Μετά τις εθνικές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές
Μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές μεσολαβούν περίπου τέσσερα χρόνια. Τέσσερα σημαντικά χρόνια. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαπέντε ετών δείχνει ότι μπορεί να είναι τόσο πυκνά όσο ποτέ άλλοτε.
Σε αυτά τα χρόνια η χώρα βαδίζει με σταθερή Κυβέρνηση σε ασταθές πολιτικό περιβάλλον. Άρα προκύπτουν σημαντικές αγωνίες για το αν μπορεί η Κυβέρνηση να λειτουργήσει ορθολογικά, με σύνεση κι αποτελεσματικότητα, σε ένα τέτοιο περίγυρο.
Κι αν για το ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα εδώ και καιρό και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, για την ελληνική πολιτική σκηνή, αριστερά και δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν εξελίξεις.
Πρώτη στάση θα είναι οι Ευρωεκλογές, αλλά μέχρι τότε έχουμε να διανύσουμε μακρύ δρόμο. Ο οποίος έχει λακκούβες. Τι θα γίνει δεξιά της Νέας Δημοκρατίας; Θα αντέξουν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι κινδυνεύουν πλέον άμεσα με αποκλεισμό από το ελληνικό Κοινοβούλιο και ποιο θα είναι το μέλλον της Ελληνικής Λύσης και της Νίκης;
Tι θα γίνει στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας; Θα είναι το ΠΑΣΟΚ η νέα αξιωματική αντιπολίτευση, λόγω των εσωκομματικών εξελίξεων στο ΣΥΡΙΖΑ; Κι αν ναι, θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα; Θα επιστρέψει με δημιουργικό τρόπο ή θα αναγκαστεί να συρθεί σε λύσεις που πριν από λίγα χρόνια φάνταζαν αδιανόητες; Ποιο θα είναι το κυρίαρχο πρόσωπο της Κεντροαριστεράς που θα μπορέσει να είναι το αντίπαλο δέος του Κυριάκου Μητσοτάκη;
Στα πολλά ερωτήματα, που ο καθένας μπορεί να δώσει δικές του ερμηνείες και απαντήσεις, υπάρχουν ορισμένα αντικειμενικά δεδομένα. Υπάρχουν φωνές που μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για εμάς και την ελληνική οικονομία. Φωνές που πρέπει να ικανοποιούν κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα, ανεξάρτητα από την κομματική του προέλευση ή την ιδεολογική του αφετηρία. Μόνο κέρδος μπορεί να υπάρχει για την Ελλάδα αν η παγκόσμια κοινότητα μιλά θετικά για την χώρα.
Υπάρχουν, όμως, κι αλήθειες που δεν λέγονται. Και που πρέπει όχι μόνο να δώσουμε απαντήσεις αλλά να βρούμε άμεσες λύσεις:
(α) 1 στους 4 συμπατριώτες μας, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, διατρέχει άμεσο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (26,3%). Βρισκόμαστε στη 3η χειρότερη θέση από τους 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάτω από τη Βουλγαρία και την Ρουμανία.
(β) το 14% των Ελλήνων και των Ελληνίδων δηλώνουν ότι ζουν σε συνθήκες ακραίας στέρησης. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται όταν αναφερόμαστε στα παιδιά. Έχουμε το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που ζουν σε συνθήκες στέρησης με γονείς δευτεροβάθμιας (46,3%) ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (16,1%).
(γ) το 18,7% αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους (ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου).
(δ) το 48,8% αδυνατεί να πάει μια εβδομάδα διακοπές.
(ε) το 29,5% αδυνατεί να συμμετέχει τακτικά σε κάποια ψυχαγωγική δραστηριότητα.
(στ) 1 στους 7 Έλληνες κι Ελληνίδες έχουν κακή ποιότητα ζωής.
Χρειάζεται πολιτική ωριμότητα και εκτελεστική διορατικότητα προκειμένου να βρεθούν λύσεις στα παραπάνω προβλήματα, στο δικό μας πολιτικά ασύμμετρο περιβάλλον. Τα βήματα που κάνουμε είναι σημαντικά, παρουσιάζονται όμως με αξία πολλαπλάσια της πραγματικής. Νομοθετήματα δεν γίνονται πράξεις και ιδέες εξακολουθούν να είναι υποδεέστερες του μεγέθους των δυσκολιών.
Φαντάζει ανούσια επανάληψη, αλλά αποτελεί απαραίτητη πραγματικότητα η πολιτική υπέρβαση σε κάθε επίπεδο. Από την επανάσταση στην ελληνική δικαιοσύνη μέχρι τη διαδικασία μερικής οικονομικής ανακούφισης οφειλετών, από επαναπροσέγγιση της πολιτικής των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις μέχρι αναδιαμόρφωση της μέτρησης της πιστοληπτικής ικανότητας των πολιτών, από διαφοροποίηση της ελληνικής παιδείας και της σύγχρονης εκπαίδευσης μέχρι διαμόρφωση συνθηκών αυτάρκους, αυτόνομης οικονομίας με πρωτογενή παραγωγή.
Η Κυβέρνηση βγήκε από ένα μακρύ καλοκαίρι τραυματισμένη μεν, αλλά επικυρίαρχη ακόμα δε. Ο βασικός αντίπαλός της είναι ο ίδιος ο εαυτός της. Καλείται να τον κερδίσει.