Φανή Ματσινοπούλου: «Από το τέλος, από εκεί ξεκινώ, συνήθως»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //fractalart.gr

 

 

«Όλες οι ιστορίες είναι για ανθρώπους που ανακαλύπτουν αλήθειες, που ανατρέπουν τη βεβαιότητα και τη σιγουριά που αισθάνονται, νομίζοντας ότι γνωρίζουν και ελέγχουν τη ζωή τους∙ αλλά και για τους άλλους, τους αδύναμους και λιγότερο τολμηρούς που ζητούν ένα βλέμμα τρυφερότητας και κατανόησης. Το ομότιτλο διήγημα είναι αφιερωμένο στα παιδιά που έχασαν τη ζωή τους το 2018, στην πυρκαγιά, στο Μάτι. Είναι οι φλόγες που έπνιξαν και τσουρούφλισαν τα όνειρά τους, που έκαψαν και έκοψαν βίαια το νήμα της ζωής τους. Και γι’ αυτούς που έμειναν πίσω και έπρεπε να διαχειριστούν τη διαταραχή του φυσιολογικού κύκλου της ζωής και να ζήσουν μία παρά φύσει ζωή».

 

 

Μας εκμυστηρεύεται η Φανή Ματσινοπούλου μιλώντας μας για το βιβλίο της «Κόκκινο σε βαθύ γαλάζιο» και μας ανοίγει γενναιόδωρα το συγγραφικό της εργαστήρι: «Μια εικόνα, μια φράση μπορεί να είναι η αφορμή για να φανταστώ το τέλος. Από το τέλος, από εκεί ξεκινώ, συνήθως. Κι αρχίζω σιγά σιγά να χτίζω και να γράφω την ιστορία μου, χωρίς πλάνο. Και στο σημείο αυτό αρχίζει το συναρπαστικό ταξίδι της γραφής. Όπου τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κάθε δευτερόλεπτο είναι κρίσιμο γιατί τα πάντα μπορούν ν’ ανατραπούν∙ ακόμη και αυτό το τέλος, έτσι όπως το έχω αρχικά φανταστεί.»

Για όλα θα μας μιλήσει στη συνέχεια: αγαπημένα βιβλία και αγαπημένοι συγγραφείς, ήρωες κι ηρωίδες και συνθήκες γραφής, τα βιβλία που ετοιμάζει, τους αγαπημένους της ήρωες κι ηρωίδες, τις δημιουργικές εμμονές της όσον αφορά τη γραφή: «Η κοινωνική αδικία, οι παράλογες ανισότητες, η σύνθλιψη της ανθρώπινης ζωής από τις κάθε λογής εξουσίες, νομίζω ότι δεν θα με αφήσουν να ξεφύγω ποτέ. Η συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών, η καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, η στέρηση της ζωτικής ανάγκης των ανθρώπων να ζουν ελεύθεροι και να απολαμβάνουν μία αξιοπρεπή ζωή, θα βρίσκονται πάντα στο μυαλό, την καρδιά και τα κείμενά μου.» Θα μας πει.

 

Η Φανή Ματσινοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στην Κυψέλη του Select, της Quinta και του Paesano. Η αγάπη της για τα βιβλία άρχισε στα εννέα της χρόνια, όταν εξερευνούσε τον μαγικό κόσμο της βιβλιοθήκης του πατέρα της. Όταν αυτός την ανακάλυψε, την πήρε από το χέρι και την ταξίδεψε στον απέραντο κόσμο της λογοτεχνίας. Φοίτησε στο Κλασικό Λύκειο Αναβρύτων και στη συνέχεια σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα διηγήματά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες∙ κάποια από αυτά έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ασχολείται, επίσης, με μεταφράσεις από τη γαλλική και αγγλική γλώσσα την επιμέλεια/διόρθωση κειμένων, την οργάνωση λογοτεχνικών και νομικών αρχείων.

 

 

-Από πού πηγάζει η ανάγκη μας να γράφουμε κυρία Ματσινοπούλου; Έχουμε δώσει ή δίνουμε ποτέ απάντηση σε αυτό το γιατί;

