Ο Θανάσης Δρίτσας στοχάζεται με αφορμή το υδάτινο στοχείο και τα χειμερινά τοπία «των ψυχών» και των ημερών

Τα κείμενα που ακολουθούν βασίζονται σε ημερολογιακές (1998-2018) χειρόγραφες σημειώσεις του συγγραφέα ενώ ο ίδιος τα θεωρεί ως Χειμερινά Τετράδια Ασκήσεων. Μερικά αποσπάσματα των κειμένων περιέχονται σε βιβλία του Θανάση Δρίτσα (βλ. Δύο Ποιητικοί Μονόλογοι, Κωδικός Μπλε, Το Διακόνημα και το Χειροτέχνημα).

«Κοιτάζω και βλέπω το χιόνι. Το χιόνι που έρχεται απλά να σφραγίσει τη χειμωνιάτικη ψυχή, τη δική σου ψυχή που πάντα υπήρχε εκεί που έπεσε το χιόνι. Το χιόνι έφθασε σα λύση σε πρόβλημα τοπολογίας, όπως για παράδειγμα το αναποδογυρισμένο μανίκι. Το χιόνι που πέφτει σήμερα δεν είναι παρά η κρυμμένη μέσα όψη της ψυχής, της ψυχής σου, που σήμερα γύρισε ανάποδα όπως σε μπουφάν διπλής όψης. Ποιά είναι άραγε η αληθινή όψη; Η μία συχνή η άλλη σπάνια. Χιόνι, άσπρη μνήμη θανάτου. Χιόνι άσπρο, να σκεπάσει, να παγώσει, να καταψύξει τις μαύρες σκέψεις. Ακίνητη ύλη που σύντομα θα αναστηθεί για να συνεχίσει το κυκλικό ταξείδι του νερού».

Το υδάτινο στοιχείο κυριαρχεί με τις διάφορες μορφές του τον χειμώνα. Βροχή και χιόνι μας συνοδεύουν. Έχω καταλάβει ότι και το χιόνι (παγωμένο μορφη του νερού) είναι ψυχοθεραπευτικό υλικό και ίσως στο μέλλον αν εξαφανισθεί το φυσικό χιόνι να ρίχνουν οι ειδικοί τεχνητό χιόνι. Το χιόνι το χρειάζονται οι ψυχές την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Το χιόνι βοηθάει κάθε διαφορετική ψυχή να χουχουλιάσει και να ζεσταθεί όπως μέσα σε μια λευκή μάλλινη κουβέρτα. Η περίοδος των εορτών μοιάζει τόσο απαραίτητη για τη συνέχιση της ζωής όσο και ο ύπνος. Επίσης τις πρώτες ημέρες του χρόνου (μετά την Πρωτοχρονιά) όλες οι μυωπικές ψυχές φοράνε για λίγες μέρες τα κατάλληλα γυαλιά και στη συνέχεια τα πετάνε από πάνω τους λίγο μετά τον ερχομό του νέου χρόνου. Για λίγες ημέρες οι πληγωμένες ψυχές (όλες οι ψυχές δηλαδή) μπορούν να επουλώσουν τα τραύματα τους πριν γυρίσουν πίσω στο μέτωπο. Και πως συμβαίνει αυτή η επούλωση; Μα βέβαια με ζεστό τσάι ή καφέ, γλυκά, χρωματιστά περιτυλίγματα δώρων, φωνές, τραγούδια, αλκοόλ και μουσική.

Τα παιδιά περνούν ανέμελα αυτές τις ημέρες απλά γιατί δεν συνειδητοποιούν το πέρασμα του χρόνου, απλά γιατί ένα παιδί θεωρεί ότι το περιμένουν ακόμη άπειρες γιορτές πάνω στον πλανήτη γη. Αντίθετα οι ηλικιωμένοι ενδόμυχα φοβούνται τις «άγιες» ημέρες των εορτών. Είναι βαρύ και δύσκολο για τους παππούδες και τις γιαγιάδες να μετρήσουν τις απώλειες των συνομήλικων φίλων και συγγενών και αυτό το βασανιστικό μέτρημα (των κεφαλών) συμβαίνει αναπόφευκτα όταν όλοι θα μαζευτούν γύρω από το δέντρο ή το τζάκι. Και  ο ύπνος έρχεται δύσκολα για τους πολύ μεγαλύτερους τα βράδυα, ο φόβος του θανάτου είναι που αποδιώχνει τον ύπνο τέτοιες μέρες φορτισμένες με αναμνήσεις.

