Ljubica Marić
(1909 – 2003)

Γράφει η ‘Εφη Αγραφιώτη 

H εμβληματική μορφή της σέρβικης οικογένειας συνθετών, είναι γυναίκα, με καταγωγή, κατά το ένα σκέλος, από τη Θεσσαλονίκη. Είναι από τους λίγους μουσικούς δημιουργούς που έχουν χρησιμοποιήσει την εκκλησιαστική μουσική της βυζαντινής εποχής σε σύγχρονα έργα. Μια εμπνευσμένη γυναίκα, συνθέτρια, φιλόσοφος, συγγραφέας, θεωρητικός, από τους διαπρεπέστερους μουσουργούς του προηγούμενου αιώνα, σιγά – σιγά αναγνωρίστηκε παγκοσμίως και κατακτά πλέον το ευρύτερο μουσικόφιλο κοινό. Ευτυχώς, ποτέ δεν είναι αργά!

Και γιατί όχι;. Μουσική εκπαίδευση άρτια, πρωτότυπη έμπνευση, ευφυΐα, δυναμισμός, ταλέντα δοσμένα μεν από τη φύση αλλά αυστηρά και εφ’ όρου ζωής ασκούμενα, αγωνιστικότητα, αφιέρωση, υψηλοί πάντα στόχοι. Δεν είναι λίγα!
Η Marić ήταν κόρη οδοντίατρου παθιασμένου με τις τέχνες. Για εμάς παρουσιάζει και ενδιαφέρον το ότι ο προπάππους της (από την οικογένεια της μητέρας της) ήταν ο φημισμένος στην εποχή του Αθηναίος φαρμακοποιός Κάπαρης. Η μουσικολόγος Melita Milin που έχει για πολλά χρόνια ασχοληθεί με την συνθέτρια και το έργο της δημοσιεύοντας εργασίες και ένα βιβλίο, μου έδωσε χρήσιμες πληροφορίες για το ελληνικό στοιχείο της καταγωγής της Marić. Την ευχαριστώ για το προσφερόμενο υλικό, αλλά και για τις μακρόχρονες κοινές μας επικοινωνίες και αναζητήσεις.
Χρόνια πριν, μου μίλησε για το Βυζαντινό Κοντσέρτο της συνθέτριας. Για δέκα χρόνια αναζητούσα ορχήστρα για να το παίξουμε, μόνο που δεν βρήκα. Το Βυζαντινό Κοντσέρτο ευτυχώς για τους μουσικούς και τον πιανίστα δεν είναι πια χειρόγραφο. Ευτυχώς για την δική του διαδρομή στον κόσμο, τυπώθηκε, παίχτηκε και εκτιμήθηκε όπως του έπρεπε.
Η μουσικολόγος- ερευνήτρια Dr Melita Milin, βρήκε μεταξύ πολλών άλλων βιογραφικών λεπτομερειών και στοιχεία για το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, τα οποία βρίσκονται εδώ: Мелита Милин,Љубица Марић. Το βιβλίο της έχει 480 σελίδες και εξεδόθη από το Ινστιτούτο Μουσικολογίας της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, το 2018.

H Melita Milin στην παρουσίαση του βιβλίου της για την συνθέτρια, στο Βελιγράδι.

Ο Έλληνας προπάππους της, ο Δημήτρης Κάπαρης (1805-1875), καταγόταν από το Ποζάρεβατς, μια μικρή πόλη όχι μακριά από το Βελιγράδι. Φαίνεται πως τον είχε υιοθετήσει ένας Έλληνας ο οποίος τον φρόντισε και τον σπούδασε. Το παιδί μεγάλωσε, παντρεύτηκε την Καταρίνα από το Bela Crkva, μια περιοχή στα βόρεια του Βελιγραδίου, που ανήκε τότε στην Αυστρο-Ουγγαρία. Η Καταρίνα ήταν κόρη πλούσιας οικογένειας και σπούδασε στη Ρωσία. Ανάμεσα στα παιδιά τους ήταν η Σοφία, η γιαγιά της συνθέτριας (1841-1919). Η Σοφία παντρεύτηκε τον Cvetko Djordjevic και ανάμεσα στα 11 παιδιά τους ήταν και η μητέρα της Ljubica, η Katarina (1878-1964).

