Νίκος Καζαντζάκης: ” Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας είναι η πράξη”
Γράφει η Χριστίνα Κόλλια*
[…Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο/Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο/
Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή…] Ασκητική
Γιός του Μιχάλη και της Μαρίας Καζαντζάκη, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου 1883. Μετά την αποτυχία της απελευθέρωσης της μεγαλονήσου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οικογένεια Καζαντζάκη θα αναγκαστεί σε ένα οδοιπορικό δέκα ετών, 1889-1899, αλλάζοντας τόπους διαμονής από τον Πειραιά έως και τη Νάξο, στην οποία ο Νίκος φοιτά σε σχολείο Γάλλων μοναχών. Όταν η Κρήτη ελευθερώνεται, το 1899, τελειώνει το Γυμνάσιο του Ηρακλείου και στη συνέχεια θα εγκατασταθεί στην Αθήνα σπουδάζοντας Νομικά.
Το 1906, δημοσιεύει τα έργα του: το δοκίμιο «Η αρρώστια του Αιώνος» και το μυθιστόρημα « Όφις και κρίνο», που θα σηματοδοτήσουν τα πρώτα χνάρια της Οδύσσειάς του, αυτής του μέγιστου πνευματικού ανθρώπου.
[…Εκείνους που άφηκαν βαθύτερα τα χνάρια τους στην Ψυχή μου. Τους αθάνατους νεκρούς. Τις μεγάλες σειρήνες. Ο Βούδας, ο Λένιν, ο Όμηρος, ο Νίτσε, ο Μπέρξονας, ο Ζορμπάς, ο Οδυσσέας. Αυτοί ήταν τα μεγάλα σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου…]
Θα βρεθεί στο Παρίσι, το 1907, και παράλληλα με τις μεταπτυχιακές του σπουδές, δημοσιογραφεί, συγγράφει, παρακολουθεί μαθήματα του φιλόσοφου Ανρί Μπεργκσόν και μελετά Νίτσε.
Επιστρέφοντας στην Κρήτη δημοσιεύει τη μονόπρακτη τραγωδία «Κωμωδία» και το μελέτημα «Η επιστήμη εχρεωκόπησε;». Διατελεί πρόεδρος της Εταιρίας Διονυσίου-Σολωμού Κρήτης και γράφει ένα εκτενές μανιφέστο για τη μεταρρύθμιση της γλώσσας και την υιοθέτηση της Δημοτικής. Συμμετέχει στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, πασίγνωστου για τη δράση του στη θεσμοθέτηση της δημοτικής γλώσσας. Το 1911, παντρεύεται τη διανοούμενη Γαλάτεια Αλεξίου κι εξασφαλίζει τα προς το ζην ως μεταφραστής. Στον Βαλκανικό πόλεμο κατατάσσεται στο στρατό, ως εθελοντής, με απόσπαση στο ιδιαίτερο γραφείο του Ελευθέριου Βενιζέλου.
[…Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί, ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιο Όρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά…]
Αναφορά στο Γκρέκο
Από το 1914 έως το 1915 περιηγείται, με τον Άγγελο Σικελιανό, απ’ άκρη σ’ άκρη την Ελλάδα, με σημείο αναφοράς τη σαρανταήμερη παραμονή στο Άγιο Όρος. Εκεί μελετά Δάντη, Βούδα και τα Ευαγγέλια, γράφοντας στο ημερολόγιό του: «Οι τρεις μεγάλοι μου δάσκαλοι: Όμηρος, Dante, Bergson». Με τον Σικελιανό οραματίζονται από κοινού τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας. Βιοπορίζεται γράφοντας παιδικά βιβλία με τη Γαλάτεια. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος τον βρίσκει στη Θεσσαλονίκη να διαβάζει Τολστόι. Καταλήγει στο ότι η θρησκεία είναι σπουδαιότερη της λογοτεχνίας κι ορκίζεται ν’ αρχίσει «απ’όπου ο Τολστόι κατέληξε». Το 1917, αποφασίζει με τον Γιώργη Ζορμπά, τον οποίο γνωρίζει ήδη από άλλη επιχειρηματική απόπειρα, να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο.
