Οι ‘Ακανθες των αιώνων, ποίηση, Μένη Πουρνή
«Με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη» έγραφε ο Σεφέρης στο ποίημά του «Ο βασιλιάς της Ασίνης». Έτσι και σε αυτή την ποιητική συλλογή, όπου συχνά συνομιλεί η ποιήτρια Μένη Πουρνή με τον Σεφέρη, το ποιητικό υποκείμενο περιδιαβαίνει στα αρχαία μνημεία καταγράφοντας τη σύγχρονή του θλίψη για το παρελθόν και το παρόν του ελληνισμού.
Σε γενικές γραμμές, οι θεοί έχουν πεθάνει- είδα μόνο κάκ-
τους, αθάνατους και φραγκόσυκα. Λες και δεν θα επιβίω-
ναν πουθενά αλλού οι κολόνες και τα επιστύλια παρά μόνο
δίπλα στις άκανθες των αιώνων! Ίσως αυτό να είδα εκείνο
το μαγιάτικο απομεσήμερο. Αφηρημένες έννοιες, πεσμέ-
νους κολοσσούς…
Αμφίβολο αν εκεί μπορούσε να περπατήσει άνθρωπος.
(Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, σ. 21)
Το πρόσωπο στην ποιητική συλλογή “Οι άκανθες των αιώνων”, της Μένης Πουρνή, Δρόμων 2022, αποφασίζει να περπατήσει στους αρχαίους δρόμους. Να δει αν πραγματικά το μόνο που έχει μείνει από το παρελθόν στο παρόν είναι «αφηρημένες έννοιες και πεσμένοι κολοσσοί». Για αυτό και η ποιητική συλλογή είναι διαιρεμένη σε δύο ενότητες: ΧΘΕΣ, σελίδες 11-24 δεκατέσσερα ποιήματα, και ΣΗΜΕΡΑ, σελίδες 27-38 ένδεκα ποιήματα.
Στη σύγχρονη ποίηση το αρχαίο ελληνικό παρελθόν επιβιώνει σε μια ανακύκλωση αρχαιοελληνικών μύθων με τους συμβολισμούς τους. Κυριαρχεί κυρίως ο μύθος της επιστροφής με την πολυποίκιλη σημασιολογία του. Είτε ως αναφορά στο Οδυσσεϊκό αρχέτυπο, είτε ως νοσταλγία της επιστροφής, ως μεταφορά της επιθυμίας επιστροφής σε κάποια αρχική μορφή ή κατάσταση, είτε ως αυταπάτη όταν ο νόστος αφορά πατρίδα πλέον χαμένη. (Ο μύθος της επιστροφής στη νεοελληνική ποίηση του 20ου αιώνα, Ελένη Γεωργίου, Πτυχιακή εργασία Πανεπιστήμιο Μόντρεαλ 2009, σ. 6-7).
Η πρωτοτυπία αυτής της ποιητικής συλλογής είναι ότι το αρχαιοελληνικό παρελθόν εμφανίζεται για να επαναφέρει το ζήτημα της εθνικής αυτογνωσίας και καθορισμού της έννοιας της ελληνικότητας, θέμα που είχε ανακινηθεί σε εποχές μεγάλων εθνικών κρίσεων από την λογοτεχνική γενιά του ’30. Από μία άποψη, βέβαια, είναι και αυτό μια επιστροφή.
Προφανώς, η ποιήτρια νιώθει ότι η εποχή που ζούμε είναι και αυτή μια εποχή μεγάλης εθνικής κρίσης. Και επιστρέφει στο παρελθόν για να βρει την τυχόν διασύνδεση και συνομιλία με το σήμερα.
