Ιατρική υπηρεσία «ταχυφαγείο» και το μέλλον της κλινικής ιατρικής

Γράφει ο καρδιολόγος του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου Θανάσης Δρίτσας 

Συνέντευξη με τον ομότιμο καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκό κ. Χαράλαμπο Μουτσόπουλο για την ιατρική υπηρεσία και την κλινική ιατρική

Η γνωριμία μου με τον καθηγητή ιατρικής και ακαδημαϊκό κ. Χαράλαμπο Μουτσόπουλο (*) υπήρξε, για την δική μου επιστημονική πορεία, όχι απλά χαρά και τιμή αλλά ένα καταλυτικό γεγονός. Πριν από αρκετά χρόνια έλαβα μια ταχυδρομική επιστολή από τον καθ. κ. Μουτσόπουλο, ήταν μια επαινετική κριτική για άρθρο μου το οποίο είχε τότε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» με θέμα τα προβλήματα επικοινωνίας γιατρών-ασθενών. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση ως νέος τότε γιατρός για τα θετικά σχόλια από έναν κορυφαίο πανεπιστημιακό γιατρό με αναγνωρισμένο πρωτοποριακό έργο, ιδιαίτερα όταν ουδεμία επικοινωνία υπήρξε πριν μεταξύ μας. Αυτή ήταν θαρρώ μια σπάνιου ήθους στάση (ιδιαίτερα από καθηγητή ιατρικής σε ελληνικό πανεπιστήμιο) να μπει στον κόπο να γράψει επιστολή επιβράβευσης προς νεότερο γιατρό όταν μάλιστα δεν υπάρχει γνωριμία ή προσδοκία ωφελιμιστικής σχέσης. Αυτή η επιστολή έγινε η κύρια αφορμή να ζητήσω μια πρώτη συνάντηση με τον κ. Μουτσόπουλο η οποία (ευτυχώς) συνέβη τότε στο γραφείο του στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας.

Στη συνέχεια η μακροχρόνια επικοινωνία μαζί του (το πολύτιμο brain storming) επί πληθώρας επιστημονικών ζητημάτων υπήρξε διαρκής πηγή έμπνευσης και συνακόλουθης δράσης για μένα. Αποτελεί κορυφαίο δάσκαλο της κλινικής ιατρικής, ανήκει θεωρώ στο σπάνιο είδος (προς εξαφάνιση σήμερα) του «Μέντορα», ως μαθητή της σχολής των μεγάλων κλινικών γιατρών της ιστορίας (βλ. William Osler). Δηλώνει πάντα με ακεραιότητα και ευθύτητα της σκέψεις του, με αποκλειστικό κριτήριο τη λύση του επιστημονικού/κλινικού προβλήματος και την προβολή της αντικειμενικής αλήθειας. Στο όνομα του «φωτός της αλήθειας» ο καθ. Χαρ. Μουτσόπουλος δεν διστάζει να δίνει διαφανείς μάχες σε κάθε επίπεδο. Τον ενδιαφέρει η αποτελεσματική επικοινωνία με τον ασθενή αλλά και η παράλληλη επικοινωνία του με την υπόλοιπη κοινωνία και την ιατρική κοινότητα. Ανήκει στο (σπανιότατο για την ελληνική πραγματικότητα) είδος επιστημόνων οι οποίο ενδιαφέρονται, με ανιδιοτέλεια, να γνωρίσουν και να προβάλλουν την πρωτοπορία και την αριστεία μέσα όμως από την αξιοκρατία. Ως χαρακτήρας ανθρώπου ανήκει πιστεύω στην κατηγορία των ανθρώπων της δράσης που με στοχο-προσήλωση ακολουθούν το μοντέλο «σε όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε…». Η διαδρομή του καθ. Χαρ. Μουτσόπουλου χαρακτηρίζεται από λίγα λόγια αλλά πολλά έργα και ατελείωτη δράση.