[…Είμαστε σκουληκάκια μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνου σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας και τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα…]
Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
Το 1919, διορίζεται στη θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και αναλαμβάνει τον επαναπατρισμό 150.000 Ελλήνων, οι οποίοι διώκονταν στον Καύκασο. Την ίδια εποχή συλλαμβάνει την ιδέα του έργου «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», που θα γράψει αργότερα. Από το 1920, μετά την ήττα του Βενιζέλου, έως και το 1921 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Μελετά τον Φρόυντ και σχεδιάζει την «Ασκητική». Αναθεωρεί τις πολιτικές του απόψεις και προσκολλάται στους κομμουνιστές. Περιηγείται τη Γερμανία, στην οποία έχει ήδη εγκατασταθεί, «προσκυνώντας» τα λημέρια του Νίτσε. Το 1924, επισκέπτεται την Ιταλία, ασπάζεται τη διδασκαλία του Αγ. Φραγκίσκου κι ολοκληρώνει τον «Βούδα». Στο Ηράκλειο αρχίζει το σχεδιασμό του έργου «Οδύσσεια» και ηγείται κομμουνιστικής ομάδας δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων της Μικρασιατικής εκστρατείας με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του.
Το 1925, επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Ρωσία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος» κι από εκεί δημοσιεύει μακροσκελή άρθρα με τις εντυπώσεις του. Το 1926, χωρίζει με τη Γαλάτεια, ταξιδεύει στην Παλαιστίνη, τη Κύπρο, την Ισπανία και τη Ρώμη. Συναντά τον Παντελή Πρεβελάκη, μελλοντικό εκδοτικό του σύμβουλο και βιογράφο. Το 1927, επισκέπτεται την Αίγυπτο και το Σινά. Ολοκληρώνει την «Οδύσσεια» και δημοσιεύει την «Ασκητική» στο περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού. Στη Ρωσία θα γνωριστεί με τον συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι και διοργανώνουν από κοινού ομιλία στο θέατρο Αλάμπρα, εξυμνώντας το «Σοβιετικό πείραμα», η οποία καταλήγει σε διαδήλωση. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει συνεχώς και γράφει ακατάπαυστα.
Η γερμανική κατοχή τον καταβάλλει. Απομονώνεται στην Αίγινα γράφοντας τον «Αλέξη Ζορμπά», τη μετάφραση της «Ιλιάδας» και μια παραλλαγή της τριλογίας «Προμηθέας», του Αισχύλου. Σχεδιάζει το έργο «Ο τελευταίος πειρασμός». Με την απελευθέρωση επιστρέφει στην Αθήνα κι εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
[…Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε ενικήθει ο θάνατος…]
Ο Τελευταίος πειρασμός
Το 1945, παντρεύεται την Ελένη Σαμίου κι αναλαμβάνει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Συνασπισμού του Σοφούλη για να παραιτηθεί τρεις μήνες μετά. Το 1946, προτείνεται ως υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ. Το 1947, διορίζεται φιλολογικός σύμβουλος στην UNESCO και το 1948 παραιτείται για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο συγγραφικό του έργο κι εγκαθίσταται στην Κυανή Ακτή. Τα έργα του μεταφράζονται και κυκλοφορούν σε όλη την Ευρώπη. Το 1953, γράφει τον «Φτωχούλη του Θεού», ενώ η εκκλησία επιχειρεί τη δίωξή του με αφορμή τα έργα του «Καπετάν-Μιχάλης» και «Ο τελευταίος πειρασμός». Ο Πάππας εγγράφει τον «Τελευταίο πειρασμό» στη Ρωμαιοκαθολική λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Το 1956, θα τιμηθεί στη Βιέννη με το Βραβείο Ειρήνης. Την ίδια εποχή εκδίδονται τα «Άπαντα».
Το έργο του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» προβάλλεται στις Κάνες, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, λίγο πριν το ύστερο ταξίδι του στην Κίνα. Ο εξασθενημένος οργανισμός του υποκύπτει στην επιδημία ασιατικής γρίπης, 26 Οκτωβρίου του 1957.
[…Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω; Πού νάβρω μια ψυχή, σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν τη ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;…]
Αναφορά στο Γκρέκο
Ποντοπόρος των ιδεών, ο Νίκος Καζαντζάκης, ταξίδεψε πυρετωδώς στην αλήθεια τους, υπηρέτησε με πάθος τη μετεξέλιξή τους, αμφισβητήθηκε, αφορίστηκε κι αποθεώθηκε όσο ελάχιστοι διανοητές. Ασκήτεψε στην υψηλή νόηση και την λεπτοφυή αίσθηση, εξερευνώντας με δέος και τόλμη τις ισχυρές προκλήσεις των θεανθρώπινων λογισμών και έργων. Ανατρέποντας το σύνηθες και διαταράσσοντας το καθιερωμένο, έκανε πράξη μια ύψιστη αποστολή: την ιερή ένωση του ορθού γίγνεσθαι και του ποιητικού είναι, κατακτώντας τόσο την πνευματική ολότητα όσο και μια πανάξια θέση στο στερέωμα της παγκόσμιας γραμματείας.
[…Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος…]
Βραχόκηπος
* Χριστίνα Κόλλια, Ερευνήτρια Συγγραφέας/Ποιήτρια