Στην ενότητα ΧΘΕΣ, την βρίσκουμε να ανατρέχει σε αρχαία μνημεία, κυρίως της Μεγάλης Ελλάδας- εκεί όπου είχε εξακτινωθεί ο ελληνικός πολιτισμός, σε αποικίες που μαρτυρούσαν την ισχύ, την εξουσία και τη δύναμη του ελληνισμού. «Εκεί σπεύσατε με καλόχτιστες τριήρεις./ Χτίστε τα ιερά της μητροπόλεως και των προγόνων./ Την ελληνική διαδώστε λαλιά στις ορδές των βαρβάρων./ Έτσι που να δοξαστεί παντού το γένος των Ελλήνων./» (ΤΡΙΣΚΕΛΕΣ, σ. 23).
Ταξιδεύοντας νοερά η ποιήτρια, βρίσκεται να περπατά ανάμεσα σε αγκάθια, στις «άκανθες των αιώνων». Αγκαθωτά φύλλα και λογχοειδή αγκάθια ανάμεσα στα άνθη του, το φυτό άκανθας είναι είδος που εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα.
Το ποιητικό υποκείμενο στοχάζεται και αναρωτιέται τι έχει μείνει στη σημερινή εποχή της Ελλάδας από το ένδοξο παρελθόν της. Και πόσο ένδοξο τελικά, ήταν εκείνο; Η διασύνδεση του παρελθόντος με το παρόν είναι αυτό που κατατρέχει το ποιητικό υποκείμενο, οι χαμένοι κρίκοι της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας με το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Ο σημερινός Έλληνας είναι μάλλον σαν τον ΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΤΥΗ, μας λέει, αναφερόμενη σε ένα από τα ωραιότερα αρχαιοελληνικά αγάλματα που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Ο νεαρός άνδρας με την μείξη πολιτιστικών στοιχείων, αποσπά το θαυμασμό αλλά παραμένει αινιγματικός αφού οι μελετητές δεν έχουν συμφωνήσει ούτε για την ταυτότητα ούτε για την καταγωγή του. «Μάλλον δε ελληνοπρεπής παρά Έλλην. / Χαμένος σ’ έναν άχρονο ρυθμό./ Άχειρ, σαν άνθρωπος μπροστά στο πεπρωμένο.» (σ. 11).
Έτσι και ο σημερινός Έλληνας είναι πλασμένος και δεμένος στην αχλή του ιστορικού του μύθου, μα και χαμένος σήμερα μπροστά στο πεπρωμένο της ιστορίας του. Αν, γνωρίζοντας το πεπρωμένο του, ξαναγύρναγε πίσω ο σημερινός Έλληνας, θα άλλαζε άραγε, κάτι; αναρωτιέται το ποιητικό υποκείμενο. Τα λάθη της πολιτισμικής αλαζονείας, τα ιστορικά μας πάθη, η ανομία της πολιτικής εξουσίας, θα ήταν τα ίδια; Ακόμα και αν ο Σωκράτης δραπέτευε και προσέφευγε στη Λάρισα όπως θέλει ένας μύθος, ακόμα και τότε θα ήταν αργά, απαντά η ποιήτρια, ακόμα και τότε θα έπινε «το κώνειο, να δικαιωθεί η ιστορία». (Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ, σ. 15).
Και ο αρχαίος φιλόσοφος Πλάτων, ακόμα και αυτός πουλήθηκε για δούλος αφού οι ίδιες του οι διδαχές του προσέβαλαν την εξουσία (Ο ΠΛΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ, σ. 14). Ή ο Ευριπίδης που με τις τραγωδίες του χλευαζόταν γιατί λοιδορούσε τη μεταστροφή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη. Που κατέβαζε από το βάθρο θεούς και ήρωες, και αναδείκνυε τα γυναικεία πρόσωπα που βίωναν τη φρίκη του πολέμου ή τον ξεριζωμό από την πατρίδα (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, σ. 24). Που μετέτρεψε τον ατομικό πόνο της Εκάβης, της Άλκηστης, της Ελένης, και άλλων γυναικών, σ’ ένα συλλογικό τραύμα διαχρονικό.