Μιλήσαμε πρόσφατα για τα σύγχρονα προβλήματα της σχέσης γιατρού-ασθενή, για το μέλλον της ιατρικής στην αναδυόμενη εποχή της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και για όσα μάθαμε-μαθαίνουμε μέσα από την πανδημία Covid-19. Στάθηκα ιδιαίτερα σε ένα δημοφιλές άρθρο του καθ. Χαρ. Μουτσόπουλου στην εφημερίδα Βήμα (19.01.2020) με τον ελκυστικό τίτλο «Η μακντοναλτοποιημένη ιατρική» όπου, μεταξύ των άλλων, με αφορμή την περιπέτεια υγείας ενός γιατρού σχολιάζει την αντίληψη παροχής ιατρικών υπηρεσιών σήμερα ως ανάλογες με ταχυφαγείο:

Γράφει λοιπόν ο καθ. Χαρ. Μουτσόπουλος τα εξής: «Πίσω από το εύλογο παράπονό του, όμως, διέκρινα κάτι βαθύτερο– τη μακντολναντοποίηση της ιατρικής. Ο όρος είναι κοινωνιολογικός και παραπέμπει στην τυποποίηση, ταχύτητα και ελαχιστοποίηση του κόστους που χαρακτηρίζει τις διαδικασίες παραγωγής της γνωστής πολυεθνικής εταιρείας: όσο πιο λίγο χρόνο περνά κανείς στο διαγνωστικό κέντρο, τόσο πιο αποδοτική είναι η διαδικασία παραγωγής. Όσο χαμηλότερης βαθμίδας, με ιατρικούς όρους, είναι οι εμπλεκόμενοι στην εξέταση, τόσο φθηνότερη είναι. Όσο πιο γρήγορα διεκπεραιώνεται, τόσο πιο πολύ ανεβαίνει ο δείκτης εξετάσεων ανά ώρα».

«Όχι, δεν πρόκειται, εν προκειμένω, για τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης στη διαγνωστική διαδικασία (αυτό θέτει άλλα θέματα, που δεν είναι του παρόντος), αλλά για κάτι πιο πεζό. Ένα απρόσωπο σύστημα, στο οποίο όχι μόνο δεν υφίσταται η δυαδική σχέση γιατρού – ασθενούς, αλλά ο ασθενής είναι ένα επεξεργάσιμο προϊόν στην «παραγωγική» διαδικασία, στην οποία κυριαρχεί το κριτήριο της οικονομικής απόδοσης ή απλής γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης. Σε ένα τέτοιο σύστημα, όχι μόνο οι επαγγελματικές αβρότητες εκλαμβάνονται ως πολυτέλεια, αλλά η διαπροσωπική σχέση γιατρού – ασθενούς, τη σημασία της οποίας τόσο πολύ υπογραμμίζουν οι διεθνείς έρευνες, θεωρείται περιττή. Αν αναλογιστείτε ότι ακόμη και ένας διακεκριμένος γιατρός-ασθενής υφίσταται αυτή την εκδοχή της ιατρικής, μπορείτε να φανταστείτε τη μεταχείριση που έχει ο ανώνυμος πολίτης».

Ακολουθεί αναλυτικά η συζήτησή μου με τον καθηγητή κ. Χαράλαμπο Μουτσόπουλο: 

Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το μέλλον της φυσικής (κλινικής) εξέτασης των ασθενών μετά την πανδημία  COVID-19;
Η θεμελιώδης ιατρική πράξη, η ενδελεχής φυσική (κλινική) εξέταση των ασθενών, παραμελήθηκε από πολλούς ιατρούς και αντικαταστάθηκε με την παραγγελία πληθώρας και πολλές φορές άχρηστες διαγνωστικές (εργαστηριακές και απεικονιστικές) εξετάσεις. Η φοβία που δημιούργησε στους Ιατρούς ο εύκολα μεταδιδόμενος ιός SARS-COV2,  υπεύθυνος για την πανδημία της COVID-19, αύξησε την απόσταση μεταξύ ιατρού και εξεταζόμενου και την παραγγελία πολλών εξετάσεων για τη διαπίστωση μίας  ασθένειας. Πολύ φοβούμαι ότι, στη μετά COVID-19 εποχή, η πλήρης και ενδελεχής φυσική (κλινική) εξέταση  θα αποτελεί μια ξεχασμένη ιατρική πρακτική. Οι διδάσκοντες τους νέους ιατρούς έχουν τεράστια ευθύνη   στο να μεταδώσουν τη θεμελιώδη αξία της φυσικής (κλινικής) εξέτασης για την επίλυση του ιατρικού προβλήματος του ασθενή.

