Γιάννης Πετρίδης: Το ραδιόφωνο απλά διεκπεραιώνει. Οι επιτυχίες γίνονται από το…ΤΙΚΤΟΚ 

Σε αυτή τη μεγάλη συνέντευξη ο Γιάννης Πετρίδης, ζωντανός θρύλος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, δεν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό του. Ήθελε να μιλήσει για τη μουσική. Δηλαδή μίλησε τελικά για όλη του τη ζωή.

«Η πρώτη του εκπομπή στην Ελληνική Ραδιοφωνία ήταν το 1975 με την καθημερινή εκπομπή ΠΟΠ & ΡΟΚ CLUB, που αργότερα μετονομάστηκε σε “Από τις 4 στις 5”. Η μοναδική στο ελληνικό ραδιόφωνο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, από Δευτέρα έως Παρασκευή την ίδια πάντα ώρα. Ο Γιάννης Πετρίδης, ραδιοφωνικός παραγωγός ταυτισμένος με την ιστορία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, έχει συνεργαστεί, με διαφορετικού ύφους εκπομπές, με το Δεύτερο Πρόγραμμα, το Τρίτο Πρόγραμμα αλλά και με το Kosmos, στο οποίο και συνεχίζει» αναφέρει το επίσημο βιογραφικό του, προσπερνώντας, εν τη συντομία του, πολλούς ακόμη σημαντικούς σταθμούς της πολυδεκαετούς καριέρας του, όπως το περιοδικό Ποπ & Ροκ που ίδρυσε το 1978 και τη Virgin Ελλάδας που διηύθυνε επί δύο δεκαετίες.

Προσπερνά όμως και κάτι ακόμα: Ο Γιάννης Πετρίδης στην πραγματικότητα ξεκίνησε την πορεία του ως ραδιοφωνικός παραγωγός νωρίτερα, σχεδόν δέκα χρόνια πριν από το επίσημο ντεμπούτο του στη Μεσογείων, κοντεύουν δηλαδή έξι δεκαετίες από τότε που άνοιξε πρώτη φορά το μικρόφωνο και επέλεξε τη μουσική στον αέρα του στρατιωτικού Ραδιοφωνικού Σταθμού Λαρίσης, ως σμηνίτης ακόμη τότε, αποκτώντας αμέσως φανατικό κοινό στην «άνυδρη» θεσσαλική επαρχία και λαμβάνοντας δεκάδες γράμματα από τους ντόπιους νέους – ανάμεσά τους και ο πατέρας μου που του έστειλε τόσα πολλά, προσπαθώντας μάταια να κερδίσει στους διαγωνισμούς της αγαπημένης του μουσικής εκπομπής, ώστε ο Πετρίδης τον ευχαρίστησε στέλνοντας του πίσω ένα σαρανταπεντάρι βινύλιο.

Φυσικά του λέω την παλιά αυτή ιστορία έχοντας τον απέναντι μου -που αλλού;- στο στούντιο της ΕΡΤ που χρησιμοποιεί σήμερα για τις εκπομπές του. «Το θυμάμαι!» λέει γελώντας. «Όλα τα θυμάμαι» συνεχίζει, «αλλά ας μην πούμε τα ίδια και τα ίδια, πού γεννήθηκα, πώς μεγάλωσα, κουτσομπολιά από τη δισκογραφία κλπ. Ας μιλήσουμε για μουσική».

Σύμφωνοι.Προτιμάς να μιλήσουμε για δίσκους και συναυλίες;
Μα γιατί να θέλω να μιλάω για τα δικά μου ιστορικά στοιχεία;

Παρ’ όλα αυτά θα ήθελα να μου πεις τι θυμάσαι από την πρώτη σου ραδιοφωνική εκπομπή.
Και βέβαια τη θυμάμαι. Η πρώτη μου εκπομπή έγινε το 1966, όταν υπηρετούσα στη Λάρισα. Από εκεί ξεκίνησα και συνέχισα για μερικούς μήνες, μέχρι να απολυθώ. Μετά έκανα κάποια διαφημιστικά και το 1975 ξεκίνησε αυτή η εκπομπή που συνεχίζεται μέχρι και τώρα.

