CLAUDE DEBUSSY /Ο monsieur « Claude de France » (1862-1918)
Συνθέτης που καθόρισε την πορεία της μουσικής αισθητικής με το έργο και τις απόψεις του, ο Ντεμπυσσύ πέθανε την ίδια χρονιά με τον Γκιγιώμ Απολλινέρ και τον Γκούσταβ Κλίμτ. Η μουσική του ακούστηκε και συνεχίζει να αγαπιέται παντού, χρησιμοποιήθηκε ίσως όσο κανενός άλλου «κλασικού», στον κινηματογράφο και το θέατρο. Η βιβλιογραφία που τον αφορά είναι κι αυτή πολύ μεγάλη, όπως και η δισκογραφία εξ άλλου.
Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1862 και πέθανε την 25η Μαρτίου του 1918. Από το 1872 για δέκα χρόνια μελέτησε στο Ωδείο του Παρισιού με επιφανείς δασκάλους, δεν τον χαρακτήριζε πάντως ιδιαίτερη συνέπεια και πειθαρχία.. Οι δάσκαλοι υποστήριζαν πάντοτε ότι είχε πολύ ταλέντο στο πιάνο αλλά και στα δημιουργικά θεωρητικά μαθήματα. Ο ίδιος έδειχνε να μην επηρεάζεται από τα καλά λόγια. Οι πρώτες συνθέσεις είδαν το φως το 1879 πιθανώς, και μπορεί να ήταν ασκήσεις επί χάρτου που απαίτησαν οι σπουδές του. Η σοβαρή φάση των σπουδών σύνθεσης άρχισε την επόμενη σαιζόν, το 1880. Η φάση αυτή της ζωής του υπήρξε περιπετειώδης. Ο νεαρός ταλαντούχος συνθετης ήταν πολύ ανήσυχος και απρόβλεπτος, άλλοτε εξέπληττε θετικά και άλλοτε απογοήτευε τους δασκάλους του. Μέσω του Φρανσουά Μαρμοντέλ, του δασκάλου του στο πιάνο, ο Ντεμπυσσύ γνωρίζει την περίφημη κοσμική κυρία φον Μεκ, φίλη των Λιστ και Τσαικόφσκι. Ακούγοντας τον Ντεμπυσσύ να παίζει δικές του συνθέσεις στο πιάνο, η Μεκ διαπίστωσε ότι θα άξιζε να τον βοηθήσει να εξελιχθεί και χρησιμοποίησε τις γνωριμίες της προς την κατεύθυνση αυτή για τρία περίπου χρόνια.
Το 1883, ο Ντεμπυσσύ έλαβε μέρος στον διαγωνισμό σύνθεσης για το Prix de Rome της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, που είχε ως έπαθλο για τον νικητή μια τριετή υποτροφία φοίτησης στη Βίλλα των Μεδίκων, στη Ρώμη. Ηταν ύψιστος στόχος και έγκυρη διάκριση για κάθε συνθέτη εκείνη την εποχή. Η κριτική επιτροπή απένειμε το πρώτο βραβείο στον Πωλ Βιντάλ, ενώ ο Ντεμπυσσύ πήρε το δεύτερο βραβείο. Την επόμενη χρονιά (1884), επιχείρησε πάλι, με την καντάτα του L’enfant prodigue και τότε πήρε την υποτροφία. Η διαμονή στη Βίλα των Μεδίκων ήταν επίπονη για τον Ντεμπυσσύ. Οι συνθήκες, η πειθαρχία και οι απαιτήσεις τον εξόντωναν, και του έκλεβαν τη διάθεση να συνθέσει. Έπρεπε να ολοκληρώσει στον ίδιο χρόνο και έργα για το Κονσερβατουάρ, με τα οποία να διαπιστωθεί η πρόοδός του. Ανάμεσα στα έργα της εποχής είναι η συμφωνική ωδή Zuleima, που η επιτροπή του Ωδείου του Παρισιού έκρινε ως ακατανόητο και ακατάλληλο ακόμα και για παρουσίαση, το ορχηστρικό κομμάτι Printemps και η καντάτα La Damoiselle élue. Ο Ντεμπυσσύ εντέλει διέκοψε «προσωρινά» την φοίτησή του το 1886 στην Βιλλα των Μεδίκων, επιστρέφοντας στο Παρίσι, ενώ αρνήθηκε να παραβρεθεί στην τελετή αποφοίτησης (1889), αποκόπτοντας οριστικά τους δεσμούς με την Ακαδημία το 1890. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, για την μουσική εξέλιξη του Ντεμπυσσύ φαίνεται ιδιαίτερη σημασία δεν είχαν τόσο οι εγκύκλιες σπουδές του όλα αυτά τα χρόνια, όσο οι γνωριμίες του με πρόσωπα της διανόησης και της τέχνης, τον Μανέ, τον Ντεργκά, τον Πολ Βερλαίν, τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Ερίκ Σατί, με τα έργα σημαντικών συνθετών της εποχής και τους εξω-ευρωπαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς. Στη φάση αυτή, της ρήξης με τις αυστηρές σπουδές, ζει ως μποέμ, κερδίζοντας τα προς το ζην ως πιανίστας, ενορχηστρωτής και μουσικοκριτικός, ενώ παράλληλα για πρώτη φορά, απελευθερωμένος από τους ακαδημαϊκούς κανόνες, απολαμβάνει τη διαδικασία της σύνθεσης. Την εποχή αυτή εντάχθηκε στον κύκλο του συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλλαρμέ, από το ποίημα του οποίου L’après-midi d’un faune εμπνεύστηκε ένα από τα σημαντικότερα ορχηστρικά του έργα,το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός Φαύνου, το 1894. Έργο της ίδιας εποχής είναι και του κουαρτέτο σε σολ ελάσσονα με το οποίο προτείνει θαρρετά όλη τη νέα του αρμονική καινοτόμα ηχητική ενώ με επόμενες συνθέσεις του όπως τα Νυχτερινά (1999), τη Θάλασσα (1905) τις Εικόνες (1909) και τους δύο τόμους με 24 Πρελούδια για πιάνο (1910-13) συνέχισε να αμφισβητεί τις αρχές του συστήματος στο οποίο βασιζόταν η δυτική μουσική από το 1600.
O Ντεμπυσσύ διέκοψε πολύ νωρίς κάθε επιρροή από την κλασική φόρμα, ενώ είδε με ενδιαφέρον την ανατολίτικη μελωδική αίσθηση, τις τροπικές σκάλες, τους εκκλησιαστικούς τρόπους, τα διατονικά κλάστερς, την παράλληλη κίνηση στη χρήση των συγχορδιών, την επίμονη παράλληλη κίνηση διάφωνων συγχορδιών που δεν λύνονται όμως σε σύμφωνες συγχορδίες, τις χρωματικές κλίμακες και την πεντατονική μουσική, την κλίμακα με ολόκληρους τόνους, που είναι και ο πρώτος συνθέτης που την χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά στη μουσική του. Κατά τη διαδρομή δεν έδειξε να φοβάται τη σύγκρουση με την μέχρι τότε αποδεκτή μουσική πρακτική. Δεν δίσταζε να επαναλαμβάνει την προκλητική άποψη ότι δεν υπάρχουν …ειδικοί. «Ο καθένας γίνεται ειδικός ψάχνοντας επίμονα το δικό του κόσμο. Δεν πρέπει να ακούμε συμβουλές από κανέναν, μόνον από τον άνεμο, που καθώς περνάει μας μεταφέρει τις ιστορίες του κόσμου. Δεν επηρεάζομαι, ξέρω ότι σε πολλές εποχές την ομορφιά ορισμένοι την όριζαν ως ντροπή».