Ο δημιουργός διακατέχεται από μια ενδόμυχη, ακατανίκητη επιθυμία να εκφραστεί γράφοντας∙ και σε αυτή την παρόρμηση δεν μπορεί να αντισταθεί. Η αφήγηση είναι μία φυσική ανάγκη, με την οποία ερχόμαστε σε επαφή από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Οι άνθρωποι θέλουν να αφηγούνται αλλά και τους αρέσει να ακούν αφηγήσεις. Οπωσδήποτε όμως ο καθένας μας μπορεί να έχει μια ξεχωριστή απάντηση στο ερώτημα αυτό. Για μένα, τα κείμενά μου είναι η φωνή που ακούω διαρκώς μέσα μου. Να καταθέσω ένα κομμάτι της ψυχής μου για ό,τι με προβληματίζει και με συγκινεί, για όλα όσα αδυνατώ να εκφράσω δυνατά. Αυτή η αδυναμία μετουσιώνεται με τα χρόνια και μου δίνει τη δύναμη να γράφω. Η συγγραφή έχει νόημα μόνο όταν γίνεται η αφορμή να έρθουμε πιο κοντά με τους ανθρώπους. Παρέα να κουβεντιάσουμε, να συγκινηθούμε, να προβληματιστούμε και να «ξεβολευτούμε» από την καθημερινή ρουτίνα που απομυζά την ομορφιά της ζωής.

 

-Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Κλειστές πόρτες, κλειστά παράθυρα, κλειστά τηλέφωνα, ελάχιστο απαραίτητο φως, απόλυτη ησυχία, καφές το πρωί, ένα ποτήρι κρασί το βράδυ και τέλος, χαρτί και μολύβι. Και κατόπιν, βέβαια, ο υπολογιστής με τον οποίο τσακώνομαι καθημερινά αλλά στο τέλος, πάντα τα βρίσκουμε∙ δεν με παίρνει να κάνω και διαφορετικά. Η συγγραφή είναι μία δύσκολη, επίπονη, βαθιά μοναχική αλλά συναρπαστική περιπέτεια∙ αλλά και μια προσωπική λύτρωση.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Μια εικόνα, μια φράση μπορεί να είναι η αφορμή για να φανταστώ το τέλος. Από το τέλος, από εκεί ξεκινώ, συνήθως. Κι αρχίζω σιγά σιγά να χτίζω και να γράφω την ιστορία μου, χωρίς πλάνο. Και στο σημείο αυτό αρχίζει το συναρπαστικό ταξίδι της γραφής. Όπου τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κάθε δευτερόλεπτο είναι κρίσιμο γιατί τα πάντα μπορούν ν’ ανατραπούν∙ ακόμη και αυτό το τέλος, έτσι όπως το έχω αρχικά φανταστεί. Η ψυχή σου φλέγεται και το κείμενο έχει τη δύναμη να σε ταξιδέψει σε τόπους που δεν έχει πάει ποτέ. Οι ιδέες σε κατακλύζουν σαν χείμαρρος και σου ανοίγουν χαραμάδες να δεις αυτά που δεν έχεις καν φανταστεί.

 

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Η λογοτεχνία μας κάνει ν’ αμφιβάλουμε συνεχώς για τον κόσμο μας αλλά και για τον εαυτό μας τον ίδιο. Γι’ αυτό, η μόνο βεβαιότητα που έχω είναι ότι δεν θα μπορέσω ποτέ, όσο κι αν προσπαθήσω, να λύσω τους γρίφους και τα αινίγματα που με βασανίζουν ή να απαλλαγώ από τις εμμονές μου. Η κοινωνική αδικία, οι παράλογες ανισότητες, η σύνθλιψη της ανθρώπινης ζωής από τις κάθε λογής εξουσίες, νομίζω ότι δεν θα με αφήσουν να ξεφύγω ποτέ. Η συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών, η καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, η στέρηση της ζωτικής ανάγκης των ανθρώπων να ζουν ελεύθεροι και να απολαμβάνουν μία αξιοπρεπή ζωή, θα βρίσκονται πάντα στο μυαλό, την καρδιά και τα κείμενά μου. Οι συνθήκες απαιτούν άμεση κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση των κοινωνικών αντανακλαστικών στις δυστοπικές μορφές ζωής που καλούμαστε να ζήσουμε. Ας να είναι η λογοτεχνία η σπίθα που θα γίνει αργά αργά φλόγα, που θα ξεσηκώσει τους ανθρώπους να αρνηθούν τη ζωή της κατευθυνόμενης μηχανής, που τους επιβάλλει το σύστημα.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Οι ιστορίες μου πηγάζουν μέσα από την καθημερινή παρατήρηση των ανθρώπων, της ζωής. Από παιδί κοιτούσα τους ανθρώπους μέσα στα μάτια και πάντα αναρωτιόμουν τι θησαυρούς μπορεί να κρύβει η ανθρώπινη ψυχή∙ αλλά και πόσα σκοτάδια. Κι η λαχτάρα μου είναι να μπορώ να αποκρυπτογραφώ τους κρυμμένους κώδικες. Γι’ αυτό και οι ιστορίες μου είναι ανθρωποκεντρικές και επιθυμώ να έχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καταφέρουν να αγγίξουν κάποιους ανθρώπους, να δουν το φως και τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους. Και να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι αλλά όλοι μαζί είμαστε συνοδοιπόροι στο μαγικό ταξίδι της ζωής.

