Κόρμακ ΜακΚάρθι (1933-2023): Ζούσε σαν αναχωρητής, έγραφε σαν σκοτεινός προφήτης

Πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι που απολάμβαναν το ζην επικινδύνως» είχε δηλώσει ο Κόρμακ ΜακΚάρθι σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, δικαιολογώντας την ασυγκράτητη εμμονή του με τους ευφυείς, ριψοκίνδυνους και συντετριμμένους ήρωες, έτοιμους να δουν την αλήθεια «μέσα από την τρύπα ενός δαχτυλιδιού από όπου χωρά να περάσει όλη η αγέλη των σκυλιών της κόλασης», όπως έγραφε ο κορυφαίος Αμερικανός μυθιστοριογράφος που έφυγε από τη ζωή λίγο πριν κλείσει τα 90.

Αν στο σχεδόν αυτοβιογραφικό, μόλις τέταρτο στη μακρά του λογοτεχνική πορεία, μυθιστόρημά του «Suttree», το λογοτεχνικό alter ego του ΜακΚάρθι ήταν ένας απομονωμένος μισάνθρωπος που συνήθιζε να ψαρεύει την καθημερινή του τροφή, ζώντας σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στις όχθες του ποταμού Τενεσί, μέχρι που ένα πτώμα ανασύρθηκε μπροστά στα μάτια του, στο προτελευταίο έργο του, «Ο Επιβάτης», ένας αντίστοιχος νεόπτωχος αναχωρητής, ο Μπόμπι, καλείται και πάλι να απαντήσει στο ποιος ήταν ο άγνωστος επιβάτης που ανασύρθηκε νεκρός από τα ωκεάνια βάθη. Οι αναλογίες όχι τυχαίες, αφού η ακραία φτώχεια και ο μοιραίος θάνατος ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένα στη σκέψη αλλά και στο ασυνείδητο του σπουδαίου Αμερικανού μυθιστοριογράφου, τροφοδοτώντας, σαν τις εξπρεσιονιστικές πινελιές στους πίνακες του Πόλοκ, τα αφαιρετικά σχήματα των βιβλίων του.

Όταν κάποιοι του είπαν ότι το παρακάνει με τη διεστραμμένη εκδοχή του βίου, εκείνος είχε δώσει την απάντηση πως «όσοι νομίζουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μια αρμονική ζωή είναι οι πρώτοι που θα εκχωρήσουν την ψυχή τους και την ελευθερία τους. Είναι πολύ επικίνδυνο να νομίζεις ότι μπορείς να ζήσεις έναν ήσυχο βίο».

Η σύνδεση ασυνείδητου και φανταστικού στοιχείου που χαρακτηρίζει πολλούς από τους διαλόγους και τις περιγραφές στο έργο του ΜακΚάρθι λειτουργεί πάντα αντιστικτικά στην ακραία κυριολεξία του ωμού βίου, ίσως γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσουν οι βασανισμένοι του ήρωες να μετατοπιστούν από την αγριότητα που αντιμετωπίζουν καθημερινά: απέραντα τοπία, ερημικές κοιλάδες από όπου περνούν πτώματα σε καρότσες και ξεκοιλιασμένα ζώα, μάχες χωρίς όρια και το αίμα να κυλάει άφθονο, όπως στις πιο πειστικές περιγραφές των δραμάτων του Σαίξπηρ. Όχι τυχαία, καθώς ο Βρετανός τροβαδούρος στοίχειωνε πάντα τις περιγραφές του σπουδαίου Αμερικανού, απόδειξη ότι, σε μια ένδειξη πρωτόγνωρης τόλμης, μετέτρεψε τον πρωταγωνιστή του «Επιβάτη» του σε έναν ιδιόμορφο, σύγχρονο Άμλετ. Δεν τον αποκαλούν, εδώ, όλοι τυχαία «Ιππότη», αφού γνωρίζουν ότι οι πεσιμιστικές, παρανοϊκές του περιγραφές είναι βγαλμένες από τα ξέφτια ενός κόσμου που ο ίδιος θεωρεί ότι έχει ως κύριο υλικό τη θλίψη «από όπου είναι φτιαγμένη η ζωή». Τι πιο σαιξπηρικό από αυτό