Δυσοίωνα σημάδια για ένα μέλλον τότε, το οποίο τώρα είναι παρόν. Και όπως είπε ο Γ. Σεφέρης (1963): «Ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από φόβο και ανησυχία, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους.». Και σε αυτή την ποιητική συλλογή το ανήσυχο ποιητικό υποκείμενο συναντά και τον Γιώργο Σεφέρη στο ποίημα CAVA DEI (GRAECI) TYRANNI (σ. 17), με μια αναφορά στον «Τελευταίο σταθμό», στις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς της εξουσίας που αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Αν ξαναγύρισε ξανά ο ποιητής, μας λέει,
«[…] πάλι εδώ θα σταματούσε.
Θ’ ανεβοκατέβαινε ανήσυχος την τσιμεντένια σκάλα σαν
κύμα στα βράχια της ακτής, μ’ ένα μισογεμάτο ποτήρι από
χυμό λωτού στο σκονισμένο τραπέζι μιας παραθαλάσσιας
τρατορίας, κάτω απ΄ τη σκιά κάποιας μισόξερης κληματαριάς.
Ίσως να έρχονταν νέοι τύραννοι, ίσως και να έμεναν οι παλιοί.
Γιατί φαύλος είναι ο κύκλος της ιστορίας των ανθρώπων, της ιστορίας των Ελλήνων. Στο ταξίδι του το ποιητικό υποκείμενο βλέπει ότι οι σύντροφοί του, οι συνέλληνες, «γοργόκοποι» κουβαλούν την αρχαία ιστορία «ροκανίζοντας την αστραφτερή πραμάτεια», χωρίς τέλος και δίχως ουσία στο ποίημα ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ (σ. 18):
Ξαναγυρνούσαμε σαν γύρω από τη σπείρα ενός δίχως
τέλος λαβυρίνθου. Ξανά και ξανά, ώσπου τίποτα δεν
απέμεινε, μήτε η σπείρα μήτε τα ηθμωτά υφάσματα
και το σαρακιασμένο ξύλο του κύτους.
Το ποιητικό υποκείμενο είναι σαν τη γυναίκα εκείνη που έφτασε ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ ΣΤΟ ΝΑΟ C (σ. 20) και ανάμεσα στα ερείπια έσκυβε και μάζευε
[…] τις γκρίζες κλωστές που είχαν
καθίσει στις ρωγμές των κιόνων, τις έδενε με κόμπους και
τις έθαβε στο χώμα, για να μη χάσουν τα ίχνη – γιατί χάνο-
νται πια κ’ οι θεοί στον ευθύγραμμο κόσμο μας.
Εκείνοι οι παλιοί θεοί έχουν πεθάνει πλέον, μας λέει η ποιήτρια, και νέοι, ξενόφερτοι θεοί έχουν πάρει τη θέση τους στη νεώτερη εποχή και ιστορία των Ελλήνων. Τώρα οι Έλληνες υπόκεινται την κατακτητικότητα και επιδραστικότητα άλλων ξενόφερτων θεών.
Και εδώ εκφράζεται η ανησυχία για την ανάμειξη αυτών των ξένων στοιχείων στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Ακολουθεί η δεύτερη ενότητα ποιημάτων στη συλλογή, το ΣΗΜΕΡΑ, που αφορούν τη νεότερη κυρίως ιστορία των Ελλήνων όταν ο ελληνικός πολιτισμός δέχτηκε την αισθητική της δυτικής, αμερικάνικης διανόησης της δεκαετίας των εξήντα ή και των ογδόντα. «Ή ανεξίτηλη μάσκαρα, ξεχασμένη στο μπουντουάρ αστικού/ διαμερίσματος των sixties, πλάι σε μια γυαλιστερή /ξεφτισμένη roller–skate φόρμα των eighties» (ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, ΟΔΟΣ ΑΝΝ ΣΕΞΤΟΝ, σ. 27). Τότε που το ξενόφερτο αφορούσε και την αισθητική της επανάστασης, ή της ντεκαντάνς και των εστέτ – δηλαδή την αισθητική της απόρριψης του παρελθόντος, της άρνησης της ενότητας με την παράδοση ως παρακμής: «δύσκολοι καιροί για τη decadence που εξαχνώνεται δίπλα στα φρεσκοζωισμένα κουφάρια των esthete». ([ΑΤΙΤΛΟ], σ. 35).