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Να είναι αληθινοί και ανθρώπινοι, μακριά από την παγίδα της τελειότητας∙ στα φυσικά τους χρώματα. Ήρωες και ηρωίδες μου είναι οι νέοι που θέλουν να ρουφήξουν τη ζωή και δεν τους αφήνουν∙ τα παιδιά που έρχονται να ζήσουν μία παρά φύσει ζωή σ’ έναν απάνθρωπο και βίαιο κόσμο∙ οι διαφορετικοί, οι μόνοι και μοναχικοί, οι αδύναμοι αλλά και τόσο σπουδαίοι αυτού του κόσμου, του μελαγχολικού τοπίου της ζωής μας, που αναζητούν πλησίασμα και κατανόηση. Αυτοί που αρνούνται να είναι η ζωή τους ένας κατάλογος ψυχρής διεκπεραίωσης θα είναι πάντα οι ήρωες και οι ηρωίδες μου.

 

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Το 1992 οργανώθηκε μια μεγάλη απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Η ταλαιπωρία για τους πολίτες, όπως φαντάζεστε, ήταν τεράστια. Μετά από πολλές ημέρες άκαρπων διαπραγματεύσεων, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει στην κυκλοφορία, για την εξυπηρέτηση των πολιτών, τα ΡΕΟ. Τα στρατιωτικά οχήματα, λοιπόν, βγήκαν στους δρόμους και, ευτυχώς, τουλάχιστον, είχαμε ενημερωθεί εγκαίρως για να μην νομίσουν και οι πιο καχύποπτοι ότι έγινε πραξικόπημα! Έτσι, λοιπόν, τα συμπαθέστατα στρατιωτάκια μας, πάντα με το χαμόγελο, βοηθούσαν μικρούς και μεγάλους ν’ ανέβουν στην καρότσα και να κατέβουν. Και, βέβαια, έκαναν και χατίρια. Στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν, σταματούσαν και σε σημεία εκτός στάσεων, προκειμένου να εξυπηρετήσουν, κυρίως, τους πιο ηλικιωμένους, στους οποίους φέρονταν με ιδιαίτερο σεβασμό και ευγένεια. Αυτό, βέβαια, εκτός από τις ευχαριστίες και τις ευχές που τους έδιναν, πυροδοτούσε και διαμαρτυρίες από κάποιους, που απαιτούσαν να τηρείται το πρόγραμμα ώστε να μην χάνεται χρόνος. Άγριοι καβγάδες και σκηνές απείρου κάλλους εκτυλίσσονταν. Κι εμείς, οι νεότεροι, να ξεκαρδιζόμαστε με το θέαμα και, πραγματικά, να το διασκεδάζουμε. Έτσι, γεννήθηκε ο Ούρσουλα του «Αμέρικαν μπαρ». Η Ούρσουλα, της φαινομενικής αυστηρότητας και τυπολατρίας αλλά, στην πραγματικότητα, της βαθιάς και αληθινής ευαισθησίας.

 

 

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με εντυπωσίασε –σε ηλικία δώδεκα ετών- ήταν «Το λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη. Ήταν η εποχή που, όπου κι αν βρισκόσουν, άκουγες συνεχώς όλοι να μιλούν ακατάπαυστα και με μεγάλο ενθουσιασμό για «Το λάθος». Ενθουσίασε κι εμένα με τη θεματολογία του, την ευφυή επινόηση, την αφηγηματική του δεινότητα, τη γραφή του∙ στοιχεία που άφησαν το στίγμα τους στη νεότερη λογοτεχνία.

 

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Είναι αυτό, ακριβώς, το βιβλίο που σφράγισε τη ζωή μου και σε αυτό επανέρχομαι πολύ συχνά. Για το απίθανο ψυχογράφημα των ηρώων του, την ασθματική γραφή του, την έξοχη τεχνική του, την ανατρεπτική πλοκή του, το χτύπημα κατά του ολοκληρωτισμού και του παράλογου κόσμου μας, το χιούμορ και την πρωτοτυπία του αλλά και τη βαθιά ανθρωπιά του.

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Οι μεγάλοι κλασικοί συγγραφείς, όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Λέων Τολστόι, ο Άντον Τσέχωφ αλλά και οι εξαιρετικοί Φράντς Κάφκα, Τζων Στάινμπεκ, ο Φίλιπ Ροθ, ο Τζωρτζ Όργουελ∙ και δικοί μας μεγάλοι συγγραφείς όπως, ο Καραγάτσης, ο Καζαντζάκης, ο Θεοτοκάς, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Στρατής Τσίρκας, ο Δημήτρης Χατζής και πολλοί άλλοι, φυσικά.

