Η παγκοσμιοποίηση, 25 χρόνια μετά
Γράφει ο Κρίστιαν Νίμιτζ
Όταν νωρίτερα αυτό το μήνα επισκέφτηκα τους γονείς μου, έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο που θυμάμαι ότι χρησιμοποίησα ως πηγή για ένα δοκίμιο μου στο τελευταίο έτος του σχολείου: το Globalisierung: Politische, ökonomische und kulturelle Herausforderungen (Παγκοσμιοποίηση: Πολιτικές, Οικονομικές και Πολιτιστικές Προκλήσεις) του Helmut Schmidt.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1998, επομένως δεν πρόκειται ακριβώς για κάποιο «κλασικό έργο» που πρέπει να το «ξαναδούμε», αλλά στο πεδίο αυτό έχουν στο μεταξύ συμβεί πολλά. Κρίνοντας από το Ngram Viewer του Google Books και το Newspapers.com, η λέξη «παγκοσμιοποίηση» (globalization / globalisation) σχεδόν δεν χρησιμοποιούταν πριν από τη δεκαετία του 1980, και έγινε δημοφιλής ουσιαστικά κατά τη δεκαετία του 1990.
Έτσι, ενώ το βιβλίο του Schmidt δεν είναι πρωτοποριακό ως προς αυτό, εξακολουθεί να θεωρείται ως μια από τις πιο πρώιμες προσπάθειες να κατανοήσουμε το φαινόμενο και να καταλάβουμε πού μπορεί να οδηγήσει.
Επομένως, έχει νόημα να ξαναδιαβάσουμε το βιβλίο σήμερα με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, για να δούμε ποια μέρη του δικαιώθηκαν και ποια όχι, ποια εξακολουθούν να φαίνονται επίκαιρα και ποια φαίνονται πλέον κάπως περίεργα. Ας ξεκινήσουμε με το τελευταίο.
Περιγράφοντας ο Schmidt τι εννοεί με τον όρο «παγκοσμιοποίηση», αναφέρει το γεγονός ότι μπορεί να παρακολουθήσει έως και 30 τηλεοπτικά κανάλια στο σπίτι του στο Αμβούργο και στα δωμάτια των ξενοδοχείων όπου μένει, και ότι μερικές φορές παρακολουθεί αμερικανικά και βρετανικά ειδησεογραφικά προγράμματα.
Στους συναδέλφους μου της Gen Z (που γεννήθηκαν την εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο), η ιδέα ότι θα λαμβάνει κανείς το μεγαλύτερο μέρος του ειδησεογραφικού περιεχομένου από τηλεοπτικά κανάλια και ότι θα πρέπει να περιμένει μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να έχει πρόσβαση σε αυτό, πιθανότατα φαίνεται προκατακλυσμιαίο.
Από αυτή την άποψη, ο κύριος αντίκτυπος της «παγκοσμιοποίησης» δεν ήταν (όπως περίμενε ο Schmidt) η περαιτέρω αύξηση του αριθμού των τηλεοπτικών καναλιών, αλλά η ανάδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των smartphone.
Περιέργως, ο Schmidt δεν αναφέρει το διαδίκτυο σε αυτό το πλαίσιο: στην πραγματικότητα, δεν το αναφέρει καθόλου μέχρι το δεύτερο μισό του βιβλίου. Ίσως όμως αυτό να μην είναι τόσο περίεργο. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, μόνο ένα στα δέκα γερμανικά νοικοκυριά ήταν ενεργοί χρήστες του διαδικτύου. Παγκοσμίως, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόνο ένας στους τριάντα.
Στην περιγραφή του για το τι είναι η «παγκοσμιοποίηση», ο Schmidt ξεχωρίζει επίσης το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που βλέπει να φτάνουν στο λιμάνι του Αμβούργου είναι Νοτιοκορεατικά. Καταλαβαίνει κανείς το γιατί αυτό του φαινόταν αξιόλογο: όταν ο Schmidt ήταν Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας (1974-1982), η Νότια Κορέα ήταν ακόμα μια φτωχή (αν και ταχέως αναπτυσσόμενη) χώρα, η οποία μάλλον δεν απασχολούσε καθόλου τον Schmidt.
