Η αθώωση του Γιώργου Λούκου, η ήττα των τρολ
Οι άνθρωποι του πολιτισμού μιλούν για την απόφαση με την οποία αθωώθηκε ο πρώην πρόεδρος και αναμορφωτής του Φεστιβάλ Αθηνών
Για τη σιωπηλή πλειονότητα των φιλότεχνων, των ενημερωμένων πολιτών και των καλλιτεχνών ήταν μία εκκρεμότητα που περίμενε μία ημερομηνία. Και η ημερομηνία ήρθε χθες με την αθώωση του Γιώργου Λούκου, πρώην προέδρου και καλλιτεχνικού διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ, σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Είναι το τελικό σημείο στην υπόθεση που ξεκίνησε το 2015, όταν με αφορμή δημοσίευμα εφημερίδας είχε κατηγορηθεί για διπλοπληρωμένα τιμολόγια σε προμηθευτές, με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από τη διεύθυνση του οργανισμού με απόφαση του τότε υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά. Ο τελευταίος μάλιστα σε μεταγενέστερη συνέντευξή του στον υπογράφοντα (20/11/2016) θα επιχειρούσε να κρατήσει αποστάσεις: «Υπήρχε το δημοσίευμα της “Εφημερίδας των Συντακτών” που υπονοούσε κακουργηματική πράξη σχετικά με κακοδιαχείριση στο Φεστιβάλ… Εγώ προσωπικά δεν του καταλογίζω δόλο, ούτε έχω καν τέτοιο δικαίωμα. Καταλαβαίνω ότι ένας καλλιτεχνικός διευθυντής, που είναι και πρόεδρος του Δ.Σ., από τα χέρια του οποίου περνάνε όλα, δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα πάντα για διαχείριση και διοίκηση. Και ενώ ήταν εγνωσμένης και αδιαμφισβήτητης αξίας το έργο του στο Φεστιβάλ, έπρεπε να πάρω μια απόφαση».
Η δίωξη πάντως έπαιρνε – με δική του υπογραφή – τον δρόμο της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα στηνόταν η τελετή του αναθέματος με τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά που συνηθίζονταν την περίοδο εκείνη: τότε που η κοινωνική μνησικακία έγινε καύσιμη ύλη στα χέρια επιτηδείων, ο εξισωτισμός υποσχόταν τη μετριοκρατία και οι πολιτιστικοί θεσμοί γίνονταν εργαλεία μικροπολιτικής. Στην τελετή εκείνη πρωτοστάτησαν αυτόκλητοι Ρομπέν της δημοσιογραφίας και πολιτικοί από τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Απαξίωσαν τη δεκαετία κατά την οποία αναμορφώθηκε ο φεστιβαλικός θεσμός, χάρη στον οποίο εισήχθησαν τα καινά δαιμόνια που αναγνωρίζουμε και στις σημερινές παραστάσεις, επιτέθηκαν στους καλλιτέχνες που στάθηκαν δίπλα στον Γ. Λούκο από την πρώτη στιγμή -τις γνώμες αρκετών από αυτούς φιλοξενεί σήμερα το «ΝΣυν» – και επέμειναν σε έναν ηθικό πανικό που θα εξελισσόταν σε μοντέλο για τις επόμενες επιθέσεις τους.
Αμαύρωση μιας εποχής
Στο πρόσωπο του Γιώργου Λούκου αμαυρώθηκε μια εποχή ανανέωσης, η οποία ξεπερνούσε τα αισθητικά και καλλιτεχνικά κριτήρια του Ελληνικού Φεστιβάλ. Με τον τρόπο του Μάνου Χατζιδάκι, ο πρώην πρόεδρος του οργανισμού υπήρξε πρωτίστως ένας πολίτης που ενδιαφερόταν για τη μεταμόρφωση του αστικού ιστού μέσω της τέχνης και τον διάλογο μέσω του κοσμοπολίτικου θεάτρου ιδεών. Με τη χθεσινή δικαστική απόφαση επισφραγίζεται μία νίκη, την οποία αισθάνονται (και) δική τους οι «θετικοί άνθρωποι του πολιτισμού», όπως φαίνεται από τα παρακάτω σχόλια που φιλοξενεί το «ΝΣυν». Χρεώνεται, αντιστοίχως, η ήττα στον εσμό από ανώνυμα και επώνυμα τρολ ή δημοσιολογούντες, οι οποίοι συμμετείχαν στην καμπάνια απαξίωσης.
