“Τo φόρεμα”. Διήγημα της Φανής Ματσινοπούλου
Όχι, δεν την ένοιαζε καθόλου. Ό,τι και να έλεγαν οι άλλοι. Τους έβλεπε όλους, που γελούσαν ειρωνικά∙ τους έβλεπε, που ψιθύριζαν μεταξύ τους. Δεν την ένοιαζε ούτε για το τι σκέφτονταν. Γιατί ακόμη κι όταν δεν μιλούσαν, τους κοίταζε βαθιά μες τα μάτια και καταλάβαινε πολύ καλά. Μάντευε τις σκέψεις τους από τις εκφράσεις και τα βλέμματα. Κανείς όμως δεν μπορούσε να την εμποδίσει. Εκείνη αυτό ήθελε, αυτό θα έκανε. Ο κόσμος να χαλούσε!
Πρωί βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, με κρύο και ζέστη, το τσίτινο λουλουδένιο φόρεμα. Τον χειμώνα τουρτούριζε κι έτρεμε απ’ το κρύο. Αλλά και πάλι δεν την ένοιαζε. Το παράξενο ήταν ότι ποτέ δεν κρυολόγησε, ποτέ δεν αρρώστησε. Κι όταν έβρεχε, το φόρεμα μούσκευε κι έσταζε. Τα λουλούδια του ποτίζονταν. Κι ήταν σίγουρη πως μοσχομύριζαν, όπως στην αυλή του σπιτιού της πριν από λίγους μήνες∙ γιασεμί και νυχτολούλουδο, βιολέτες και πασχαλιές. Κάθε βράδυ, όταν γυρνούσε απ’ το φαστφουντάδικο, το έπλενε και το άπλωνε. Το πρωί το σιδέρωνε προσεκτικά μήπως ξεχαστεί από την κούραση και κάψει κάποιο από τα πολύχρωμα λουλουδάκια του. Και το φορούσε. Το φορούσε με δυσκολία γιατί της ήταν στενό. Όσο περνούσε ο καιρός, τη στένευε ακόμα πιο πολύ. Ειδικά, στην κοιλιά και στη μέση, που διαγράφονταν έντονα. Το φόρεμα είχε κολλήσει πάνω της και την έσφιγγε. Το ταλαιπωρημένο της σώμα στέναζε. Τα κουμπιά στο στήθος κόντευαν να σπάσουν. Μερικές φορές νόμιζε ότι θα της κοπεί η ανάσα. Αλλά και πάλι δεν την ένοιαζε. Ήταν και, κάπως, κοντό. Τα πόδια της είχαν παχύνει κι αυτά∙ είχαν χαλαρώσει κι η κυτταρίτιδα είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της παρόλο που δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Αλλά εκείνη δεν έδινε καμιά σημασία σ’ όλα αυτά.
Εκείνη αυτό ήθελε, αυτό θα φορούσε∙ ο κόσμος να χαλούσε! «Σπλαχνικό λίπος», είπε ο γιατρός στο δημοτικό ιατρείο. «Άμα πας και σαβουρώνεις ό,τι πέσει στο διάβα σου, δε θα μαζεύεσαι στο τέλος. Έρχεστε εδώ, βρίσκετε τζάμπα φαγητό και πέφτετε με τα μούτρα». Δεν κατάλαβε και πολύ καλά τι της είχε πει, αλλά της φάνηκε εκνευρισμένος. Η αλήθεια είναι ότι είχε πάρει κάμποσα κιλά τον τελευταίο καιρό. Δεν ήταν όμως ότι έτρωγε πολύ. Ήταν αυτά τα χάμπουργκερ με τις τηγανητές πατάτες που τους έδιναν κάθε μέρα δωρεάν στο φαστφουντάδικο.
Ο κόσμος τη σχολίαζε συνεχώς και κρυφογελούσε μαζί της. Στη δουλειά, οι συνάδελφοί της κυκλοφόρησαν τη φήμη πως δεν έπρεπε να ήταν και πολύ στα καλά της. «Η ξενιτειά την έχει βαρέσει κατακούτελα», έλεγαν μεταξύ τους. Εκείνη όμως δεν έδινε καμιά σημασία.
Όχι, δεν την ένοιαζε καθόλου. Ό,τι και να έλεγαν οι άλλοι. Κι ας γελούσαν όλοι ειρωνικά, μόλις την έβλεπαν. Κι ας τους έβλεπε που ψιθύριζαν μεταξύ τους. Δεν την ένοιαζε ούτε για το τι σκέφτονταν. Γιατί ακόμα κι όταν δεν μιλούσαν, τους κοίταζε βαθιά μες τα μάτια και καταλάβαινε. Μάντευε τις σκέψεις τους από τις εκφράσεις και τα βλέμματα. Εκείνη αυτό ήθελε, αυτό θα φορούσε. Το φόρεμα το τσίτινο, το λουλουδένιο. Ο κόσμος να χαλούσε!