Γνώρισα τον Αντώνη Σαμαράκη όταν ήμουν 17 ετών, μαθήτρια στο λύκειο και είχα την τύχη να με τιμήσει με τη φιλία και την εμπιστοσύνη του. Δεν ήταν μόνον ο καταξιωμένος συγγραφέας που όλοι γνωρίζουμε. Ήταν ένας σπουδαίος, μοναδικός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, τον οποίο όσο καλά και να γνώρισα, δεν μπόρεσα ποτέ να απομυθοποιήσω γιατί πάντα αποδεικνυόταν ανώτερος από τον μύθο του. Ήταν ένας άγγελος που σκόρπιζε το φως του –αυτό της καλοσύνης και της αγάπης– σε όλον τον κόσμο. Ήταν ένας σοφός Δάσκαλος που «δίδασκε», με τη δική του φωνή, τη ζωή τη διαφορετική, έτσι όπως αξίζει σε όλους τους ανθρώπους. Ήταν κι αυτός ένα παιδί, που δεν έπαψε ποτέ να παίζει κυνηγητό με τ’ όνειρό του για «ομορφιά, για κάτι άλλο, επιτέλους, σ’ αυτόν τον κόσμο», όπως συχνά έλεγε.

 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όπως είπα και προηγουμένως, έχω ανάγκη από απόλυτη σιωπή, ηρεμία και απομόνωση. Αυτές είναι απαραίτητες συνθήκες για έναν άνθρωπο αγχώδη και ενεργητικό, όπως εγώ∙ ούτε καν μουσική –την οποία λατρεύω- γιατί καταφέρνει πάντα να με παρασύρει σε άλλους κόσμους. Το μόνο που μπορεί να παραβιάσει τις συνθήκες αυτές, είναι το διάβασμα των βιβλίων, κάτι που, ούτως ή άλλως αποτελεί καθημερινή προσφιλή συνήθεια.

 

-Να πούμε το πώς γεννήθηκε το «Κόκκινο σε βαθύ γαλάζιο» και να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Το «Κόκκινο σε βαθύ γαλάζιο» είναι το πρώτο μου βιβλιαράκι. Από παιδί έπλαθα συνεχώς εικόνες, ιστορίες, που σπάνια όμως έγραφα στο χαρτί. Αυτό έγινε σχετικά πρόσφατα. Ίσως, γιατί φοβόμουν λιγάκι να εκτεθώ και να ρισκάρω. Όπως όμως είπα και προηγουμένως, κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να σπάσω αυτή τη σιωπή. Το πρώτο μου διήγημα, που δημοσιεύτηκε το 2015, ήταν το «Θα με βρεις μπροστά σου!». Το τεράστιο κύμα προσφύγων, οι απελπισμένοι άνθρωποι, που εγκαταλείπουν με τη βία την πατρίδα και το σπίτι τους, που χάνουν τους αγαπημένους τους και βλέπουν να ανατρέπεται τόσο βίαια η ζωή τους, δεν μπόρεσαν να με αφήσουν ασυγκίνητη και ήταν μόνον η αρχή. Όλες οι ιστορίες είναι για ανθρώπους που ανακαλύπτουν αλήθειες, που ανατρέπουν τη βεβαιότητα και τη σιγουριά που αισθάνονται, νομίζοντας ότι γνωρίζουν και ελέγχουν τη ζωή τους∙ αλλά και για τους άλλους, τους αδύναμους και λιγότερο τολμηρούς που ζητούν ένα βλέμμα τρυφερότητας και κατανόησης. Το ομότιτλο διήγημα είναι αφιερωμένο στα παιδιά που έχασαν τη ζωή τους το 2018, στην πυρκαγιά, στο Μάτι. Είναι οι φλόγες που έπνιξαν και τσουρούφλισαν τα όνειρά τους, που έκαψαν και έκοψαν βίαια το νήμα της ζωής τους. Και γι’ αυτούς που έμειναν πίσω και έπρεπε να διαχειριστούν τη διαταραχή του φυσιολογικού κύκλου της ζωής και να ζήσουν μία παρά φύσει ζωή.

Αυτή την εποχή προσπαθώ να ολοκληρώσω το εφηβικό ημερολόγιο του μπαμπά μου. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό αυθεντικό κείμενο γραμμένο από έναν έφηβο, που βίωσε όλη τη σκληρότητα της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου. Συγχρόνως, ετοιμάζω και μία νέα συλλογή διηγημάτων που θα αποτελείται από πολύ μικρές ιστορίες, 400-700 λέξεων, περίπου.

Σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία και τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.