Πολίτες με “αυταρχική προδιάθεση”. Το προφίλ τους και η έμμεση σχέση τους με τον…ιό

“Στις σύγχρονες, πολυεθνικές κοινωνίες κάποιοι πολίτες απλά δεν μπορούν να διαχειριστούν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα του κόσμου και τις ταχύτατες αλλαγές”.(Κάρεν Στένερ, Αυστραλή πολιτική επιστήμονας)

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος / Καθημερινή 

Το τελευταίο βιβλίο της δημοσιογράφου Αν Άπλμπαουμ “Twilight of Democracy” ξεκινά με την περιγραφή ενός πρωτοχρονιάτικου πάρτι που φιλοξένησε στο σπίτι της στην Πολωνία το 1999, με φίλους και γνωστούς δικούς της και του άντρα της, που είναι Πολωνός πολιτικός.

Η αφετηρία του βιβλίου, που εισάγει και το κεντρικό θέμα του, είναι το ότι με τους μισούς από τους καλεσμένους σε εκείνο το πάρτι, οι οποίοι ήταν μέλη μιας υπό διαμόρφωση διανοητικής ελίτ τριών διαφορετικών χωρών, σήμερα δεν μιλιέται καν. Είναι, ουσιαστικά, το ίδιο φαινόμενο που θα παρατηρούσατε σήμερα, αν κάνατε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια ή σχολικά reunions: κάπου, κάπως στην πάροδο των χρόνων κάποιοι πήραν το στραβό το δρόμο και έγιναν κάτι (χρυσαυγίτες, ψεκασμένοι, οπαδοί του Τραμπ) που δεν μπορείτε να αντέχετε στη ζωή σας πλέον. Στην περίπτωση της Άπλμπαουμ επρόκειτο για κατά τα άλλα φυσιολογικούς, μορφωμένους και ευκατάστατους ανθρώπους που στην πορεία έγιναν Τραμπικοί, Brexiteers ή στελέχη του “Νόμος και Δικαιοσύνη”, του εθνικιστικού κόμματος που κυβερνά την Πολωνία σήμερα.

Και το ερώτημα, βεβαίως, είναι: πώς συνέβη αυτό; Γιατί κάποιοι άνθρωποι (ενίοτε “υπεράνω υποψίας”) κάποια στιγμή αρχίζουν να ψηφίζουν τσαρλατάνους, να πιστεύουν αδιανόητες θεωρίες συνομωσίας ή αντιεπιστημονικές μπούρδες;

Η Αυστραλή πολιτική επιστήμονας Κάρεν Στένερ έχει δώσει μια απάντηση που βρίσκω πειστική, ενδιαφέρουσα και χρήσιμη. Πολλοί συμπολίτες μας, λέει, έχουν κάτι που αποκαλεί “αυταρχική προδιάθεση”. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που είναι ευάλωτοι στον λαϊκισμό και τις συνομωσίες και που καταλήγουν να στηρίζουν με φανατισμό αντιδημοκρατικούς και αυταρχικούς πολιτικούς. Σύμφωνα με τη Στένερ, η στάση τους αυτή δεν είναι πολιτική. Οι άνθρωποι που έχουν την “αυταρχική προδιάθεση” είναι αυτοί που αποζητούν την τάξη και την ασφάλεια, που θέλουν τα πάντα να μένουν ίδια και όλα τριγύρω τους να είναι όμοια και αναλλοίωτα. “Στις σύγχρονες, πολυεθνικές κοινωνίες”, γράφει η Στένερ σε πρόσφατο άρθρο της, “κάποιοι πολίτες απλά δεν μπορούν να διαχειριστούν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα του κόσμου και τις ταχύτατες αλλαγές”.

Νομίζω ότι αυτός είναι ένας πολύ καλός τρόπος να καταλάβουμε, για παράδειγμα, τους περισσότερους αντιεμβολιαστές γύρω μας. Το πρόβλημά τους δεν είναι τα εμβόλια καθαυτά. Το πρόβλημα του 66% των Ρεπουμπλικανών που πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 είναι ψεύτικο δεν είναι η αξιοπιστία της δημοκρατικής διαδικασίας στις ΗΠΑ. Το πρόβλημα των οργισμένων Brexiteers δεν είναι τα προβλήματα διαφάνειας και δημοκρατικότητας στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλοι αυτοί, και άλλοι πολλοί σε σχεδόν όλες τις δυτικές χώρες του κόσμου, επιλέγουν να πιστέψουν ετερόκλητες μπαρούφες και ψέματα επειδή δεν αντέχουν το ρυθμό με τον οποίο η κοινωνία μας αλλάζει. Αυτό αποδεικνύεται και από άλλες έρευνες: ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για το αν ένας αμερικανός πιστεύει ότι ο Τραμπ νίκησε στις εκλογές του ’20 δεν είναι οι πολιτικές του απόψεις ή η οικονομική του κατάσταση, αλλά το αν πιστεύει ότι η θέση της “φυλής” του στην κοινωνία κινδυνεύει από άλλες “φυλές”.

Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα εμβόλια έχουν μέσα τσιπάκια ή ότι είναι επικίνδυνα δεν είναι φτωχοί, ούτε αγράμματοι. Δεν τους φταίει η παγκοσμιοποίηση ή το ότι έκλεισαν τα εργοστάσια και φύγαν οι δουλειές στην Κίνα. Κάτι άλλο είναι που τους μετατρέπει σε αρνητές της πραγματικότητας, ζηλωτές κατά των δημοκρατικών θεσμών και σε φανατικούς οπαδούς κάθε φαιδρής προσωπικότητας: οι αλλαγές. “Ο αυταρχισμός είναι ελκυστικός σε ανθρώπους που δεν ανέχονται την πολυπλοκότητα”, γράφει η Αν Άπλμπαουμ στο βιβλίο της. “Δεν υπάρχει κάτι εγγενώς “αριστερό” ή “δεξιό” σ’ αυτή την προδιάθεση. Είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε ανθρώπους με διαφορετικές ιδέες. Αλλεργικοί στο διάλογο και τη διαφωνία”.

Τα “Μεγάλα Ψέματα” που πιστεύουν όλοι αυτοί μπορεί στους υπόλοιπους να μοιάζουν εξωφρενικά ή αδιανόητα, αλλά για εκείνους είναι πολύ χρήσιμα, καθότι προσφέρουν στο θυμό και στην οργή τους ένα αφήγημα, μια ιστορία πάνω στην οποία μπορούν να πατήσουν. Το ότι η ιστορία είναι εξωφρενική δεν έχει καμία σημασία. Από τη στιγμή που η οργή εκφράζεται, ο στόχος επιτυγχάνεται. Οι καλοθελητές που εμπλουτίζουν αυτά τα αφηγήματα με επιστημονικοφανή λόγο και με αδάμαστη ζέση στο Facebook και το YouTube δεν λείπουν, ενώ πολιτικοί ηθικά ευέλικτοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν αυτό τον κόσμο υπάρχουν, επίσης, σε αφθονία.

Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι λίγοι. Σύμφωνα με την έρευνα της Στένερ, στις δυτικές κοινωνίες οι πολίτες με “αυταρχική προδιάθεση” αποτελούν περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού. Και το χαρακτηριστικό αυτό είναι κατά 50% κληρονομίσιμο -οπότε, λέει, το πρόβλημα αυτό διαιωνίζεται.

Πώς λύνεται; Σίγουρα όχι με “παιδεία”. Ούτε με στοιχεία, infographics και αποδείξεις. Το να πιστεύει κανείς αυτά τα τερατώδη πράγματα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι θέμα γνώσεων, ελιππούς πληροφόρησης ή κάποιας στιγμιαίας παρανόησης -είναι θέμα στάσης ζωής. “Αυτοί που προτιμούν την ελευθερία και την ποικιλομορφία πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η αυταρχική προδιάθεση των υπολοίπων και η προτίμησή τους για ομοιομορφία και σταθερότητα είναι σε μεγάλο βαθμό εγγενής και δεν αλλάζει εύκολα”, γράφει η Κάρεν Στένερ. Στην εποχή μας οι περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες προχωρούν αργά-αργά προς την ανοιχτότητα, την ποικιλομορφία ιδεών και στάσεων, την ανοχή και την συμπερίληψη, μια κατεύθυνση που οι πλειοψηφίες στις δυτικές κοινωνίες συνδιαμορφώνουν. Δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στο ότι αυτή η κατεύθυνση εξοργίζει μεγάλες μειοψηφίες, μολονότι αυτό το φαινόμενο είναι στον πυρήνα της κρίσης που αντιμετωπίζει η δημοκρατία διεθνώς. Η διαχείριση των φόβων και της οργής αυτών των μειοψηφιών είναι κρίσιμο διακύβευμα. Εμείς εδώ στην Ελλάδα μέχρι τώρα έχουμε αποφύγει τα μεγάλα προβλήματα, καθότι ο κόσμος αυτός δεν συστεγάζεται κάπου πολιτικά. Αλλά υπάρχουν, και βρίσκουν όλο και περισσότερες αφορμές για να εκφράσουν το θυμό τους. Όσο αγνοούμε το πραγματικό φαινόμενο, ο κίνδυνος ελλοχεύει. “Όταν ισχύουν οι σωστές συνθήκες, κάθε κοινωνία μπορεί να στραφεί κατά της δημοκρατίας”, γράφει η Αν Άπλμπαουμ στο βιβλίο της. “Κι η ιστορία μας διδάσκει ότι, αργά η γρήγορα, όλες οι κοινωνίες θα φτάσουν σε αυτό το σημείο”.