Βασίλι Γκρόσμαν: Η κόλαση της Τρεμπλίνκα, εκδόσεις`Αγρα

Τον Αύγουστο του 1938, το αγγλικό περιοδικό «Homes & Gardens», πληροφορημένο πως ο Χίτλερ διέτρεχε τις σελίδες του ενδιαφερόμενος για το περιεχόμενό τους, εξασφάλισε να γίνει δεκτός στην καγκελαρία ένας δημοσιογράφος του, ο οποίος, με πλεονάζουσα δόση θαυμασμού, υπογράμμισε στην ανταπόκρισή του πως ο χορτοφάγος Φύρερ απολάμβανε «μια επιβλητική ποικιλία πιάτων, που έθελγαν την όραση και τη γεύση, έργο του προσωπικού μαγείρου του Αρτουρ Κάννενμπεργκ, ο οποίος έβγαινε από την κουζίνα το δειλινό για να παίξει τραγούδια στο ακορντεόν του».

Γράφει ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής/ ΤΑ ΝΕΑ

Η πλούσια διατροφή του πληθυσμού αποτελούσε, από το 1933, προτεραιότητα για τον Χίτλερ, εξοργισμένο κατά δήλωσή του από το γεγονός ότι οι Εβραίοι, ενοχλητική μειοψηφία από τραπεζίτες, εμπόρους, μαγαζάτορες, μεταπράτες, διανοουμένους, καλλιτέχνες, αυτοί που, όπως είχε διατυμπανίσει ο ηττημένος Κάιζερ Γουλιέλμος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η αιτία της κατάρρευσης της Γερμανίας σε εκείνη τη σφαγή, έτρωγαν κατά την όρεξή τους, οπότε, για να μην ταΐζονται τέτοια στόματα «που βρωμούσαν σκόρδο», καλό θα ήταν να εξοριστούν όλοι, έλεγε ο Χίτλερ, στη Μαδαγασκάρη, οι κάτοικοι της οποίας ήταν, είτε έτσι είτε αλλιώς, απόγονοι Ιουδαίων. Σχετική προεργασία είχε αρχίσει σε συνεννόηση με τη φιλοναζιστική κυβέρνηση της Γαλλίας στο Βισύ, δεδομένου ότι η Μαδαγασκάρη ήταν υπό τον έλεγχο της Γαλλίας, αλλά δεν φαινόταν ότι θα τελεσφορούσε.

Μεσολάβησαν διάφορες σκέψεις περί του πρακτέου και στα μέσα Ιουλίου του 1941, ο Αντολφ Αϊχμαν ανέφερε αρμοδίως και καλλιγραφικώς ως ώφειλε πως ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς προβλεπόταν βαρύς και οι Εβραίοι θα τρέφονταν εις βάρος των Γερμανών. «Είναι σοβαρό να λάβουμε υπόψη μας», συμπλήρωνε, «μήπως η πλέον ανθρωπιστική λύση θα ήταν να τελειώσουμε μια κι έξω με εκείνους τους Εβραίους που δεν είναι ικανοί προς εργασία με κάποιο είδος προετοιμασίας ταχείας αποτελεσματικότητας».

Αυτή η επιλογή ποιος θα τραφεί και ποιος όχι, «ανίκανος προς εργασία» στη Γερμανία, δεν ήταν η αιτία των γεγονότων που είχαν αρχίσει να διογκώνονται, ήταν όμως ένα ακόμα «κερασάκι» στην ομοφωνία του αντισημιτισμού, που εκστασίαζε τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον πέραν αυτής κόσμο. Σε όσες χώρες είχε καταλάβει ο γερμανικός στρατός από την αρχή του Πολέμου, οι θηριωδίες εναντίον των Εβραίων ήταν επαρκώς γνωστές και τεκμηριωμένες, αυτοσχεδιασμοί βαρβαρότητας με κατάληξη τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων, όχι όμως εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού. Αυτός ήταν έτοιμος στις 20 Ιανουαρίου 1942 στη ναζιστική Συνάντηση στο Βανζέε, προάστιο του Βερολίνου και έλαβε την ονομασία «Τελική Λύση».

Δεν έχουμε πάψει, μετά από ογδόντα χρόνια, να αναρωτιόμαστε πώς ήταν δυνατό να συλλάβει και να φέρει σε πέρας ο ανθρώπινος νους τον προγραμματισμένο αφανισμό έξι και πλέον εκατομμυρίων αθώων από την έναρξη ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν φοβίζει πως η επιτυχία του κακουργήματος οφείλεται σε ένα «πάτημα κουμπιού», που έθεσε έναν προ δεκαετιών προσχεδιασμένο μηχανισμό σε κίνηση, έναν αυτοματισμό εν σειρά παραγωγής θανάτου, μια τεχνική πληρότητα δίχως πιθανότητα παρέκκλισης, μια αποστολή ολοκληρωτικού εξανδραποδισμού.