Τα παιδιά δε φοβούνται καθόλου το χιόνι και ζητάνε να χωθούν μέσα του την ώρα που εκείνο στρώνεται ανάλαφρα στις αυλές και τους δρόμους, εφόσον έρθει βέβαια η ευλογία του χιονιού. Στην άλλη άκρη βρίσκονται οι μεγαλύτεροι που μιλάνε πάντα από μέσα τους και συχνά καπακώνουν τη χαρά τους, όπως όταν κλείνουν ένα μπουκάλι κρασί με φελλό. Οι πιο μεγάλοι φοβούνται επίσης τη καθαρότητα που κλείνει μέσα του το χιόνι γιατί τους θυμίζει «ανομολόγητες αμαρτίες». Όταν χιονίζει πυκνά, προοδευτικά πυκνότερα, η όραση χάνει ως αίσθηση πλέον τότε την αξία της. Το φαινόμενο συνεχίζεται στο κέντρο της ψυχής, το χιόνι γίνεται τοπίο της ψυχής και έχει χάσει πλέον τη σημασία του το υλικό, το εξωτερικό χιόνι. Αυτό ακριβώς είναι και οι γιορτές των ημερών, ένα σιωπηλό χειμερινό τοπίο της ψυχής, μια μουσική παύση στη μελωδία της ζωής, ένα άσπρο χαλαρωτικό Adagio, μια ανάσα του χρόνου που στέκεται να ξαποστάσει πάνω στο φρέσκο χιόνι.

Το υδάτινο στοιχείο συμβολίζει την επιστροφή στην μήτρα και την ασφάλεια του αμνιακού υγρού, εκεί που μεγαλώσαμε όλοι ως έμβρυα. Η ζωή προήλθε από το υγρό στοιχείο. Επίσης νοιώθω ότι δραπετεύω μέσα στον γαλήνιο κόσμο του νερού και του χιονιού, ίσως έχω την αίσθηση κάποιας απειλής από τον ταραγμένο κόσμο του σήμερα και νοιώθω την ανάγκη να δραπετεύσω στο ενυδρείο. Λατρεύω τα ενυδρεία και τους ωκεανούς. Αν δεν είχα σπουδάσει ιατρική θα μου άρεσε πολύ η ιδέα να γίνω υδροβιολόγος ώστε να απολαμβάνω την κατάδυση στους ωκεανούς. Γράφω σε ένα ποιητικό μου κείμενο (Στον Προσωπικό μου Άγγελο) το εξής που μεταφέρει την άποψη μου για τα ενυδρεία: «Ντυμμένος κόκκινο ψάρι βουτάω χωρίς συσκευή οξυγόνου στο ενυδρείο, κανένα από τα ψάρια που συναντώ δεν αντιλήφθηκε ότι κάποτε υπήρξα άνθρωπος που ύστερα πεθύμησε του ενυδρείου το ήσυχο γαλάζιο ντυμμένος κόκκινο ψάρι, όλα τα πρωινά που θα θρηνείτε την απώλεια μου εγώ ένοπλος θα περιπολώ τη γαλάζια σκοτεινιά του ενυδρείου ντυμένος κόκκινο ψάρι, δεν θα χρειαστεί ούτε καν να με ταίσετε μια μικρογραφία ωκεανού εξασφάλισε την τροφή μου»

Ας αναλογιστούμε και τα κακά πνεύματα των ημερών, παραδοσιακά το ρόλο των κακών πνευμάτων έχουν αναλάβει οι Καλικάντζαροι. Σήμερα τα κακά πνεύματα έχει εξαπολύσει ο καταναλωτισμός και η ευδαιμονιστική αντίληψη των αγορών. Άλλωστε η λέξη «αγορά» έχει γίνει κυρίαρχη στο λεξικό των ημερών που γενικότερα βέβαια φτωχαίνει από λέξεις. Τα κακά πνεύματα αυτό που κάνουν είναι να συνδέουν πλέον όλες τις αξίες με το χρήμα και αποφεύγει η εποχή μας να αποδώσει αξία σε ότι δεν συνδέεται με το χρήμα.  Δεν είσαι ότι αξίζεις αλλά είσαι αυτό που αποδίδεις χρηματικά. Η φτώχεια θεωρείται αποτυχία και είδος σοβαρής ασθένειας στην εποχή μας. Χρειαζόμαστε όλοι οπωσδήποτε έναν αγιασμό για να καθαρίσει το μυαλό μας από τις αποκλειστικά υλιστικές σκέψεις, αυτή είναι και η έννοια του αγιασμού τελικά, να δώσει πίσω την χαμένη πνευματικότητα του ανθρώπου.

Ημερολόγια του Δεκέμβρη 2008. Τα  μαύρα γεγονότα του Αλέξη Γρηγορόπουλου και η Αθήνα στις φλόγες. Καμμένο το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας Συντάγματος. Θλιβερές ώρες ιστορικής καταστροφής. Τα αποκαλώ ουσιαστικά τα πρώτα Χριστούγεννα Χωρίς Χριστό. Τα καμμένα απομεινάρια της γιορτής έκλεισαν βιαστικά σε αραχνιασμένα κουτιά οι οδοκαθαριστές του Δήμου της Αθήνας για να μην τα βλέπουν οι ελάχιστοι τουρίστες, μήπως και δεν μας ξανακάνουν τη χάρη να επισκεφτούν πάλι κάποτε την άθεη αυτή πόλη αυτή των Γραικών. O ουράνιος σταθμάρχης μάζεψε όλες τις σφαίρες που είχαν εξοστρακισθεί και ακόμη κράτησε μέσα σε ένα μικρό λυχνάρι, σαν το λυχνάρι του Αλαντίν, λίγα κυβικά εκατοστά από τα δάκρυα. Τα δάκρυα του πλήθους. Πονεμένα δάκρυα που έφερε όχι κάποια τυχαία έκρηξη χαράς ή λύπης αλλά οι χίλιες εκρήξεις των δακρυγόνων. Έτρεχαν μερικοί μίζεροι και πειναλέοι πλιατσικολόγοι να τ’ αρπάξουν στον αέρα πριν ακόμη σκάσουν στο παγωμένο τσιμέντο της πλατείας, νόμιζαν ότι αυτά είναι τα δώρα της Αστυνομίας για τον Μέλλοντα Χρόνο, το νέο χρόνο που αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να μείνει Παρελθών Χρόνος και να μην περάσει στον Παρόντα Χρόνο.