Ίσως γι’ αυτό ο ίδιος ο ΜακΚάρθι, σε μια τέτοια στιγμή σαιξπηρικής τρέλας, επέλεξε το όνομα Κόρμακ αντί για το βαφτιστικό του Τσαρλς επειδή, όπως μαρτυρά η επίσημη ιστοσελίδα που είναι αφιερωμένη στο έργο του, ήθελε το όνομά του να παραπέμπει σε έναν Ιρλανδό βασιλιά για να θυμίζει ποιοι είναι οι πρόγονοι και η μακρινή καταγωγή του. Οι σαιξπηρικές εμμονές τον έκαναν επίσης να παραδέχεται σε ένα από τα πιο όμορφα αποσπάσματά του πως «ξενιστής και θλίψη καταστρέφονται μαζί αδιακρίτως, και τελικά το τρισάθλιο πηχτό υλικό που απομένει φτυαρίζεται μέσα στο χώμα και η βροχή ετοιμάζει τις πέτρες για νέες τραγωδίες», φράσεις που παραπέμπουν άμεσα στις καλύτερες στιγμές των δραμάτων του σπουδαίου τροβαδούρου. Γι’ αυτό, άλλωστε, ήταν ένας από τους ελάχιστους Αμερικανούς συγγραφείς που επέλεξε ο μέγας μελετητής και εραστής του Σαίξπηρ, Χάρολντ Μπλουμ, για το λογοτεχνικό του βασίλειο, λέγοντας πως ο «Ματωμένος Μεσημβρινός» είναι το καλύτερο βιβλίο μετά το «Καθώς ψυχορραγώ» του Oυίλλιαμ Φώκνερ.

Είναι το βιβλίο που οραματίστηκε ο ΜακΚάρθι σαν αλλόκοτος προφήτης, στην άκρη της άγριας Δύσης όπου μεγάλωσε, μιλώντας για τις τραγικές ιστορίες στα σύνορα Τέξας – Μεξικού στα μέσα του 19ου αιώνα, για τους κυνηγούς κεφαλών που περιφέρουν τα σκαλπ των Ινδιάνων σαν βραβεία ενός κόσμου που τελειώνει ή για τους ανάλγητους ανθρώπους που έχουν μάθει να βλέπουν απαθείς να κρέμονται νεκρά μωρά από τα δέντρα – σαν το «Strange Fruit» που τραγουδούσε με τη δική της βραχνή, υποβλητική δύναμη η Μπίλι Χόλιντεϊ. Στον Κόρμακ ΜακΚάρθι άρεσε να οραματίζεται τέτοιες σκηνές, μακριά από οτιδήποτε μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως απτό, καθημερινό και σίγουρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αλμπίνο δικαστής του «Ματωμένου Μεσημβρινού» συνομιλεί άμεσα με τον τρελό μονοπόδαρο καπετάνιο Αχάμπ στο «Μόμπι Ντικ», φτιαγμένος να κυνηγάει και αυτός μια αντίστοιχη μεταφυσική, υπέρτατη αλήθεια. Άλλωστε η λέξη «mundane» –κάτι που αντιστοιχεί στο προβλέψιμο, καθημερινό, πεζό και τετριμμένο– ήταν εντελώς άγνωστη στον ΜακΚάρθι, όπως και οτιδήποτε δεν είχε να κάνει με το ζην επικινδύνως και τα μεγάλα ερωτήματα.