Ενώ η βιοιατρική τεχνολογία και η ιατρική εμφανίζουν εκρηκτική πρόοδο την ίδια στιγμή οι ασθενείς διατυπώνουν σοβαρά παράπονα για το ενδιαφέρον των γιατρών στους ασθενείς. Πως το εξηγείτε αυτό;
Για να πετύχει το δίπολο ιατρός-ασθενής απαιτείται εκ μέρους του ιατρού αφιέρωση χρόνου και ενσυναίσθηση για το ιατρικό πρόβλημα του πάσχοντος. Δυστυχώς στη υλιστική εποχή που διάγουμε εφαρμόζεται το ρηθέν «ο χρόνος είναι χρήμα» με αποτέλεσμα ο ασθενής να φεύγει μετά την επίσκεψη  στον ιατρό με πληθώρα εξετάσεων και με αίσθημα μη ικανοποίησης από την πλημμελή  επικοινωνία του με τον ιατρό.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας (πάλι) επίκεντρο της παροχής ιατρικών υπηρεσιών έγινε το νοσοκομείο. Υπήρξε μια ακόμη μεγάλη ήττα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και της παροχής υπηρεσιών στο σπίτι του ασθενούς. Υπάρχει μια δυσανάλογη με την ροπή της μοντέρνας τεχνολογίας στροφή προς το νοσοκομείο. Ποια είναι η άποψη σας; σχολιάστε την νοσοκομείο-κεντρική φιλοσοφία…
Η παροχή ιατρικών υπηρεσιών στη διάρκεια της  πανδημίας έγινε στα νοσοκομεία διότι το ανθρώπινο δυναμικό του συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας της χώρας δεν ενδυναμώθηκε, δεν εκπαιδεύτηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε. Έτσι όλο το βάρος παροχής ιατρικών υπηρεσιών έπεσε στα Νοσοκομεία. Η τάση της σύγχρονης άσκησης της Ιατρικής είναι η λύση του ιατρικού προβλήματος να γίνεται, όταν είναι δυνατόν, εκτός του Νοσοκομείου, οι μέρες νοσηλείας με την εφαρμογή σύγχρονων θεραπευτικών παρεμβάσεων να ελαχιστοποιούνται και η χορήγηση ενδοφλέβιων θεραπειών να εφαρμόζεται σε τμήματα ημερήσιας νοσηλείας των Νοσοκομείων

Θα διατηρήσει ο κλινικός γιατρός σημαντικό ρόλο σε μια προβλεπόμενη μελλοντική κυριαρχία της τεχνητής νοημοσύνης και στην ιατρική;
Η ανάπτυξη της  τεχνητής νοημοσύνης δεν θα αποκαταστήσει τον γιατρό αλλά θα τον βοηθήσει να είναι αποτελεσματικότερος διαγνώστης και θεραπευτής και πιθανώς θα αποτρέψει ή και θα ελαχιστοποιήσει ιατρικά λάθη. Ελπίζω όμως ότι η εξέλιξη αυτή να μην υποβαθμίσει την διαπροσωπική επαφή ιατρού ασθενούς που οδηγεί πολλές φορές σε ποιο επιτυχημένο θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Η κρατούσα άποψη στην άσκηση της ιατρικής προτείνει πάντα φάρμακα ή μηχανικές παρεμβάσεις. Και η πρόληψη θεωρείται ότι περιλαμβάνει κυρίως φαρμακευτική δράση και όχι έμφαση σε αλλαγή τρόπου ζωής. Δυστυχώς οι γιατροί δεν δίνουν έμφαση σε κοινωνικές παρεμβάσεις ή life style interventions (άσκηση, απώλεια βάρους, αντιμετώπιση παχυσαρκίας, παρεμβάσεις για άγχος και κατάθλιψη, διακοπή καπνίσματος). Ένας παχύσαρκος ασθενής με (οριακά) υψηλές τιμές σακχάρου αν επισκεφτεί σήμερα διαιτολόγο είναι βέβαιο ότι θα φύγει πρωτευόντως με αντιδιαβητικό φάρμακο και δευτερευόντως έμφαση σε απώλεια βάρους και επανεξέταση. Επίσης η πλειοψηφία των ειδικών χορηγεί αντι-χολιστερινικά φάρμακα (στατίνες) δια ασήμαντον αφορμήν (πχ με ολική χοληστερόλη 201 όταν το καθορισθέν ανώτατο όριο είναι το 200!). Θα ήθελα τα σχόλια σας.
Με την ερώτησή σας τονίσατε ότι εγώ καθημερινά  προσπαθώ να διδάξω στους μαθητές μου και στους ασθενείς μου. Η κατάχρηση φαρμάκων στη χώρα μας έχει λάβει επιδημική μορφή. Αυτό βέβαια οφείλεται σε εμάς τους Ιατρούς υποβοηθούμενη ή πυροδοτούμενη από τη φαρμακοβηομηχανία . Η αλλαγή τρόπου ζωής ελάχιστα τονίζεται από τους θεράποντες. Είναι  ευκολότερο και ταχύτερο να συνταγογραφηθεί ένα φάρμακο από το να πεισθεί ο ασθενής να αρχίσει πρόγραμμα άσκησης, περιορισμό  της ποσότητας  του φαγητού ( ελάττωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων), διακοπή του καπνίσματος ή να αρχίσει ψυχολογική υποστήριξη για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που τον ταλανίζουν.

