γαλλίας, τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και τον Αλέν Ντελόν. Ο Μπελμοντό, που δεν ήταν ποτέ τύπος που χάνει χρόνο, αρνήθηκε να τον δει καν. «Δεν κάνω ταινίες πορνό», είπε. Η απάντηση του Ντελόν ήταν πιο διφορούμενη, αλλά κλασική για τον Ντελόν – δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι. Η διαδικασία του κάστινγκ του Μπερτολούτσι γκρεμίστηκε. Και τότε κάποιος πρότεινε τον Μάρλον Μπράντο. Ο μυθικός ηθοποιός του αμερικανικού κινηματογράφου ήταν μεγαλύτερος και παχύς πια, πολύ μακριά από την εικόνα της πρώτης του νιότης. Μια σειρά από εμπορικές αποτυχίες τον είχαν κατατάξει στην κατηγορία των «ξεπεσμένων» του Χόλιγουντ και χρειαζόταν μετρητά αφού είχε αγοράσει ένα πολυνησιακό νησί, το οποίο είχε μετατραπεί σε τραγανίστρα των χρημάτων του ηθοποιού. Δεν το ήξερε ακόμα, αλλά το comeback του ήταν στον ορίζοντα, και διασταυρωνόταν στις επιθυμίες δύο μεγάλων κινηματογραφιστών – του Φράνσις Φορντ Κόπολα, που τον σκέφτηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Νονό», το 1971, και του Μπερτολούτσι που ήθελε να δημιουργήσει το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι».

Η πρώτη συνάντηση μεταξύ του Μπράντο και του Μπερτολούτσι έγινε στο Hôtel Raphael στο Παρίσι. Ο Μπερτολούτσι περιέγραψε το έργο στον Αμερικανό ηθοποιό ως την ιστορία ενός άνδρα και μιας γυναίκας που απαρνούνται την κοινωνική τους ταυτότητα και επικοινωνούν μόνο σαρκικά, μέσω του σώματός τους. Ο Μπράντο του είπε ότι ήθελε πρώτα να δει το “The Conformist”, οπότε ο Μπερτολούτσι του κανόνισε μια προβολή την ίδια μέρα. Στη συνέχεια, ο Μπράντο κάλεσε τον σκηνοθέτη στο σπίτι του στο Λος Άντζελες, για να συζητήσουν λεπτομερώς την ταινία πριν από τα γυρίσματα στο Παρίσι. Ο ηθοποιός συμφώνησε να παίξει τον ρόλο του Πολ με αντάλλαγμα διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια και το 10% των εσόδων της ταινίας – ένα σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη.

Ο σκηνοθέτης σε είδε για πρώτη φορά σε μια φωτογραφία με την Dominique Sanda, η οποία είχε γίνει φίλη σου. Οι παριζιάνοι φίλοι του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν για να μην σε επιλέξει.

«Όλοι έλεγαν ότι είναι απλώς ένα κορίτσι που περνάει όλη τη νύχτα χορεύοντας στου Castel», διηγιόταν χρόνια αργότερα, αναφερόμενος στο παρισινό νυχτερινό κέντρο. «Κανείς δεν είδε σε αυτή τη φωτογραφία σου αυτό που είδα εγώ, κάτι άγριο πίσω από το ανδρόγυνο σώμα με το τεράστιο στήθος», έλεγε. Κάποια στιγμή, πριν ξεκινήσετε τα γυρίσματα, σου ζήτησε να κάνεις εγχείρηση στήθους για να τα σουλουπώσεις. Εσύ αρνήθηκες και αυτή ήταν η μοναδική πράξη εξέγερσής σου στο μεγάλο σκηνοθέτη. Από τότε και μετά, τίποτα δεν θα σου το ζητούσε απλώς, μόνο θα το απαιτούσε.

Στην αρχή δίστασες να κάνεις την ταινία, όπως παραδέχθηκες αργότερα, καθώς «δεν καταλάβαινες απόλυτα το σενάριο», αν και το έβλεπες ότι ήταν τολμηρό. Ο ατζέντης σου φρόντισε να απαλείψει τις όποιες επιφυλάξεις σου. «Δεν μπορείς να αρνηθείς έναν πρωταγωνιστικό ρόλο δίπλα στον Μάρλον Μπράντο!», σου είπε.

Είσαι δεκαεννιά χρονών, ανήλικη ακόμα, έτοιμη να ξεκινήσεις μια από τις πιο σκανδαλώδεις ταινίες της δεκαετίας του ’70. Η μητέρα σου έπρεπε να υπογράψει το συμβόλαιο για λογαριασμό σου, ώστε να μπορέσεις να αποδεχτείς τον ρόλο.

Οι πρώτες σκηνές που γυρίζεις είναι με τον Jean-Pierre Léaud, τον αγαπημένο ηθοποιό του Truffaut και του Godard, ο οποίος υποδύεται τον αρραβωνιαστικό σου και έναν επίδοξο σκηνοθέτη. Ο Μπερτολούτσι δεν ήθελε να σε βάλει αμέσως πρόσωπο με πρόσωπο με το είδωλο που λεγόταν Μάρλον, φοβούμενος ότι θα σε τρόμαζε.

Όταν όντως συναντάς για πρώτη φορά τον Marlon Brando, είναι στην Pont de Passy, την ώρα που πρόκειται να γυρίσεις την εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, όπου οι χαρακτήρες σας συναντιούνται στη γέφυρα. Βρίσκεις αστείο το γεγονός ότι φοράει παπούτσια με λίγο τακούνι και σκέφτεσαι: «Ω, δεν είναι τόσο τιτάνιος τελικά». Υπάρχει μια παιδική γλυκύτητα που αντιλαμβάνεσαι μέσα του καθώς ξεκινάει μια μικρή κουβέντα μαζί σου. Σε ρωτάει τι ζώδιo είσαι.

