Τύχη αγαθή το έφερε να γνωριστούμε με τον καθηγητή John P. Anton (2 Νοεμβρίου 1920 – 10 Δεκεμβρίου 2014) και να έχω στη φροντίδα μου τρία από τα τελευταία ελληνικά βιβλία του: Πρώτον, τα «Αρκαδικά» με τα οποία ο Άντον ευεργέτησε την ιδιαίτερη πατρίδα του, δεύτερον, το «Έρως πολιτικός: Η επιστροφή των Ελλήνων» με το οποίο έστησε μία γέφυρα με τη γενιά του ΄30 και μία άλλη ανάμεσα στην κλασική σκέψη με τη σύγχρονη φιλοσοφία και την αμερικανική πρόσληψη της κλασικής σκέψης και, τρίτον, το «Ιερός Πανικός» της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού, με την εκπληκτική μετάφραση του οποίου ο Άντον της ανταπέδωσε την αγάπη και την τιμή μιας πραγματικής φιλίας στην Αμερική, που διήρκεσε έως το τελευταίο φευγιό της Εύας Πάλμερ η οποία επέστρεψε στην Ελλάδα προκειμένου –στην ουσία– για να πεθάνει μετά τον θάνατο του Σικελιανού και να θαφτεί εκεί, μαζί του, στους Δελφούς που τόσο αγάπησε και τόσο εξύψωσε μαζί με τον Σικελιανό.
Στην πραγματικότητα, τα τρία αυτά έργα του Τζων Άντον περικλείουν την οδύσσεια ενός Έλληνα της γνώσης, της μετάβασης από την Αμερική της παιδικής ηλικίας, πίσω στην πατρίδα-Αρκαδία στα χρόνια του Πολέμου, την οριστική επιστροφή στην Αμερική και του διαρκούς νόστου, νοητικού και πραγματικού, στη φάση της ενηλικίωσης, της ωριμότητας και του καλοδεχούμενου γήρατος.
Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, οι φίλοι του και μαθητές του, είχαμε τον Τζον Άντον σαν μια καλή σκιά, μια πατρική φιγούρα, έναν σοφό συνομιλητή που πάντα είχε κάτι να μας πει για τον μικρόκοσμο (από μια καλή κουβέντα παρηγορίας μέχρι μια προτροπή για εγρήγορση – πάντως όχι παθητική αποδοχή των όσων συμβαίνουν γύρω μας), αλλά και για τον μεγάλο κόσμο.
Το συνολικό έργο του όσον αφορά τον μεγάλο κόσμο, άλλωστε, δεν είναι άλλο παρά μόχθος να ενωθούν «στην κλίμακα εκείνων των πανανθρώπινων αξιών που εξυψώνουν τον άνθρωπο στα κράσπεδα της ολοκλήρωσης» (είναι δικές του οι λέξεις), αυτά που στοχάστηκαν οι φιλόσοφοι, όσα σμίλεψαν οι γλύπτες κι αποθανάτισαν οι αρχιτέκτονες αλλά και ο απλός λαός, με αυτά που τραγούδησαν οι ποιητές.
Στο μεγάλο έργο του, ο αμερικανικός πραγματισμός και η ελληνική φιλοσοφία (ας μην ξεχνάμε ότι ο Άντον υπήρξε μαθητής του John Dewey – ενός από τους σημαντικότερους Αμερικανούς φιλοσόφους και παιδαγωγούς του 20ού αιώνα), φιλοσοφία και ποίηση, κινούνται σε ένα όλον, σε μία ενότητα χωρίς παραναγνώσεις, με στόχο να διωχθεί η ύβρις και ξαναμπεί από την κανονική πόρτα ο έλλογος, ο πολιτισμένος βίος, ο Πολιτικός Έρως που ζητούσε ο Άντον, μαζί με τις χαρές του.
Ο καθηγητής John P. Anton συνεχώς επέστρεφε σε ένα έμμονο πρόβλημα. Αναζητούσε τον δρόμο της ελληνικότητας. Ως Έλληνας ο ίδιος της διασποράς έδειξε τη μεγάλη του ευαισθησία για την πατρίδα του, τα συμφέροντα των απανταχού Ελλήνων και την πραγματική ελληνική κληρονομιά. Ο ελληνικός πολιτισμός, όπως υποστηρίζει ο Anton, ήταν και παραμένει παγκόσμιος. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από το εύρος της επίδρασής του. Δυστυχώς, όμως δεν ωφελήθηκαν όλοι από αυτόν τον πολιτισμό. Και το σπουδαιότερο, σίγουρα δεν ωφελήθηκαν όσο έπρεπε οι ίδιοι οι Έλληνες. Κατά τον Anton, άλλοι τον διαστρέβλωσαν κι άλλοι τον προσπέρασαν. Άλλωστε, απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο ανθελληνισμός και ο εθνομηδενισμός σήμερα εκκολάπτονται μέσα στους κόλπους του ελληνικού χώρου και όχι στη διασπορά. Αρκετοί Νεοέλληνες διανοούμενοι και πολιτικοί κουρελιάζουν τα αυθεντικά πνευματικά και πολιτικά ερείσματα με τεράστια άλματα και εξισώνουν αυτά τα ερείσματα με εθνικιστικές μοντερνιστικές αντιλήψεις άσχετες με τον ελληνικό κλασικό πολιτισμό. Η ύβρις αυτή και οι συνέπειές της θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενα πράγματα όταν τόσο εύκολα επιλέγεται ο δρόμος της ισοπέδωσης των εθνικών πολιτισμών που, καθώς καθισχύει, θέτει τις βάσεις ενός τεχνητού-φενακισμένου «μετα-πολιτισμού».
