Την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA (έκτακτος μηχανισμός παροχής ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος) ενέκρινε χθες το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΕΚΤ ενέκρινε την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA για δύο εβδομάδες κατά τη συνήθη διαδικασία, αλλά σε ποσό λίγο χαμηλότερο από αυτό που αιτήθηκε η ΤτΕ και θα επανεξετάσει το θέμα στην επόμενη συνεδρίαση του δ.σ. στις 5 Φεβρουαρίου, δηλαδή μετά τις εκλογές. Οι ανάγκες του τραπεζικού συστήματος υπερκαλύπτονται με τη χθεσινή απόφαση, στον βαθμό μάλιστα που η προσφυγή των τραπεζών στον ELA είχε προληπτικό χαρακτήρα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ελληνικό αίτημα είχε διατυπωθεί, αξιολογώντας τις ανάγκες που θα προκύψουν για το τραπεζικό σύστημα έως και τον Μάρτιο, με βάση τις εκτιμήσεις για τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου και την εξέλιξη των καταθέσεων. Χορηγώντας ρευστότητα σε ελεγχόμενες δόσεις, ελέγχει ταυτόχρονα και τη χρηματοδότηση του κράτους.
Επιπλέον, η ΕΚΤ προσανατολίζεται να περιλάβει επί της αρχής τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά οι αγορές θα γίνουν μόνο αφού ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της τρόικας και συμφωνηθεί η επόμενη ημέρα με τους διεθνείς πιστωτές. Είναι χαρακτηριστική η φράση του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Εσθονίας, κ. Αρντο Χάνσεν, ο οποίος αναφέρθηκε ανοικτά στις επιφυλάξεις που υπάρχουν, λίγες ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. «Οταν υπάρχει μια πιθανότητα κάποιος να έρθει και να πει θα αναδιαρθρώσω το χρέος μας, το να δεσμευθούμε να αγοράσουμε τα ομόλογα της χώρας του είναι στα όρια αυτού που πρέπει να εξεταστεί», είπε ο κ. Χάνσεν.
Στελέχη οίκων αξιολόγησης επισημαίνουν ότι εάν τα ελληνικά ομόλογα εξαιρεθούν από το πρόγραμμα της ΕΚΤ, θα υπάρξουν συνέπειες για το κρατικό αξιόχρεο της χώρας, που είχε αναβαθμιστεί πρόσφατα. Για τους οίκους αξιολόγησης Standard and Poor’s, Moody’s, Fitch και DBRS, εάν η Ελλάδα εξαιρεθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αυτό θα εγείρει δύσκολα ερωτήματα για το τι σημαίνει μια τέτοια απόφαση, που θα έχει μεγάλο πολιτικό συμβολισμό.
Ερωτηθείς σχετικά, ο αναλυτής του S&P κ. Μόριτς Κρέμερ δήλωσε ότι δεν θέλει να κάνει καμιά υπόθεση για τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά επισήμανε ότι εάν η Ελλάδα συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα, αυτό θα διατηρήσει χαμηλά τα κόστη δανεισμού της. Αντίθετα εάν δεν συμπεριληφθεί δεν θα μοιραστεί τα οφέλη. Διευκρίνισε ωστόσο πως ακόμη και η αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων δεν αποτελεί πανάκεια για την αποφυγή μιας κήρυξης στάσης πληρωμών.
Λιγότερο επιφυλακτικός υπήρξε ο επικεφαλής της διεύθυνσης για τα κρατικά ομόλογα στον οίκο DBRS κ. Φέργκους Μακόρμικ, ο οποίος ερωτηθείς εάν σε μια τέτοια περίπτωση ο οίκος του θα υποβάθμιζε την Ελλάδα, απάντησε «πιθανότατα». «Εάν αυτή η ιδέα των αμοιβαίων ευθυνών δεν γίνει αποδεκτή από όλα τα μέλη, τότε ο κίνδυνος αποχώρησης (από την Ευρωζώνη) ενός ή περισσότερων μελών και της διάχυσης της κρίσης δεν θα απομακρυνθεί… Η κατάσταση θα είναι πολύ αρνητική», κατέληξε.
Εάν αποφευχθεί η αγορά κρατικών ομολόγων της Ελλάδας το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και στην περίπτωση της Κύπρου, μολονότι τα κρατικά ομόλογα των δύο χωρών συνεχίζουν να γίνονται δεκτά ως εγγύηση για την εξασφάλιση δανείων για τις τράπεζες των δύο χωρών από την ΕΚΤ.
Ευγενία Τζώρτζη