Ερεύνησε τις λεπτές χρωματικές αποχρώσεις και τα ρυθμικά σχήματα, επέμεινε στη μελωδικότητα που διαπνέεται από λεπτούς αδιάκοπους χρωματισμούς, έδωσε μεγάλη σημασία στο ρόλο ακόμα και της μιας και μοναδικής νότας. Όλα αυτά τα είπανε «συν-αίσθηση» της μουσικής του.
Αυτή η ιδιαίτερη, ιμπρεσσιονιστική μουσική χρησιμοποιήθηκε συχνά στη διαφήμιση (πχ. αρώματα Chanel) και στον κινηματογράφο. Ανάμεσα στα έργα του η Claire de Lune (Suite bergamasque) αγαπήθηκε και προτιμήθηκε ιδιαίτερα. Για παράδειγμα ήταν η βασική μουσική στο φιλμ Geant (1956) του Georges Stevens και στο Casino Royale (1967), όπου ο Τζέημς Μποντ έπαιζε την πανέμορφη μελωδία στο πιάνο. Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Sunzi Iwai το 2001 χρησιμοποιεί το ίδιο κομμάτι στις πιο δραματικές σκηνές της ταινίας του All about Lily Chou-Chou. Το ίδιο απόσπασμα ακούγεται και στην ταινία The Right Stuff (1983) του Philip Kaufman.
To 1993 o Gus Van Sant επέλεξε το κουαρτέτο εγχόρδων για να ντύσει σκηνές της ταινίας του Even Cowgirls get the blues. Η Arabesque no 1 πάλι, ακούγεται και στην ταινία Α good year (2006) του Ridley Scott. Από το έργο για δύο πιάνα En blanc et noir το αργό δεύτερο μέρος ακούγεται στην ταινία του Claude Chabrol (2000) Merci pour le chocolat. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να παραθέτουμε στοιχεία επί μακρόν…
Η ζωή του Ντεμπυσσύ ήταν ταραχώδης και στο διαπροσωπικό επίπεδο. Το 1899 παντρεύεται την Ροζαλί Τεξιέ. Τέσσερα χρόνια αργότερα γνωρίζει την Έμα Μπαρντάκ, ερωμένη του συνθέτη Γκαμπριέλ Φωρέ και συνάπτει μαζί της σχέσεις, οδηγούμενος σε ρήξη με την σύζυγό του. Αποτέλεσμα της ρήξης αυτής ήταν μια απόπειρα αυτοκτονίας της συζύγου. Ο Ντεμπυσσύ είχε αποκτήσει φήμη ως συνθέτης εκείνα τα χρόνια και το γεγονός αυτό προκάλεσε σκάνδαλο, ενώ ακόμα και οι στενοί του φίλοι τον κατέκριναν για την πράξη του. Πήρε διαζύγιο και το 1908 παντρεύτηκε την Έμα Μπαρντάκ, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει μία κόρη το 1905, στην οποία είναι αφιερωμένη η σουίτα για πιάνο Children’s Corner. Από το 1909 ο συνθέτης αντιμετώπισε τον καρκίνο. Οι θεραπείες ήταν αναποτελεσματικές. Μόνον η μορφίνη τον ανακούφιζε. Στα επόμενα χρόνια έχει τη μεγάλη ικανοποίηση από τη συνεργασία με τα ρωσικά μπαλέτα του Ντιάγκιλεφ και τον Νιζίνσκι. Για τον Ντιάγκιλεφ γράφει το 1915 και το μπαλέτο Jeux (Παιχνίδια), ένα από τα πρωτοποριακά έργα των τελευταίων του χρόνων. Την ίδια χρονιά χειρουργείται αλλά χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Το 1917 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε συναυλία και την επόμενη χρονιά σε ηλικία 55 χρόνων πεθαίνει. Η κηδεία του έγινε σε ζοφερό κλίμα λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που μαινόταν στην Ευρώπη και εν μέσω βομβαρδισμών του Παρισιού από τους Γερμανούς. Ένα χρόνο αργότερα η λατρεμένη του κόρη πεθαίνει από διφθερίτιδα, σε ηλικία 14 ετών.
http://www.youtube.com/watch?v=ItUzHeWx2xE