Μεγάλη μερίδα του πληθυσμού δια-κινείται σήμερα σε ιατρεία πολλών ειδικοτήτων στα πλαίσια διερεύνησης ενός προβλήματος. Έχετε κάποια εξήγηση για αυτό;
Ο τεμαχισμός των προβλημάτων του ασθενή οφείλεται αφενός στην πλημμελή εκπαίδευση των ειδικών ιατρών στη γενική (εσωτερική) παθολογία και επομένως στην ανεπάρκειά του να δει τον ασθενή ως σύνολο και  αφετέρου πολύ φοβάμαι ότι καθοδηγείται από οικονομικά κίνητρα.

Έχετε και παλαιότερα εντοπίσει στον ελλαδικό χώρο την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ    γιατρών δημοσίου συστήματος υγείας, ιατρών ιδιωτικού τομέα και πανεπιστημιακών γιατρών. Συνεχίζει το θέμα αυτό σήμερα και τι επιδράσεις προκαλεί;
Δυστυχώς  ο κάθε διευθυντής κλινικής πανεπιστημιακής ή κρατικής αισθάνεται και λειτουργεί ως βοσκός με τη στάνη και τα πρόβατά του. Υπάρχουν σε νοσοκομεία της χώρας μας δύο, τρείς οι και περισσότερες κλινικές της ίδιας ειδικότητας και οι γιατροί της μιας δεν επικοινωνούν με τους ιατρούς της άλλης για επίλυση σοβαρών ιατρικών προβλημάτων ασθενών. Η  κάθε μια έχει το δικό της εκπαιδευτικό /μετεκπαιδευτικό πρόγραμμα. Έτσι οι ασθενείς στερούνται των  βέλτιστων υπηρεσιών των στελεχών ενός Νοσηλευτικού Ιδρύματος και οι προς ειδίκευση ιατροί δεν εκτίθενται σε διδάσκοντες με διαφορετική διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση. Είχα προτείνει (Το ΒΗΜΑ, 11/12/2005), αλλά κανένας δεν το άκουσε, ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν εκπαιδευτικές μονάδες που να απαρτίζονται από μία Πανεπιστημιακή κλινική, μία ή δυο κλινικές του ΕΣΥ και μια κλινική Ιδιωτικού Νοσοκομείου, της ίδιας ειδικότητας. Η εκπαιδευτική αυτή μονάδα θα έχει το ίδιο εκπαιδευτικό και μετεκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οι προς ειδίκευση ιατροί περιοδικά θα ασκούνται στις διάφορες κλινικές της εκπαιδευτικής μονάδας έτσι ώστε θα εκτίθενται σε πολλούς εκπαιδευτές με διαφορετικό επιστημονικό και συναισθηματικό υπόβαθρο και σε ασθενείς με διαφορετικά ιατρικά προβλήματα.