Ο John Anton αντιστάθηκε καθαρά στις νοοτροπίες της εξόφθαλμης σημερινής ολοκληρωτικής εγκατάλειψης των πλέον ανθηρών και γονιμοποιητικών συντεταγμένων του ελληνισμού: της γλώσσας, του πολιτισμού και της πολιτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Με τη στέρεη σκέψη του, αποσυναρμολόγησε την «προκρούστια κλίνη» στην οποία έχει βρεθεί ο ελληνισμός και, κινούμενος αντίθετα στον συρμό, όπως άρμοζε σε σπάνιο Έλληνα διανοητή, συναρμολόγησε τα διάφορα κομμάτια του ελληνικού πολιτισμού και τον προσέφερε ως ένα ανθρωπιστικό αντίδοτο στη μονόδρομη, σκληρή και αιματηρή τεχνοκρατική αντίληψη, που θέλει να αυτοαποκαλείται ως μόνη προοδευτική.
Άμεσα ή έμμεσα, αυτό που πρότεινε στα κείμενά του είναι, μια τρόπον τινά, «επιθετική προβολή» του ελληνικού πολιτισμού. Το αίτημα της Επιστροφής των Ελλήνων διατυπώθηκε από τον Anton ως ένας άλλος δρόμος. Πίστευε ότι μόνο το πνεύμα και η ορθή διαχείριση των πολιτισμικών πόρων που περιέχουν οι ανθρωπιστικές σπουδές, οι τέχνες και οι επιστήμες, είναι αποδεδειγμένα σε θέση να βοηθήσουν ουσιαστικά την ανθρωπότητα. Το ίδιο και η μεγάλη ελληνική ποίηση (Παλαμάς, Καβάφης, Σεφέρης, Καζαντζάκης, Σικελιανός) με την οποία ο John P. Anton αποκατέστησε μια ιδιαίτερη σχέση, ως μελετητής και ως άνθρωπος μέχρι την τελευταία του πνοή.
Όταν είχα μπροστά μου την επιμέλεια του «Έρως πολιτικός» είχα διαλέξει ένα από τα κείμενα του Anton – που διαβάζοντάς το σήμερα δεν μετανιώνω καθόλου – το οποίο δείχνει την επικαιρότητα και την αιχμή της σκέψης του.
“Σήμερα τα ισχυρά κράτη δεv «συμμoρφώvoυv» απλώς τα μικρά έθvη κυριoλεκτικά τα γovατίζoυv. Η γεωπoλιτική τoυς διπλωματία και η χρήση τελειoπoιημέvης τεχvικής χειρισμώv προς εκφoβισμόν, έχoυv αντικαταστήσει τα όπλα της παραδoσιακής βάvαυσης επιβoλής. Αυτή η πρακτική επιτρέπει το συμπέρασμα ότι oι πατρoπαράδoτες πoλιτιστικές τέχvες δεv μπoρoύv vα υπηρετoύv καθώς πρέπει τα κoιvωvικά σύvoλα. Τα ισχυρά κράτη έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα σ’ αυτή την κατάσταση, όπως και τηv παιδεία, με τηv υπερβoλική καλλιέργεια τoυ κτητικoύ oρμέμφυτoυ. Η ευθύνη του εκπoλιτισμoύ των πoλιτώv έχει περάσει σε θεσμoύς άλλoυς από εκείvoυς πoυ φυσιoλoγικά απoτελoύv τη σπovδυλική στήλη τoυ κράτoυς. Παραδόξως, κάθε φορά που τα σύγχρονα κράτη επιχειρoύv vα κάvoυv τοv παιδαγωγό, oι μέθoδoί τους καταλήγoυv σε καταστροφή… Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις των πολιτικών θεσμών και νοοτροπιών στο μέλλον… Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πολιτικός έρως είναι εντελώς χαμένη υπόθεση ως προς την πιθανότητα μιας, αν όχι επιστροφής, τουλάχιστον αναγνώρισης της χρησιμότητας του κλασικού πρότυπου. Όμως, δεν πρέπει να αποκλείουμε και την επίτευξη μιας ιδιότυπης αναγέννησης που θα σηματοδοτεί μια πλήρη στροφή προς τη δημιουργική πορεία για κοινωνικές και πολιτικές αναμοχλεύσεις και για καινούργιες ανακατατάξεις αξιών…”
Και παρακολουθήστε μια εκπληκτική διέλευση του Άντον από το θεωρητικό στο πρακτικό και συγκεκριμένο επίπεδο,
“Αν κάποτε οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου θελήσουν να ανοίξουν νέο δρόμο για το καλό της ανθρωπότητας, δεν έχουν παρά να ξανασυναντήσουν στο προσεχές μέλλον τον ανθρωπισμό του Λόγου, όπως τον εννόησαν οι τραγικοί μας ποιητές. Είναι το μοναδικό φάρμακο για την καταστολή της ύβρεως…”
Ήταν υπερβολικά αισιόδοξος; Ίσως, ναι. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση αυτό είναι που μας αφήνει παρακαταθήκη κινώντας για το μεγάλο ταξίδι του: τον υψηλό στόχο, τον άξιο προσοχής σκοπό.
Καλό σου ταξίδι δάσκαλε…