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει τους Έλληνες, για την ποιήτρια, σε μια κρίση εθνικής ταυτότητας. Πού βρίσκεται οι σημερινός Έλληνας όταν στέκεται απέναντι στην ιστορία του; Εάν δεν βρούμε τους χαμένους κρίκους της κοινής μας σύνδεσης στην ιστορία μας, της ενότητας του παρόντος με το παρελθόν, τότε θα αγόμαστε και θα φερόμαστε σαν νεκρά φύκια, ποσειδωνίες, στην επιφάνεια της θάλασσας. Ανερμάτιστοι ως νεκρά κύτταρα ενός οργανισμού που παραπέει σε μια ασχημάτιστη ζωή, θα ξεβραζόμαστε στις ακτές (ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΕΛΥΦΟΣ, σ. 34). Σε τέτοια ασχημάτιστη ζωή θα ζούμε όλοι εμείς οι σύγχρονοι αν δεν βρούμε το νήμα που μας συνδέει όλους μαζί, τη χαμένη ενότητά μας. Εάν δεν νιώσουμε ότι
Ήμαστε όλοι μαζί
Όλοι ένα
Κοινή συνείδηση
Κοινός νους
Κοινή σκέψη
Ένα σώμα
(ΚΟΙΝΟΝ, σ. 32)
Για αυτό και το ποίημα στη σελίδα 35 είναι [ΑΤΙΤΛΟ] γιατί δίχως τη διασύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, δεσπόζει το κενό. Όπως γράφει η Πουρνή: «Ήμαστε και εμείς αιχμάλωτοι στο δικό μας γκουλάγκ﮲/βάψαμε το χιόνι στις μάχες με το αίμα μας, κουβαλώντας στις /πλάτες τ’ απομεινάρια μιας ληγμένης ζωής.» Περιπλανώμενοι, εξόριστοι στην ίδια μας την πατρίδα, εξορισμένοι σε έναν άχρονο χρόνο γιατί ο παροντικός μας χρόνος χωρίς συνείδηση και αυτογνωσία δεν έχει ρίζες. Κι όμως, τα ίδια αυτά τα ερείπια στους αρχαιολογικούς χώρους κρατούνε την ανάμνηση του παρελθόντος.
Οι άκανθες, εκείνα τα λογχώδη αγκαθωτά φυτά που είναι διάσπαρτα στους αρχαιολογικούς χώρους σε όλη την Ελλάδα «φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου/ κι ο άνθρωπος έφυγε δεν είναι εκεί», για να δανειστώ έναν στίχο από τον Σεφέρη («Επί σκηνής», Τρία κρυφά ποιήματα). Διατηρούν τις μνήμες του παρελθόντος έστω και ασυνείδητα, σαν σε όνειρο, ως ΚΡΥΠΤΟΜΝΗΣΙΑ όπως τιτλοφορείται και το τελευταίο ποίημα της συλλογής της Πουρνή (σ. 38).
Σαν χαμένος παράδεισος έμοιαζε
Κρυμμένος κάπου
Σε πρώιμο εφηβικό όνειρο.
Φάσμα ή πραγματικότητα
Αδύνατο να πεις.
Η Μένη Πουρνή με μια πολύ λεπτή ειρωνική διάθεση, χρησιμοποιεί λιτό καθημερινό λόγο με κάποτε λέξεις αρχαιοπρεπείς που ενσωματώνονται αρμονικά στο ποιητικό κείμενο αφού άλλωστε η διασύνδεση του σύγχρονου με το αρχαίο διαποτίζει την ποιητική συλλογή. Πραγματεύεται ποιητικά το ζήτημα της συνέχειας, της διάρκειας και της ενότητας του ελληνισμού και προκρίνει την ιστορική και πολιτισμική αυτογνωσία ως γνώση και μέλλον. Ως ευθύνη αναζήτησης και επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας των νεοελλήνων.