«Ήξερα από νωρίς ότι δεν θα γίνω ποτέ καθημερινός άνθρωπος και σεβαστός πολίτης» είχε δηλώσει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στο περιοδικό των «Times». Παραδεχόταν ότι μισούσε οτιδήποτε του θύμιζε σχολείο, αν και κατάλαβε νωρίς ότι τα κείμενα είναι το μέλλον του, όταν στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί κάποιος καθηγητής τού ζήτησε να επιλέξει τα καλύτερα δοκίμια για μια μελέτη του 18ου αιώνα. Αναζητώντας παλιά κείμενα και σπάνια αρχεία, άρχισε να συλλαμβάνει διάφορες ιδέες για μελλοντικά μυθιστορήματα και έχοντας τη μυρωδιά από τον καπνό του Φώκνερ και τις δικές του περιγραφές από τα αδιέξοδα του Νότου, δοσμένα μέσα από μια άκρως μοντέρνα γλώσσα, συνειδητοποίησε ότι αυτό που θέλει πραγματικά είναι να γίνει συγγραφέας. Ίσως γι’ αυτό τα πρώτα του έργα, τόσο το «The Orchard Keeper» όσο και το «Outer Dark», θα θεωρηθούν φωκνερικής επιρροής μυθιστορήματα. Η αιώνια κόντρα πάντως για το πρώιμο και το όψιμο έργο του ΜακΚάρθι και τις πιθανές επιρροές του κρατάει μέχρι σήμερα.

Είναι η εποχή, εκεί σε όλη δεκαετία του ’60 αλλά και του ’70, που ο ίδιος θα αναζητήσει τις ρίζες του και τις αρχές μιας προσωπικής και συμβολικής καταγωγής, ταξιδεύοντας μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης –κυρίως Ιρλανδίας αλλά και Ισπανίας και Ελβετίας– με υποτροφίες του Ιδρύματος Ροκφέλερ και αλλάζοντας συζύγους: αφού χωρίσει την πρώτη του γυναίκα και συμφοιτήτριά του, Λι ΜακΚάρθι, έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1962, έχοντας αποκτήσει μαζί της έναν γιο, τον Κάλεν, θα σχετιστεί με κάποια άλλη, ενώ στα ταξίδια του θα γνωρίσει την επόμενη σύζυγό του, μια Αγγλίδα τραγουδίστρια και χορεύτρια, την Αν ΝτεΛίλ, με την οποία θα μείνει μέχρι το 1981.

Το 1997 θα παντρευτεί για τρίτη φορά, την Τζένιφερ Γουίνκλεϊ, με την οποία θα αποκτήσει έναν ακόμα γιο, τον Τζον, και θα ζήσει μαζί της στη Σάντα Φε. Εκεί θα ριζώσει, καθώς η συνεργασία του με το Ινστιτούτο Σάντα Φε θα τον κάνει να ασχοληθεί πολύ πιο επισταμένως με τις επιστήμες, όπως την Κβαντομηχανική, τη Φυσική και τα Μαθηματικά, με τις μελέτες του να έχουν δημοσιευτεί σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά. Είναι προφανές ότι το τελευταίο του έργο, «Stella Maris», με τη σχιζοφρενή νεαρή πρωταγωνίστρια Αλίσια –μια διεστραμμένη εκδοχή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων– απηχεί τη χρόνια ενασχόλησή του με τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά.

Κάθε λέξη, όμως, και κάθε φράση στα βιβλία του, ακόμα και όταν μιλάει για μαζικούς φόνους και νεκροφιλία, όπως στο λιγότερο γνωστό «Ο υιός του Θεού», είναι βγαλμένες από δικές του, προσωπικές διαπιστώσεις. Όταν, μάλιστα, κάποιοι του είπαν ότι ειδικά σε αυτό το μυθιστόρημα το παρακάνει με τη διεστραμμένη εκδοχή του βίου, εκείνος είχε δώσει την απάντηση πως «όσοι νομίζουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μια αρμονική ζωή είναι οι πρώτοι που θα εκχωρήσουν την ψυχή τους και την ελευθερία τους. Είναι πολύ επικίνδυνο να νομίζεις ότι μπορείς να ζήσεις έναν ήσυχο βίο».

Ολόκληρο το άρθρο της Τίνας Μανδηλαρά στη Lifo.gr