Είναι λυπηρό που η Ljubica δεν είχε στενούς συγγενείς εν ζωή στην ενήλικη ζωή της. Πολλά μέλη της οικογένειάς της, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα και των θείων της πέθαναν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών ταραχών και του Μεγάλου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου Βαλκανικού πολέμου, ο Παύλος Μάριτς, ο πατέρας της συνθέτριας, σκοτώθηκε ανήμερα των γενεθλίων του. Η συνθέτρια δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει το τραύμα της. Στην στρατιωτική παρέλαση για την επιστροφή των στρατιωτών από τον πόλεμο, το άλογο του πατέρα της εμφανίστηκε χωρίς τον αναβάτη του. Αυτό το τραγικό συναίσθημα δεν έσβησε και η μνημη εμφανίζεται πάντα σαν κραυγή και τρόμος στις ορχηστρικές συνθέσεις της, παιγμένο από τις τρομπέτες.

Η συνθέτρια χαρακτηριζόταν από βαθιά θρησκευτική αλλά και πολιτική συνείδηση. Πήρε δυνατή ώθηση από την οικογενειακή κουλτούρα, ήταν εκ των πραγμάτων πολύπλευρα προικισμένη, ενθαρρύνθηκε από το περιβάλλον και τους δασκάλους στις επιλογές της. Μελέτησε σε βάθος την εκκλησιαστική και την βυζαντινή μουσική και παράλληλα μελετούσε φιλοσοφία.

Ήταν μαθήτρια του του Josip Štolcer-Slavenski (1896-1955), αγαπημένου μαθητή του Bela Bartok. Συνάντησε το 1930 τον Stravinsky στην Πράγα και τον Shostakovich κατά την επίσκεψή του στο Βελιγράδι, το 1963. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς της είχε πει: ακούω από τα βάθη της ψυχής σας μια καθαρή, πειστική και εντυπωσιακή γλώσσα, συνεχίστε! Υποσχέθηκε να προτείνει την παρουσίαση της μουσικής της στη Μόσχα. Δεν υλοποιήθηκε το σχέδιο, πιθανότατα λόγω της αντίδρασης του τότε καθεστώτος στα φανερά στοιχεία επιρροής της από την εκκλησιαστική μουσική, τα οποία όχι μόνον χρησιμοποιούσε η συνθέτρια αλλά και πρόβαλε στα έργα της. Ο Slominsky και ο Bartok έχουν κι αυτοί εκφράσει το θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητά της.


Η συνθέτρια με τη μητέρα της

Η Ljubica Marić γεννήθηκε στην περιοχή Κραγκούγιεβατς στις 18 Μαρ 1909, έδειξε πολύ νωρίς τα χαρίσματα της, το ταλέντο στη μουσική, την εντυπωσιακή εικαστική της έκφραση, την εξαίσια φωνή της, τη δυνατότητα να εκφράζεται ποιητικά. Το πρώτο τραγούδι που έγραψε (ήταν τότε δεκαεννέα ετών), είχε τίτλο Η Θλίψη για ένα κορίτσι. Ήταν σύνθεση για ανδρική χορωδία. Συστάθηκε τότε εκ των ενόντων μια χορωδία από μέλη της σλαβικής ομάδας μεταπτυχιακών σπουδαστών η οποία το ερμήνευσε. Τα θετικά σχόλια των καθηγητών της και οι διπλωματικές της εξετάσεις στο βιολί και στο πιάνο όπου εντυπωσίασε παίζοντας δικά της έργα, έδωσαν εισιτήριο για μεταπτυχιακές σπουδές στην Πράγα (1930). Η ζωή εκεί ήταν σκληρή για τη νεαρή μουσικό. Η μητέρα της στάθηκε στήριγμα της, δουλεύοντας ως οικιακή βοηθός σε σπίτια πλουσίων. Η ευγνωμοσύνη της συνθέτριας στάθηκε παντοτινή. Σε όλα τα έργα της δεν παραλείπει έκτοτε την αφιέρωση «στη μάνα μου». Στην Πράγα συνέθεσε το πρώτο ατονικό έργο που γράφτηκε από Γιουγκοσλάβο συνθέτη, το Κουαρτέτο Εγχόρδων, που δημιούργησε βέβαια έκπληξη και αντιπαραθέσεις, ευτυχώς όμως δεν της στέρησε και τα πολύ καλά σχόλια.

https://www.youtube.com/watch?v=cirQoGOYbVI

Στο Εθνικό Ωδείο της Πράγας είχε καθηγητές τον Josef Suk και τον Alois Haba που της άνοιξαν ορίζοντες διδάσκοντας όχι μόνον την παραδοσιακή αρμονία και σύνθεση αλλά και τη σύγχρονη μουσική αισθητική. Από νωρίς κάποια έργα της παίχτηκαν σε φεστιβάλ (Άμστερνταμ, Πράγα, Στρασβούργο) και οι πρώτες επαινετικές κριτικές γράφτηκαν. Τα περισσότερα έργα της εποχής της Πράγας έχουν δυστυχώς χαθεί .

