Ασυνόδευτοι ανήλικοι προ ετών, σήμερα συνεργάζονται ως μέντορες με το υπ. Μετανάστευσης.Η ιστορία του Χαντί και του Κεϊτά.
Ο Χαντί Μοχεμπί ξεκίνησε ως ασυνόδευτος έφηβος από το Αφγανιστάν για να έρθει στην Ελλάδα και πέντε χρόνια μετά το μακρύ αυτό ταξίδι φοιτά στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και συνεργάζεται με το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου ως μέντορας παρέχοντας υποστήριξη σε άλλα ασυνόδευτα παιδιά.
Ο 23χρονος σήμερα Χαντί περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι έφυγε από το Αφγανιστάν εξαιτίας του πολέμου έχοντας στις αποσκευές του μόλις λίγα ρούχα και ένα βιβλίο μαθηματικών, το οποίο τον συντρόφευε σε όλο του το ταξίδι.
Το 2016 έφτασε στη Λέσβο και έπειτα από ολιγόμηνη παραμονή στο ΚΥΤ της Μόριας, βρήκε στον ξενώνα για ασυνόδευτα της οργάνωσης Ηλιακτίδα, όπου μεταφέρθηκε, «την ασφάλεια και τα δικαιώματα που κάθε πρόσφυγας αναζητάει». Τότε αποφάσισε να γραφτεί στο εσπερινό σχολείο του νησιού. Ακόμα και μετά την ενηλικίωσή του, συνέχισε το εσπερινό λύκειο στη Θεσσαλονίκη και πήρε το απολυτήριό του το περασμένο καλοκαίρι. Στη συνέχεια έδωσε πανελλαδικές εξετάσεις και πέρασε στη σχολή που επιθυμούσε περισσότερο. Παράλληλα, έχει ξεκινήσει εξ αποστάσεως σπουδές στην πληροφορική στο αμερικανικό University of the People, από όπου έλαβε υποτροφία.
Όπως εξηγεί, «είμαι από τη φυλή Χαζαρά, δεν δίνονταν οι ίδιες ευκαιρίες για εμάς στο Αφγανιστάν. Αυτό μας έκανε να ζητάμε, να ψάχνουμε, να έχουμε θέληση στην εκπαίδευση. Επίσης, από μικρός ήθελα κάτι μεγάλο για μένα, να φτάσω ψηλά. Έχω στόχους και παλεύω γι’ αυτούς».
Ο Χαντί τους τελευταίους μήνες δουλεύει μέσω του EASO στο πρόγραμμα Mentorship της Ειδικής Γραμματείας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων. Στο πρόγραμμα αυτό τέσσερις πρώην ασυνόδευτοι ανήλικοι από τέσσερις διαφορετικές χώρες καταγωγής, ο Χαντί, ο Αμαντού Κάιν Καμάρα από τη Γουινέα, ο Κεϊτά Αλασάν από την Ακτή Ελεφαντοστού και ο Νουρντίν Αλσαχίν από τη Συρία, παρέχουν ως μέντορες εξατομικευμένη καθοδήγηση στα ασυνόδευτα παιδιά σε κάθε βήμα της πορείας τους στην Ελλάδα.
«Όλοι μας έχουμε φτάσει εδώ ως ασυνόδευτοι σε διαφορετικές περιόδους, άρα έχουμε βιώσει όλες τις δυσκολίες που βιώνουν τα παιδιά τώρα και αυτό μας κάνει να καταλαβαίνουμε τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους. Μιλάμε μαζί τους και μεταφέρουμε στο υπουργείο τα προβλήματά τους. Δουλεύουμε σαν μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ του υπουργείου και των παιδιών», εξηγεί ο Χαντί. Ο ίδιος επισημαίνει ότι το σημαντικότερο για τους τέσσερις μέντορες, «αυτό που μας άνοιξε πολλές πόρτες ήταν να μάθουμε την ελληνική γλώσσα και να πάμε σχολείο. Αυτό εξηγούμε στα παιδιά ότι θα τους βοηθήσει σε κάθε κομμάτι της ζωής τους, στην αγορά εργασίας, στην ένταξή τους».