Το ξέρουμε ότι αποτελεί κατάχρηση και δημοσιογραφική υπερβολή, αλλά θα το αποτολμήσουμε: σήμερα θα ήταν ευτυχής και ένας άνθρωπος που μαζί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου συνέδραμαν τον Γ. Λούκο στην ανακάλυψη της οδού Πειραιώς 260 – το στέκι στο οποίο πήγαιναν να δουν παραστάσεις τα «παιδιά που τελείωναν το φροντιστήριο» – και στον εμπλουτισμό της παραστασιολογίας με έργα αναφοράς. Ο Λευτέρης Βογιατζής, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 10 χρόνια.
Γιώργος Κουμεντάκης, υπηρεσιακός υπουργός Πολιτισμού: «Η αθωωτική απόφαση για τον Γιώργο Λούκο με γεμίζει με ιδιαίτερη χαρά, όχι μόνο σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά και γιατί θεωρώ πως υπήρξε ο σημαντικότερος αναμορφωτής του Φεστιβάλ Αθηνών. Την ίδια στιγμή όμως δεν μπορώ παρά να σταθώ με περισυλλογή στο γεγονός ότι ένας σπουδαίος Ελληνας που έχει τιμήσει τη χώρα του διεθνώς υπέμεινε μια τόσο μεγάλη πολυετή ταλαιπωρία έως τη στιγμή της δικαίωσής του».
Νίκος Καραθάνος, ηθοποιός – σκηνοθέτης: «Για δύο πράγματα είμαι σίγουρος στη ζωή. Για την αγάπη που μου έχουν οι γονείς μου και για την ακεραιότητα αυτού του ανθρώπου».
Ολια Λαζαρίδου, ηθοποιός: «Για πολλούς από εμάς η απόφαση επιβεβαίωσε την αντίληψη που είχαμε χωρίς καμιά αμφιβολία για το ήθος του ανθρώπου. Απομένει πλέον μία κίνηση ηθικής δικαίωσης από την πλευρά της Πολιτείας. Σε αυτήν προσβλέπω».
Μιχαήλ Μαρμαρινός, ηθοποιός – σκηνοθέτης: «Επιτέλους κατέφτασε το ελπιδοφόρο φως. Για έναν άνθρωπο που έβγαλε τη σύγχρονη τέχνη απ’ τον λασπωμένο χάρτη των θεαμάτων και πρόσφερε τον εαυτό του αμισθί – κάτι που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Η δικαίωση, που δεν μπορεί να σβήσει την ευθύνη όσων συκοφάντησαν επί οκτώ χρόνια, είναι και μια ανάσα. Αναπνέουμε και όλοι εμείς μετά την αθωωτική απόφαση, η οποία ως ένα σημείο λειτουργεί σαν απάντηση σε ένα όνειδος».
Αμαλία Μουτούση, ηθοποιός: «Ο Γιώργος Λούκος είναι ένας άνθρωπος που ήρθε στον τόπο αυτό και ανέβασε το επίπεδο της τέχνης προσφέροντας έναν άλλο ορίζοντα με το ήθος του, την καλλιέργεια και τον σεβασμό. Ολοι οι άνθρωποι της τέχνης θα έπρεπε να νιώθουμε μόνο και να εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας για τη συνεισφορά του Λούκου ανεξάρτητα από κομματικές ή αισθητικές προτιμήσεις. Αντ’ αυτού τα τελευταία χρόνια αδικήθηκε και συκοφαντήθηκε. Προσωπικά ζητώ συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σταματήσω όλη τη λάσπη. Σε κάθε περίπτωση, χαίρομαι που αποδόθηκε δικαιοσύνη».
Βασίλης Παπαβασιλείου, σκηνοθέτης: «Είναι μια δικαίωση για τον ίδιο, αλλά και μια ηθική ικανοποίηση για όσους στάθηκαν δίπλα του καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας του στην Ελλάδα και στη φάση της μεταγενέστερης περιπέτειάς του».
Διονύσης Φωτόπουλος, σκηνογράφος: «Ο Γιώργος Λούκος είναι φίλος μου και ήταν μεγάλη πίκρα που ταλαιπωριόταν τόσο καιρό, κατά τη γνώμη μου για ένα ανύπαρκτο θέμα. Ενας άνθρωπος που είχε τόσα προσφέρει στην ελληνική πνευματική ζωή και συγκεκριμένα στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Δεν είμαι καθόλου εναντίον του ελέγχου, αλλά το να τον ταλαιπωρούν επί 8 χρόνια και να αμαυρώνουν τη φήμη του το βρίσκω πολύ περίεργο σε μια κοινωνία που – αν είχα – δεν θα ήθελα να μεγαλώνουν τα παιδιά μου. Οι άνθρωποι που τον αγαπάνε – αλλά και όσοι δεν τον αγαπάνε – θα πρέπει να πήραν μεγάλη ικανοποίηση με το αποτέλεσμα γιατί ήταν μεγάλη η αδικία».