Κρίνοντας από τις αφηγήσεις του πατέρα μου που ως έφηβος από τον Βόλο σε άκουγε φανατικά, αυτό που έκανες στα μέσα των 60s ήταν σαν κοσμογονία για τη νεολαία της ελληνικής επαρχίας.
Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, δεν είχαν ξανακούσει τέτοια πράγματα. Θα σου πω πώς ακριβώς έγινε. Εγώ λοιπόν υπηρετούσα. Ήμουν γραφιάς στη στρατιά – δεν ξέρω αν λέγεται ακόμη «στρατιά» – και πήγα στον διοικητή, μαζί με ένα άλλο παιδί που ήταν τεχνικός στο σταθμό, και του είπα: Ξέρω από μουσική, θέλετε να σας κάνω μια εκπομπή; Και κάπως έτσι απλά ξεκίνησα. Δεν μου έλεγαν τι να παίξω και τι να μην παίξω. Οπότε έπαιζα εν έτει 1966 όλα αυτά που αγαπούσα: Beach Boys, The Mamas & the Papas, Beatles, Rolling Stones, πράγματα που δεν ακούγονταν τότε πολύ, μόνο από ερασιτεχνικούς σταθμούς, δεν υπήρχαν επίσημα ραδιοφωνικά προγράμματα. Ιδιαίτερα στην περιοχή της Θεσσαλίας, ποιος άλλος να τα παίξει; Άσε που πέρα από όλα αυτά τα γνωστά ονόματα που σου είπα, έπαιζα και περίεργα τραγούδια που μου άρεσαν.

Όπως;
Σου θυμίζω ότι το ’66 είναι η εποχή που αρχίζει να δυναμώνει το κίνημα της ψυχεδέλειας. Έπαιζα λοιπόν τραγούδια των Iron Butterfly ή των The Human Beinz – ένα ψυχεδελικό συγκρότημα της εποχής. Ή θυμάμαι ότι έπαιζα Grateful Dead που μόλις είχαν φτιαχτεί. Κάπως είχα βρει ένα τραγούδι και το έπαιξα. Όλα αυτά σε μια εποχή που όχι διαδίκτυο δεν υπήρχε, αλλά ούτε πληροφόρηση καλά καλά.

Πού και πώς έβρισκες τους δίσκους;
Τους έβρισκα στο Μοναστηράκι αλλά και από τους Αμερικάνους. Ξέρεις τι εννοώ όταν λέω από τους Αμερικάνους; Δεν μπορεί να ξέρεις ακριβώς.

Τους Αμερικάνους στις βάσεις, σωστά;
Ναι, αλλά πρόσεξε τι ακριβώς εννοώ. Οι Αμερικάνοι που ήταν στις βάσεις, κάποια στιγμή έπαιρναν μεταθέσεις. Έπαιρνα λοιπόν τα Νέα τότε και στις αγγελίες διάβαζα ότι στον τάδε δρόμο στη Γλυφάδα φεύγει μια οικογένεια που έχει πράγματα να πουλήσει, μεταξύ των οποίων και δίσκους. Τους οποίους δίσκους τους έδιναν μπιτ παρά, δεν τους ενδιέφερε γιατί φεύγανε. Έχω φοβερά άλμπουμ από εκείνη την εποχή. Τα έπαιρνα πάρα πολύ φθηνά. Ναι, αλήθεια, από τους στρατιωτικούς που έφευγαν. Κάθε Σαββατοκύριακο με τον Κώστα τον Ζουγρή παίρναμε τη συγκοινωνία -δεν είχαμε φυσικά αυτοκίνητο-, πηγαίναμε στη Γλυφάδα και με τα Νέα στα χέρια έψαχνα τα σπίτια. Έτσι ξεκίνησα τη δισκοθήκη μου.

«Αποφάσισα να πω το ναι για να γυριστεί το ντοκιμαντέρ γιατί σκέφτηκα ότι θα είναι καλό να αφήσω πίσω μου κάτι σαν ημερολόγιο, γιατί δε νομίζω ότι θα κάτσω να γράψω ποτέ ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο» μου είχες πει προ δεκαπενταετίας με αφορμή το -ντοκιμαντέρ για τη ζωή σου- “Once in a lifetime”. Ακόμα σου λείπει αυτή η όρεξη;
Όχι απλά δεν έχω την όρεξη, βαριέμαι δηλαδή, αλλά δεν θα ήθελα να το γράψω γιατί θα έπρεπε να είμαι απολύτως ειλικρινής. Δεν θα ήθελα να βγάλω στη φόρα αυτά που πραγματικά έζησα στη δισκογραφία. Μπορεί να είμαι υπερβολικός, δεν ξέρω. Αλλά σκέφτομαι ότι θα θίγονταν κάποιοι κι εγώ δεν το θέλω.

Εννοείς ότι θα θίγονταν καλλιτέχνες ή στελέχη των δισκογραφικών εταιριών;
Ναι, κυρίως τα στελέχη της λεγόμενης μουσικής βιομηχανίας.

 

Ποιο θα έπρεπε να είναι κατά τη γνώμη σου;
Εννοώ τη συνέχεια από τραγουδοποιούς νεότερους από τους εξής τέσσερις-πέντε: Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου, Δεληβοριάς, Καραμουρατίδης, άντε ένας-δύο ακόμα. Αυτή η γενιά όμως είναι ήδη πολλά χρόνια στα πράγματα. Πού είναι οι επόμενοι; Που είναι οι εικοσάρηδες; Για να μην πιάσω το λαϊκό τραγούδι. Που είναι η συνέχεια των σπουδαίων λαϊκών τραγουδιστών; Σήμερα δεν υπάρχει δυστυχώς.