Από το 1930 μέχρι το 1935, αν και σε δύσκολη για την καθημερινότητά της εποχή, είχε την τύχη να παρακολουθήσει συναυλίες των πρωτεργατών της τότε σύγχρονης μουσικής, του Anton von Webern, του Arnold Schönberg (που ιδιαιτέρως εκτιμούσε), από τον οποίο επηρεάστηκε στα έργα της δεκαετίας 1935-1945. Γνώρισε μουσικούς όπως ο Erwin Schulhof και ο Alban Berg που της ανέβασαν την αυτοπεποίθηση και την βοήθησαν να ωριμάσει και να απελευθερώσει τον συνθετικό της προσανατολισμό. Ως λέκτορας του Ωδείου της Πράγας η Ljubica Marić είχε την ευκαιρία να αφιερωθεί στη σύνθεση για μερικά χρόνια, επιχειρώντας να χρησιμοποιήσει καινοτόμα στοιχεία και νεωτερισμούς, αλλά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ανέτρεψε πολλά από τα σχέδια της. Και είναι αλήθεια ότι υπερασπιζόταν τη σταδιοδρομία της ως συνθέτρια παλεύοντας κάτω από τραγικές συγκυρίες, ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους και υπό το βάρος των πολιτικών καταστάσεων στη χώρα της. Υπέστη διωγμούς και φυλακίσεις (λόγω των ιδεολογικών της στάσεων και του θάρρους να εκφράζει τις απόψεις της) ήδη από τα χρόνια που σπούδαζε στην Πράγα. Είναι μια συναρπαστική ιστορία που μοιάζει με παραμύθι, αν και δεν είναι. Χρειάστηκε να ζει για μεγάλα διαστήματα κλεισμένη στο σπίτι της στο Βελιγράδι. Παρηγορήθηκε με τη σύνθεση της μουσικής της, ζωγραφίζοντας, φτιάχνοντας υπέροχα γλυπτά και μελετώντας ποίηση και φιλοσοφία. Ήταν οι αντιστάσεις της. Για ένα διάστημα κατάφερε να δουλεύει ως δασκάλα θεωρητικών στο Μουσικό Σχολείο Στάνκοβιτς του Βελιγραδίου. Ο ιδρυτής του σχολείου, συνθέτης και μέγας παιδαγωγός Στάνκοβιτς μιλούσε για το ταλέντο της και πίστευε στην εξέλιξή της από τα πρώτα μαθητικά της χρόνια. Στο επιστημονικό δοκίμιο της μουσικολόγου Melita Milin μαθαίνουμε πολλά για την δραστηριότητα της Ljubica Marić στη δεκαετία του 1930. Αργότερα διετέλεσε καθηγήτρια στη Μουσική Ακαδημία του Βελιγραδίου και τακτικό μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών (εισήλθε το 1963, την ίδια χρονιά με τον συγγραφέα Ivo Andrić).
Σχέδιο της συνθέτριας.

Η Marić είναι η πρώτη διευθύντρια ορχήστρας του γιουγκοσλαβικού κράτους. Ως μαέστρος, διηύθυνε και δικά της έργα ανάμεσα σε έργα άλλων συνθετών, με ορχήστρες της Ευρώπης. Μεγάλος υποστηρικτής της στάθηκε ο Βερολινέζος μαέστρος Hermann Scherchen, ένας από τους πρωταγωνιστές της τότε σύγχρονης μουσικής, από τους ανθρώπους που την γνώριζαν όσο ελάχιστοι.

Από το 1964, χρονιά που έχασε την μητέρα της, έως το 1983 η πένα της σώπασε. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 άρχισε να ασκείται και να ερευνά την αυτοσχεδιαστική μουσική και το 1983 ένοιωσε την ανάγκη να συνθέσει και πάλι. Και τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια; Αυτοσχεδίαζε σε.. άλλους τομείς: κατασκεύαζε μουσικές από ήχους προερχόμενους από απλά καθημερινά αντικείμενα, από οδοντιατρικά και άλλα ετερόκλητα υλικά. Με αυτή τη μορφή δημιουργίας η Marić συνέδεε τις οικογενειακές μνήμες με το παρόν. Τα τελευταία χρόνια, και αφού είχε πια εγκαταλείψει την αβανγκάρντ και είχε διαμορφώσει μια απόλυτα προσωπική, πρωτότυπη μουσική έκφραση, μετά από πνευματική περιπλάνηση και καλλιτεχνικές ικανοποιήσεις, ζούσε απομονωμένη από το δημόσιο βίο. Τα χρόνια αυτά μελέτησε εις βάθος τον ταοϊσμό, δεχόταν στο σπίτι της νέους σκεπτόμενους καλλιτέχνες και μουσικολόγους (Ξένια Γιάνκοβιτς, Μελίτα Μιλίν), στεκόταν δημιουργική με έναν άλλο τρόπο, στο Βελιγράδι, όπου πέθανε στο στις 17 Σεπτεμβρίου 2003.