Σήμερα, ωστόσο, η Νότια Κορέα είναι πλουσιότερη από τη Βρετανία και κανείς δεν θα θεωρούσε ιδιαίτερα αξιοσημείωτη τη θέα ενός νοτιοκορεάτικου πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Στην εποχή της «K-pop» και των «K-dramas», η Νότια Κορέα έχει γίνει ακόμη και πολιτιστικός εξαγωγέας.
Ο Schmidt έχει δίκιο όταν λέει ότι ενώ στο παρελθόν υπήρχε κάτι σαν «παγκόσμια οικονομία», η παγκοσμιοποίηση ωστόσο ήταν ένα αρκετά νέο και ξεχωριστό φαινόμενο. Όταν ο Schmidt ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Υπουργός Οικονομικών και Οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας το 1972, ο λόγος του παγκόσμιου εμπορίου προς το ΑΕΠ (εισαγωγές συν εξαγωγές δια του συνολικού οικονομικού προϊόντος) ήταν περίπου 25%, και οι άμεσες ξένες επενδύσεις αντιπροσώπευαν λιγότερο από το μισό τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Μέχρι τη στιγμή που κυκλοφόρησε αυτό το βιβλίο, το παγκόσμιο εμπόριο είχε αυξηθεί στο 45% του παγκόσμιου ΑΕΠ και οι ΑΞΕ στο 2,5%. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και το Μεξικό, που ενσωματώθηκαν στην παγκόσμια οικονομία σε πρωτοφανή βαθμό.
Ο Schmidt είχε δίκιο ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θα συνεχιζόταν, αλλά αυτή δεν προχώρησε πλήρως. Σήμερα, ο λόγος του παγκόσμιου εμπορίου προς το ΑΕΠ ανέρχεται στο 56%, αλλά έχει τελματωθεί σε μεγάλο βαθμό από το 2008. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν επίσης τελματωθεί, ή αν μη τι άλλο, μπορεί και να έχουν ελαφρώς μειωθεί.
Αυτό που φαίνεται παράξενο, με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, είναι το πόσο ανησυχούσε ο Schmidt για την αύξηση του πληθυσμού. Δεν φτάνει βέβαια στο σημείο να αναστήσει τον Μάλθους, αλλά πίστευε ότι ο κόσμος γίνεται πιο συνωστισμένος και ότι αυτό θα ενίσχυε κάθε είδους κοινωνικά δεινά.
Σήμερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνεται, αλλά είναι βέβαιο ότι θα φτάσουμε σύντομα σε μια κορύφωση, και οι οικονομολόγοι που παρακολουθούν αυτά τα ζητήματα είναι πολύ πιο πιθανό να ανησυχούν για την επικείμενη μελλοντική προοπτική συρρίκνωσης του πληθυσμού.
Τα παγκόσμια ποσοστά γονιμότητας μειώνονται από τη δεκαετία του 1970 και συσχετίζονται έντονα αρνητικά με τον πλούτο. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, αλλά και σε χώρες με υψηλό μεσαίο εισόδημα, είχαν ήδη πέσει κάτω από τα επίπεδα αντικατάστασης όταν κυκλοφόρησε αυτό το βιβλίο.
Τα επιχειρήματα που μάλλον δεν άντεξαν στον χρόνο είναι τα αποσπάσματα για το επερχόμενο τότε ευρωπαϊκό ενιαίο νόμισμα. Ο Schmidt ισχυρίζεται με αυτοπεποίθηση ότι οι προειδοποιήσεις σχετικά με τις πιθανές αρνητικές πλευρές του ευρώ είναι υπερβολικές και χαρακτηρίζει τους αντιπάλους του ως λουδδίτες.
Το ευρώ θα ήταν μεγάλη επιτυχία, διότι θα εξάλειφε τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και το κόστος συναλλαγών που συνδέεται με τις συναλλαγές με πολλαπλά νομίσματα. Αυτό όντως συνέβη. Αλλά πλέον γνωρίζουμε ότι η ιστορία δεν περιορίζεται σ’ αυτό.
