Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας γιορτάζει σήμερα τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Για να παραμένει στην εξουσία χρησιμοποιεί κλασικές μεθόδους δικτατορίας.
Ένα από τα επίκεντρα των εκδηλώσεων βρίσκεται στη πόλη Γιανάν, την αποκαλούμενη «πόλη της επανάστασης». Εκεί αποσύρθηκαν το 1935 οι κινέζοι κομμουνιστές μετά την λεγόμενη «μεγάλη πορεία» του Μάο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40 βρίσκονταν στην Γιανάν, το πολιτικό και στρατιωτικό αρχηγείου του κόμματος.
Στην κεντρική αίθουσα εκδηλώσεων της πόλης Γιανγκγιαλίνγκ η ξεναγός Λίου Τινγκ δείχνει στους επισκέπτες τέσσερα πορτραίτα: «Εδώ βλέπουμε τους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Τα επιτεύγματα κυρίως του Μαρξ και του Λένιν αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η σύγχρονη Κίνα».
«Η ιστορία δείχνει ότι η απόφαση του λαού να εμπιστευθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, την αναγέννηση του κινεζικού έθνους ήταν απολύτως σωστή», δηλώνει σε ομιλία του ο ηγέτης Σι Τζινπίνγκ. Δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε αυτό το δρόμο».
Για το γερμανό ιστορικό Ντάνιελ Λέζε από το Πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ, η θέση της κινεζικής ηγεσίας ότι κράτος, λαός και κόμμα είναι ένα, αποτελεί κομμάτι της γενικότερης στρατηγικής της. Κατά την άποψή του με αυτό το επιχείρημα αντιμετωπίζεται οποιαδήποτε κριτική στο κόμμα ως κριτική στη χώρα, το κράτος, αλλά και τον κινεζικό λαό. Έτσι διασφαλίζεται ότι οικονομία, πολιτική, μέσα ενημέρωσης και σημαντικά τμήματα της κοινωνίας των πολιτών παραμένουν πιστά στην κομματική γραμμή. Και για να μην αλλάξει τίποτα σε όλα αυτά, το κομμουνιστικό κόμμα 100 χρόνια μετά την ίδρυσή του και παρά τον εκσυγχρονισμό της χώρας κάνει χρήση των κλασικών μεθόδων μιας δικτατορίας.
Μέσα στα 100 χρόνια που πέρασαν, το κόμμα «έγραψε ένα εξαίρετο κεφάλαιο στην ιστορία της ανάπτυξης του κινεζικού έθνους και της προόδου της ανθρωπότητας», δήλωσε ο Σι την Τρίτη, σε μια τελετή αφιερωμένη στα πιο υποδειγματικά μέλη του ΚΚ Κίνας. Σίγουρα δε, ο ίδιος θα πει ότι δικαίως χαρακτηρίζεται ως ο πιο ισχυρός ηγέτης μετά τον Μάο Τσετούνγκ – έστω κι αν αυτό μάλλον υποτιμά την αποφασιστική συνεισφορά του «ενδιάμεσου» Ντενγκ Σιαοπίνγκ, καθώς η στροφή που επέβαλε είναι αυτή που επέτρεψε ουσιαστικά στον Σι να θέσει τον πήχη των φιλοδοξιών του τόσο ψηλά αφότου ανέλαβε γενικός γραμματέας το 2012 και πρόεδρος περίπου έναν χρόνο αργότερα.
Πρακτικά, μπορούμε να θεωρήσουμε τη σημερινή Κίνα και τον μηχανισμό που την κινεί, το (κατ’ όνομα, πλέον) Κομμουνιστικό Κόμμα, ως «παιδιά» των τριών συγκεκριμένων ηγετών. Και μαζί, των τριών διαφορετικών ιστορικών περιόδων στις οποίες αυτοί κυριάρχησαν και έβαλαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους.
Ο Μάο βρέθηκε στο τιμόνι τής σχεδόν διαλυμένης χώρας του σε μια βίαιη περίοδο, όταν στην Κίνα κυριαρχούσε το χάος, ενώ οι τότε αποικιοκράτες κυριαρχούσαν σε μεγάλο τμήμα της και κυρίως στις παράκτιες περιοχές. Ετσι, ανέλαβε να αποκαταστήσει την πληγωμένη περηφάνια ενός από τα πιο ιστορικά έθνη στην πορεία της ανθρωπότητας, συνδυάζοντας τα δύο πανίσχυρα και εξαιρετικά γοητευτικά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής: το εθνικοαπελευθερωτικό και το μπολσεβίκικο, τα οποία μάλιστα ήδη είχαν καταφέρει να προκαλέσουν μεγάλες ανατροπές σε πολλά άλλα κράτη και περιοχές.
Ο Ντενγκ πήρε τη σκυτάλη σε μια εξίσου ταραγμένη περίοδο, στο φόντο ενός φιλόδοξου εγχειρήματος που έγινε γνωστό ως «Πολιτιστική Επανάσταση» (αν και δεν είναι αυτό το πλήρες όνομά της) και είχε φτάσει σε αδιέξοδο έπειτα από δέκα χρόνια, χωρίς να καταφέρει να πετύχει τους στόχους του. Σχεδόν αμέσως, φρόντισε να κόψει τον γόρδιο δεσμό που συνέδεε την Κίνα με το «μαοϊκό» της παρελθόν, διακηρύττοντας έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στην «ορθοδοξία» της ΕΣΣΔ και τον άγριο, νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό της Δύσης – σε μια στιγμή, μάλιστα, που και τα δύο μοντέλα έδειχναν να βρίσκονται σε κρίση. Η Κίνα εισήλθε έτσι σε μια τροχιά αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης, με διψήφια ποσοστά για τις επόμενες δεκαετίες, που την έφεραν δεύτερη πίσω μόνο από τις ΗΠΑ.
Ο Σι, τέλος, παρέλαβε την Κίνα ήδη πολύ ισχυρή, αναγνωρίζοντας εξαρχής ότι είχε μπροστά του δύο μεγάλα ιστορικά καθήκοντα, στενά δεμένα το ένα με το άλλο. Αφενός, να τιθασεύσει τις δυνάμεις της αγοράς που αναπτύσσονταν ανεξέλεγκτα σε αρκετές περιπτώσεις και να γεφυρώσει τις τεράστιες ανισότητες που είχαν δημιουργηθεί – κάτι που επιχείρησε με τον «πόλεμο κατά της διαφθοράς» και τις διώξεις αξιωματούχων και επιχειρηματιών, ανάμεσά τους και του αφεντικού της Alibaba, Τζακ Μα. Αφετέρου, να διαμηνύσει σε όλο τον κόσμο και πρώτα από όλα στις ΗΠΑ, ότι η Κίνα είναι πλέον υπερδύναμη και θα διεκδικήσει όλα όσα θεωρεί ότι της ανήκουν, ειρηνικά ή και δυναμικά. Οσο για το «όπλο» που επιστράτευσε για να πετύχει, είναι επίσης γνωστό και δοκιμασμένο: ο εθνικισμός.