Στα πλαίσια της πανδημίας αποδείχτηκε η μεγάλη σημασία που έχει η ύπαρξη ενός δημοσίου συστήματος υγείας για την αντιμετώπιση κρίσεων. Ποια είναι ακριβώς τα μαθήματα που μας χάρισε η πανδημία στο ζήτημα αυτό και πως πιστεύετε ότι πρέπει να αξιοποιηθούν στο μέλλον;
Η πανδημία ήταν μια πρόκληση για τη δυνατότητα απάντησης της κοινωνίας τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ποικίλες εθνικές στρατηγικές που εφαρμόστηκαν για τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού αμφισβητούνται ευρέως. Παρ’ όλα αυτά, η σχετική επιτυχία αυτών των στρατηγικών εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό στο πώς ένα υπάρχον Σύστημα Υγείας είναι οργανωμένο, πώς κυβερνιέται και πώς χρηματοδοτείται σε όλα τα επίπεδα ώστε να υπάρχει μια συνοχή στην απόδοση έργου. Μελέτες που συγκρίνουν την απάντηση των συστημάτων υγείας σε διάφορες χώρες (Nature Medicine 2021; 27:964-980) καταλήγουν στα παρακάτω συμπεράσματα σχετικά με το πώς πρέπει να είναι διαρθρωμένα τα συστήματα Υγείας ώστε να αποδίδουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα: (1) Η διακυβέρνηση πρέπει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και να έχει σαν στόχο την επιτυχία του Συστήματος Υγείας στην προστασία της υγείας και του καλώς έχειν των πολιτών. (2) Τα Συστήματα Υγείας χρειάζονται ικανή χρηματοδότηση όχι μόνο για την  αντιμετώπιση νέων πανδημιών αλλά για να είναι ικανά όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από την δυνατότητα  πληρωμής, όταν το χρειάζονται, να έχουν πρόσβαση σε αυτό. (3) Η βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας του υγειονομικού δυναμικού είναι από του ακρογωνιαίους λίθους στην επιτυχία της απόδοσης του Συστήματος Υγείας. (4) Η εξασφάλιση πρόσβασης σε φάρμακα και σχετικά προϊόντα να είναι απρόσκοπτη.  (5) Η ανάπτυξη Ισχυρής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας υψηλής ποιότητας είναι απαραίτητη. Αυτά τα συμπεράσματα είναι διατυπωμένα από παλαιότερα. Μετά την πανδημία όμως είναι επιτακτική ανάγκη να δουν όλοι το Σύστημα Υγείας με διαφορετικό μάτι.

Ήθελα να σας ζητήσω να μας εξηγήσετε την αναφερόμενη μεγάλη τάση αύξησης των αυτοανόσων νοσημάτων στην εποχή μας. Είναι μια πραγματική τάση ή ίσως γίνεται υπερδιάγνωση των αυτοάνοσων νοσημάτων;
Πιθανά το τεράστιο εργασιακό και οικονομικό στρες  που υφίστανται οι άνθρωποι την εποχή μας, οι ιώσεις, η κατάχρηση φαρμάκων, τα συντηρητικά των τροφών και τα φυτοφάρμακα να αύξησαν ολίγον τη συχνότητα των αυτοανόσων νοσημάτων. Εν τούτοις θεωρώ ότι η κατάχρηση παραγγελίας από του ιατρούς των ανοσολογικών εξετάσεων, πολλές φορές χωρίς ένδειξη και  οι υπερευαίσθητες εξετάσεις προσδιορισμού των αντισωμάτων που στρέφονται κατά των ιδίων στοιχείων του οργανισμού (αυτοαντισώματα), δίνουν την ψευδή αίσθηση της μεγάλης αύξησης της συχνότητας των αυτοανόσων νοσημάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή «θεραπειών» για να αντιμετωπιστεί το εργαστηριακό εύρημα και όχι ο ασθενής  και την τρομοκράτηση του ατόμου που πιστεύει ότι πάσχει από χρόνιο νόσημα. Αυτό του αυξάνει το στρες και τον οδηγεί στη κατασπατάληση χρήματος μέχρι κάποιος γνώστης των νοσημάτων αυτών να  του εξηγήσει ότι η παρουσία αυτοαντισωμάτων στην εργαστηριακή εξέταση, χωρίς κλινικές εκδηλώσεις δεν θέτουν τη διάγνωση νόσου.

Διατηρεί πιστεύετε η άσκηση της ιατρικής άνθρωποκεντρικό χαρακτήρα σήμερα ή τα ογκώδη εμπορικά συμφέροντα στην υγεία έχουν καταφέρει να εξαφανίσουν πλήρως αυτή την ιδεολογία; (αν είχε κάποτε!)

Θα σας παρακαλέσω να διαβάσετε το άρθρο μου «Η μακντοναλντοποιημένη ιατρική» στο ΒΗΜΑ στις 19.1.20. Απαντά το ερώτημά σας.

