Ευάγγελος Βενιζέλος: Προσχηματική η επιστροφή ανεμβολίαστων υγειονομικών στις θέσεις τους. Τι λέει η απόφαση του ΣτΕ.
Την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς σχολιάζει με άρθρο του στην εφημερίδα “Νέα Σαββατοκύριακο” ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σε αυτό τονίζει πως απόφαση του ΣτΕ περί “επιστροφής των ανεμβολίαστων υγειονομικών στις θέσεις τους” παρερμηνεύεται σκοπίμως και χρησιμοποιείται ως πρόσχημα προκειμένου να συντελεστεί μια κραυγαλέα απαξίωση του επιστημονικού ορθολογισμού.
Ο κ. Βενιζέλος τονίζει πως το ΣτΕ δεν επιβάλλει με την απόφασή του την άρση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του εμβολιασμού για τους υγειονομικούς και την επιστροφή των ανεμβολίαστων υγειονομικών στην υπηρεσία τους ούτε την απαλλαγή των εμβολιασμένων υγειονομικών από την υποχρέωση να λάβουν τις αναμνηστικές δόσεις που οι ισχύουσες τώρα διεθνείς επιστημονικές παραδοχές επιβάλλουν. Αντιθέτως, συνεχίζει, το ΣτΕ ζητά από τον νομοθέτη, δηλαδή από την κυβέρνηση που έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία, να τεκμηριώσει τις ρυθμίσεις που εισάγει ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας.
Αναλυτικά το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου:
Την ίδια ώρα που η Πολιτεία προωθεί, υποτίθεται, το πρόγραμμα του εμβολιασμού κατά της Covid-19 και προσπαθεί να πείσει ιδίως τις πιο ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες να προβούν στις αναγκαίες αναμνηστικές δόσεις, η κυβέρνηση εμφανίζεται, σύμφωνα με ομοιόμορφα σχετικά δημοσιεύματα, έτοιμη να αποφασίσει την επιστροφή των “ανεμβολίαστων υγειονομικών” στις θέσεις τους. Σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ “πρόκειται για περίπου 2.200 υγειονομικούς, εκ των οποίων περί τους 170 είναι ιατρικό προσωπικό, από τους σχεδόν 6.500 που είχαν τεθεί σε αναστολή τον Σεπτέμβριο του 2021, εκ των οποίων η πλειονότητα εμβολιάστηκε.” Η επιστροφή τους εμφανίζεται ως υποχρέωση συμμόρφωσης σε σχετική απόφαση του ΣτΕ. Η κυβέρνηση φέρεται να αναγκάζεται να αποδεχτεί την επιστροφή τους εφόσον αυτό αποφάσισε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του οποίου επιτάσσει το Σύνταγμα.
Αυτό όμως δεν ισχύει. Η απόφαση του ΣτΕ παρερμηνεύεται σκοπίμως και χρησιμοποιείται ως πρόσχημα προκειμένου να συντελεστεί μια κραυγαλέα απαξίωση του επιστημονικού ορθολογισμού και να υπονομευθεί το (δυστυχώς πάντα διστακτικό και αμήχανο) εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας, ενώ ήδη έχει αρχίσει να καταγράφεται η έναρξη νέας φάση όξυνσης διεθνώς.
Υποτίθεται ότι οι αρμόδιοι αναμένουν την καθαρογραφή και δημοσιοποίηση του πλήρους κειμένου της απόφασης, προκειμένου να συμμορφωθούν όχι μόνο με το διατακτικό, αλλά και με το σκεπτικό της στο οποίο βρίσκεται διατυπωμένη η αιτιολογία της απόφασης με την οποία το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική και παραμέρισε λόγω προσβολής της αρχής της αναλογικότητας την κρίσιμη διάταξη του ν. 4917/2022.
Η απόφαση έχει όμως δημοσιευθεί με τη δικονομική έννοια του όρου και το περιεχόμενο της έχει αναρτηθεί με τη μορφή επίσημης ανακοίνωσης στην ιστοσελίδα του ΣτΕ που μας πληροφορεί ( κάνω συντομεύσεις ) ότι:
“Με την 2332/2022 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Γ’ Τμήματος, κρίθηκε ότι η διάταξη του ν. 4917/2022, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς του ν. 4820/2021 περί επαναξιολογήσεως της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των εργαζομένων στις δομές υγείας μέχρι τις 31-12-2022, είναι αντίθετη προς την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Όπως έχει γίνει δεκτό από το Σ.τ.Ε. με σειρά αποφάσεών του, τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία της δημόσιας υγείας κατά του κορωνοϊού όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατηγορίας εργαζομένων, μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς, η ελευθερία κινήσεως και η ιδιωτική ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή εφόσον, μεταξύ άλλων, τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους, λόγω της προσωρινότητάς τους, πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε ο ν. 4917/2022 (31-3-2022) και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη (14-4-2022) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα οκτώ και πλέον μηνών από τη λήψη του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας, ήτοι διάστημα που λόγω της φύσεως του μέτρου και των συνεπειών του, υπερβαίνει προδήλως το εύλογο, χωρίς, ωστόσο, να έχει διενεργηθεί επαναξιολόγησή του, βάσει επίκαιρων, κατά τον χρόνο εκείνο, επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων. Εν πάση δε περιπτώσει τα προσκομισθέντα στο Δικαστήριο στοιχεία δεν δικαιολογούν την παράταση της υποχρεώσεως προς εμβολιασμό.”