Αγωνία για το νομικό καθεστώς
Ο σημαντικότερος προβληματισμός που τα ασυνόδευτα παιδιά συζητούν είναι, σύμφωνα με τον 27χρονο μέντορα από την Ακτή Ελεφαντοστού, Κεϊτά Αλασάν, το νομικό τους καθεστώς, καθώς ανησυχούν για το τι θα γίνει αν δεν πάρουν άσυλο. Ο Κεϊτά τους απαντάει με τη δική του ιστορία. Ήρθε στην Ελλάδα το 2010 ως ασυνόδευτος ανήλικος και ζήτησε άσυλο σε μια περίοδο, όπως περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ που η προστασία των ασυνόδευτων παιδιών ήταν περιορισμένη, δεν υπήρχαν αρκετοί ξενώνες ούτε οικονομική υποστήριξη. Σε ηλικία 16 ετών χρειάστηκε να μείνει σε ένα σπίτι 50 τετραγωνικών με άλλα 17 άτομα. «Έπαθα σοκ. Αναγκάστηκα να μείνω ένα χρόνο εκεί και για να βγάλω λεφτά μάζευα από τα σκουπίδια ποτήρια, παπούτσια, ρούχα και τα πουλούσα», θυμάται. Έπειτα, βρήκε θέση σε ξενώνα στην Αθήνα, οπότε αποφάσισε να πάει σχολείο. «Στην αρχή πήγαινα στο σχολείο μόνο για να περνάει η ώρα μου, αλλά άρχισα σιγά-σιγά να ενδιαφέρομαι πιο πολύ, είχα πολύ καλούς δασκάλους που με έκαναν να θέλω να συνεχίσω το σχολείο» λέει και προσθέτει: «Το βράδυ όμως έκλαιγα στον ξενώνα γιατί δεν ήξερα τι θα γίνω, ήταν η χειρότερη στιγμή στην Ελλάδα με την κρίση και φοβόμουν».
Αφού τελείωσε το Λύκειο και ξεκίνησε να δουλεύει στην Praksis ως μεταφραστής, ο Κεϊτά έλαβε την πολυπόθητη απόφαση ασύλου: αρνητική. «Ήταν το μεγαλύτερο σοκ για μένα. Παρόλο που είχα τελειώσει το σχολείο εδώ και δούλευα, μου είπαν ότι πρέπει να φύγω από τη χώρα». Ο Κεϊτά απογοητεύτηκε πολύ, ωστόσο κατάφερε να πάρει άδεια διαμονής εξαιτίας της επταετούς παραμονής του στη χώρα. Αυτές τις εμπειρίες του μεταφέρει στα παιδιά που συναντάει στους ξενώνες και τα διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης, που επισκέπτεται με τους άλλους μέντορες. «Κάποιο παιδί μπορεί να μου περιγράψει ότι είναι απογοητευμένο που δεν πήρε άσυλο. Έχω ακριβώς την ίδια ιστορία. Και τότε νιώθει ότι έχει ελπίδα. Τους λέω να μάθουν τη γλώσσα, να μην κάθονται σπίτι, να πάνε σχολείο, να αρπάξουν όποια ευκαιρία τους δοθεί. Αλλά και να μην μπλέξουν σε τίποτα παράνομο», λέει.
Η υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Σοφία Βούλτεψη, χαρακτηρίζει το πρόγραμμα Mentorship ως «εμβληματική πρωτοβουλία που θα επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στις συνθήκες υποδοχής των ασυνόδευτων ανηλίκων» και εκφράζει την πεποίθησή της ότι το πρόγραμμα αυτό «θα αποτελέσει καλή πρακτική και για άλλα κράτη μέλη της ΕΕ».
«Με αυτό το πρόγραμμα πετυχαίνουμε ένα διπλό σκοπό», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ειδική γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Ειρήνη Αγαπηδάκη. «Αφενός δίνουμε ευκαιρίες σε ανθρώπους που τα έχουν καταφέρει στη χώρα μας, είναι ενταγμένοι και μπορούν να λειτουργήσουν ως role models και να εντάξουν και άλλους. Αφετέρου παίρνουμε και ως φορέας χάραξης πολιτικής πολύτιμη πληροφόρηση για αυτά τα οποία προσπαθούμε να σχεδιάσουμε». Ο ρόλος των μεντόρων, σύμφωνα με την κ. Αγαπηδάκη είναι «η ενδυνάμωση, υποστήριξη, διευκόλυνση με τα παιδιά, καθώς και η ανατροφοδότηση προς το υπουργείο για τις δράσεις που αναπτύσσουμε».
Οι τέσσερις μέντορες καταδεικνύουν, όπως υπογραμμίζει η ειδική γραμματέας, ότι τα ασυνόδευτα παιδιά «φυσικά και θέλουν προστασία, είναι παιδιά, αλλά είναι παιδιά που διψάνε και θέλουν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, θέλουν να κάνουν την ευκαιρία πράξη και να προχωρήσουν. Δεν είναι θυματοποιημένοι άνθρωποι, μπορεί να είναι τραυματισμένοι, αλλά δεν είναι ακινητοποιημένοι».
Το πρόγραμμα υλοποιείται με την υποστήριξη και χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO).
Μαρία Κουζινοπούλου ΑΠΕ