Οι έρευνες, οι μελέτες, οι αποκαλύψεις, οι μαρτυρίες και οι ερμηνείες αυτού το φαινομένου σε βιβλία, τεκμήρια, εικόνες, φτάνουν, όπως λεγόταν κάποτε στις ιστορίες για τα παιδιά, «από εδώ ως το φεγγάρι», ο σαφής λόγος όμως ενός πολεμικού ανταποκριτή, του Ρωσο-Εβραίου Βασίλι Γκρόσσμαν (1905-1964) που ήταν «πρώτος εκεί», συνοδεύοντας τα σοβιετικά στρατεύματα καθ’ οδόν προς το Βερολίνο, τα οποία είχαν φτάσει στο βιομηχανικό συγκρότημα θανάτου της Τρεμπλίνκα (σε μικρή απόσταση από τη Βαρσοβία), έχει δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο είναι το βλέμμα του αδιανόητου θεάματος εντός ενός βαρετού χωριού και το ευθύβολο της απόδοσης του κτηνώδους, το δεύτερο η αιώρηση της αφήγησης, η οποία διατηρεί το ερώτημα «Πώς ήταν αυτό, τι συνέβη;» όχι ως έκπληξη, ούτε ως καταισχύνη, αλλά ως αποθέωση της βαθύτατης παιδευτικής κορύφωσης της ανθρώπινης διαστροφής, που πρόσφερε ήδη παραδείγματα πέρα από τα Ουράλια, μετά το 1917.

Η «Κόλαση της Τρεμπλίνκα» έχει πολλαπλή αξία: αποδεικνύει πως η ιδεολογία ως εκκομισμικευμένη θρησκεία δεν υφίσταται χωρίς να επινοεί ένα για ανύπαρκτο λόγο πρόβλημα προς επίλυση, δακτυλοδείχνοντας έναν εσωτερικό εχθρό, στον οποίο αποδίδει φυσικές και υπερφυσικές παραμορφώσεις, ώστε να τον διαφοροποιεί και να τον επιδεικνύει αδιαλείπτως ως στόχο προς εξόντωση. Θα πει κανείς πως αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση και πως η Ιστορία επαναλαμβάνει την απανθρωποποίησή της μέσω κάθε λογής επιχειρημάτων που ευαγγελίζονται τη διόρθωση των παρεκκλίσεων, πράγμα ωστόσο που έχει πότε – πότε χρηστικό χαρακτήρα και γίνεται αντιληπτό ως κάθαρση, εγείροντας εκ των υστέρων και εντός μιας «άλλης» αθωωτικής αντίληψης μνημεία υπέρ των θυμάτων. Στην περίπτωση της Τρεμπλίνκα, τέσσερις τουλάχιστον χιλιάδες άνθρωποι από τη Γερμανία και άλλες κατακτημένες ή συνεργαζόμενες χώρες μπαίνουν κάθε μέρα επί δεκατρείς μήνες στους θαλάμους αερίων.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με διαδικασίες, αλλά με την αδιαπραγμάτευτη πεποίθηση ότι η επαναληπτικότητα αφανίζει τον εσωτερικό εχθρό, θεωρούμενο πλέον παγκόσμια απειλή και ότι η πρυτανεύουσα αρχή είναι να τον εξολοθρεύσουμε ολοκληρωτικά για τη σωτηρία της Οικουμένης. Αυτή την εξέλιξη, θεωρητικά και πρακτικά θεμελιωμένη από την εποχή του Διαφωτισμού και των λυτρωτικών Επαναστάσεων, επισημαίνει ο Φουκώ σε ένα από τα μαθήματά του στο Κολέγιο της Γαλλίας, προσδιορίζοντας πως η πανούκλα (του Εβραίου εν προκειμένω) δεν είναι ένας διαχυμένος «Μαύρος Θάνατος», αλλά μια επιτόπια αρρώστια που μολύνει την ύπαρξη της κοινωνίας. Ετσι επιβάλλεται η τιμωρητική έκρηξη των μη πανουκλιασμένων, παραδειγματική επίδειξη της αλήθειας της κυριαρχίας τους. Με άλλα λόγια, ο εχθρός αποτελεί εργαλείο παραγωγής υπεραξίας διαστροφής και όχι κεφαλαιακής υπεραξίας, αφού η πρώτη ύλη είναι δωρεάν, η εργασία άμισθη, το παραγόμενο προϊόν άχρηστο και τα υποπροϊόντα δίχως αντίκρυσμα.