Από την επίσημη περίληψη της απόφασης καθίσταται προφανές, ακόμη και για τους μη νομικούς, ότι η εκτελεστική εξουσία δεν έχει καμία απολύτως συνταγματική υποχρέωση να οργανώσει και μάλιστα αμέσως την επιστροφή των “ανεμβολίαστων υγειονομικών” στα νοσοκομεία και τις άλλες υγειονομικές υπηρεσίες του δημοσίου. Αντιθέτως έχει υποχρέωση να εισάγει τάχιστα στη Βουλή σχέδιο νόμου ή τροπολογία που θα επαναλαμβάνει την κρίσιμη ρύθμιση του ν. 4917/2022 συνοδευόμενη από πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογική έκθεση βασικό στοιχείο της οποίας θα είναι η επίκαιρη επαναξιολόγηση από έγκυρο επιστημονικό όργανο του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού πρωτίστως του υγειονομικού προσωπικού σύμφωνα με τα υφιστάμενα επικαιροποιημένα επιδημιολογικά δεδομένα και το σημείο στο οποίο βρίσκεται τώρα διεθνώς η εξέλιξη των “έγκυρων επιστημονικών παραδοχών.” Προσωπικά αυτό που αναμένω να δω από το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι ο τρόπος με τον οποίο η επταμελής σύνθεση του Γ´ τμήματος κατέληξε σε απόφαση παραμερισμού διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής χωρίς να παραπέμψει το ζήτημα στην Ολομέλεια του ΣτΕ όπως επιτάσσει η παρ. 5 του άρθρου 100 Συντ.
Ελπίζω η κυβέρνηση να αποδέχεται πράγματι ότι τα επικαιροποιημένα επιδημιολογικά δεδομένα και οι ισχύουσες, τεκμηριωμένες και έγκυρες επιστημονικές παραδοχές εξακολουθούν να επιβάλλουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των κρίσιμων κατηγοριών και κατ´εξοχήν των υγειονομικών. Όταν μια απόφαση του ΣτΕ ακυρώνει διοικητική πράξη επειδή παραμερίζεται ως αντισυνταγματικό το νομοθετικό της θεμέλιο λόγω ελλιπούς αιτιολογίας του νόμου και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, η μεν διοικητική πράξη είναι πλέον άκυρη, ο νόμος όμως που παραμερίστηκε ως αντισυνταγματικός μπορεί να διορθωθεί με την προσθήκη εκείνων των στοιχείων ( πχ τεκμηριωμένη μελέτη ή πρόσθετες εγγυήσεις ) η έλλειψη των οποίων οδήγησε το δικαστήριο στη διάγνωση αντισυνταγματικότητας. Η υποχρέωση συμμόρφωσης στη δικαστική απόφαση ικανοποιείται πλήρως με την ορθή επανάληψη της ίδιας κατά περιεχόμενο νομοθετικής ρύθμισης που θα συνοδεύεται όμως από πλήρη αιτιολογία του νόμου, δηλαδή από την επικαιροποιημένη επιδημιολογική και γενικότερα επιστημονική τεκμηρίωση του υποχρεωτικού εμβολιασμού των υγειονομικών και την επαναξιολόγηση του μέτρου από έγκυρο επιστημονικό όργανο . Στη συνέχεια θα εκδοθούν οι αναγκαίες διοικητικές πράξεις με θεμέλιο τη νέα νομοθετική ρύθμιση.
Το ΣτΕ, με άλλα λόγια, δεν επιβάλλει με την απόφασή του την άρση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του εμβολιασμού για τους υγειονομικούς και την επιστροφή των ανεμβολίαστων υγειονομικών στην υπηρεσία τους ούτε την απαλλαγή των εμβολιασμένων υγειονομικών από την υποχρέωση να λάβουν τις αναμνηστικές δόσεις που οι ισχύουσες τώρα διεθνείς επιστημονικές παραδοχές επιβάλλουν. Αντιθέτως το ΣτΕ ζητά από τον νομοθέτη, δηλαδή από την κυβέρνηση που έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία, να τεκμηριώσει τις ρυθμίσεις που εισάγει ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας.
Θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διαφάνεια, την εντιμότητα και τον ορθολογισμό του δημοσίου λόγου και κυρίως της συμπεριφοράς των ασκούντων την εξουσία συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας του δημοκρατικού και κοινοβουλευτικού – αντιπολιτευτικού ελέγχου, είναι να λέμε την αλήθεια και να μη κρυβόμαστε πίσω από την προσχηματική ανάγνωση και χρήση δικαστικών αποφάσεων. Μια “ανεμβολίαστη” δημοκρατία είναι καταδικασμένη να νοσήσει.