Στο διάλειμμα καθόταν πάντα μόνη της. Έτσι κι αλλιώς, δεν καταλάβαινε και πολλά απ’ όσα έλεγαν οι υπόλοιποι, που μιλούσαν συνεχώς μεταξύ τους. Η καινούργια γλώσσα ήταν πολύ δύσκολη. Κι αυτοί δεν έδειχναν ιδιαίτερη επιθυμία να προσεγγίσουν την ξένη αλλοπαρμένη. Έβγαζε από την τσάντα της τη φωτογραφία κι αυτή ήταν η μοναδική της παρέα. Την κοιτούσε αμίλητη, προσπαθούσε να κρύψει τη λύπη της για να μην την καταλάβει κανείς. Κι έπαιρνε κουράγιο. Και στη στάση του λεωφορείου και σ’ όλη τη διαδρομή, τη φωτογραφία κοιτούσε. Μάλιστα, μερικές φορές, την ώρα της δουλειάς, την έβγαζε από την τσέπη της και την κοιτούσε κρυφά, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Όλοι απορούσαν. Ποιος να ήταν άραγε σ’ αυτή τη φωτογραφία; Εκείνη όμως δεν την έδειχνε ποτέ σε κανέναν. Με το που την πλησίαζε κάποιος, την έχωνε γρήγορα μέσα στην τσάντα της.
Εκείνο το βράδυ γύρισε στο σπίτι της πολύ αργά απ’ τη δουλειά. Όπως κάθε βράδυ. Κατάκοπη. Δεν είχε όρεξη για τηλεόραση. «Τηλεόραση να βλέπεις», της έλεγε ο υπεύθυνος στο φαστφουντάδικο. «Θα σε βοηθήσει να μάθεις καμιά λέξη. Γιατί, έτσι που δε μιλάς με κανέναν, δε θα δεις προκοπή. Κρεμμύδια και πατάτες θα καθαρίζεις μια ζωή».
Πήρε τη φωτογραφία και κάθισε στον καναπέ. Έτσι έκανε τα περισσότερα βράδια όταν γύριζε στο σπίτι της. Έπαιρνε τη φωτογραφία και την κοιτούσε ώσπου να την πάρει ο ύπνος. Τότε άκουσε τον εκκωφαντικό θόρυβο. Η μπαλκονόπορτα έσπασε σε χίλια κομμάτια. Και, μέσα σ’ ένα σύννεφο από λουλούδια, εμφανίστηκε αυτό. Το κορίτσι. Το πανέμορφο κορίτσι, με τα μακριά καστανά μαλλιά και τα μελένια μάτια. Ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως την τελευταία φορά που το είχε δει. Μόνο τα μαλλιά του είχαν μακρύνει. Τόσο πολύ, που σέρνονταν στο πάτωμα σαν πέπλο. Την κοίταξε και της χαμογέλασε. Φορούσε το τσίτινο λουλουδένιο φόρεμα∙ το δικό της. Και πώς του πήγαινε στο λεπτοκαμωμένο κορμί του! Με απαλές και αργές, σχεδόν, χορευτικές κινήσεις τριγύρισε κι εξερεύνησε όλο το σπίτι. Εκείνη το κοιτούσε σαστισμένη. Με μουδιασμένα τα πόδια της, σηκώθηκε απ’ τον καναπέ κι άρχισε να τρέχει από πίσω του. Το κορίτσι της ήταν εκεί∙ δίπλα της. Είχε γυρίσει και πάλι σ’ αυτήν. Κι αυτή ήθελε να το αγγίξει, να το πάρει στην αγκαλιά της και να το σφίξει. Να το σφίξει τόσο πολύ, που να μην μπορέσει να της ξαναφύγει ποτέ πια. Μα αυτό, μόλις το πλησίαζε, όλο και της ξέφευγε. Μόλις άπλωνε το χέρι της, αυτό έκανε ένα βήμα πιο πέρα. Χαμογελούσε και σε μια στιγμή της φάνηκε πως ψιθύρισε «Μαμά, μη φοβάσαι. Είμαι καλά τώρα». Κι η αγωνία της μεγάλωνε. Ίδρωνε κι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Κάθε φορά που πήγαινε ν’ απλώσει το χέρι της για να το αγγίξει, τα λουλούδια ξεκολλούσαν από το φόρεμά του και πετούσαν ψηλά. Στο τέλος, σχημάτισαν ένα σύννεφο που τύλιξε το κορίτσι∙ χάθηκε από μπροστά της απότομα και ξαφνικά. Έτσι όπως είχε έρθει.
Κι από τότε, κάθε βράδυ γινόταν το ίδιο. Γι’ αυτό λαχταρούσε να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι της από τη δουλειά. Κάθε βράδυ το κορίτσι της ερχόταν κι έφευγε. Κι εκείνη έμενε να κοιτάζει τη φωτογραφία. Τη φωτογραφία με το κορίτσι της που φορούσε το τσίτινο λουλουδένιο φόρεμα. Αυτό φορούσε τη μέρα που έσβησε εξαντλημένο στον δρόμο που πήραν, όταν βομβάρδισαν και ισοπέδωσαν την πόλη τους. Μόνο αυτό της είχε απομείνει∙ κι η φωτογραφία. Κι όπως έπεφταν τα δάκρυά της πάνω στο φόρεμα, ποτίζονταν τα λουλούδια του. Κι ήταν σίγουρη πως μοσχομύριζαν γιασεμί και νυχτολούλουδο, βιολέτες και πασχαλιές.
Φανή Ματσινοπούλου
Ιούνιος 2022
*Η Φανή Ματσινοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κυψέλη. Φοίτησε στο Κλασικό Λύκειο Αναβρύτων και σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 2021 κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή, με τίτλο «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΕ ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ», από τις εκδόσεις 24 ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ fractalart.gr