Ο «χορός του καθήκοντος»

Είναι ατελές να επικεντρώνεται η προσοχή στη βιομηχανική παραγωγή θανάτου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να αποδίδεται ευθύνη στις βιομηχανικές διαδικασίες αποτελεσματικότητας. Οι μορφές τεχνολογίας και τεχνογνωσίας είναι ουδέτερες, η χρήση τους είναι ανθρώπινη και συνεπώς ερμηνεύσιμη προς τη μια, την άλλη και την παράλληλη κατεύθυνση. Στην περίπτωση της «Τελικής Λύσης», το σκεπτικό είναι σε απόλυτη σχέση με το «υπέρ» της νεωτερικότητας, δηλαδή το «πλέον, το ακόμα κάτι», απομάκρυνση από το μέτρο της υπερβολής του παρελθόντος και μαγνητισμός υπέρ του «νέου», υπέρτερου από το προηγούμενο «νέο», μια υπεροχή δίχως τέλος και εν τέλει δίχως διακρίσεις, δίχως δεσμεύσεις, δίχως αναστολές, μια κατανάλωση αχόρταγης ανωτερότητας.

Η «Τελική Λύση» είχε υπέρ αυτής την υπεροχή του τελεσίδικου, όπου ο θάνατος έρχεται για να μείνει. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξαν αντιστάσεις εις βάρος τέτοιας υπεροχής: δεν είναι βέβαιο ότι ο γερμανικός λαός ήξερε τι συνέβαινε, αλλά και αν ήξερε δεν θα έκανε τίποτα, επειδή ήταν «ο υπερ-λαός». Και εκείνοι που ήξεραν, σιωπούσαν, έλεγαν μισόλογα υπέρ (Καθολική Εκκλησία), θεσμοί δικαίου υπόσχονταν υπέρ δίχως ανάληψη δράσης. Εξάλλου, όσοι συμμετείχαν στην «Τελική Λύση», ήταν μέλη μιας πρωτόγνωρης ζηλευτής υπερ-χορογραφίας, που ο Γκρόσσμαν αποτυπώνει εύστοχα: έπαιζαν τον χορό του καθήκοντος, ολοκλήρωναν την παράσταση με μορφές μπαλέτου, απαξιώνοντας την εξουσία του παιχνιδιού, το οποίο όπως έχει ορίσει ο Γιόχαν Χουιζίνγκα στην πραγματεία του «Ηοmo Ludens» («ο παίζων άνθρωπος», στα ελληνικά εκδόθηκε ως «Ο άνθρωπος και το παιχνίδι», Γνώση, 1989, μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος), παύει να είναι ανθρώπινο όταν επαναλαμβάνεται δίχως διαφορά από τη μια μέρα στην άλλη, όταν οι παίκτες παίζουν ακριβώς τους ίδιους ρόλους, έχουν διαρκώς τον ίδιο ηγέτη, κυνηγούν το ίδιο τρόπαιο.

Ο Γκρόσμαν, κλείνοντας το κείμενό του, εξαιρετικά φροντισμένο και σχολιασμένο από την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, για την «Κόλαση της Τρεμπλίνκα» σημειώνει: «Πρέπει να θυμόμαστε πως ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν θα αποκομίσουν από αυτό τον πόλεμο την πικρία της ήττας, αλλά και την για κάποιους γλυκιά ανάμνηση της ευκολίας των μαζικών δολοφονιών. Και αυτό θα πρέπει να το θυμόμαστε σοβαρά σε καθημερινή βάση όλοι όσοι αγαπάμε την τιμή, την ελευθερία, τη ζωή όλων των λαών, όλης της ανθρωπότητας». Ουδέν σχόλιο: όλο και περισσότερο ακούγεται ευκρινέστατα ο ήχος του ακορντεόν του μαγείρου του Χίτλερ Αρτουρ Κάννενμπεργκ να παίζει όμορφα τραγούδια το δειλινό, αφού έχει τελειώσει τη δουλειά του στην κουζίνα, ενώ ο δημοσιογράφος του «Home & Gardens» πίνει το τσάι του στις πέντε το απόγευμα, δίχως απαραιτήτως να είναι Βρετανός, πολλοί στον κόσμο πίνουν τσάι την ίδια ώρα υπό τη σαγήνη του μαγείρου ενός χορτοφάγου.

Σημείωση: η πρώτη βιβλιοκρισία για την «Τρεμπλίνκα» δημοσιεύτηκε στο «Β» από την Οντέτ Βαρών Βασάρ, στις 16 Ιανουαρίου 2021, υπό τον τίτλο «Η γη φτύνει σπασμένα κόκαλα».