«Κριός», του λες.

«Κι εγώ», σου απαντά και σε ρωτά τον ωροσκόπο σου.

«Ζυγός» του λες.

«Θα τα πάμε μια χαρά και αυτό είναι καλό, γιατί πιστεύω ότι έχουμε μερικές σκηνές οικειότητας», σου λέει. Σου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, όπως θα φιλούσε ένας πατέρας την κόρη του.

Η πρώτη σου πραγματική σκηνή μαζί του λαμβάνει χώρα στο διαμέρισμα. Κάθε αμφιβολία για τη φύση της ταινίας εξαφανίζεται αμέσως. Για τις ερωτικές σκηνές ή οποιαδήποτε σκηνή με γυμνό, ο Μπράντο ζητά κλειστό πλατό και ο Μπερτολούτσι συμμορφώνεται, καθιστώντας το πλατό απαγορευμένο για οποιονδήποτε δεν εμπλέκεται άμεσα με την ταινία. Φωτογράφοι και άλλοι θεατές περιμένουν στο πεζοδρόμιο κάθε μέρα για να εμφανιστούν οι ηθοποιοί. Κάποιοι μάλιστα νοικιάζουν διαμερίσματα απέναντι, ελπίζοντας να τραβήξουν ένα πλάνο.

Σε όλο το Παρίσι διαδίδεται το κουτσομπολιό ότι ο Ιταλός σκηνοθέτης γυρίζει κάτι όχι απλώς τολμηρό, αλλά αληθινά ενοχλητικό.

Ο Μπράντο επιβάλλει κανόνες και όρους σε όλους όσοι συμμετέχουν στα γυρίσματα. Καταργεί τις συνήθεις ιεραρχίες της κινηματογραφικής παραγωγής. Υπάρχει πιθανότητα για χάρη του το συνεργείο να μην τρώει όσο καλά σιτίζονται οι ηθοποιοί. Βέβαια, στα διαλείμματα προσφέρει ποτά και σάντουιτς σε όλους, τα οποία πληρώνει από την τσέπη του. «Σεβόταν όλους τους ανθρώπους», θα θυμάσαι αργότερα, Μαρία. «Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν νεαρός ή μεγαλύτερος. Θα τον θυμάμαι πάντα ως έναν γενναιόδωρο άνθρωπο, έναν άνθρωπο με ακεραιότητα», λες.

Ο Μπράντο επιστρέφει στο ξενοδοχείο του κάθε μέρα στις 6 μ.μ. και αρνείται να εργαστεί τα Σαββατοκύριακα. Ο Μπερτολούτσι δεν έχει αντίρρηση. Για εσένα, ωστόσο, δεν υπάρχει τέτοιος σεβασμός. Γυρίζετε τη μία λήψη μετά την άλλη μέχρι τα μεσάνυχτα και τα Σάββατα γυρίζετε σκηνές με τον Λεό. Είναι πιο σκληρό και από μαραθώνιο. Στο τέλος των τρίμηνων γυρισμάτων, είσαι εξαντλημένη, κατάκοπη, έχεις χάσει είκοσι δύο κιλά. Το συνεργείο σε βρίσκει συχνά να κλαις. Κάποιοι προσπαθούν να σε παρηγορήσουν με μια λέξη ή ένα βλέμμα- άλλοι δεν λένε τίποτα, προσποιούμενοι ότι δεν το προσέχουν. «Είναι τυχερή, αυτή η μικρή άγνωστη, που μοιράζεται την οθόνη με τον μεγάλο Μπράντο. Δεν έχει λόγο να παραπονιέται», λένε. Μια φορά τολμάς να διαμαρτυρηθείς στον σκηνοθέτη: είναι πάρα πολλά τα γυρίσματα, δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, κάθε μέρα. Αργότερα μου λες ότι ο Μπερτολούτσι απάντησε χωρίς καν να σε κοιτάξει στα μάτια. «Δεν είσαι τίποτα. Εγώ σε ανακάλυψα. Άντε γαμήσου».

Ο Ιταλός σκηνοθέτης ξέρει ότι φτιάχνει κάτι ηφαιστειακό – τόσο σαγηνευτικό όσο και εμπρηστικό. Τα μέλη του συνεργείου έχουν υπογράψει συμφωνητικό εμπιστευτικότητας, ώστε να μη διαρρεύσει η παραμικρή λεπτομέρεια για την ταινία. Η χημεία σου με τον Μπράντο είναι υπέροχη, οπότε ο Μπερτολούτσι πανηγυρίζει.

Η κοπέλα είναι υπάκουη, νομίζει, και ο ηθοποιός βγάζει τα προσωπικά τραύματα του στον ρόλο με μια ένταση που ξεπερνά τα πιο τρελά όνειρα του σκηνοθέτη. Ο Μπράντο του δίνει συμβουλές για την τοποθέτηση της κάμερας και τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Μπερτολούτσι γοητεύεται από την εμπειρία αυτού του γίγαντα του Χόλιγουντ. Παρακολουθείς τη δυναμική τους, με περιέργεια, βλέποντας τον Μπράντο να επιβάλλει την εξουσία του. Σε κάποια φάση, σας κανονίζουν γυρίσματα ξαφνικά. Σ’ αυτές τις σκηνές, ο Μπερτολούτσι δεν σου μιλάει καθόλου. Δίνει οδηγίες μόνο στον Μπράντο.

Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε στη LIFO.GR