Το Globalisierung δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα βιβλίο κατά της παγκοσμιοποίησης, αλλά και ο Schmidt δεν είναι ακριβώς ενθουσιώδης με το φαινόμενο. Βλέπει πως η κύρια επίδραση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να μην είναι εντελώς ένα μηδενικό άθροισμα, πάντως όμως ίσως ένας μικρός θετικός ανταγωνισμός για θέσεις εργασίας και επενδύσεις, στον οποίο οι παλιές ανεπτυγμένες χώρες θα ανταγωνίζονται από ανερχόμενους αντιπάλους.
Σε αντίθεση με τους τραμπιστές οικονομικούς εθνικιστές, ο Schmidt πιστεύει ότι θα ήταν ανόητο να παραπονεθεί γι’ αυτό, και ακόμη πιο ανόητο να προσπαθήσει να το σταματήσει. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνει η Δύση είναι να ανταποκριθεί στην πρόκληση και να λύσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα.
Βλέπει λοιπόν την παγκοσμιοποίηση ως ένα διαχειρίσιμο πρόβλημα, το οποίο έχει την ευεργετική παρενέργεια να μας ταρακουνήσει από τον εφησυχασμό μας – αλλά ένα διαχειρίσιμο πρόβλημα που έχει και κάποιες θετικές παρενέργειες εξακολουθεί να είναι πρόβλημα.
Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα μου με το βιβλίο. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, ένα «πρόβλημα» που πρέπει να «λυθεί». Οι άνθρωποι στις αναδυόμενες οικονομίες δεν είναι αντίπαλοι μας για έναν σταθερό αριθμό θέσεων εργασίας ή μια σταθερή δεξαμενή επενδύσεων. Είναι δυνητικοί πελάτες, προμηθευτές και επιχειρηματικοί εταίροι.
Ο Schmidt υπερτονίζει τις αρνητικές επιπτώσεις για τους δυτικούς παραγωγούς και παραβλέπει τις ευεργετικές επιπτώσεις για τους δυτικούς καταναλωτές.
Για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: πληκτρολογώ αυτές τις λέξεις σε ένα notebook, το οποίο αγόρασα για λιγότερες από 400 £. Δεν είναι απλώς φθηνότερο, αλλά και πολύ καλύτερο από τον βαρύ υπολογιστή στον οποίο έγραψα το προαναφερθέν σχολικό δοκίμιο στο οποίο παρέθετα το βιβλίο του Schmidt πριν από εικοσιπέντε χρόνια.
Εκείνη την εποχή, δεν θα σκεφτόμουν σοβαρά να πάρω ένα notebook, γιατί τα θεωρούσα ως απρόσιτα είδη πολυτελείας. Θα ήταν δυνατή αυτού του είδους η πρόοδος χωρίς την παγκοσμιοποίηση, και τον πιο αποτελεσματικό καταμερισμό εργασίας και την εξειδίκευση που ayt;h επιτρέπει;
Είτε έτσι είτε αλλιώς – αυτό που με εντυπωσίασε ακόμη και τότε, και πολύ περισσότερο σήμερα, είναι το πόσο φιλικές προς την αγορά είναι οι συστάσεις πολιτικής του Schmidt. Υπάρχουν κάποιες αναγκαστικά αριστερές λέξεις για τον «καπιταλισμό της αξίας για τους μετόχους» και το πώς αυτός μοιάζει με τον «κοινωνικό δαρβινισμό», αλλά η συνολική διάγνωση του Schmidt είναι ότι οι δυτικές οικονομίες έχουν γίνει υπερβολικά γραφειοκρατικές και καταπνίγουν την εργασία, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα μέλος του κόμματος του Schmidt, ή, εν προκειμένω, του βρετανικού αδελφού του κόμματος, να καταλήγει σε μια αντίστοιχη ετυμηγορία σήμερα. Σήμερα καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα την παγκοσμιοποίηση από ό,τι πριν από 25 χρόνια, αλλά έχουμε χάσει αυτό το φιλικό προς την αγορά σκέλος της σοσιαλδημοκρατίας, του οποίου ο Helmut Schmidt ήταν ίσως ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους.
—
Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής ζητημάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Αυγούστου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.
Tο άρθρο το διαβάσαμε στο Liberal.gr