Οσοι έχουν ζήσει πολλές φορές το προεκλογικό κλίμα στην Αθήνα, θα θυμούνται τις εκκωφαντικές μουσικές, νύχτα-μέρα, από τα μεγάφωνα δεμένα ψηλά στους στύλους της Πανεπιστημίου, τα πανό, τις αφίσες, τα χαρτιά… Θυμάμαι, μαθητής ακόμη, ανέβαινα προς Σύνταγμα μέσα από θούριους, κουρελούδες που ανέμιζαν, αφίσες σε πολλές στρώσεις σε κάθε επιφάνεια. Αυτή ήταν η Αθήνα των εκλογικών αναμετρήσεων στη Μεταπολίτευση.
Ομως, λίγες μόνον ημέρες πριν, περνούσα από τη Νομική στη Σόλωνος και κατέβηκα από τη Μασσαλίας προς τα Προπύλαια. Παρότι δεν υπήρχε ηχητική ρύπανση, εκείνη την ώρα τουλάχιστον, ένιωσα τον αέρα μιας άλλης, μακρινής, εποχής. Ακόμη και η μυρωδιά ήταν η ίδια. Είχα μόλις περάσει δύο νεαρούς που κολλούσαν μέρα μεσημέρι αφίσες στον τοίχο της Νομικής με την παλιά μέθοδο της βούρτσας και της κόλλας. Στην είσοδο της Σχολής στη Μασσαλίας, αριστερά και δεξιά κυριαρχούσαν οι αφίσες του ΚΚΕ (ανάμεσα σε προσκλήσεις για πάρτι, διαφημίσεις για συμφέρουσες εκτυπώσεις και φροντιστήρια) και λίγο πιο κάτω στα Προπύλαια και μέσα από τον άξονα της Κοραή στην Κλαυθμώνος είχα όλη την αρχιτεκτονική του προεκλογικού υπερρεαλισμού. Οι ανοικτές συγκεντρώσεις των κομμάτων που είναι πλέον και πάλι «επιλογή» μάς συνδέουν με όλη εκείνη την τελετουργία, αναγκαία ή όχι, που η Αθήνα χρησιμοποιεί συχνά ως στοιχείο αστικής μαγείας. Τίποτε το μαγικό δεν υπάρχει στις μαζικές συγκεντρώσεις και στον αισθητικό εκβαρβαρισμό, υπάρχει όμως στοιχείο απομάγευσης, ιερής τελετουργίας και εμμονικής εκκοσμικευμένης θρησκοληψίας.
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η Αθήνα αναδύεται ως μία σχεδία ανορθολογισμού και μία εξέδρα πάνω στην οποία εκτυλίσσονται τελετές που αποκλίνουν από τον κανόνα της τεχνοκρατίας, της λογικής ιεράρχησης και του ατομικού κώδικα. Αυτό που συντελείται εν τέλει, κυρίως στις μαζικές συγκεντρώσεις κομματικής συστράτευσης, είναι η απορρύθμιση της σχέσης ανάμεσα στον πολίτη και στην πόλη με μια οξύμωρη έννοια οικειοποίησης και αποξένωσης του δημόσιου χώρου.
Αν δει κανείς φωτογραφίες από προεκλογικές συγκεντρώσεις των δεκαετιών του ’50 και ’60 στην πλατεία Κλαυθμώνος ή στην πλατεία Συντάγματος από το 1974 και μετά, θα νιώσει την πύκνωση της εμπειρίας μέσα από τη συνύπαρξη και τον πολλαπλασιασμό της έντασης του βιώματος μέσα από την προστασία του πλήθους. Υπάρχουν πολλές περιγραφές της Αθήνας στη λογοτεχνία, σε χρονικά και βιογραφίες που μιλούν για την έκλυση του μαζικού αισθήματος ως ευωχία στα όρια άλλοτε του διονυσιασμού και άλλοτε της προσωπικής συγκίνησης που διαστέλλεται με την επίγνωση της δημόσιας έκθεσης.
Δεν είναι άσχετες οι παλιομοδίτικες, ανοικτές προεκλογικές συγκεντρώσεις με όλα εκείνα τα δημόσια τελετουργικά που συνθέτουν το υπερρεαλιστικό σκηνικό της πόλης. Στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις ή κηδείες δημοσίων προσώπων ως σκηνοθετημένες τελετουργίες, ακόμη και ο αποκριάτικος καρνάβαλος, που από τις αρχές του 20ού αιώνα έχει αφήσει περιγραφές διονυσιασμού και έκστασης, συνδέονται με τη μεγάλη παράδοση κάθε πόλης που αντλεί από δεξαμενές μυθολογικού πλούτου και ανορθολογικής αφήγησης. Κάθε φορά μας ξαφνιάζει το πόσο προνεωτερικοί είμαστε.
Νίκος Βατόπουλος /Καθημερινή