Ποια ήταν κατά τη γνώμη σου η καλύτερη περίοδος της μουσικής βιομηχανίας στην Ελλάδα;
Για την ελληνική μουσική ήταν τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με την εμφάνιση του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Και κατόπιν πολλών ακόμη μεγάλων συνθετών και τραγουδιστών. Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Σαββόπουλος, Λοΐζος, Λεοντής, Κουγιουμτζής, κ.α. Τότε έγινε η μεγάλη άνθηση του ελληνικού τραγουδιού. Με τα δικά τους τραγούδια ζούμε ακόμα. Με τον Ξαρχάκο δεν βλέπεις τι γίνεται σήμερα;

Η γενιά μου μέσω αυτών αγάπησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Εγώ δεν άκουγα τέτοια. Αλλά όταν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης ηχογράφησαν δίσκους με τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη, με έκαναν να ακούσω περισσότερο και να ψάξω τις μεγάλες λαϊκές φωνές. Από κει και πέρα κατά τη γνώμη μου το σπουδαίο ελληνικό τραγούδι φτάνει μέχρι τον Κραουνάκη. Εκεί τελειώνει αυτή η μεγάλη ελληνική σχολή, άντε να βάλουμε και κάποιους νεότερους τραγουδοποιούς που αναφέραμε νωρίτερα.

Όσον αφορά το ξένο τραγούδι, η μεγάλη άνθιση στην Ελλάδα έγινε το ’70 και το ’80. Άντε και το ’90. Ο κόσμος άκουσε περισσότερο αυτά που έπρεπε. Βγήκαν σωστά περιοδικά, όπως ο Ήχος και το Ποπ & Ροκ. Στις εφημερίδες υπήρχαν ενημερωμένες στήλες για τη μουσική – ενώ στα 60s υπήρχαν ελάχιστα πράγματα, ακόμα και για τους Beatles ψάχναμε να βρούμε δυο γραμμές. Επίσης οι δισκογραφικές κυκλοφόρησαν εδώ αυτά που έπρεπε. Μέχρι το ’90, τότε τελείωσε για μένα το παιχνίδι.

“ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ. ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ; ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΜΕΝ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΟΤΙ ΟΙ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΜΑΖΕΥΟΥΝ ΚΟΣΜΟ, ΟΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΕΧΩ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΟΜΩΣ ΟΤΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΙΑ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΠΙΑ ΜΟΝΟ ΚΑΤΙ ΠΡΟΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΚΡΟΑΣΗ” 

Μέχρι το ’90; Αυστηρό σε βρίσκω.
Φυσικά δεν είμαι αισιόδοξος. Γιατί να είμαι; Χαίρομαι μεν να βλέπω ότι οι συναυλίες μαζεύουν κόσμο, όπως έγινε φέτος το καλοκαίρι, έχω την αίσθηση όμως ότι η μουσική πια έχει γίνει πια μόνο κάτι προς διασκέδαση και όχι ακρόαση. Δεν νομίζω ότι κάθεται σήμερα κάποιος στο σπίτι του να ακούσει προσεκτικά μουσική. Ακούει από το κινητό ενώ κάνει του κόσμου τις δουλειές και απλώς περνάει το ένα τραγούδι μετά το άλλο.

Εσύ πώς ακούς μουσική σήμερα;
Κάθε Σαββατοκύριακο ακούω τα καινούρια άλμπουμ της εβδομάδας, ακόμα κι αυτά που δεν μου αρέσουν. Πρέπει να τα ακούς και αυτά -τις ποπ επιτυχίες, τα τραπ, οτιδήποτε- για να ξέρεις τι γίνεται. Διότι αν δεν τα ξέρεις και αυτά, δεν ξέρεις την κατεύθυνση προς την οποία κινείται η μουσική. Ακούω λοιπόν όλο το Σαββατοκύριακο μέσω Spotify. Από εκεί και πέρα όμως, τη Δευτέρα και την Τρίτη, έχω ακόμα τη συνήθεια να παραγγέλνω τα τέσσερα-πέντε άλμπουμ που θέλω να έχω στη δισκοθήκη μου.

Δηλαδή πόσες ώρες ακούς συνεχόμενα μουσική το Σαββατοκύριακο;
Κοίταξε, αυτή είναι η δουλειά μου. Αυτή είναι η ευχαρίστηση μου. Ακούω μουσική συνέχεια. Πατάω play από το πρωί. Παλιότερα μάλιστα όταν ξυπνούσα το πρωί, το πρώτο πράγμα που έκανα, πριν καν πάω στην τουαλέτα, ήταν να βάλω ένα δίσκο ή CD να παίζει. Για να μη χάνω χρόνο.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΜΙΧΟΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