Kάποια  στιγμή όταν σκούπισα τα κόκκινα δάκρυα είδα πάλι καθαρά το μαινόμενο πλήθος και ένοιωσα τον παγωμένο αέρα να μπαινοβγαίνει ανακουφιστικά στα μαύρα πλέον πνευμόνια μου. Eίδα τότε πολύ καθαρά πέρα από τον όχλο. Oργισμένοι νέοι παλέβανε με οργισμένους νέους, αστυνομία και όχλος, όχλος και αστυνομία, ο ίδιος λαός, ένας λαός Aθώων Tυφλών. Oι πραγματικοί ένοχοι, οι αντιπρόσωποι των Αθώων έφευγαν ατσαλάκωτοι μέσα στις γυαλιστερές μαύρες λιμουζίνες στα βόρεια της πόλης, οι λιμουζίνες καθώς γλίστραγαν σαν αστραπή  ανάμεσα σε αφηνιασμένους ανθρώπους, καπνούς και σκουπίδια άφηναν πίσω τους ένα δαιμονισμένο ήχο, ένα φρικιαστικό ουρλιαχτό που έμοιαζε με σαρκαστικό γέλιο. Σαν να έλεγαν κοροιδευτικά: σας τη φέραμε και πάλι ζωντόβολα!

Oι κρεμάλες χρόνια τώρα στημένες όμως ο δικαστής και ο δήμιος πάντα λείπουν, η απόφαση εκκρεμεί. Μια δυσωδία σάπιας ανθρώπινης σάρκας απλώθηκε σε κάθε σημείο της άθεης πόλης που πάλι γιορτάζει τα Χριστούγεννα. Φέτος η πόλη θα γιορτάσει τα πρώτα της Χριστούγεννα χωρίς Χριστό.

Η πόλη στεγνή προσδοκούσε πλέον (με ξεραμένο στόμα από τη δίψα) το Μεγάλο Αγιασμό της ημέρας των Θεοφανείων, ίσως για πρώτη φορά με τόση ανυπομονησία. Να μας αγιάσει, να μας σκεπάσει το παγωμένο κήτος του νερού, να πέσει πάνω μας ένας υδάτινος μετεωρίτης μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Και η Αθήνα της Δημοκρατίας, η πόλη που είχε ήδη βέβαια ξεψυχήσει από καιρό, να κυλήσει ήσυχα πάνω στο νερό  μέχρι το βούρκο της σιωπής της σαν νεκρή Οφηλία, με το κορμί της διάτρητο  από τις σφαίρες των παιδιών της, των Μητροκτόνων. Σαν πνιγμένη Καρυάτιδα με άδειο βλέμμα και τα ξέπλεκα κυματιστά μαλλιά της να ακολουθούν το ρεύμα του παγωμένου νερού που παρέσυρε στο διάβα του και τα ίχνη των δολοφόνων. Φρέσκο αίμα και νερό, μαζί με κομμάτια από χειμερινά ερείπια και κάλυκες από σφαίρες συνόδευαν το σώμα της νεκρής Αθήνας στο τελευταίο του ταξίδι. Πόσο ταιριαστά τα λόγια της Βασίλισσας Γερτρούδης από τον Άμλετ του Σαίξπηρ που αναφέρεται στη νεκρή Οφηλία (Queen Gertrude, Hamlet IV.7): Απλώθηκε το φόρεμα κι όμοια νεράιδα την κράτησε για λίγο στον αφρό. Και τότε εκείνη παλιά τραγούδια αρχίνησε να λέει, λες και δεν ένοιωθε τη μαύρη συμφορά της, λες κι ήταν ύπαρξη μες το νερό πλασμένη. Μα ώρα πολλή δεν πέρασε από τότε και τα φορέματα της βάρυναν βρεγμένα, κι απ’ το γλυκό τραγούδι της σύραν την κόρη την άμοιρη, σε τάφο βούρκο…

Ακολουθεί μουσικό βίντεο:

Thanassis Dritsas Winter passages

Winter Passages. Στην Άκρη των Παραμυθιών: Μουσική Θανάσης Δρίτσας, Στίχοι Χρήστος Μπουλώτης, Ερμηνεύει η Αθήνα Δημητρακοπουλου, Φωτογραφίες Αθήνα Γκριτζάλα.

athensvoice.gr