(*) Ο Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επίτιμος καθηγητής των ιατρικών σχολών των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων  και του Δημοκρίτειου Θράκης και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Έχει ιδρύσει στην Ελλάδα, μετά από μακρά εκπαίδευση και μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ, δύο κέντρα αριστείας για τη νοσηλεία, διδασκαλία και μελέτη της παθογένειας των αυτοανόσων νοσημάτων, με κυρίαρχο πρότυπο μελέτης το σύνδρομο του Sjögren. Μαθητές του από τα κέντρα αυτά στελεχώνουν πανεπιστημιακά εργαστήρια, κλινικές, ερευνητικά κέντρα και νοσηλευτικές μονάδες της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Οι ερευνητικές μελέτες του έδειξαν ότι το ανοσολογικό σύστημα δεν δυσλειτουργεί αλλά υπερλειτουργεί, ότι κυρίαρχο ρόλο στην έναρξη και διαιώνιση της αυτοάνοσης επίθεσης παίζουν τα κύτταρα στόχος κατά των οποίων στρέφεται το ανοσολογικό σύστημα και υπέδειξαν ότι οι ιοί είναι πιθανόν να εμπλέκονται στην παθογένεια των νοσημάτων αυτών. Μέσω των κλινικό-εργαστηριακών μελετών του παρουσίασε την κλινική και εργαστηριακή εικόνα προσβολής διαφόρων οργάνων από τα αυτοάνοσα νοσήματα και ανέδειξε κλινικούς, εργαστηριακούς και μοριακούς δείκτες που είναι δυνατόν να προβλέψουν με ακρίβεια ποιοι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα είναι επιρρεπείς στην ανάπτυξη κακοήθειας του λεμφικού ιστού.

Έχει προσκληθεί για να παρουσιάσει τα αποτελέσματα των ερευνών του σε Ιατρικές Σχολές, διεθνή επιστημονικά συνέδρια και ερευνητικά ιδρύματα των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας. Το ερευνητικό του έργο έχει δημοσιευθεί σε εκατοντάδες σημαντικά περιοδικά Παθολογίας, Ανοσολογίας και Ρευματολογίας, με περισσότερες από 55.500 αναφορές (δείκτης h:115). Δημοσίευσε ως υπεύθυνος της Σύνταξης 3 βιβλία Παθοφυσιολογίας, δύο  για το σύνδρομο του Sjögren (Springer publishers 1987 and 2011), ένα για το  “Ρευματοειδές πόδι’’ (Παρισιάνος, 2006), ένα   για τα “Αυτοάνοσα νοσήματα”( Εκδόσεις Πασχαλίδης2017), το “Rheumatology in Questions” (2018, Spring- Nature publishers) and “Immunology-Rheumatology in Questions” (2021, Spring- Nature publishers). Για το έργο του έχει τιμηθεί στην Ελλάδα με το Βραβείο εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας Ξανθόπουλος-Πνευματικός (2005), το Αριστείο Μποδοσάκη (2010) και το ίδιο έτος η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας του απένειμε τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα, το 2014 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον παρασημοφόρησε και το ίδιο έτος Η Ελληνική Εταιρεία Φυσιολογίας τον τίμησε με το βραβείο «Κοτζιάς».

Από τη διεθνή ιατρική κοινότητα τιμήθηκε to 1989 από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο κατά των Ρευματικών Παθήσεων (EULAR) με το βραβείο Alexandro Robecci για την ερευνητική του προσφορά στα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα, το 1990 με το βραβείο European-Australian για να παρουσιάσει τα ερευνητικά του επιτεύγματα στις Ιατρικές σχολές της Αυστραλίας, το  1992 με τον τίτλο του εταίρου επί τιμή από το Royal College of Physicians του Εδιμβούργου  και το 2006 με τον τίτλο του εταίρου επί τιμή από το Royal College of Physicians του Λονδίνου καθώς και  με τον τίτλο του Scholar Clinician Award από το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ρευματολογίας, το  2007 με το βραβείο Clemens Von Pirquet για την εξαιρετική του προσφορά στην Παθολογία και την Ανοσολογία από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Davis, το 2009 με τον τίτλο του Master του Αμερικανικού Κολεγίου Ρευματολογίας το 2010 με το βραβείο Αξιέπαινης Υπηρεσίας από τον EULAR για την ιδιαίτερα σημαντική συμβολή του στον τομέα της Ρευματολογίας και τον Οκτώβριο του 2013 το Νοσοκομείο Special Surgery της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Cornel με τον τίτλο Professor and Physician-in-Chief Pro-Tempore.

Πέρα από τις επιστημονικές του δημοσιεύσεις έχει συγγράψει βιβλία και άρθρα στον ημερήσιο τύπο σε θέματα που αφορούν την οργάνωση του συστήματος υγείας, την ιατρική εκπαίδευση, τη λειτουργία των Πανεπιστημίων και την έρευνα.

athensvoice.gr/