Zoran Petrović: Η Ljubica Marić, λάδι σε καμβά

Στο καινοτόμο έργο της η Marić ενδοσκοπεί στη λαϊκή μουσική των σέρβων και τoυς ήχους της Ορθοδοξίας. Το αριστουργηματικό Βυζαντινό Κοντσέρτο για πιάνο είναι αυτής της τεχνικής έργο. Σύμφωνα με τη ίδια το έργο είναι ένας φόρος τιμής στη βυζαντινή κληρονομιά και τις πολιτιστικές ρίζες όχι μόνο των βαλκάνιων αλλά όλων των ευρωπαίων. Ένα άλλο εντυπωσιακό και πρότυπο έργο της είναι το Ostinato για άρπα, πιάνο και ορχήστρα εγχόρδων (Ostinato super thema Octoïcha, for piano, harp and string orchestra (1963). Καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνθεσης το πιάνο παρουσιάζει διακριτικά μια γαλήνια μελωδία και την επαναλαμβάνει με ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις και εκφραστικές διακυμάνσεις. Η άρπα παίζει μια φαντασία ακουμπώντας τους ήχους της πάνω στο πιάνο και τα έγχορδα σαν σε μια πλήρη αντίθεση, δημιουργούν εντυπωσιακές εκρήξεις.
Σε αρκετές συνθέσεις της, παρακολουθούμε μια πρωτότυπη συνεργασία της μεσαιωνικής μουσικής και της πρωτοπορίας, ενώ αλλού, αγγίζει τον εξπρεσιονισμό και τον παντρεύει με το βαλκανικό ηχόχρωμα.

Για ένα διάστημα υπήρξε όπως αναφέραμε, φανατική οπαδός της avant-garde του 20ου αιώνα, συν-δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα λυρικό και φιλοσοφικό συγχρόνως. Η μουσική της περιπλανήθηκε χωρίς δισταγμό και προανήγγειλε ή υποδέχτηκε πρώτη τον μεταμοντερνισμό, και σε κάποιες περιπτώσεις τον μινιμαλισμό. Τα έργα της που διασώθηκαν, εκδίδονται πλέον από την Furore Verlag, που εδρεύει στο Kassel. Η δισκογραφική εταιρία Chandos κατέχει το ηχητικό της αρχείο και έχει δεσμευτεί να εκδώσει όλα τα ηχητικά ντοκουμέντα της συνθέτριας.Tο μεγαλύτερο στοίχημα είναι να βρεθούν τα πάμπολλα χαμένα έργα της και να φυλαχτούν ώστε να μη ξανά-χαθούν, αυτό το ανέλαβαν σοβαροί ερευνητές της Σερβίας.

Τα 100 χρόνια από τη γέννησή της, γιορτάστηκαν τι 2009 επίσημα από την UNESCO και τότε την ανακάλυψαν πολλοί Ευρωπαίοι. Η γέννηση της συνθέτριας ενεγράφη ως μια σημαντική ημερομηνία για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

Μερικές σημειώσεις της, για να σκεφτούμε:

Κάθε δύσκολη στιγμή περικλείει μια μικρή αιωνιότητα.
Ίσως να είμαστε σε θέση να βρούμε τα πάντα, εκτός από την πρώτη στιγμή του κόσμου..
Τα δυσκολότερα πράγματα μιλούν με τη σιωπή..
Ο χρόνος είναι η σκιά της ύπαρξής μας. Η ψυχή είναι ό,τι τρεμοπαίζει μεταξύ της επιθυμίας και του θανάτου.
Είναι σημαντικό να έχουμε τη γνώση, αλλά το πιο σημαντικό, είναι να αναπτύξουμε κρίση. Χρειάζομαι και τα δύο για να υπάρχω, αυτό που πιστεύω και αυτό που γνωρίζω.